Further tags

Η γκόμενα που προσελκύεται από τον οποιονδήποτε τύπο κάγκουρα που κατέχει οποιοδήποτε είδος μηχανής (απαραιτήτως)... Είναι γκόμενα που το μόνο στάνταρ που έχει για τον υποψήφιο γκόμενο είναι αν έχει μηχανή και πόσο μακριά την πάει στη μια ρόδα...

Αλλιώς: η καγκουρομάνα, η ποντικοπηδιόλα.

1
- Ωραίο μουνάκι ρε η Σοφία... φαίνεται και εύκολη... θα πάω να χωθώ...
- Αφού δεν έχεις πάπια...
- Ε και;
- Είναι σελογκόμενα.

2
Γιούλη: -Θέλω ο άλλος να είναι ευγενικός, δυναμικός, έξυπνος, αστείος, όμορφος, πιστός. Θέλω να τον θαυμάζω και να έχει μεγάλη πούτσα.
Μαρία: -Εγώ θέλω να έχει μηχανή.

Η Μαρία είναι σελογκόμενα.

Βλέπε και -μούνα, -γκόμενα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ερώτηση με πασίδηλη απάντηση που συνηθίζουν να κάνουν οι δημοσιογράφοι σε δύσμοιρους πολίτες. Οι εν λόγω ερωτήσεις καταδεικνύουν περίτρανα ότι οι δημοσιογράφοι έχουν IQ φρυγανιάς.

Σε κάποιον που μόλις έχει πέσει από τον έκτο όροφο:
-Πονάτε;

Σε κάποιον που μόλις έχασε μάνα, πατέρα, τρία αδέρφια και το σκυλάκι του σε αυτοκινητιστικό:
-Πώς αισθάνεστε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός ο οποίος:

  1. Πηγαίνει με αλλοδαπές
  2. Δεν ξέρει με πόσες έχει πάει.

- Είδα τον Νίκο ρε συ προχτές!
- Τί κάνει αυτός ο μπασταρδομούνης;
- Γιατί τον λες έτσι;
- Όλο με κάτι Αφρικανοπακιστανές τη βγάζει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχει και το υποκοριστικό, κλανοβαλβιδάκι.
Ανάλογα από τον ήχο που παράγει.

Μετά από μιά υγρή πορδή:

Να ρυθμίσεις το avance στο κλανοβαλβιδάκι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τηλεφάπας. Αυτός που στηρίζεται αποκλειστικά στην τι-βί για να διαμορφώσει άποψη. Ο καλύτερος πελάτης των τηλεδημοσιοκάφρων. Συνήθως εκτός από την σκλήρυνση κατά τσιμεντόπλακας, πάσχει και από οσφυαλγίες από τις πολλές ώρες που περνάει στον καναπέ.

Κάποια εκατομμύρια τηλεκαρπαζοεισπράκτορες και μερικοί πονηροί πανηγύρισαν...

Από μικρός στα βάσανα... (από Marco De Sade, 25/03/09)Γιά πελάτες που είναι γάτες... (από Marco De Sade, 25/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έδεσμα ακριβώς αντίθετο από το κουτόχορτο. Όταν το τρως γίνεσαι αίφνης πονηρός και εξυπνάκιας. Με άλλα λόγια, ρωτάμε έναν συνομιλητή αν έχει φάει πονηρόπιτα σε περιπτώσεις που προσπαθεί να μας ξεγελάσει και νομίζει ότι δεν θα το καταλάβουμε, ή που το παίζει έξυπνος, εξυπνίδης, αλητίστας.

Μερικές φορές το τρώω πονηρόπιτα μπορεί να δηλώσει ότι πέφτω θύμα πονηριάς, αν και μάλλον κατά παραφθορά της αρχικής σημασίας της φράσης κττμγ, ενώ κερνάω πονηρόπιτα ότι προσπαθώ να πιάσω κάποιον κότσο.

  1. γεννηθήκατε έξυπνοι η φάγατε πονηρόπιτα; 2 μήνες στο πεύκο και 3 μήνες παραμεθώριο έκανα..και μαγκιά μου που είχα βύσμα και μπήκα σε γραφείο..εγώ τουλάχιστον πήγα..και δεν κόπηκα σαν γιωτόμπαλο όπως εσείς.. (Εδώ).

  2. πονηροπιτα φαγατε το πρωι ε;αντι να πειτε ενα μπραβο που ελληνες διαπρεπουν στο εξωτερικο το παιζετε γατακια.χαζεψατε απο τη φαπα και γινατε μαγκες στο ιντερνετ. (Εδώ).

  3. έλα αγορίνα, αλλού η πονηρόπιτα, σε αυτούς που σε πέρνει και την τρώνε. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σχηματίζεται κατά το νυφοπάζαρο και μπορεί να δηλώσει πολλές περιπτώσεις όπου εκτίθενται γαμπροί για σχέση, όπως λ.χ. μέρη με ψωλαρίες, όπου συχνάζουν γαμπροί και κλαρινογαμπροί, καθώς λ.χ. οι παραλίες των πόλεων, διαδικτυακά σάιτ γνωριμιών, εκπομπές τ. «Χρυσό Κουφέτο», μέρη όπου υπάρχουν πολύ περισσότεροι άντρες από ό,τι γυναίκες τ. χιονάτη κ.ά.

1. Γαμπροπαζαρο μαλλον πρεπει να το πεις…..:P Δεν το λεω γι’αυτο….το λεω γιατι ειναι ολα τα καλα παιδια μαζεμενα και δε θα ξερεις με ποιον να πρωτοκανεις παρεα….:p

2. Και απο την αλλη σε νυφοπαζαρο ειμαστε η Γαμπροπαζαρο απο την αλλη το να εχω 6-7-8 επιλογες ειναι απολυτα φυσιολογικον.

3. Να ερθετε ολοι χτενισμενοι και με κουστουμια!Θα εχουμε γαμπροπαζαρο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κοινώς ο πουτσοκέφαλος.

Αυτός που έχει ανοιχτό το μουνοθηρευτικό του ραντάρ 24 ώρες το 24ωρο. Είναι ελληνάρας, λάγνα υστερόβουλος, ζει για να γαμάει, αναπνέει για να καβλαντίζει. Παραμένει ανάλγητος και απτόητος σε αποτυχίες και στραβοπατήματα, χαλάκι να γίνει θα το φτάσει στα άκρα για να μπει στην τρύπα που θέλει. Αντιπροσωπεύει επί το πλείστον εφήβους αμφισβητήσιμης νοημοσύνης οι οποίοι ενδίδουν στα φυσικά ζωώδη ένστικτά τους για ασύμμετρη συνουσία.

Σε αντιδιαστολή με τον πουτσοκέφαλο ο οποίος χρησιμοποιείται σε ευρύτερες φράσεις εντός πλαισίων χαβαλέ, ο ψωλοδορυφόρος αποτελεί μια σπανιότερη υποκατηγορία η οποία εμφανίζεται αποκλειστικά σε τετ-α-τετ ανδρικές συζητήσεις για ένα μουνί, ΤΟ μουνί, το οποίο έχει καθηλώσει ολόκληρη ομάδα από πουτσοκέφαλους, μεν σκόπιμα, δε απουσίας προφανούς σκοπιμότητας, τους δουλεύει όλους ψιλό γαζί.

- Έχω τρελαθεί με τη Μόνικα. Χτες στέλναμε όλη μέρα μηνύματα. Λες να ψήνεται;
- Μην είσαι χαζός. Θα σε κάνει μπαλάκι της η καριόλα. Αυτές το μόνο που θέλουν είναι 10 ψωλοδορυφόροι πάνω απ' το κεφάλι τους...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο παντελώς άστοχος καλαθοσφαιριστής τ. παπάροβιτς, με έφεση σε τούβλα, σίδερα και αερόμπαλες.

- Ο μεγαλύτερος χασοκαλάθης του Ελληνικού Μπάσκετ... Αν γυρίσει στην Εθνική πάμε πάλι 10 χρόνια πίσω... (εδώ)

- Ο Αποστολίδης είναι χασοκαλάθης πως να το κάνουμε... εμένα μ'αρέσει γενικά, έχει το σωστό κορμί, παίζει άμυνα, παρά το χαζά ψηλοκρεμαστό ... (εκεί)

Βλ. επίσης: χασογκόλης, χασοδίκης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δάνειο που δίνεται απ' τις τράπεζες προκειμένου ο δανειολήπτης να εξοφλήσει άλλα δάνεια. Οι πρώτες δουλεύουν τον δεύτερο, ο οποίος δεν πάει καλά.

Αναδρομικός (αγγ. recursive) όρος.

- Πσσσσς, πρώτο το αμάξι! Αλλά εσύ δεν είχες μία, πώς το πλήρωσες;
- Πήρα αμαξοδάνειο ρε...
- Χμμ, κι αυτό πώς θα το πληρώσεις;
- Θα πάρω δανειοδάνειο.
- Κι αυτό πώς θα το πληρώσεις;
- Θα πάρω δανειοδάνειο.
- Κι αυτό πώς θα το πληρώσεις;
- Θα πάρω δανειοδάνειο.
- Κι αυτό πώς θα το πληρώσεις;
- Θα πάρω δανειοδάνειο.
- Κι αυτό πώς θα το πληρώσεις;
- Θα πάρω δανειοδάνειο.
- Κι αυτό πώς θα το πληρώσεις;
- Θα πάρω δανειοδάνειο.
...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified