Further tags

Θήλυ χαρακτηριζόμενον από σχετικώς φαρδεία, ενδεχομένως κι ελκυστική λεκάνη, την οποία διαδέχονται δυο μηροί πάχους ανακόλουθου του φάρδους της λεκάνης τοιαύτου, αλλά όχι απαραίτητα μη ελκυστικοί. Οι μηροί πρέπει συγκλίνειν με γωνία άνω των 45 μοιρών. Η παραπάνω μορφολογία υπό τας σωστάς συνθήκας ρουχισμού και φωτισμού δημιουργεί το εξής οπτικό αποτέλεσμα: Όταν το συγκεκριμένο θήλυ φορά κυανούν στενό παντελόνιον (τζιν), και αι ακτίναι του ζείδωρου ηλίου προσπίπτουν εκ των όπισθεν, εμφανίζεται λαμπεροτάτη στρογγυλή οπή. Η οπή βρίσκεται κάτωθι του αιδοίου, ανάμεσα στους μηρούς, και διατηρείται ευμεγέθης παρά το βάδισμα. Οπαί τύπου τοιαύτου συχνάκις τραβούν τα βλέμματα και τα σχόλια των περαστικών, και υποθάλπουν το καμαρωτό βάδισμα του θήλεος.

Η ετυμολογία της λέξεως έχει προφανώς κάνειν με την πτώσιν της θερμοκρασίας που δημιουργείται εις τα γεννητικά όργανα, λόγω διέλευσης αέρος μέσω του φαινομένου των Δαρδανελλίων.

Ρε συ, κοίτα! Αυτή έχει μια διαμπερή τρύπα κάτω από το μουνί της.
— Ναι ρε, την είδα. Πρώτη φορά βλέπεις εσύ αερόψυκτη;

Δες και ποτηράκι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από την πολύ συχνή της χρήση η φράση «πουτάνας γιός» καθιερώθηκε τόσο πολύ στην γλώσσα μας που πλέον μπορεί εύκολα να θεωρηθεί ως μία, ενιαία και αδιαίρετη λέξη. Κάτι σαν την Αγία Τριάδα. Συχνότατη η χρήση της λέξης αυτής στα γήπεδα, στις δημόσιες υπηρεσίες και όπου βασιλεύει η κλασσική ελληνική καφρίλα.

Κλίση του ουσιαστικού

Ενικός Αριθμός

Ο πουτανασγιός
του πουτανασγιού
τον πουτανασγιό
πουτανασγιέ

Πληθυντικός Αριθμός

Οι πουτανασγιοί
των πουτανασγιών
τους πουτανασγιούς
πουτανασγιοί

  1. - Τι έδωσε ρε ο πουτανασγιός; ΠΕΝΑΛΤΥ;
    - Όχι ρε. Θέατρο
    - Α. Δεν είναι και τόσο πουτανασγιός τότε. ΑΛΛΑ ΟΤΙ ΕΙΝΑΙ, ΕΙΝΑΙ!!

  2. - Μία ώρα περιμένω για μια κωλοϋπογραφή ρε αρχίδια, πουτανασγιοί!
    - Σας παρακαλώ κύριε, ηρεμήστε
    - Σκάσε μωρή πουτανασκόρη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επιθετικός προσδιορισμός που προκύπτει από το ουσιαστικό ωδείο με την κατάληξη -ουχος (στην θηλυκή βερσιόν -ούχα π.χ. αδειούχα, στο ουδέτερο -ούχο, ή και -ουχάκι -Βλ. Παράδειγμα). Δηλώνει, είτε τον κάτοχο μουσικού πτυχίου από αναγνωρισμένο -ή μη- ωδείο, ή απλά κάποιον που έχει στο βιογραφικό του μουσικές σπουδές, ασχέτως με το αν δεν κατάφερε, όχι μόνο να τις ολοκληρώσει, αλλά ούτε καν να ξεπεράσει τα βασικά επίπεδα - χωρίς βέβαια αυτό να τον εμποδίζει από το να πουλάει μούρη λες και είναι η μετενσάρκωση του Παγκανίνι.

Χρησιμοποιείται ενίοτε ειρωνικά ή κοροϊδευτικά από μουσικούς που, ενώ κατέχουν τα τεχνικά κάποιου οργάνου, δεν διαθέτουν θεωρητικό υπόβαθρο των γνώσεων τους, δηλαδή από μουσικούς μη ωδειούχους (Παρένθεση: Σε καμία περίπτωση δεν θα πρέπει αυτοί οι μουσικοί, είτε είναι καριερίστες είτε όχι, να αντιμετωπίζονται εξαρχής μειωτικά ως ερασιτέχνες, καθώς η ικανότητα τους και η μουσική ευαισθησία τους μπορούν να είναι πραγματικά πολύ υψηλού επιπέδου).

Εν τέλει, η αξία ή μη του να είσαι ωδειούχος τελεί υπό καθεστώς αμφισβήτησης στους κύκλους των μουσικών, ανάλογα βέβαια από το ποια σκοπιά το βλέπει ο καθένας -και όπως πάντα, ανάλογα με το μουσικό στρατόπεδο του καθενός.

  1. - Τι έγινε με μπασίστα, έσκασε μύτη κανένας;
    - Αμέ, μας ήρθε ένα ωδειουχάκι αλλά λάκισε μετά την πρόβα. Δεν πολυγούσταρε...

  2. Να τους χέσω όλους τους κωλοωδειούχους! Ένα σόλο της προκοπής τους ζητάς να παίξουν και σε κοιτάνε λες και είσαι από άλλο πλανήτη...

  3. - Αδερφέ έχεις ξαναπαίξει ποτέ;
    - Αμέ. Τόσα χρόνια ωδειούχος τι διάολο, άλλη δουλειά δεν κάνω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  • O επαγγελματίας αθλητής με αλήτικη συμπεριφορά, χωρίς την ελάχιστη αθλητική ηθική (είναι συνέχεια ντοπέ, παίζει αντιαθλητικά, χτυπάει τον αντίπαλο ύπουλα με απαγορευμένους τρόπους , παίζει θέατρο για να πάρει το μπενάλτι, δωροδοκείται ή παρασέρνει άλλους σε δωροδοκία κλπ). Οι όποιες διακρίσεις του έχουν όλες αποκτηθεί με δόλια μέσα. Είναι παράδειγμα προς αποφυγήν, χλεύη και αποδοκιμασία.
  • Νέος που ασχολείται ερασιτεχνικά με κάποιο άθλημα, αλλά είναι μακριά νυχτωμένος από οποιοδήποτε αθλητικό ιδεώδες και χρησιμοποιεί τη σωματική διάπλαση που έχει, ή σκοπεύει να αποκτήσει, προκειμένου να κάνει διάφορες καφρίλες, να πουλήσει τσαμπουκάδες, να το παίξει σκληρός κι εκφοβιστικός και να κάνει διάφορες αλητείες εν γένει.

Συνώνυμα: Aθληταριό, αθλητήριος, αθληταρία.

- Παιχτρόνι ο ....., ε; - Ουου! Τρεις ξάπλωσε χθες, χώρια το γκολ με το χέρι. Μέγας αθλητάμπουρας...

- Αν θες να ξέεερεις,, [μάσημα τσιχλας] ο Γιώργος μου δεν είναι επιθετικός, απλά έχει πολύ τεστοστερόνη επειδή είναι αθλητής και τον προκαλούν επειδή τον ζηλεύουν, γι αυτό πλακώνεται.
- Ο Γιώργος σου δεν είναι αθλητής, είναι αθλητάμπουρας και τσόγλανος, γι αυτό πλακώνεται.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύνθετο εκ των πόντος + έρανος.

Ή κατά το φαινόμενο της κράσης «ποντούρανος» (αλλά δεν έχω το πολυτονικό παραμύθι να βάλω κορωνίδα).
Θνησιγενής έννοια, αφού έχει προ πολλού εξαγγελθεί αρμοδίως ότι η βαθμολογία πρόκειται να καταργηθεί.

Ο έρανος βαθμολογικών πόντων εκ μέρους του σλανγκεπωνύμου πλήθους των χρηστών του σάιτοστ, υπέρ τυχόν αναξιοπαθούντος λημματοδότου, όταν υφίστανται βάσιμες υποψίες οτι κατωποντοδοτήθη υπο τινός μουλωχτού βαθμοφθόρου.

Αν ο λημματοδότης τυγχάνει φίλα προσκείμενος στην ποντερανική επιτροπή, τότε μπορεί ενδεχομένως να χρησιμοποιηθεί το περαιτέρω σύνθετο «μπαγαποντέρανος», όταν η πριμοδότηση υπερβαίνει το αναγκαίο μέτρο της αποκατάστασής του.

Το φαινόμενο έχει συνήθως ως εξής:

1) Ο λημματογράφος καταχωρίζει το κειμενάκι.
2) Η βαθμολογία του ορισμού – λήμματος κινείται σε φυσιολογικά και αναμενόμενα επίπεδα (αναλόγως π.χ. της φαιάς ουσίας που έχει δαπανήσει ο λημματοδότης, της πρωτοτυπίας του λήμματος, της πληροτητας του ορισμού κ.α.).
3) Εξ αίφνης, σκάνε κάνα-δυο κουλούρια απ’ το πουθενά (στα μουλωχτά με άνευ λόγο και αιτία) κι η βαθμολογία του λήμματος – ορισμού πιάνει πάτο.
4) Ο δύστυχος λημματοδότης ή διαμαρτύρεται κοσμίως ή αρχινάει την ποντοκλάψα (αν είναι λημμασμένος βαθμοθήρας) ή τις κατάρες (αν είναι τζαναμπέτης όπως ο υποφαινόμενος).
5) Εμφανίζεται τις, ρομαντικός ποντοσυνήγορος (αυτόκλητος, οσάκις ο λημματοδότης προτίμησε να σιωπήσει), ο οποίος επιτίθεται με πύρινους λόγους στους ανεμόμυλους που μειοδότησαν.
6) Ακολουθεί συζήτηση περί του «ποιοί και γιατί σκοτώσανε το Τζό» (τί θέλουν τα παιδιά μας στο Βιετνάμ;) κλπ.
7) Η σλανγκική κοινότης συγκινείται και αποθιστά το βαθμολογικό έλλειμμα με γενναιόδωρες προσφορές άστρων.

Parole αυτά, πολλές φορές ο ποντέρανος κρίνεται επιβεβλημένος, δεδομένου οτι αν ο ποντοκαζαντζίδης καταντά συχνά φαιδρή φιγούρα, ο ποντικός (που ροκανίζει πόντους στα μουγκά) είναι σίγουρα και πάντοτε ένα αηδές υποκείμενο.

  1. 12 Δεκεμβρίου 2009, ώρα Ελλάδος 14.38
    Μόλις με επισκέφθηκε ο φίλος μου και έβαλε 0 σε ορισμό και λήμμα. Για τον ορισμό, δεν πειράζει. Η εξήγηση ανήκει στην σφαίρα της ψυχοπαθολογίας. Αλλά το 0 στο λήμμα, πραγματικά είναι κρίμα. Δεν την έβγαλα εγώ τη φράση και, συνεπώς, ούτε καν με τη δική σου «λογική» έχει νόημα να την τιμωρείς. Και απορώ γνησίως τι δουλειά έχει σε αυτό το σάιτ κάποιος που εμφανώς μισεί τόσο πολύ τη γλώσσα. Μάστα και φύγε.

(Σχόλια απο ’δώ)

  1. Καρασπέκ σου εφεντίμ!
    Τίγκα στην χρησιμότατη πληροφορία (5Χ2).
    Ο κατωποντοδότης (εδώ και στην Ασπροβάλτα) να μη δεί χαρά στα σκέλια του...

(Σχόλια απο ’δώ)

  1. Πολύ καλός! γιατί μωρέ τέτοιο θάψιμοοοο;

(Σχόλια απο ’δώ)

  1. Λοιπόν, τώρα θα κάνω εν μέρει γαργάρα κάποιες πάγιες θέσεις μου και θα ξεκινήσω κουβέντα για την βαθμολόγηση του συγκεκριμένου ορισμού.
    Έχουμε τρία δαγκωτα (δηλωμένα στα σχόλια) πεντάρια και παίζει και ένα τέταρτο. Άρα δύο άνθρωποι ψήφισαν σχετικά αυστηρά (ή ένας πολύ αυστηρά). Γιατί ρε παιδιά;

(Σχόλια απο ’δώ)

Ούτε εμείς που τοὔχουμε το παραμύθι τη βάζουμε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το να πουλάς μαγκιά και να προσπαθείς να το παίξεις ζόρικος, άγριος και σκληρός, μασώντας τσίχλα ταυτόχρονα.

Η τσιχλομαγκιά χαρακτηρίζει κυρίως ορισμένες κατηγορίες γκόμενας (μπουρναζογκόμενες, λάικες κλπ), καθώς και από τακουνόμαγκες, τρέντουλες και λοιπούς θηλυπρεπείς.

- Ρε συ, έχει αγριέψει ο τυπάκος, θα έχουμε φασαρίες.
- Σιγά τα αίματα ρε με τον τσιχλόμαγκα, θα γράψει υστερία κανα δίλεπτο και μετά θα πάει στην τουαλέτα να κλάψει απ' τα νεύρα του.

(από Khan, 29/01/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα samples (σαμπλς) που χρησιμοποιούνται στο χιπ-χοπ (και τα υπο-είδη του, π.χ. η low bap) και στην ηλεκτρονική μουσική (και τα υπο-είδη της).

Πω ρε φίλε, αυτή η ντραμεντμπεϊσιά είναι τίγκα στο γαμάτο σαμπλίδι!!!

Βλέπε και σάμπλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όπως λέμε της πούτσας, παλικάρι της φακής κλπ.

Ειρωνική έκφραση, που περικλείει όλα τα εκατέρωθεν ad hominem ψευδο-επιχειρήματα μεταξύ των υπερμάχων Αθήνας – Θεσσαλονίκης, λόγω της γνωστής χαζο-διαμάχης περί του φύλλου/ζύμης κλπ του εν λόγω εδέσματος.

Δηλαδή μεταφορικώς σημαίνει: Μάταιος αγών του οποίου το πεδίον δόξης ενν είν’ λαμμπρόν...

Σχετικά: Διένεξη περί όνου σκιάς, καβγάς για το πάπλωμα, η μάχη για το κουραδόκαστρο, της κοντής ψωλής τα μαλλιά της φταίνε, δυο κίναιδοι μαλώνανε σε ξένο γαμιστρώνα κλπ.

Το εργάκι έχει ως εξής: Οι φερόμενοι Αθηναίοι περιπαίζουν πειραχτηριακά τους φερομένους Θεσσαλονικείς, οι οποίοι τσιμπάνε και τους «αντιμάχονται» (κολακευμένοι ωστόσο που τους επέλεξαν για τετ-α-τετ σύγκρουση οι πρωτευουσιάνοι).

Όμως, και στις δυο περιπτώσεις η ύπαρξη knot-dictionary υποβάθρου δεν λείπει, αφού ούτε οι πλείστοι από τους μεν κρατάνε από τον Κόδρο, ούτε κι οι πρόγονοι των δε έκαναν ποτέ Ανάσταση στη Ροτόντα.

Τα παιχνιδάκια αυτά θα ήσαν επικίνδυνα αν δεν ήσαν γελοία κι έτσι, ακόμα και ο συμπαθής γιαουρτοφάγος Νομάρχης, δεν αποτελεί απειλή για την εδαφική αρτιμέλεια της χώρας...

(Στο τυροπιτάδικο κάπου χάμω):

- Μια μερίδα μπουγάτσα με τυρί παρακαλώ...
- Ασφαλώς ο κύριος εννοεί τυρόπιτα να υποθέσω;
- Ρε φιλαράκι, σε λέω μπουγάτσα με τυρί λέγεται αφού! Τι τ’ αλλάζετε τώρα;
- Άσε ρε λάκη τώρα, που ήρθες να μας μάθεις εσύ πώς να λέμε την τυρόπιτα στα ελληνικά...

(Τσακώνονται και exeunt)

Σ.Σ. Έτσι, και ο ένας έχασε τον πελάτη και ο άλλος έμεινε νηστικός και ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα...

Ζήτησε μερίδιο απο την μπουγάτσα της εξουσίας... (από HODJAS, 05/02/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συμπληρωματικά μπορεί να αναφερθεί για τους τσιγγάνους ή οσους έκαναν το πρώτο τους παιδί στα 17 και μετά αποκτούν εγγόνια στα 34.

«αυτός /-ή είναι εγγονομηχανή»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Θαρρώ ότι ενσωματώθηκε στην ρεμπέτικη φρασεολογία, κατόπιν της πρώτης μεταναστευτικής ορδής εις την Αμερική, λίγο μετά την Μικρασιατική Καταστροφή. Πολιτσμάνοι = Police Men, στην ελληνική απόδοση Πολιτσμάνοι.

Θα παραθέσω και εγώ τους γνωστούς στίχους του αείμνηστου Βαμβακάρη:

Εφουμέρναμ' ένα βράδυ, αργιλέ σπαχάνη μαύρη, δίχως νά 'χουμε στην πόρτα
τσιλιαδόρους όπως πρώτα. Κι έρχουνται δυο πολιτσμάνοι, και δεν βρίσκουνε ντουμάνι. Ζούλα όλοι οι αργιλέδες, φυλαχτείτε απ' τους τζέδες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified