Further tags

Από την εταιρεία Peugeot, αναφέρεται σε διαδρομή με τα (δύο) πόδια.

- Με ποιο αυτοκίνητο θα πάμε;
- Με πεζό δύο. Έχει πολλή κίνηση ρε 'συ.

Πεζώ με καλές ζάντες. (από Galadriel, 31/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δρόμος, συνήθως του κέντρου της Αθήνας, με μεγάλη πιθανότητα και συχνότητα εμφάνισης ναρκομανών (κατά προτίμηση σε οριζοντιωμένη στάση).

-Ρε Μήτσο πάμε μια μέχρι Εξάρχεια για κανα μπυρόνι;
-Πωπω ρε φίλε, όποτε βγαίνω μαζί σου όλο σε πρεζοδρόμια κάνουμε βόλτα.

Got a better definition? Add it!

Published

Συνώνυμο του μαλάκα, σε υπερθετικό βαθμό όμως. Αναφέρεται, κυρίως, σε όσους αυνανίζονται μέχρι τελικής πτώσης.

- Ρε μαλάκα πήρα κάτι τσόντες προχτές, έλιωσα.
- Είσαι μεγάλος καυτόχειρας τελικά. Γι αυτό έχεις γίνει σαν σαμιαμίδι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κινηματογραφική ταινία, κατά προτίμηση ευρωπαϊκής ή ασιατικής καταγωγής, στην οποία κανείς δεν καταλαβαίνει την υπόθεση αλλά όλοι θαυμάζουν το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα για να φαίνονται ψαγμένοι σινεφίλ.

Ο όρος μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για να υποδηλώσει το αντίστοιχο κινηματογραφικό κίνημα.

Χαρακτηριστικοί πουτοπάει σκηνοθέτες:
Θ.Αγγελόπουλος
Γουονγκ Καρβαι
Ντ. Λιντς
Λουις Μπουνιουέλ
κτλ

-Καλή η ταινία;
-Άσε ρε φίλε με τη γκόμενα που έμπλεξα. Αυτές της αρχιτεκτονικής όλο κατι πουτοπάει κινέζικα βλέπουν. Δεν κατάλαβα Χριστό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σκλάβος του αιδοίου.
Βλ. μουνόδουλος, μουνοτρέχας.

Ο μουνοείλωτας βρήκε την Κλεοπάτρα και χαίρεται ο μαλάκας.

Σχετικά: μουνοσαλιάρης, πουτόπιστος, χαζομούνης

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο έχων αραιωμένη την κορυφή του τριχωτού της κεφαλής και αφήνει κοτσίδα ή μακριά μαλλιά, κατάλοιπο νεανικών χρόνων.

Πουλικάκος, τίποτα άλλο.

(από Cunning Linguist, 20/04/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μαστός της γυναίκας που είναι στητός και με σφαιρικό σχήμα.

- Πωπω είδες τι απίστευτα βυζόμπαλα έχει αυτή;
- Άραξε ρε, φο-βυζού είναι!

Δώσε βάση στο νόημα. (από Galadriel, 07/03/09)Άλλη μία από wonderbra, πιο ευνόητη γιατί μέχρι να καταλάβω το διπλανό σκάλωσα άσχημα. (από patsis, 08/04/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτό το οποίο σε εκνευρίζει, σου σπάει τα νεύρα.

- Καλά, εχθές είχαμε βγει με μία καινούργια παρέα και περάσαμε πολύ ωραία, μόνο αυτός ο Σάκης ρε παιδί μου, εντελώς σουτιδινίστικος, μας τα τσάκισε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι ο ήχος του λυγμού, του κλαυθμού και του οδυρμού. Συνοδεύεται από τα περίπου συνώνυμα «κλαψ» και «σνιφ».

Βρίσκει την ρίζα του στα περιοδικά Μίκυ Μάου και με τα συνώνυμά του εξέφραζε την θλίψη των ηρώων σε περίπτωση μη επιθυμητής έκβασης των πραγμάτων.

Συνοδεύεται από θαυμαστικά στον γραπτό λόγο.

- Τά 'μαθες Μίκυ Μάου; Σου μπήκει ο Πλούτο την Μίνι παρτούζα με τον Κύρο Γρανάζη..
- Η καριόλα, να κάνει σε μένα τέτοιο πράγμα;;;
(κλαψ!!) (σνιφ!!) (λυγμ!!)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(ουσ.)
ύστατος + (αγγλ. flash = σηματοδότης).
Ο ασυνείδητος οδηγός που θυμάται ή συνηθίζει να ανάβει τον σηματοδότη (φλας) ένα ή δύο μέτρα πριν τη στροφή.

Παραλίγο να γίνει καραμπόλα γιατί ο μπροστινός ήταν υστατοφλάστης.

Got a better definition? Add it!

Published