Further tags

Η τσαρίνα της πούτσας. Ο όρος μπορεί να εκληφθεί με μία ή περισσότερες από τις παρακάτω έννοιες:

  1. Ποσοτικώς: Η ψωλού.
  2. Ποιοτικώς: Η μαστόρισσα στον χειρισμό της πούτσας.
  3. Γεωγραφικώς: Η Τατιάνα ή Λαρίσα, γενικώς το μιγκ (σ.ς.: Όχι αυτό που τράκαρε την Mes μας).
  4. Πολιτισμικώς: Αυτή που έχει ζηλώσει την δόξα της Αικατερίνης της Μεγάλης, η οποία έχει μείνει θρύλος για τα ερωτικά της κατορθώματα.

Η λέξη χρησιμοποιείται και ως παιγνιώδες χαϊδευτικό για την πούτσα.

Φοβερή πουτσαρίνα η Νατάλια Βοντιάνοβα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από τις λέξεις ταίρι και έργο.
Χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει τον «άσχημο» σύντροφο κάποιου εμφανίσιμου προσώπου...

- Κοίτα με ποια έμπλεξε ο Σούλης!!...
- Ναι ρε μαλάκα, σκέτο ταιρατούργημα είναι...

(για διευκρινήσεις βλ. φώτος)

(από EvoOz, 25/03/09)(από EvoOz, 25/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η εμμονή, η τρέλα προς την τελειότητα, την οποία πολλοί βρίσκουν στο νυστέρι του πλαστικού χειρουργού... Δυστυχώς τώρα τελευταία το φαινόμενο αυτό παρατηρείται πολύ πιο συχνά απ' ό,τι παλιότερα...

- Ρε μαλάκα, την είδες τη Λιλιαν; Πώς έγινε έτσι; Τι στο διάολο έκανε στη μάπα της;;
- Ε, φαίνεται έχει αγαμίες και την έπιασε νυστερία..

(από nick, 25/03/09)(από EvoOz, 25/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η δραστηριότητα της ταυτόχρονης διενέργειας δύο εκ των φυσικών αναγκών του ανθρώπου. Ενώ κάποιος προσπαθεί να αεριστεί κάνοντας την χαρακτηριστική γκριμάτσα με τα σφιγμένα χείλια ο οργανισμός αποφασίζει πως είναι μεγάλη μαλακία μια τέτοια οδός να εξυπηρετεί μόνο ένα ρεύμα και την ίδια στιγμή δίνει προτεραιότητα και σε κάποια υποτυπώδους μορφής κουράδα. Άμεση συνέπεια είναι η αλλαγή του βηματισμού του εν λόγω ατόμου σε πιο «μάγκικη» και η στάμπα στο παντελόνι που δικαιολογείται πολύ εύκολα με τον σιχτιρισμό του ανυποψίαστου βοηθού σερβιτόρου, επειδή και καλά σκούπισε την καρέκλα που κάθισε ο μάγκας πλέον με βρεγμένο πανί. Η μυρωδιά είναι βέβαια ένα θέμα, αλλά αν είστε στο κατάλληλο σημείο αυτό είναι το τελευταίο που σας απασχολεί, μιας και το περιβάλλον είναι σύμμαχος, πχ Ψυρρή.

Ο ήχος την στιγμή της πραγματοποίησης του φαινομένου, γιατί περί τέτοιου πρόκειται, είναι τόσο απολαυστικός και τόσο σκανδαλιστικά και τσαχπινογαργαλιάρικα υγρός, που θα θέλετε να τον ακούτε συνέχεια. Κι αν συνέβη σε μέρος με θόρυβο τότε είναι ακριβώς σαν να σας έρχεται μωρό έξω από την πόρτα χωρίς πριν να έχετε καν ζμπρώξει, εκμηδενίζοντας δηλαδή το κομμάτι «αμιγές καλού» της γνωστής ρήσης.

- Τί έγινε ρε Σάκη τελικά; Το έχωσες στην Κικίτσα;
- Άσε ρε, χτύπησε πάλι ο Μέρφυ. Ήταν αμόλυντη παρθένα η μικρή.
- Και δεν ήθελε ε;
- Όχι ρε, δεν έβλεπε την ώρα, αλλά τα είχα και αξύριστα.
- Και δε γούσταρε με τρίχες ε;
- Όχι ρε, τρελαινόταν με τις τρίχες, αλλά εχέκλασα.
- Και σιχάθηκε ε;
- Όχι ρε, ήταν κρυωμένη και δεν κατάλαβε τίποτα, αλλά δεν είχα καπότες.
- Και φοβόταν ε;
- Όχι ρε, ήθελε την πρώτη της φορά να το νιώσει καλά.
- Ε τι σκατά έγινε τότε ρε;

και τα ιγκουάνα εχεκλάνουν! (από Jonas, 04/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που δεν μπορεί χωρίς την ημερήσια δόση του από τα σκουπίδια της tv και τις ειδήσεις του τρίπτυχου σεξοσκάνδαλο-ληστεία-ακρίβεια. Ο τηλετζάνκι. Συνήθως άτομο χαμηλού μορφωτικού επιπέδου, αλλά υπάρχουν και εξαιρέσεις.

Η κατάσταση του υποκειμένου λέγεται «τηλεμαστούρα». Στοιχίζει φτηνότερα από το μπαφάκι, αλλά πολλές φορές είναι μπουρούχα.

Η δικιά μου είναι τηλεμαστούρω. Με ένα «Sex & the city» και λίγο «Aξίζει να το δεις» έχει κλείσει.

Πουτσίλα μυρίζει... Πάλι καλά που δεν το είχε βάλει στον κώλο του, ο τηλεμαστούρης... (από Marco De Sade, 25/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λίστα αυτή αποτελεί μικρό συμπλήρωμα του ανύπαρκτου λεξικού που ανάρτησε ο χρήστης acg. Δεδομένου ότι το φαινόμενο Miesens είναι πραγματικά απύθμενο, κρίνεται αναπόφευκτη την ανάγκη και για γ’ τόμο!

  • Μαύρα μιζάνυχτα, τα: έχουν όσοι δεν συμμετέχουν στο πάρτι αυτό!
  • Μιζαλίνα, η: η Μάτα Χάρη που χρηματίζεται εκατέρωθεν.
  • Μιζαλλόδοξος, ο: αυτός που δεν έχει πρόβλημα να χρηματίσει ή να χρηματιστεί σε διεθνές περιβάλλον.
  • Μιζεγγύηση, η: ειδική μορφή παρακαταθήκης, κατά την οποία πράγμα κινητό ή ακίνητο διεκδικούμενο παραδίνεται ανεπιστρπτί σε τρίτον (τον μιζεγγυητή) για διεκπεραίωση «εκκρεμών υποθέσεων».
  • Μιζέλληνας, ο: ο Έλληνας που χρηματίζεται και χρηματίζει.
  • Μιζθοδοσία, η: οι μηνιαίες αποδοχές πολιτικών όλων των κομμάτων από την Siemens.
  • Μιζοαστός, ο: το τυπικό κοινωνικό προφίλ του χρηματιζόμενου.
  • Μιζογειακά Προγράμματα, τα: κοινοτικά προγράμματα με χοντρό παραδάκι.
  • Το ποτήρι είναι μιζογεμάτο ή μιζοάδειο; : απορία αυτού που είτε λόγω ηθικών αναστολών είτε λόγω ανικανότητας δεν άρμεξε το σύστημα στο έπακρον.
  • Μιζογύνης, ο: αυτός που χρησιμοποιεί την θέση του σαν μοχλό για σεξουαλική ικανοποίηση με υφιστάμενες σου.
  • Μιζοξενία, η: Βλ. μιζαλλόδοξος
  • Μιζοτάκι, το: η κοτόσουπα στα γιαπωνέζικα. Εκ των miso (ζωμός) και take (κότα).
  • Μιζοτοιχία, η: συνέργειες πλουτισμού ανάμεσα σε τμήματα ιδιωτικής ή δημόσιας επιχείρησης, το αντίθετο των «σινικών τοίχων»
  • Ο Μιζτικός Δείπνος, ο: ακα το μεγάλο φαγοπότι
  • Πολιορκία του Μιζολογγίου, η: Η παρατεταμένη πολιτικοοικονομική μας κατάσταση τα τελευταία 30 και πλέον έτη.

- Είχα μαύρα μιζάνυχτα ότι για να χειρουργηθεί η φουκαριάρα η σλανγκομούnα μου έπρεπε να βάλω το σπίτι μου μιζεγγύηση στην μιζαλίνα μεγαλογιατρό!

- Ο τυπικός μιζοαστός μιζέλληνας δεν είναι καθόλου μιζαλλόδοξος! Δέχεται μιζοξενία από κάθε φυλή του Ισραήλ εν μέσω πολιορκίας του μιζολογγίου!

- Ο Krokus ήταν πρώτα στην μιζοδοσία της Ανατολικής Γερμανίας και μετά της Miesens!

- Κατά τον μιζτικό δείπνο, πολλοί αναρωτήθηκαν εάν το ποτήρι είναι μιζογεμάτο ή μιζοάδειο. Αυτά είναι ψευδοδιλλήματα είπε ο μεγάλος, φάτε μπόλικο μιζοτάκι να συνέλθετε γιατί έπονται και μιζογειακά προγράμματα!

Όταν η Τσέκου επισήμανε στον μιζογύνη Ζαχόπουλο για την ύπαρξη βίντεο, αυτός τραγούδησε πικρά: «Αχ ρε παλιο-μιζοφόρια τι τραβάν για σας τα’ αγόρια!»

- Οι μιζοτοιχίες επιτρέπουν στο τμήμα ανάλυσης της χρηματιστηριακής να πληρώνεται από τις εταιρείες που αναλύει!

Ο Μιζτικός Δείπνος (από Vrastaman, 25/03/09)(από Vrastaman, 29/07/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κολλημένος με κάποιο συγκεκριμένο σήριαλ. Ελαφριά μορφή της ασθένειας η οποία μπορεί με τον καιρό να εξελιχτεί σε χρόνια και βαριά (έως θανατηφόρα για τον εγκέφαλο).

Η γυναίκα μου είναι τηλετζάνκι. Όταν παίζει τις «Νοικοκυρές σε απόγνωση» μπορώ να πηδάω άφοβα την μπέιμπι-σίττερ στο διπλανό δωμάτιο.

Το μπουγαδοκόφινο δεν βλέπω πουθενά (από Marco De Sade, 25/03/09)Πάντα υπάρχουν και χειρότερα... (από Marco De Sade, 25/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τηλεκαρπαζοεισπράκτορας. Αυτός που βαριέται να μασάει μόνος του και λαμβάνει αλεσμένη τροφή από τις κατσίκες των καναλιών. Πάσχει από τις ασθένειες του τηλεκαρπαζοεισπράκτορα, καθώς και από κατινισμό βαριάς μορφής.

Ο τηλεφάπας είναι ο καλύτερος φίλος του εισαγγελάτου.

Με πήρε ο ύπνος κι έγειρα... (από Marco De Sade, 25/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τηλεφάπας. Αυτός που στηρίζεται αποκλειστικά στην τι-βί για να διαμορφώσει άποψη. Ο καλύτερος πελάτης των τηλεδημοσιοκάφρων. Συνήθως εκτός από την σκλήρυνση κατά τσιμεντόπλακας, πάσχει και από οσφυαλγίες από τις πολλές ώρες που περνάει στον καναπέ.

Κάποια εκατομμύρια τηλεκαρπαζοεισπράκτορες και μερικοί πονηροί πανηγύρισαν...

Από μικρός στα βάσανα... (από Marco De Sade, 25/03/09)Γιά πελάτες που είναι γάτες... (από Marco De Sade, 25/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το παρακάτω αποτελεί μία προσπάθεια διευκόλυνσης των συμπατριωτών μας στην συνεχή και ακατάπαυστη ενασχόλησή τους με το εθνικό μας σπορ και -όχι- δεν εννοώ τη μαλακία. Αυτή έχει περάσει στη δεύτερη θέση (την κρίση μου μέσα) και στην πρώτη είναι βέβαια η μίζα, η επονομαζόμενη προσφάτως και Miesens.

Το λεξικό που ακολουθεί είναι μία προφανώς μη εξαντλητική λίστα σχετικών με τη μίζα όρων. Ο λόγος που η λίστα δεν είναι πλήρης είναι διότι τίποτε στη ζωή αυτή δεν είναι τζαμπαντάν. Αν βγάλω κι εγώ κάτι για τον κόπο μου, ίσως, λέω ΙΣΩΣ, μπορέσω να βρω και τα υπόλοιπα λήμματα - για τους ορισμούς δεν μπορώ να υποσχεθώ;)

  • μιζοσκόταδο, το: προσπάθεια συσκότισης και συγκάλυψης της αλήθειας στην υπόθεση της siemens. (Παρ. 1)
  • μιζοκακόμοιρος, ο: πολιτικός για τον οποίον υπάρχουν ενδείξεις ότι εμπλέκεται στο σκάνδαλο με τις μίζες , αλλά παριστάνει τον κακόμοιρο προκειμένου να πείσει σχετικά με την αθωότητά του. (Παρ. 2)
  • μιζοτιμής: ελάττωση της τιμής της μίζας κατά το ήμισυ, σε περιόδους που υπάρχει μεγάλος αριθμός πολιτικών πρόθυμων να εμπλακούν. (Παρ. 3)
  • μιζεκλίκι, το: πρόγευση / μικρή προκαταβολή μίζας. (Παρ. 4)
  • μιζονέτα, η: πολυτελής κατοικία που αποκτήθηκε ως αντάλλαγμα πολιτικής εκδούλευσης. (Παρ. 5)
  • μιζανπλί, το: προϊόν συναλλαγής που αποδίδεται εις είδος, συνήθως με μορφή κοσμημάτων ή άλλων τιμαλφών, σε συζύγους, ερωμένες ή κόρες πολιτικών. (Παρ. 6)
  • μιζολιθική εποχή, η: χρονικά συμπίπτει με περιόδους όπου εξαγγέλλονται μεγάλα έργα, μεγάλες διοργανώσεις, μεγάλες αγορές του αιώνα κλπ και πέφτουν οι μεγάλες μίζες. (Παρ. 7)
  • μιζολαβητής, ο: παρένθετο πρόσωπο που μεσολαβεί στο δαιδαλώδες σύστημα διακίνησης της μίζας, μέσα από εμβάσματα, off-shore εταιρείες κλπ προκειμένου να χαθούν τα ίχνη του μαύρου πολιτικού χρήματος. (Παρ. 8)
  • μιζάνοιχτος, ο: πολιτικός που εντέχνως αφήνει να διαρρεύσει σε επιχειρηματικούς κύκλους ότι είναι ανοιχτός σε προτάσεις συναλλαγής. (Παρ. 9)
  • απομιζώ: σύγχρονη γραφή του ρήματος απομυζώ. Tο ρήμα που σημαίνει «αναρροφώ, βυζαίνω, αποσπώ συνεχώς χρήματα» μετατρέπεται σε απομιζώ όταν ο ενεργών είναι πολιτικό πρόσωπο. (Παρ. 10)

Πηγή: FAQ και www.mybike.gr

  1. Η δικαιοσύνη ψάχνει τους ενόχους στο μιζοσκόταδο.

  2. Διάβασες τις δηλώσεις που έκανε ο Τσουκάτος βγαίνοντας από τον ανακριτή; Τον εγκατέλειψε το κόμμα του λέει ο μιζοκακόμοιρος...

  3. Εκεί που τα είχαμε βρει και ήμασταν έτοιμοι να συμφωνήσουμε, μπλέχτηκε και ο Κυριάκος και μας έκανε χαλάστρα... Η συμφωνία έκλεισε μιζοτιμής.

  4. Ο εξοπλισμός του πολιτικού γραφείου του με καινούργιο τηλεφωνικό κέντρο ήταν το μιζεκλίκι της υπόθεσης. Τα χοντρά λεφτά δόθηκαν αργότερα.

  5. Είδες την μιζονέτα του Άκη στο πανόραμα; έχει ένα wc λιγότερο από την βίλα του Μητσοτάκη.

  6. Βλέπεις την κοτρώνα που φοράει στο χέρι το τσουλί; Μιζανπλί του υπουργού από την υπόθεση του OTE είναι...

  7. Γαμώ την ατυχία μου... Τώρα βρήκαμε να είμαστε έξω από τα πράγματα; Τώρα που είναι η μιζολιθική εποχή και τρώει η μίζα σίδερο;

  8. Ισχυρίζεται ότι τον έμπλεξαν χωρίς να το θέλει. Θα την γλυτώσει φτηνά όμως. Ένας απλός μιζολαβητής ήταν.

  9. Εκλογές έρχονται... Τα έξοδα πολλά... Δηλώνω μιζάνοιχτος σε υποψήφιους... χορηγούς.

  10. Απομίζησε τους πάντες επί υπουργίας του. Να φανταστείς ότι τον αποκαλούσαν ο Μίστερ 2%. Τόση ήταν η προμήθειά του.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified