Further tags

Νεόκοπη εξελληνισμένη εκδοχή της σέλφι (άκα αυτοφωτογραφίας).

Η σέλφικη υπονοεί το ουσιαστικό «φωτογραφία» και ως added bonus έχει και πληθυντικό (σέλφικες ή, για τους ναζί τση γραμματικής, σελφικές).

1.
Το άκουσα κι ως σέλφικες φωτό.

2.
- Ελάτε, παιδιά, μαζευτείτε προς τα εδώ, να βγάλουμε σέλφικες.
- Στη νεανική αργκό. Γιατί σε πιο λόγιες διατυπώσεις θα λέμε μια σελφική, μερικές σελφικές.

3.
Αυτή η δεύτερη, πάντως, μάλλον σαν υποβοηθούμενη σέλφικια μοιάζει. Δεν παρουσιάζει τη γνωστή παραμόρφωση των σέλφικων. Άγνωστο γιατί είναι συνοφρυωμένη η Όλγα μας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

μουφρούζης, -α

Ο/η συνοφρυωμένος/-η που κάνει ναζάκια.

Είναι μουφρούζα σήμερα γιατί δεν τις κάναμε τα χατίρια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απαράδεκτος, ανακριβής και ρατσιστικός προσδιορισμός για τους ομιλούντες το σλαβικό ιδίωμα κάτοικους της Μακεδονίας.

Νεζνάμηδες συναντούσαμε στην αυγή του περασμένου αιώνα στα χωριά της Κοστούρ-Καστοριάς, Λερίν-Φλώρινας, Αλμωπίας (Καρατζόβας)-Μογλενών, Μοριχόβου, Γενιτζέ (Γιαννιτσά), Κουκούς-Κιλκίς, Σρς-Σέρρες και αλλαχού.

Έτσι τους ονόμασαν οι Παλιοελλαδίτες και Κρητικοί Μακεδονομάχοι, επειδή στις ανακρίσεις στις οποίες τους υπέβαλλαν, οι βουλγαρίζοντες σλαβόφωνοι απαντούσαν σταθερά νε ζναμ, δηλαδή «δεν γνωρίζω». Βεβαίως, η μπάλα πήρε και τους ελληνόφρονες σλαβόφωνους (Γραικομάνους κατά τους Βουλγάρους) αφού πολύ συχνά τα καλόπαιδα από την Κρήτη δεν ασχολούνταν να τους ξεχωρίσουν και περνούσαν από την κάμα (μάχαιρα) τους εξίσου εχθρούς και φίλους (π.χ. ο Ματωμένος Γάμος της Ζέλενιτς).

Η Ελληνική γλώσσα με όλη την περιπλοκότητα που μεταφέρει (πτώσεις, κλίσεις, εγκλίσεις, τόνοι και πνεύματα και άλλα χαοτικά) είναι εύκολο ν' απολεσθεί και να αντικατασταθεί από την εύκολη και απλοϊκή σλαβική (π.χ. μπόρα, σβάρνα, γράνα και λοιπό λεξιλόγιο που σχετίζεται με αγροτικές και κτηνοτροφικές εργασίες). Επομένως, δεν πρέπει να καταλογίζουμε μειωμένο εθνικό φρόνημα στους σλαβόφωνους Έλληνες του Βορρά.

Σήμερα δεν έχουν μείνει παρά ελάχιστοι αφού σχεδόν όλοι είτε εκπατρίστηκαν σε Βουλγαρία-Σκόπια, είτε μετανάστευσαν σε Αμερικές και Αυστραλίες, είτε επέστρεψαν στην Ελληνική γλώσσα.

Είμαι ντόπιος «νεζνάμης», όπως μας αποκαλούν οι των άλλων φυλών. (από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αρνητικό συναίσθημα που οφείλεται στην μακρά αποχή απο το σεξ. Δυσφορία και κακή διάθεση είναι τα βασικά συμπτώματα. Σύνθετος όρος, συνιστώμενος λέξης που περιγράφει την έντονη ερωτική έξαψη και του «αγκομαχώ».

Δ: Τι έπαθε ο Τάκης και είναι σκυθρωπός;
Σ: Άστον αυτόν. Από τότε που χώρισε με την Κασσάνδρα, προ εξαμήνου, δεν έχει ξαναγαμήσει και όλο καυλομαχάει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι κάτι σαν το μούσι, όμως ανατομικά βρίσκεται χαμηλότερα. Η ετυμολογική του προέλευση βρίσκει τις ρίζες της στην αγγλική λέξη «bush» (ελλ. θάμνος) και την κατάληξη «-ι», προσδίδοντας της ουδέτερο γένος και ευκολία ανάκλησης από τη μνήμη.

  1. Φίλε είχα εξεταστική ένα μήνα τώρα και ούτε μου πέρασε από το μυαλό να τα πάρω λίγο. Αν ήξεραν τι μπούσι διαθέτω, θα φρίκαραν όλες.

  2. Ωραία γκόμενα αλλά το τι μπούσι κουβαλάει δεν περιγράφεται.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σχετικά απαρχαιωμένος πλέον σουρρεαλιστικός όρος, καλαμπουρτζίδικη ημιηχητική μετάφραση της εγγλέζικης λέξης ''fuckable'' (Φάκαμπολ). Συνώνυμο το ''πηδήξιμος/η''.

Απευθύνεται και στα δύο φύλα.

''-Και ειναι ωραία η Καίτη;
-Είναι γαμώμπαλα.''

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι μια παραλλαγή της λέξης «τρελός».

Δηλώνει ετυμολογικά ό,τι και η τελευταία, αλλά με τρόπο πιο υποτιμητικό. Συγκεκριμένα αναφέρεται σε άτομο που έχει τα θεματάκια του ξεπερνώντας όμως τα όρια της τρέλας.

Φυσικά και ακούγεται ωραιότερα από το απλό, πρωτότυπο «τρελός» όντας αρκετά πιο χιουμοριστικό. Γεμίζει το στόμα ρε παιδί μου.

- Ρε συ, κοίτα απέναντι! Ο τρελόμπας ο Τέο πλένει το αμάξι στη βροχή.
- Πω πω αυτός έχει ξεφύγει τελείως!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παράφραση του γνωστού Παντείου Πανεπιστημίου που εδρεύει εις την Καλλιθέα Αττικής. Γνωστού για τις υψηλού επιπέδου επιπέδου, κύρους σπουδών στις Κοινωνικοπολιτικές επιστήμες αλλά και ποιότητας των αποφοίτων του(στην τέχνη του barman/barwoman, barista ή σερβιτόρου) που εδώ και χρόνια επανδρώνουν επάξια την Ελληνική αγορά εργασίας.
O όρος «Πιπάντειος» αποδίδεται σαν τίτλος σπουδών σε κατωτέρου, κατωτάτου ή ανυπάρκτου μορφωτικού επιπέδου θήλεων ή/και ομοφυλόφιλων. Στην Πιπάντειο ή στο Πιπάντειο (ουδέτερο, όπως ονομάζεται τα τελευταία χρόνια) συμπεριλαμβάνονται διάφορες ψευτοσπουδές της πούτσας με καθαρά γυναικείο/ομοφυλοφιλικό προσανατολισμό(για τους άρρενες) όπως:

Κομμωτική, Αισθητική, Ανωτάτη Ονυχοπλαστική, Αρωματοθεραπεία, Ανωτάτη Μπιζουτιακή, Ενδυματολογία, θεατρικές σπουδές της πούτσας, σχολές Μασάζ, Ρεϊκι, σεμινάρια Ψευτό-Healers/Κομπογιαννιτών, Αγιουρβέδα, σεμινάρια Ταρομαντείας/Καφεμαντείας κ.α.

Τα εν λόγω θήλεα που αποφοιτούν από την Πιπάντειο έχουν αυτοσκοπό την κατανάλωση οικογενειακού εισοδήματος, την εφήμερη καλοπέρασή τους με τίποτα Μερσεντοφόρους μπαρμπάδες και τελικώς σαν απώτερο στόχο την εξεύρεση κάποιου μαλάκα κατά προτίμηση εύπορου τύπου νεαρότερης φυσικά ηλικίας(αλλά και μπάρμπα με γκαφρά στη δύσκολη) που θα αναλάβει να τις σπιτώσει μιας και οι σπουδές τους είναι τόσο ευτελείς και ξεφτιλέ που αποκλείεται να σχεδίαζαν ακόμα και πριν φοιτήσουν σε κάποιο παρακλάδι της Πιπαντείου να αποκατασταθούν επαγγελματικά μετά την αποφοίτηση τους.
Η μόνη εργασία που ξέρουν να κάνουν είναι αυτή του να κάθονται και που και που να φτιάχνουν κανά νυχάκι ή να πουλάνε κανά μπιζού του κώλου σε καμιά φίλη τους. Φυσικά είναι τόσο πονηρές που δεν το κάνουν για το χαρτζιλίκι που λέμε(άλλωστε αυτό το έχουν ήδη εξασφαλίσει από τους μαλακομπαμπάδες ή τους Μερσεντοφόρους μπαρμπάδες) αλλά για να κοροϊδεύουν τους γονείς τους μέχρι την εξεύρεση του μαλάκα/θύματος ότι κάτι κάνουν κι αυτές απλά «η πουτάνα η κατάσταση με την κρίση φταίει», «το κορίτσι προσπαθεί αλλά είναι δύσκολα τα πράγματα» κτλ.
Επίσης για τους όχι ιδιαίτερα έξυπνους, ταλαντούχους(που δεν έστρωσαν κώλο για σοβαρές σπουδές) ή τυχερούς ομοφυλόφιλους (προκατόχους πισίνας και πόρσε) οι σπουδές τους στην Πιπάντειο κρίνονται απαραίτητες και μονόδρομος μιας και από την φύση τους σπανίως έχουν πρόθεση για χειρωνακτικές/σοβαρές/αντρικές εργασίες.

- Τί μας έλεγε ρε αυτή τόσες ώρες, ότι έχει πάρει ένα χαρτί από ένα Πανεπιστήμιο στα νύχια και στα εξτένσιονς;
- Ναι έχει πάρει χαρτί απ'την Πιπάντειο! χαχαχα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λολοπαίγνιο στο νυφοπάζαρο και το μπάζο: τόπος κοινωνικής συνάντησης, όπου γίνονται γνωριμίες ανάμεσα σε ανύπαντρους άντρες και κακάσχημες γυναίκες, με σκοπό τον γάμο. Γνωστό σκέτα κι ως μπαζάρ.

Κλόπυ ράιτ: Λεξιλόγια, εδώ.

- Διάβασα στο Φραπέ ότι παίζει τρελό νυφοπάζαρο στο Καβούρι. Πήγα, αλλά τι να δω; Την Αφροξυλάνθη το κλανόμπαζο, την Ευθανασία το λιγδοτάγαρο κι ένα τσούρμο buffalo gurlz. Ξάφνου μου την έπεσε μια βολική αρκούδα με pretty bra. Φώναξα πίσω γορίλα, ούτε με ξένο πούτσο!

- Ίου, συναγωνιστή, κανονικό νυφομπάζαρο!

- Να μασάς σκατά και να φτύνεις, γιατρέ μου.

Got a better definition? Add it!

Published

Φιλοσοφικό ερώτημα με απομυθοποιητικές εσσάνς προς τον γνωστό ποιητή Τσαρλς Μπουκόφσκι. Η λέξη είναι σύνθετη και προκύπτει από τις λέξεις τσιμπούκι & Μπουκόφσκι. Γροθιά στο κατεστημένο των ψευτοκουλτουριάρηδων και ενίοτε ψευτοφιλελέδων και ψαγμένων μπουκοφσκικών που ξεπηδούν σαν τα μανιτάρια τα τελευταία χρόνια σε παρέες και μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Τέθηκε σαν ρητορικό ερώτημα και ταυτόχρονα και ως τίτλος και σε ροκ τραγούδι(ο Θεός να το κάνει) του Δημήτρη Πουλικάκου a.k.a «Θείου Νώντα». Εκτός από τις απομυθοποιητικές εσσάνς αποκτάει και Ελληναράδικες νότες μαγκιάς και αντί-ψευτοκουλτούρας υπονοώντας ότι Μπουκόφσκι(Μπουκοφσκική ποίηση) και τσιμπούκι είναι ένα και το αυτό. Πράγμα διόλου περίεργο μιας και η γεμάτη κραιπάλες και καταχρήσεις ζωή αλλά και τα ποιήματα του Μπουκόφσκι είχαν σαν θέμα τους το σεξ, τις γυναίκες, το αλκοόλ κτλ.

- Τί θα κάνεις απόψε;
- Λέω να αράξω, να ακούσω μουσική και να διαβάσω λίγο Μπουκόφσκι.
- Ρε ντύσου και πάμε να πάμε για κανά γκομενάκι. Τί Μπουκόφσκι, τί Τσιμπουκόφσκι μου λες;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified