Further tags

Κατά βάση εννοούμε το άνοιγμα της σελίδας facebook, αν και κυρίως γίνεται χρήση του όρου σε περιπτώσεις αιφνιδιαστικού ελέγχου μετά από (αντικειμενικά ή όχι) κουτσομπολιά από φίλους φίλων για ανατριχιαστικά και άκρα κοσμοανατρεπτικά γεγονότα, τα οποία θα χρησιμοποιήσουμε για πειστήρια στον επόμενο τσακωμό με φίλους/ες, γκόμενους/ες, μακρινούς θείους, κατοικίδια και όλα τα συναφή. Δεν είναι σπάνιο να ρίξουμε ένα βλέφαρο και από ένα fakebook.

– Καθώς οδηγούσα που λες Τάκη μου στην εθνική και είχα έναν μπάρμπα-Μπρίλιο στην αριστερή λωρίδα να μου τα πρήζει, μου λέει η Κατινούλα ότι η Σούλα έκανε τον Μπάμπη κερατά και κατευθείαν βγάζω την κινητούρα να το τσεκάρω.
– Καλά δεν φοβάσαι να φεϊσμπουκάρεις ενώ οδηγείς; Και αν τρακάρεις;
Δε νομίζω Τάκη! Και να αφήσω τέτοιο λαγό;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τύπος και εργαλείο βασανιστηρίου, με μεταλλικές «αυγουλοθήκες» οι οποίες φυλακίζουν έναν-έναν ξεχωριστά τους όρχεις. Αφού το συνδέσουμε στην πρίζα, θερμαίνονται οι «αυγουλοθήκες» σε σημείο που ψήνονται οι όρχεις και τραβώντας απότομα ξεκολλούνται από το υπόλοιπο σώμα.

- Ε τώρα, δεν έχει εφαρμοστεί ακόμη, σόρρυ!

(από Vrastaman, 08/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνηθέστερα χρησιμοποιούμενο για να περιγράψει γυναίκες της ξανθής ποικιλίας, αγνόητη είναι η κοπέλα η μεν ανόητη η οποία ωστόσο δε διαθέτει καθόλου αυτογνωσία και αγνοεί το γεγονός αυτό.

- Έμαθα οτι η Νικολέτα θα διαγωνιστεί και τέταρτη φορά στο Greek Idol !!
- Τι τα θέλεις, θύμα της αγνοησίας της κι αυτή...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποτιμητικά ο ρωμιός ως βρωμερός, υστερημένος και υποανάπτυκτος που ζέχνει το χνώτο του.

Δεν βρήκα διαδιχτυακά ευρήματα, ωστόσο το έχω ακούσει ως ανήκον στο ντίσκουρς δυτικόφιλων που παίρνουν έτσι (μια έστω ασθενή) ρεβάνς για τους πάμπολλους χαρακτηρισμούς που τους επιδαψιλεύουν Ελληναράδες και Ρωμιολάγνοι, όπως κουτόφραγκοι, αμερικανάκια, αμερικλάνοι, ευρωλιγούρηδες, εθνομηδενιστές, ανανιστές κ.ά. Δεν αποκλείω, πάντως, ο όρος να έχει προέλθει και από τους ίδιους τους Ρωμιολάγνους, καθώς ο συνδυασμός αυτοδοξασμού και αυτομεμψίας είναι ιδιαιτέρως χαρακτηριστικός του Νεοέλληνα-Νεορωμιού. Λ.χ. υπάρχουν ακραιφνείς οπαδοί της ιδεολογίας της Ρωμιοσύνης, που πανηγυρίζουν τον χαρακτηρισμό P.I.I.G.S. στη λογική ότι επιτέλους λέγεται η αλήθεια ότι δεν είναι δυνατό να συνυπάρξουν οι Φράγκοι με τους Ρωμαιοκέλτες. (Όπου Ρωμαιοκέλτες βλ. Ρωμιούς-Έλληνες, Κέλτες Ιρλανδούς, και νταξ Ιταλούς, Ισπανούς και Πορτογάλους που παρά το πέρασμα γερμανικών φύλων, όπως οι Λογγιβάρδοι, οι Οστρογότθοι, οι Βησιγότθοι, οι Βάνδαλοι και οι Σουαβοί είναι και καλά βαθιά εκλατινισμένοι και ρωμιοί στο φυλετικό τους υπόστρωμα και την κουλτούρα τους).

- Καλά, δεν λέω, κακώς επιτέθηκαν οι Αμερικανοί στο Ιράκ, αλλά οι μεγάλοι πολιτισμοί είναι συνυφασμένοι με την επεκτατικότητα. Μην ξεχνάμε και τον διάλογο των Αθηναίων με τους Μηλίους.
- Ε όχι κι εσύ, ρε Δημήτρη, όχι κι εσύ αμερικανάκι!
- Καλύτερα αμερικανάκι φίλε μου παρά βρωμιός!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο του τρόμπας, στο πιο γελοίο και ιδιαίτερα εύηχο.

Δεν ξέρω αν υπάρχει γενικότερα, και το μόνο χτύπημα στο νέτι είναι από ποστ του μπρο μου στους 4Τ, αλλά την αγαπάω αυτή τη λέξη και την καταθέτω.

Βλέπε και μαλακαντρέας για το φαινόμενο της βάφτισης του κατέχοντος την ιδιότητα.

  1. - Μάγισσες, να πούμε, και μαλακίες τούμπανα. Τι τρομπογιώργης την σκέφτηκε και την έγραψε αυτήν τη σειρά, δεν μπορώ να καταλάβω.
    - Τα μουνάκια που παίζουν, όμως, δέ σε χάλασαν.

  2. - Σα να ζεστάθηκε το πολύμπριζο. Θα του ρίξω λίγο νερό να πέσει η θερμοκρασία.
    - Τι κάνεις ρε τρομπογιώργη; Κούγκι θα γίνουμε.

Χαρακτηρισμοί με κύριο όνομα για συνθετικό: αστραπόγιαννος, βιαστικοθοδώρα, βουβαντώνης, γερολάζαρος, γυναικοθόδωρος, λωλοστεφανής, μαλακαντρέας, μαλακαντώνης, μουγγοθόδωρος, ντελημπάσχος, ντελήσαββας, παστρικοθοδώρα, στραβόγιαννος, τρελαντώνης, τρεμολάζαρος, τρομπογιώργης, τρυπαντωνάκης, ψευτοθόδωρος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γοητρόνια ονομάζονται κάποια σωματίδια, αόρατα στο γυμνό μάτι -ορατά μόνο με ηλεκτρονικό μικροσκόπιο- τα οποία προκαλούν γοητεία και οδηγούν στην έλξη. Τα γοητρόνια εκπέμπονται συνήθως από άντρες και σπανιότερα από γυναίκες -συνήθως εξαιρετικά δυναμικές, ανεξάρτητες και ελευθεριώδεις, παρ' ολίγον λεσβίες.

Αναλυτικότερα, ο εκπέμπων γοητρόνια δύναται να κατακτήσει οποιαδήποτε γυναίκα θελήσει, απλώς και μόνο γιατί η γοητεία που ασκεί είναι γενετική και χημική και άρα, ανίκητη. Δεν υπάρχει ασπίδα προστασίας από την εκπομπή γοητρονίων, παρά μόνο πια στο στάδιο της συνουσίας -μιλάμε πια για την τελευταία ασπίδα προστασίας, τα προφυλακτικά.

Τιμή και Δόξα στη Χάιντι, τον δημιουργό αυτής της έκφρασης!

- Ρε, πήδηξες την Ελένη; Εκείνη τη θεά με τα δυο μέτρα πόδι και τα τεράστια βυζόμπαλα;
- Εμ! τι να κάνουμε; Εκπέμπω γοητρόνια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατάσταση κατά την οποία η κατανάλωση υπερβολικής ποσότητας κάνναβης έχει εξαντλήσει πλήρως τους εκάστοτε pot-ες. Υπό αυτή την κατάσταση δεν είναι σε θέση να κάνουν ο,τιδήποτε άλλο, παρά να κουνήσουν τις κόρες των ματιών τους - με εξαντλητική προσπάθεια - και να γελάνε ασταμάτητα, από μέσα τους.

Σπάνια κάποιος φτάνει στα επίπεδα της υπερχόρτωσης στη σύγχρονη Ελλάδα λόγω ανεργίας, που ως αποτέλεσμα έχει την εξαιρετικά περιορισμένη αγορά κάνναβης και φυσικά την προσεκτική κατανάλωσή της. Παρ' όλα αυτά, όλοι οι pot-ες κάποτε φτάσανε στην απόλυτη αυτή κανναβική νιρβάνα.

Η λέξη είναι βέβαια συνδυασμός των: υπερφόρτωση + χόρτο.

Τιμή και Δόξα στη Μπιζελόσουλα, δημιουργό της λέξης αυτής.

- Στρίψε ακόμη ένα τρίφυλλο ρε!
- Μαλάκα θες κι άλλο; Εγώ δεν την παλεύω πια, έπαθα υπερχόρτωση!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για προσωνύμιο της πόλης των Χανίων (Κρήτη), εμπνευσμένο από το νησί Manhattan της Νέας Υόρκης, που στόχο έχει να καταδείξει την ομοιότητα των δυο περιοχών, μιας που τα δυο αυτά μέρη είναι ισάξια ως προς τον μεγάλο πληθυσμό, την πολιτιστική ζωή και την έντονη καθημερινότητα, ιδίως κατά τη χειμερινή σαιζόν.

- Από πού κατάγεσαι;
- Απ' τα Μανχάνιαν.

(από Vrastaman, 22/08/11)Ο Πυρανχάνιαν από τα Μανχάνιαν (από GATZMAN, 22/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λεξιπλασία εκ του καραμπαλίκια (= όρχεις) + licking (= γλείψιμο). Το γλείψιμο των όρχεων (ορχεολειξία ή ορχεολειχία). Καραμπα-licking.

Εδώ η επεξήγηση-γένεση της λέξης.

Και αφου μου τριφτηκε λιγακι ακομη κατεβηκε ποιο χαμηλα και ακολουθει καραμπαlicking ! Ευλαβικο θα το χαρακτηριζα ενα απαλο γλωσσομασαζ στα ξουρισμενα μπαλακια που οσο το σκευτομαι νιωθω κατι να με γαργαλαει ακομη... Bravo baby! (Δείτε όλο το κείμενο)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός ο οποίος είναι τόσο μαλάκας που κάνει συνεχώς like στα ίδια του τα link στο facebook. Κατά 99% δεν κάνει like κανένας άλλος ενώ όλοι οι φίλοι του προσπαθούν να τον διαγράψουν χωρίς να το καταλάβει.

- Ρε τον παπάρα, πάλι κάνει like στο ίδιο του το λινκ...
- Να δεις που κάποτε θα τον πούνε και μαλάικα...

(από Khan, 23/11/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified