Further tags

Σύνθετος όρος που αποτελείται από το πρόθεμα πουτσο- (με την κυριολεκτική έννοια αλλά και με την -για τον πούτσο- έννοια), και την σλανγκ, όπως απεικονίζεται στο σλανγκρ.

Ο όρος ομπρέλα αναφέρεται:

α) σε όλα εκείνα τα πιπεράτα λήμματα που ανθούν στο σλανγκρ, τύπου αδημουνώ, αχλαδομουνοπατσαβούρα, εθελοντής πουτσοδότης, πουτσομεζές κ.λ.π., τα οποία αποτελούν ένα μεγάλο κεφάλαιο των λημμάτων.

β) στα ίου λήμματα, τα οποία ακροβατούν μεταξύ σεξουαλικού και εμετικού περιεχομένου. Ο λόγος είναι ότι στα ιταλικά, πούτσα (puzza) σημαίνει βρώμα (ουσιαστικό αλλά και ρήμα στο γ' ενικό).

Παράγωγo: πουτσοσλανγκιστής (ο σλάνγκος με έφεση στα πουτσολήμματα και όχι ο σλάνγκος για τον πούτσο)

Άμα περπατήσει ο όρος, θα βάλω και παραδείγματα!!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για τραβηγμένη απ' τις κωλότριχες απόδοση στα Ελληνικά της αμερικλανιάς Hershey Highway, τουτέστιν του κωλογαμιέσθαι.

Η τσικουλατίτσα Hershey's είναι για τους ΗΠΑτζήδες ότι και η ΙΟΝ για την Ρωμιοσύνη. Μόνο που η δικιά μας εκδοχή αποτελεί καλύτερη αναλογία καθώς παραπέμπει σημειολογικά στην πρώτη και παντοτινή αγάπη.

Πέρι: - Τι θα' λεγες για ένα φιλικό, φιλενάδα;

Λίλιαν: - Καυλίτσες έχω, αλλά οφείλω να σε προειδοποιήσω, ήρθαν οι Ρώσοι...

Πέρι: - Δεν τρέχει μία, υπάρχει κι άλλη δίοδος - η Ιόνια Οδός...

Λίλιαν: - Α, να σού πω, για τέτοια πάνε βρες την γιαουρτομούνα τον Βαγγέλη. Εγώ είμαι κορίτσι από σπίτι.

Πέρι: Τσκ, τσκ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Α. Απ' το αρχαίο ελληνικό και μετέπειτα αλεξανδρινό «σάπφειρος» > ζαφείρι: Ορυκτός πολύτιμος λίθος, από ανοιχτό γαλάζιο και πράσινο μέχρι σκούρο μπλε, χρησιμοποιείται από αρχαιοτάτων για κοσμήματα κλπ.

Β. Κατά μίαν εκδοχή, ήταν/είναι τα κιτρινο-γαλαζο-πράσινα φλέματα που προκύπτουν απ' τον τσιγαρόβηχα, το κρυολόγημα, τη φθίση, κλπ., που σου στέκονται στο λαιμό και δε μπορείς να τα φτύσεις, ούτε να τα καταπιείς ... μπλιαχ! (πιθανά συνώνυμα: ροχάλα, τάλιρο, λίρα, κλπ.)

Γ. Ήταν / είναι οι καπνίλες, οι στάχτες, τα ρετσίνια, τα λάδια και άλλα κατάλοιπα στο νερό του ναργιλέ (نرجيلة, narguil, narguilé, pipe à eau, pipa de agua, water pipe, water bong) ή της συνώνυμης شيشة «shisha» και, κατ' επέκταση, στο λαρύγγι του χρήστη, μαζί με τη σχετική πικρίλα.

Ίσως να' χεις καπνίσει το εκ Ζωνιανών ορμώμενο χορταράκι, ή άλλα, πιο διαδεδομένα στις Αμερικές και αλλαχού, όπως Acapulco Gold, Panama Red, Jamaican Spliff, Pot , ή την πιο διάσημη Marijuana (στις λατινογενείς γλώσσες, οι διάφορες Μαρίες-Ιωάννες έχουν δανείσει/χαρίσει τ' όνομά τους σε πλείστες όσες ονομασίες: Maria-Juana, Marie-Jeanne, Mary Jane = Μαριχουάνα, Bloody Mary = Βότκα+ντομάτα+ ..., Marie-couche-toi-là = Εύκολη γκόμενα, ανοιχτομπούτα, κρεβατάμπλ, Dame Jeanne = Νταμιτζάνα, κλπ.) που, αρχικά, σήμαινε το φτηνό ταμπάκο. Μέχρι που οι λατινομαθείς τη βαφτίσανε cannabis sativa indica, οι ελληνομαθείς ινδικήν κάνναβιν και οι πιο περπατημένοι, μαστούρηδες, αφιονισμένοι (απ' το αρχαίο ελληνικό «όπιον» μέσω του περσο-τουρκικού afyon) κι ωραίοι σημερινοί σλανγκιστές, ανά τον κόσμο, την είπαν joint, stick (US), pétard, bédo (FRA), porro, cano, mota (ESP), baseado, toco (POR), canna, spinello (ITA), στριφτό, γεμιστό, μαύρη, τσιγαρλίκι, (ΕΛΛ), «الحشيش القنب الهندى» (ΑRΑ, αλ χασίς αλ κάναμπ αλ χίντι = δλδ το «χασισάκι») κλπ.

Αφού το καπνίσεις και «φτιαχτείς», εκτός απ' τη ζαλάδα/θολούρα, σε πιάνει και μια λιγούρα, άλογο πράμα, λιμπίζεσαι κάτι να φας, βρε παιδί μου, οπότε ζητάς να μασουλήσεις καμιά μπουκιά, κάτι να κατευνάσει την πείνα σου, να σου διώξει την πικρίλα απ' το λαρύγγι και να σε φέρει στα ίσα σου, να στανιάρεις, να ξεπήξεις απ' την κατακεφαλιά της τετραϋδροκανναβινόλης (THC). Το περί ου ο λόγος μπινελίκι ήταν το de rigueur (συνηθισμένο/υποχρεωτικό) σοροπιαστό γλυκό που κατανάλωναν το πάλαι ποτέ οι χασικλήδες حشيشي (ελάχιστη σχέση με τους παλιούς τρομοκράτες حشيشين -haschaschin=assassins=δολοφόνους-) μετά που είχαν «κάνει» ή «φουμάρει» ή «πιει» τη τζούρα τους, ώστε να πάνε κάτω τα ζαφείρια και να μην είναι ο στόμας τους τσαρούχι, σα να λέμε, κάτι με μπόλικα σορόπια/πετιμέζια: κανταϊφάκι, μπακλαβαδάκι, φοινίκι/μελομακάρονο, γαλατομπούρεκο, σάμαλι, κτλ., να φύγει η πίκρα. Το λουκούμι συνηθιζόταν αργότερα σαν πιο εύχρηστο, πιο βολικό και πιο φτηνό. Μεταγενέστερο (αλλά ersatz) κατάλοιπο της συνήθειας (που εγώ πρόλαβα) είναι η καραμέλα που πάντα δίνανε παλιά οι καφετζήδες (και κάθε αξιοπρεπής κάπελας/ταβερνιάρης) με το απλό κονιάκι (sic) στους μπεκροκανάτες βαρελόφρονες.

Ανέλιξη του να πάνε κάτω τα ζαφείρια ίσως είναι η πιο γνωστή έκφραση να πάνε κάτω τα φαρμάκια, μεταφορικά, τα ντέρτια κι οι καημοί, χωρίς σχέση με τσιγαρλίκια και τεκέδες. Δείγμα από ένα παμπάλαιο ρεμπέτικο:

[I]Στο απόμερο το ταβερνάκι
Τα πίνω με δυο γεροντάκια
Άιντε ακόμα ένα ποτηράκι
Να πάνε κάτω τα φαρμάκια.[/I]

- -Άσε, μωρ' αδερφέ μου! Με κεράσανε κάτι σέρτικα Λαμίας κι είναι ο καταπιώνας μου γεμάτος ξυλόπροκες ... Πιάσε κάνα μπινελίκι να πάνε κάτω τα ζαφείρια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο σλανγκολισμός, επίσης γνωστός ως σλανγκεξάρτηση ή σλανγκο-εξάρτηση, είναι μια παθολογική εθιστική διαταραχή. Χαρακτηρίζεται από την καταναγκαστική και ανεξέλεγκτη κατανάλωση υπερβολικού χρόνου στο σλάνγκ.τζιάρ παρά τις αρνητικές επιπτώσεις στην υγεία, τις σχέσεις, και τέλος την κοινωνική θέση του σλανγκολικού. (Ως υπερβολικός χρόνος ορίζεται το διάστημα άνω των 8 ωρών συνεχούς ενασχόλησης με το σλάνγκ.τζιάρ). Όπως και άλλες εξαρτήσεις ο σλανγκολισμός χαρακτηρίζεται ιατρικώς ως θεραπεύσιμη ασθένεια.

Να αναφέρω εκ προοιμίου ότι ο όρος συνδέεται άμεσα και με τον σλανγκοπαθή την σλανγκοπάθεια και την σλανγκοφρένεια τα οποία αναφέρονται στο πολύ εμπεριστατωμένο λήμμα του Vrastaman. Θεωρώ όμως ότι καθώς είναι δυνατόν να υπάρχουν διάφορες παθήσεις σχετιζόμενες με το σλάνγκ.τζιαρ καλό θα είναι να υπάρχει και ο όρος σλανγκολισμός ως αυτόνομο λήμμα.

Ο όρος σλανγκολισμός πάντως αναφέρθηκε για πρώτη φορά το εθνοσωτήριον έτος 2010 από τον συντάκτη του λήμματος μετά από 16 ώρες συνεχούς ενασχόλησης με το σλανγκ.τζιαρ σε μία σέσιον. (Αποποίηση Ευθύνης: ο συντάκτης δεν ευθύνεται για αναφορά του όρου πέραν του γούγλε γούγλε σύμπαντος. Κατή την δε ημέρα δημοσίευσης του όρου ο συντάκτης προέβη σε γούγλε γούγλε το αποτέλεσμα του οποίου δίνεται στο μύδι νούμερο 1).

Ετυμολογία. Εκ του σλανγκ και αλκοολισμός.

Τυπολογία ασθενών.

  • Παθητικός σλανγκολικός: Αρέσκεται κυρίως στην ανάγνωση λημμάτων τα οποία αργότερα και θέλει υποχρεωτικά να τα μάθει το σύνολο του κοινωνικού του περίγυρου.
  • Ενεργητικός σλανγκολικός: Ακατάπαυστη συγγραφή νέων λημμάτων. Υπο-τύπος είναι ο επιδειξίας ενεργητικός σλανγκολικός ο οποίος και θέλει να κάνει γνωστό ανά την οικουμένη ότι γράφει στο σλανγκ.τζιαρ και αρχίζει την ακατάπαυστη επίσης αποστολή μέιλς του στυλ “Βρήκα ένα σάιτ φοβερό: γουγουγου..κλπ και παρεπίπταμπλυ δες και τον ορισμό .........”. Ερωτοτροπεί με το σπάμινγκ όπως γίνεται αντιληπτό.
  • Σπαστικός σλανγκολικός: Αρέσκεται κυρίως στην βαθμολόγηση λημμάτων και εισαγωγή ασχέτων σχολίων
  • Μισθοφόρος σλανγκολικός: Επιδίδεται ακατάπαυστα σε μπαγαποντοδοσία
  • Ψυχαναγκαστικός σλανγκολικός: Από τις δυσκολότερες περιπτώσεις. Αυτό το είδος ασθενούς είναι ο ενεργητικός σλανγκολικός που περνά το 98% του χρόνου του στον να ελέγχει αν τα λήμματα του έχουν βαθμολογηθεί υψηλά και επίσης τριπάρεται άγρια όταν ανακαλύπτει υψηλές βαθμολογίες σε λήμματα τα οποία κατά την κρίση του είναι χαμηλής πχοιότητας. Προβληματικό είναι ότι στον τύπο αυτό ο ασθενής όχι απλά δεν έχει επίγνωση της κατάστασής του αλλά νομίζει ότι έχει περάσει σε άλλη σφαίρα. Στην πραγματική του ζωή δέον να ήταν νευρικούλιακας.

    Συνδυασμοί των ανωτέρω είναι δυνατοί.

Επιπτώσεις.
Παρόμοιες με αυτές που περιγράφονται στην Βίκυ σχετικά με την εξάρτηση από το ίντερνετ και ΕΠΙΠΛΕΟΝ:

  • Πόνοι στα χέρια από την άρση βαρών του λεξικού Μπαμπινιώτη για τον έλεγχο λεξικογραφημένων όρων.
  • Μπουρδοσυλλαβισμός ακατάληπτων όρων στην προσπάθεια εύρεσης νέων λημμάτων. Σε προχωρημένες μορφές σλανγκολισμού ο μπουρδοσυλλαβισμός γίνεται μεγαλόφωνα ενώ σε ήπιες καταστάσεις γίνεται μόνο νοητικά.

Παθολογία.
Το κυριότερο αποτέλεσμα ανεξέλεγκτης χρήσης του σλανγκ.τζιαρ είναι η αύξηση της διέγερσης του υποδοχέα CNR1 στο κεντρικό νευρικό σύστημα (ΚΝΣ) του ασθενούς. Εικάζεται ότι η επίδραση στον άνω υποδοχέα διαφέρει με βάση το φύλλο, την ηλικία, την συχνότητα σεξουαλικών επαφών και άλλους παράγοντες αλλά η εμπεριστατωμένη αποδοχή ταύτης τοιούτης επιδράσεως απαιτεί περαιτέρω κλινικάς έρευνας.

Διαχείριση – Θεραπεία.
Στις περισσότερες των περιπτώσεων ο σλανγκολισμός παρέρχεται με την πάροδο του χρόνου. Σε περίπτωση που ο σλαγκονισμός επιμένει για μεγάλο χρονικό διάστημα θα πρέπει να θεωρείται δευτερογενής αντίδραση και σύμπτωμα άλλης διαταραχής. Σε κάθε περίπτωση η παρακάτω μέθοδος δέον να βοηθήσει την απεξάρτηση:

  • Εύρεση νέας -ου (ή επιπλέον) γκόμενας -ου . Όταν ο ασθενής βρίσκεται στο μέγιστο στάδιο εξάρτησης εννοείται ότι η γκόμενα -ος πρέπει να είναι βεληνεκούς Λίλιαν ή θεού (παίδες γιατί δεν έχουμε αρσενικό ανάλογο της Λίλιαν;) και η/ο οποία -ος θα ψάξει, θα βρει και θα την πέσει στον ασθενή χωρίς ο δεύτερος να χρειάζεται να κάνει ιδιαίτερη προσπάθεια.

Για να βάλουμε ένα τέλος, because we have a life for God's shaker! Λόγω της ανάγκης για πιο επισταμένη μελέτη της παθήσεως ο συντάκτης του λήμματος δεσμεύεται, λέμε τώρα, να ανανεώσει τον ορισμό μετά από την παρέλευση χρονικού διαστήματος ικανού για την συλλογή νέων κλινικών και κλιματολογικών ερευνών. Για τον λόγο αυτό παρακαλούνται θερμώς όλοι οι κάτοχοι πληροφοριών, ιδεών, μελετών, διπλωμάτων, παπλωμάτων, ακινήτων κλπ περί τον σλανγκολισμό να μοιρασθούν τα ανωτέρω είτε με σχολιασμό του λήμματος είτε με την αποστολή μηνύματος στον συντάκτη. Εντάξει γιατρέ μου;

Παραδείγματα;
Σηκωθείτε να πάτε να δείτε την μούρη σας στον καθρέφτη ρεμάλια!

(από lifeingr, 01/08/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προσποιητός βήχας που γίνεται εν ήδη ηχητικού εφέ με σκοπό την κάλυψη ήχου κλανιάς. Η επιτυχία του εφέ εξαρτάται από τα παρακάτω:

α. την απόσταση του κλανοβήχτη (θύτη) από τον-ους κοντινότερο-ους παρατηρητή-ες (θύμα-τα),
β. την γωνία πρόπτωσης του ηχητικού κύματος στο αυτί του θύματος,
γ. την μυρωδιά της κλανιάς,
δ. την ένταση του ήχου της κλανιάς,
ε. την χροιά και ένταση του βήχα,
στ. την χροιά και ένταση του υπολοίπου ηχητικού περιβάλλοντος.

Και εξηγώ.

α. Σε περίπτωση που το θύμα βρίσκεται σε απόσταση μικρότερη των 42 εκ. από το θύτη το ηχητικό εφέ έχει πολλές πιθανότητες αποτυχίας εκτός και αν τα β-στ βρίσκονται στο βέλτιστο για τον θύτη.
β. Η γωνία πρόπτωσης είναι σημαντική μεταβλητή καθώς επηρεάζει την ένταση του ηχητικού κύματος. Γενικά η ορθή γωνία είναι μη επιθυμητή.
γ. Σε περίπτωση που η κλανιά ανήκει στις κατηγορίες Θου-Βου ή τζούφιας (βλέπε σχετικό λήμμα) ακόμα και ένα επιτυχημένο ηχητικό εφέ ακυρώνεται.
δ. Προφανής σχέση. Λεβεντόπορδοι, κρότου-λάμψης και σωβρακοξεσκίστρες καλύπτονται πολύ δύσκολα και μόνο ίσως με την προσομοίωση βήχα κοκκύτη ή άλλης βαριάς πνευμονοπάθειας. ε. Ίσως η σημαντικότερη μεταβλητή. Σκοπός του θύτη είναι με τον βήχα να δημιουργήσει συχνότητες ηχητικών κυμάτων τα οποία είναι συμπληρωματικά του ήχου της κλανιάς αλλά μεγαλύτερης έντασης και ως εκ τούτου το παραγόμενο ηχητικό αποτέλεσμα να φέρει περισσότερο προς βήχα.
στ. Και εδώ η σχέση είναι προφανής. Ο κλανόβηχας έχει μεγαλύτερες πιθανότητες επιτυχίας σε περιβάλλοντα με πολύ κόσμο και αρκετό θόρυβο (αν το γ δεν είναι θανατηφόρο φυσικά).

Ο κλανόβηχας εξασκείται κυρίως σε περιπτώσεις τρυφερού τετ-α-τετ, επαγγελματικής συνάντησης, και συναφών κοινωνικών εκδηλώσεων και όπως γίνεται αντιληπτό υπάρχουν πολλοί συνδυασμοί αποτυχίας και ανάλογοι επιτυχίας του ηχητικού αυτού εφέ.

Ο όρος πορδόβηχας πρέπει να θεωρείται συνώνυμο (και αυτή τη φορά δεν βάζω άλλο λήμμα γιατί θα με μαυρίσετε, όπως βλέπετε μαθαίνω).

Το κλανόγελο είναι συναφής όρος αλλά όχι συνώνυμο.

Αποτυχία ο κλανόβηχας ρε μαλάκα, σε πήραμε χαμπάρι έχει βρομίσει ο τόπος!

(από costasl, 30/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μονάδα μέτρησης (υπό ένταξη ακόμα στα διεθνή συστήματα MKS και CGS, λόγω γραφειοκρατίας του κράτους των Βρυξελλών) της σεξουαλικής δραστηριότητας του υπό εξέταση υποκειμένου σε συγκεκριμένο χρονικό διάστημα. Η μαθηματική του περιγραφή είναι ΠΧΛΜ.

Υπολογίζεται βάσει του μαθηματικού τύπου (μπ * f) / 100.000, όπου:

μπ είναι το μέγεθος πέους (κατ' άλλους προκύπτει από το «μπούτσος»), εκπεφρασμένο σε εκατοστά, δυνάμενο να πάρει τιμές από 1 εκ. έως 50 εκ., (1 ≤ μπ ≤ 50) για να μην το ξεφτιλίσουμε κιόλας...

f η συχνότητα των σεξουαλικών συνευρέσεων σε απόλυτα νούμερα, δυνάμενη να πάρει τιμές από 0 έως το άπειρο, (0 ≤ f < ∞).

Απαραίτητες διευκρινίσεις: (α) η μαλακία ΔΕΝ μετράει, παρά τις επίμονες προσπάθειες και έντονο lobbying των απανταχού της υψηλίου παιχτών, (β) όπως και με τα καλοκαιρινά μπάνια, ΝΑΙ, μετράνε και τα απογευματινά ως ξεχωριστά, δηλαδή όσες φορές τη μέρα πέσει ο πήδος, γράφει το κοντέρ και (γ) δεν χρειάζεται μεν να υπάρξει απτό προϊόν της πράξης, αλλά πρέπει αυτή να διαρκέσει τουλάχιστον 5 λεπτα ώστε να καταγραφεί ως κανονική και όχι απλά ως προσπάθεια χακεύματος του συστήματος.

Βλέπε και πεοχιλιόμετρα για μία περιφραστική περιγραφή του όρου.

  1. (απλό)
    Έστω πέος εν στύσει μεγέθους 22 εκατοστών, το οποίο έχει συνευρεθεί σεξουαλικώς το 2009 265 φορές. Να υπολογισθεί ο δείκτης των πουτσοχιλιομέτρων ΠΧΛΜ.

Λύση: Αν μπ=22 και f=265, τότε ΠΧΛΜ = (22 * 265) / 100.000 = 0.0583, ήτοι 58,3 πουτσόμετρα.

  1. (σύνθετο)
    Έστω πέος του οποίου το μέγεθος εν στύσει έχει πάρει τιμές από 18 εκατοστά έως 23 εκατοστά κατά τη διάρκεια της σεξουαλικά ενεργής ζωής (ΣΕΖ) του κατόχου του, η οποία για τις ανάγκες της παρούσας άσκησης υπολογίζεται σε 52 έτη. Κατά τη διάρκεια της προαναφερθείσας ΣΕΖ, ο κάτοχος του πέους συνευρέθη σεξουαλικώς άπαξ όλες τις εργάσιμες ημέρες (πλην ΣΚ). Να υπολογισθεί προσεγγιστικά ο δείκτης πουτσοχιλιομέτρων ΠΧΛΜ.

Λύση: Με την παραδοχή ότι η διαφορά Δ του μεγέθους του πέους προέκυψε γραμμικά κατά τη διάρκεια της ΣΕΖ, υπολογίζουμε τον μέσο όρο του μεγέθους χωρίς στάθμιση για τα έτη. Έτσι το μέσο μέγεθος μπ διαμορφώνεται σε 20,50 εκατοστά. Σ' ότι αφορά το f, υπολογίζεται ότι το υποκείμενο ήταν σεξουαλικά ανενεργό για 104 ημέρες κατ' έτος (52 εβδομάδες * 2 ημέρες του ΣΚ), άρα ήταν σεξουαλικά ενεργό για 261 ημέρες, χωρίς να υπολογίζονται τα δίσεκτα έτη, δεδομένης της εκφώνησης για προσεγγιστική λύση. Συνεπάγεται ότι το f διαμορφώνεται σε 13.572 (52 έτη * 261 ημέρες).
Έτσι, ο δείκτης ΠΧΛΜ ισούται με (20,50 * 13.572) / 100.000, δηλαδή με 2,7823 πουτσοχιλιόμετρα.

Μεχρι το απειρο κι ακομα παραπεραααααα (από Vrastaman, 30/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δωμάτιο, ή κατ' επέκτασιν διαμέρισμα, τόσο μικρό, όσο για να χωρέσουν δυο, τρεις, άντε τέσσερις, μέχρι πέντε (όλοι οι καλοί χωράνε) ευκίνητοι κι ευλύγιστοι λαγοί, ανεξαρτήτως φύλου, και να κουτουπωθούν, αναμεταξύ τους και με διαφορετική σειρά, ή και με την αυτή.

Συναντάται και ως γαμηστρώνας (από το ρήμα γαμέω = αγαπώ και την κατάληξη -ώνας, που δηλώνει την συγκέντρωση πολλών αγαμημένων, από το κοιτώνας, στρατώνας κ.λ.π.), μέρος πριβέ-πιπέ, για παράνομα ζευγαράκια, ή και ως λαγότρυπα, δηλαδή η οπή στο έδαφος, όπου χωράει να χωθεί ο λαγός, ίσα-ίσα, χωρίς πολλά αξεσουάρ και κομφόρ.

Στην καθομιλουμένη από πολιτικούς παράγοντες και λοιπούς ηγεμονίσκους γλώσσα, χρησιμοποιείται για να στιγματίσει τη χαμηλή οικονομική αξία ακινήτου, σε σχέση με μοναστηριακής αξίας περιουσία και φιλέτα.

  1. Ανταλλάξανε οι εθνικοί προδότες, λαγογαμήστρες με ακίνητα στο Κολωνάκι...

  2. Σούλα: Σήφη, πάμε στη γκαρσονιέρα, να σου κάνω αέρα στα π@π@ρια, που ανάψανε από τη ζέστη, μη κάψεις κανένα όρχη;
    Σήφης: Πού μωρή Σούβλα; Σ' αυτή τη λαγογαμήστρα, θα πάθουμε κανένα ντουβρουτζά καλοκαιριάτικα!

(λαγογραμμιστής Ωρωπιώτης)

λαγογαμήστρας (από Ωρωπιώτης, 27/07/10)Γκάτζ, και ιδού το τέκνον! (από MXΣ, 31/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι αριθμοί αυτοί ανήκουν στους λεγόμενους «φανταστικούς αριθμούς της slang». Δεν έχουν καμία σχέση με τους φανταστικούς αριθμούς των μαθηματικών (μιγαδικοί αριθμοί, το τετράγωνο των οποίων είναι αρνητικοί πραγματικοί αριθμοί) και χρησιμοποιούνται για να δείξουν υπερβολή και ως υποκατάστατο της έννοιας «άπειρο». Η διαφορά τους από το «άπειρο» έγκειται στο ότι είναι ψευδο-μετρήσιμοι (εν αντιθέσει με το άπειρο το οποίο είναι μη μετρήσιμο) και άρα καλύτερα κατανοητοί από «μάγκες» με χαμηλό δείκτη αυτοπεποίθησης στα μαθηματικά.

Οι φανταστικοί slang αριθμοί για τους οποίους έχει βρεθεί έστω και μία γραπτή αναφορά είναι, κατά σειρά αριθμού γνωστών αναφορών, οι: εκατονεξακόσια, εκατονοχτακόσια, εκατονεπτακόσια.

Γραπτές αναφορές άλλων τυχόν παραγώγων δεν είναι γνωστές στον συντάκτη του λήμματος.

Το εκατονεξακόσια είναι ιδιαίτερα δημοφιλές μεταξύ νεο-κουτσαβάκηδων και φαίνεται να έχει γι' αυτούς μια ιερή έννοια ισοδύναμη με τον άνω όρο ακολουθίας στα μαθηματικά (supremum) ο οποίος αν υπάρχει είναι μεγαλύτερος ή ίσως όλων των στοιχείων ενός συνόλου.

Πρέπει να αναφερθεί ότι στην πλειονότητα των αναφορών, οι αριθμοί αυτοί ΔΕΝ χρησιμοποιούνται με ειρωνική διάθεση, αλλά με μία διάθεση απόδοσης σπεκ προς το αντικείμενο ή την κατάσταση που χαρακτηρίζουν.

  1. Φίλε θα σε απογοητεύσω, τέτοια τέρατα έχουν μοτέρ ας πούμε V8 του κερατά με εκατονεξακόσια άλογα και κοστίζουν μέχρι 100.000$
    (www.motomag.gr)

  2. Στο μεταπολεμικό πάλκο του «Καλαματιανού», αυτό με τα εκατονοχτακόσια μπουζούκια, παίζει κιθάρα ο Κασιμάτης στα γεράματα! (
    www.rembetiko.gr)

  3. (sic) Χασογκολης αλλα το ρεζουμε ειναι οτι παει σοβαρος σε καθε παιχνιδι , εχει εκατονεπτακοσια λεπτα να φαει γκολ (blogspot.com)

Αργκάριθμοι: εκατονεξακόσια, σαρανταδώδεκα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επιτρέψτε μου κατ' αρχάς να πω ότι έχω υπάρξει αυτήκοος μάρτυρας της βρισιάς αυτής σε γήπεδο στα τέλη της δεκαετίας του 70, σε αγώνα τοπικού πρωταθλήματος και ενώ βρισκόμουν στην τρυφερή ηλικία των 12.

Είναι βρισιά που ξεστομίστηκε από αγανακτισμένο οπαδό της γηπεδούχου ομάδας προς τον διαιτητή μετά από κατάφωρα λανθασμένη απόφασή του για πέναλτι κατά της γηπεδούχου.

Η εξήγηση της βρισιάς είναι αυτονόητη νομίζω (λεξιπλασία) και σχετίζεται άμεσα με τα ψωλορουφήχτρα και ψωλομπούκανο, με τη διαφορά ότι αφενός αναφέρεται σε άντρα και αφετέρου υπονοεί ικανότητες ρουφήγματος σεξουαλικών οργάνων στον υπερθετικό βαθμό.

— Πέναλτι λέει ο μαλάκας!!!!
Ρε αρχιδοψωλομπουκωμένε διαιτητή! Πόσα έχεις πάρει ρέ %*&(^&”$”@!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified