Further tags

Λογοπαίγνιο μεταξύ αφενός των λωτοφάγων της Οδύσσειας, οι οποίοι τρώγοντας ένα φυτό σαν τους λωτούς ένα πράμα ξέχναγαν την νοσταλγία για την πατρίδα που τους έδινε ταυτότητα, και αφεδύο του τυχερού παιχνιδιού Λόττο. Προφάνουσλυ, το ηθικό δίδαγμα είναι ότι με τον τζόγο ξεχνάμε τα πραγματικά δομικά οικονομικά, ψυχολογικά και άλλα προβλήματα, και το κράτος μας ενθαρρύνει γι' αυτό μέσω του ΟΠΑΠ κτλ. Οπότε λοττοφάγος είναι όποιος τρώει την παραμύθα και συμβιβάζεται αντί να γίνει ο μπαχαλάκιας που θα έπρεπε να είναι, και να βγει έξω να τα σπάσει όλα σε ένα πάρτι με Uzi (πλάκα κάνω!).

Κυριολεκτικά είναι αυτός που κερδίζει το Λόττο και μετά πετυχαίνει να φάει τα κέρδη σε χρόνο dt.

Με μια δόση σεφερλίτιδας παραπάνω μπορεί να είναι και ο φανατικός των οχημάτων Lotus.

Από την Καθημερινή, ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον άρθρο, εδώ.

ΛΟΤΤΟφάγοι που έχασαν τα κέρδη τους
Και γύρισαν στη φτώχεια

Στο ερώτημα «ποιος θέλει να γίνει εκατομμυριούχος;» δύσκολα θα βρεθεί κάποιος που θα απαντήσει αρνητικά. Διαβάζοντας, ωστόσο, ιστορίες και εξομολογήσεις ανθρώπων που κέρδισαν το ΛΟΤΤΟ, γίνεται αντιληπτό ότι τα σύνορα τύχης και ατυχίας είναι ευμετάβλητα. Η Εβελιν Ανταμς, για παράδειγμα, κέρδισε πριν από χρόνια 5,4 εκατ. δολάρια, αλλά σήμερα ζει σε τροχόσπιτο αφού δεν είπε ποτέ «όχι» σε όποιον της ζητούσε χρήματα. Ο Τζακ Γουίτακερ, που κέρδισε στις ΗΠΑ 315 εκατ. «κατόρθωσε» να τα χάσει όλα από κακές επιλογές, δωρεές και φιλανθρωπίες.

Σ.ς.: Είναι, λοιπόν, περίεργα τα παιχνίδια της κλητωρίδας.

Λοτοφάγοι. (από Khan, 24/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πρώτος στίχος από γνωστό παιδικό ποίημα το οποίο αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για μια σειρά αντιστοίχων δύστιχων ποιημάτων προς απάντηση του.

Χρησιμοποιείται για να δώσει μεγαλύτερη έμφαση στο γνωστό «στα αρχίδια μας»

Στ' αρχίδια μας και εμάς
Κωστής Παλαμάς

Μας τα πιάνεις, μας τα ξύνεις
Γεώργιος Δροσίνης

Ήταν πούστης και αυτός
Διονύσιος Σολωμός

(από Khan, 17/10/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

.

Το τέσσερα-δύο στο τάβλι, προφανές λογοπαίγνιο με το τετράδιο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το διδακτορικό. Συχνό σφάλμα της καθομιλουμένης (καί της καταγραμμένης, βλέπε παράδειγμα 1) που έχει ωστόσο παγιωθεί ως δείγμα καθαρού μπαμπαδίστικου χούμορ. Το αστείο βρίσκεται είτε απλά στο λογοπαίγνιο καθαυτό ή και στην παρομοίωση της εκπόνησης μιας διδακτορικής διατριβής με καταναγκαστικές εργασίες σε ολοκληρωτικά καθεστώτα –σε κάθε περίπτωση, δεν το βρίσκουμε καθόλου αστείο, αλλά τέλος πάντων...

Το διδακτορικό προέρχεται από το διδάκτορας, που όπως μας πληροφορεί ο τέως πλάστηκε το δέκατο ένατο αιώνα με βάση το διδάσκω για να αποδώσει το γερμανικό Doktor (< λατ. doctor < doceo), ενώ το δικτάτορας προέρχεται απευθείας από το λατινικό dictator (< dicto).

  1. Καλέ, τι έγραψα; Δικτατορικό; Χα χα χα! Διδακτορικό ήθελα να γράψω. Και πάλι χα χα χα! (σχόλιο σε ιστολόι)

  2. Δεν επέλεξα να κάνω μεταπτυχιακό για να έχω απλά ένα «μπόνους» στο βιογραφικό, ή για να μπω πιο εύκολα στο δημόσιο. Το έκανα απλά γιατί το ήθελα και με ενδιέφερε να εντρυφήσω λίγο παραπάνω σε κάποια πράματα τα οποία θεωρούσα ήδη πολύ ενδιαφέροντα. Και γι αυτό άλλωστε προχωράω και στο διδακτορικό (ή στο «δικτατορικό», όπως το λέει και ο νονός μου… :) ) (από ιστολόι)

  3. Άστα! Έχω πήξει άσχημα... Δουλειές! Όλη μέρα στο λαπι-τοπ. Καταραμένο διδακτορικό! Δικτατορικό έπρεπε να το λένε... σνιφ! (από φόρουμ)

Δες και πουτσουντί.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η απάντηση-ατάκα στα εξής:

[i]- Είναι τεράστιο!
- Είναι πολύ μεγάλα!
- Ουάου!
- Θα μου το δώσεις;[/i]

...και σε κάθε πρόταση που θα μπορούσε να κρύβει κάποιο σεξουαλικό υπονοούμενο. Το λένε όλες μπορεί να αντικατασταθεί με είπε και η μάνα / πατέρας / αδερφή σου για ποιο προσωπικές διαμάχες.

  1. - Ποποοοό! Κοίτα αυτό το Ροτβάϊλερ! Είναι τεράστιο!
    - Αυτό λένε όλες...
    - Ά να χαθείς μαλάκα!
    - Μαλάκα μ' έχει κάνει ο κώλος σου!

  2. - Τελικά το πήρες το Mercedes που έλεγες;
    - Μπα...Που να το παρκάρω στου Γκύζη; Είναι μακρύ..
    - Έτσι είπε και η μανουλίτσα σου χθες!

  3. - Δε χωράει έτσι...βάλ' το από πίσω.
    - Αυτό είπε και η αδελφούλα σου ρε! ΧΑΧΑ!
    - Τσκ...νιάνιαρο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εξάτμιση έλεγε η παλιά μαγκιά τον αναστεναγμό και ιδίως τον ερωτικό αναστεναγμό.

Κι όπως κατηφορίζαμε για το τσαρδί μας, μου πετάει δύο εξατμίσεις που μου έκανε την καρδιά Ιζόλα:

- Τι έχεις ρε και κάνεις σαν κλαταρισμένο λάστιχο;
- Άσε ρε. Έχω φουντούκι!
- Με την Μαριώ ρε;
- Ναι, γειά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκτός από την γνωστή μάρκα ηλεκτρικών κουζινών και ψυγείων, οι παλιοί μάγκες χρησιμοποιούσαν αυτή την έκφραση όταν θέλανε να εκφράσουν την απότομη έκπληξη, την παγωμάρα (δείτε το παράδειγμα).

Κι όπως κατηφορίζαμε για το τσαρδί μας, μου πετάει δύο εξατμίσεις που μου έκανε την καρδιά Ιζόλα:

- Τι έχεις ρε και κάνεις σαν κλαταρισμένο λάστιχο;
- Άσε ρε. Έχω φουντούκι!
- Με την Μαριώ ρε;
- Ναι, γειά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Shit in many years.

Αποτελεί ελεύθερη μετάφραση στα αγγλικά της γνωστής φράσης Χέσε μέσα Πολυχρόνη.

Εξαιρετικά διαδεδομένη τελευταία χρησιμοποιείται ευρύτατα για να δηλώσει απογοήτευση ή αδιέξοδο.

Μπορεί να χρησιμοποιηθεί και ως σκέτο «Shit in...»

Οι χρήσεις της φράσης είναι σαν της αντίστοιχης ελληνικής με την προσθήκη του κωμικού στοιχείου της ελεύθερης μετάφρασης.

  1. - Έλα ρε μπρο. Πώς πας τελευταία;
    - Shit in many years...

  2. - Άσ' τα φίλε... τρέχω και δεν προλαβαίνω... στο σχολείο έχουμε πήξει, η ομάδα έχει να κερδίσει από πέρσι... shit in many years δηλαδή...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλασική σχολική σλανγκ.

Κανονικά σημαίνει πεθαίνω, τα κακαρώνω, τα τινάζω, ψοφάω.

Σε σχολικά, και δη γυμνασιακά-λυκειακά συμφραζόμενα, μένω στον τόπο σημαίνει οτι - βάσει της βαθμολογίας μου - χάνω τη χρονιά αυτομάτως και υποχρεώνομαι να την επαναλάβω. Πιο απλά, μένω στον τόπο = μένω στην ίδια τάξη.

Συνήθως διακρίνεται από το απλούν «μένω». Το τελευταίο χρησιμοποιείται σε περιπτώσεις στις οποίες ο μαθητής, προκειμένου να προαχθεί / προβιβαστεί στην επόμενη τάξη, οφείλει να επανεξεταστεί επιτυχώς σε όσα μαθήματα «πέφτει», σε ειδική εξεταστική το Σεπτέμβριο. Αντιθέτως, όταν κάποιος μείνει στον τόπο, δεν δικαιούται σεπτεμβριανής επανεξέτασης. Πάει κανονικά τις καλοκαιρινές διακοπούλες του, χωρίς διαβάσματα και άγχη (που λιγοστεύουν και τη ζωή btw) και του χρόνου κανονικά ξανακάνει την ίδια τάξη. [I]
- Πόσοι μείναν απ΄το Β4; Μακράν το πιο άκυρο τμήμα.
- Τέσσερις. Τρεις στον τόπο κι ο Μπαλάφας που πάει για Σεπτέμβρη.[/I]

Με ποιό όμως κριτήριο διαχωρίζονται οι εν τω τόπω μένοντες από τους απλούς μένοντες; Την εποχή του γράφοντος τουλάστιχον, το πράγμα είχε ως εξής: Αν έπεφτες (δλδ είχες βαθμό κάτω από τη βάση) σε πάνω από 4 μαθήματα, έμενες τόπο. Αν τα μαθήματα που έπεφτες ήταν μέχρι 4, πήγαινες Σεπτέμβρη...

Εννοείται πως του Σεπτέμβρη οι εξετάσεις ήταν εντελώς για την πλάκα, κι ο μόνος τρόπος για να μην περάσεις ήταν να μη θες να περάσεις (και να καταβάλεις και φιλότιμες προσπάθειες γι' αυτό). Η απόλυτη ξεφτίλα σεπτεμβριανών εξετάσεων, ήταν βεβαίως το Σεπτέμβρη του '99, μετά τη σεισμούκλα. Απ' ότι μου έχουν μεταφέρει, απλά πήγαινες, έδινες το παρών, προβιβαζόσουν και μετά σ' έδιωχναν άρον άρον οι τρομοκρατημένοι καθηγητάκοι, που είχαν κλάσει μέντες μην πέσει το άθλιο σχολειάκι από κανα μετασεισμίκ και τους πλακώσει... Παρωδία.

- Για πε ρε μαλάκα, κανας γνωστός, τι έγινε, ποιοί περάσανε;
- Μπουρμπούλιας στον τόπο, Πασχόπουλος στον τόπο, Μπαντουράκης στον τόπο, Μπουρμάς στον τόπο. Θες κι άλλα;
- Μπαλιόνας;
- Πέφτει σε τρία, C U September..
- Μπαρδάκος; - Σε τέσσερα, τη σκαπούλαρε παρά γουρουνότριχα.
- Κι ο Μότσικας; - Το' χε σίγουρο για Σεπτέμβρη και τελευταία στιγμή του σκάει αστροπελέκι το οχταράκι απ' τη Χημεία κι έμεινε στον τόπο σέκος το παλικάρι. Κρίμας...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

αλέκτωρ, αλέκτορας

Έτσι αποκαλείται με περιφρονητική διάθεση ο λέκτορας, δηλαδή κάποιος που έχει καταλάβει την πρώτη από τις 4 βαθμίδες (ονομαστικά λέκτορας, επίκουρος, αναπληρωτής καθηγητής και καθηγητής) του διδακτικού επιστημονικού προσωπικού (Δ.Ε.Π.) μιας πανεπιστημιακής έδρας.

Επίσης, το λήμμα αποδίδεται έναντι του ορθού όρου λόγω άγνοιας και όχι διάθεσης υποτίμησης, από κυρα-περμαθούλες του μεσο-δημοτικού (παρ. 2).

Ο λέκτορας μπορεί ωστόσο να μιμείται τις ιδιότητες του συνονόματου του αλέκτορα (κόκκορα) όταν είναι εξίσου υπερφίαλος και μπήχτης.

Ο επίκουρος επίσης αποκαλείται στοργικά και «επικουράδας», ενώ η συντομογραφία «Καθ.» του καθηγητή, δέον να μη δημιουργεί συνειρμούς με την έδρα όπου καθόμαστε κατά τη διάρκεια της αφόδευσης (καθίκι).

Τέλος, το Δ.Ε.Π., να μη συγχέεται με τη «διάχυτη ενδαγγειακή πήξη», έναν καταρράκτη αντιδράσεων που οδηγεί σε εκτεταμένη πήξη του αίματος, αν και τα δύο μπορούν ν΄αποβούν εξίσου θανατηφόρα.

  1. - Καλά, τί σου είναι άνθρωπος! Από τότε που έγινε αλέκτορας, την έχει δει κάπως τώρα και δεν μιλιέται, ο Δημητράκης. - Φταις που δεν τον γάμησες μικρό να σε λέει θείο.

  2. - Σπουδαίος γιατρός σου λέω, Νίτσα μου. Αλέκτωρ πανεπιστημίου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified