Further tags

Ο μεγάλος είρωνας και χαβαλετζής. Με τον τίτλο «λόρδος» τονίζεται το ποιοτικό στάτους του χιούμορ του.

  1. - Εσύ ακόμα παίζεις με G.I Joe
    - Όπως λέει κι ο Σεφερλής, τι ήταν αυτό, ειρωνία, χλευασμός; Ποιος είσαι, ο Λόρδος Είρων; (από εδώ)

  2. [...] είμαι εκ φύσεως πειραχτήρι! Και είρων. Δηλαδή δεν είμαι είρων. Σιγά μην ήμουν. Είμαι ο Λόρδος Είρων. (από εδώ)

  3. Είμαι γω ο Λόρδος Είρων
    απ' το γένος των Σατύρων
    όμως αν υπάρχει τζόγος
    γίνομαι κι ηθικολόγος
    ήτοι είμαι ταυτοχρόνως
    Άνθρωπος, Θεός και Όνος
    και για δικαιολογία
    πλάθω ιδεολογία
    άγια καταραμένη
    και στα μέτρα μου ραμμένη
    τα παράσημα ξηλώνω
    και πολιτικώς δηλώνω
    δεξιός σοσιαλίζων
    και αριστερά ψηφίζων
    που αποφασιστικά
    χαιρετά φασιστικά.

(από εδώ)

(από doodoon, 31/07/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το όνομα της γνωστής Μεταφράστριας ταινιών και ξένων σειρών.

Αποτυχημένες μεταφράσεις και προφορά από Έλληνες που προκαλούν γέλιο. Συνήθως απόπειρες μετάφρασης ή προφοράς για ξένα προϊόντα ή ταινίες. Είναι τόσο παγιωμένες και με αντοχή στο πέρασμα του χρόνου που ακόμα και όσοι γνωρίζουν την σωστή μετάφραση και προφορά εξακολουθούν να τα λένε λάθος για να μην τους πουν ξερόλες.
Παραδείγματα :

nike = νάικ (σωστό νάικι)
porsche = πόρσε (σωστό πόρς)
overlay = όβερλάι (σωστό όβερλέι)

- Μαίρη τσάκω το Όβερλέι να καθαρίσεις λίγο το τραπεζάκι στο σαλόνι γιατί θα έρθουν τα παιδιά να δούμε μπάλα!
- Όβερλέι το έλεγε η μάνα σου; Μας το παίζεις και Αγγλομαθής, ααα και άμα θες καθάρισε το εσύ, δικοί σου φίλοι θα έρθουν !!

Στην αρχη (από Khan, 26/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκ των Τσικνοπέμπτη και Μεγάλη Παρασκευή με λίγο από Κυριακή του Πάσχα. Ήθος και έθιμο αντιεξουσιαστών, οι οποίοι σουβλίζουν αρνί και τρώνε τα λοιπά κρεατικά, λ.χ. κοκορέτσια κ.τ.ό., όχι την Κυριακή του Πάσχα μετά την Σαρακοστή ή την Τσικνοπέμπτη πριν, αλλά κατά την Μεγάλη Παρασκευή που αποτελεί την μεγαλύτερη νηστεία στην χριστιανική παράδοση. Προφ θέλουν να αποδομήσουν έτσι την διάκριση νηστίσιμου και αρτύσιμου, την οποία αντιλαμβάνονται ως καθεστωτική. Η Τσικνοπαρασκευή γιορτάζεται δίκην λαϊκού πανηγυριού σε αντιεξουσιαστικούς χώρους πέριξ της Πλατείας Εξαρχείων και σε διάφορους άλλους χώρους που τελούν υπό κατάληψη από αντιεξουσιαστές καθιστάμενη στοιχείο της αναρχικής κουλτούρας.

Βεβαίως, υπάρχει και η πιο δόκιμη Τσικνοπαρασκευή, δηλαδή η Παρασκευή αμέσως μετά την Τσικνοπέμπτη, την οποία πολλοί επιλέγουν για τσίκνισμα, καθώς είναι πιο βολικό. Ωστόσο, δεν μας απασχολεί αυτή, και εξάλλου ούτε αυτή είναι απολύτως δόκιμη, καθώς δεν προβλέπεται από την παράδοση, αλλά γίνεται για λόγους ευκολίας, όπως η γαμοβάπτιση. Επίσης, στον γούγλη δίνεται κι άλλη μια σημασία: Δηλώνει κάποιον που δεν τρώει μόνο την Τσικνοπέμπτη τον αγλέουρα αλλά κάθε μέρα. Κάθε μέρα Τσικνοπέμπτη δηλαδή, σαν τον Πάγκαλο ένα πράμα. Τέλος, είναι ευνόητο ότι ο όρος μπορεί να χρησιμοποιηθεί και από άλλους αντιχριστιανούς με διάθεση βλασφημίας, και επέκεινα της αναρχικής κουλτούρας.

Πάσα: Χαλικούτης.

  1. - Καλή Τσικνοπαρασκευή σύντροφε! Σου έχω φυλάξει ένα κοκορέτσι μούρλια!

  2. Την τσικνοπαρασκευη ΒΛΑΣΦΗΜΟΥΜΕ ΤΑ ΘΕΙΑ! Λαϊκό Γλέντι και συντροφική κουζίνα με ψητά στην κατάληψη Ματσάγγου για την οικονομική ενίσχυση συντρόφων της υπόθεσης εμπρησμού σπιτιού στον αϊ Λαυρεντη. Φέρνουμε ο,τι μπορούμε από ξύδια και φαϊ.... (Σ.ς. Εδώ μάλλον εννοείται η δόκιμη Τσικνοπαρασκευή και όχι η Μεγάλη Παρασκευή).

  3. Τσικνοπαρασκευή. Για μερικούς όλες οι μέρες είναι Τσικνοπέμπτη! (Εδώ).

(από Khan, 11/03/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο οπαδός του Βασίλη και όχι του βασιλιά. Και όταν λέμε Βασίλη, εννοούμε τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου. Μπορεί να γέρασε, να βάφει το μαλλί και να κάνει δάνειο από τους κροτάφους, αλλά, όπως και νά 'χει, κατέχει μια τιμητική θέση στην καρδιά όλων των 30+, είτε είναι, ή υπήρξαν στο παρελθόν τους, ροκάδες, σκυλάδες, κουλτουριάρηδες ή λεσβίες.

Γνωστές ρήσεις βασιλοφρόνων:

  1. Σαν πεθάνω στον τάφο μου,
    μην βάλετε καντήλι,
    βάλτε ένα ραδιόφωνο
    ν' ακούω τον Βασίλη.

  2. Βασίλη / ζούμε / για να σε ακούμε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνήθως λέγεται σε κάποιον που μόλις έρχεται και βρίσκει την παρέα αραχτή (για να τον πειράξεις)...

(Παρέα που κλαπαρχιδίζει και μετά από ώρα σκάει φίλος)
Ανδρεας: Kαλώς τον Τάκη! Έλα ρε, θα κάτσεις μέρες;
Τάκης: Μπααα, κανά πεντάρι μερούλες!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Περιπαικτικός χαρακτηρισμός για το γήπεδο ποδοσφαίρου της ομάδας της Θεσσαλονίκης, του Ηρακλή.

Προέρχεται από τη μετονομασία του πραγματικού ονόματος του γηπέδου που είναι το Καυτατζόγλειο, αλλάζοντας το γράμμα -λ (λάμδα) σε -ρ (ρο), με αποτέλεσμα το δεύτερο συνθετικό να θυμίζει κάτι από γριά (ο Ηρακλής έχει συσταθεί ως ποδοσφαιρική ομάδα από το 1908 και θεωρείται από τις αρχαιότερες, εξού και το παρατσούκλι).

Χρησιμοποιείται ευρέως σε στέκια φιλάθλων ποδοσφαίρου, σε δρόμους, σε πλατείες και σε γήπεδα.

- Γιαυτό δεν μας έδωσε εισιτήρια η γκόμενα του πύρρου ο ρέμος,για να αλωνίζουν ανενόχλητες οι γριές....γιατί αν είχαμε κόσμο στο καυτατζόγρειο θα είχαμε δράματα! (από εδώ)

Το σπίτι της γριάς... (από PUNKELISD, 12/12/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Περιπαικτικός χαρακτηρισμός για το γήπεδο ποδοσφαίρου της ομάδας του Πειραιά, τον Ολυμπιακό, γνωστό και ως τηγάνι.

Προέρχεται από τη μετονομασία του πραγματικού ονόματος του γηπέδου που είναι το Καραΐσκάκη, αλλάζοντας το δεύτερο συνθετικό από -σκάκη σε -τάβλι.

Χρησιμοποιείται ευρέως σε στέκια φιλάθλων ποδοσφαίρου, σε δρόμους, σε πλατείες και σε γήπεδα.

- Παίζετε με γαύρο την άλλη βδομάδα, ε;
- Ναι, μέσα στο Καραϊτάβλι.
- Έλα ρε! Σας έχει εντός στο τηγάνι;

Το Καραϊτάβλι πριν... (από PUNKELISD, 12/12/10)Το Καραϊτάβλι τώρα. (από PUNKELISD, 12/12/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ασθενοφόρο.

Χαρακτηριστικό δείγμα μιας σειράς λογοπαιγνίων που βασίζονται στην διακωμώδηση της τουρκικής γλώσσας.

Τα λογοπαίγνια αυτά αποτελούνται από δυο, συνήθως, λέξεις. Είναι, είτε:

  • δυο λέξεις τούρκικες, η τουρκικής προέλευσης, που έχουν πλήρως ενσωματωθεί στο ελληνικά και είναι απόλυτα κατανοητές σχεδόν από κάθε ελληνόφωνο, π.χ. ζαρζαβάτ πασά, ή,
  • μια λέξη τούρκικη, ως ανωτέρω, και μια λέξη ελληνική, εν μέρει παραμορφωμένη ώστε να ηχεί τουρκική, συνήθως με την περικοπή φωνήεντος από την κατάληξή της π.χ. ξεφτίλ παρά.

    Οι συνδυασμοί που παράγονται δεν υπάρχουν ως φράσεις στα τούρκικα, πλην ελαχίστων εξαιρεσεων π.χ. μπουζ ντουλάπ. Από Τούρκους που δεν ξέρουν ελληνικά, κάποιοι γίνονται κατανοητοί, μετά από λίγη σκέψη, άλλοι όχι. Κάποιοι, λίγοι, τα βρίσκουν αστεία, οι περισσότεροι όχι.

Στα ελληνικά, οι φράσεις λειτουργούν κυρίως ως ατάκες ανεκδότων, π.χ:

[I]- Πώς είναι στα τούρκικα η χειροβομβίδα;
- Δεν ξέρω, πώς είναι στα τούρκικα η χειρομβομβίδα;
- Μπαρούτ κεφτέ... αχαχαχαχα... [/I]

Το καλαμπούρι εν μέρει προκύπτει από την παραμόρφωση των λέξεων, εν μέρει από το απροσδόκητο των συνδυασμών αλλά κύρίως από το γεγονός ότι οι φράσεις αυτού του τύπου παρουσιάζονται ως γνησίως τούρκικες - και όχι ως κατασκευασμένα λογοπαίγνια, κάποια λιγότερο, κάποια περισσότερο ευρηματικά. Επιβεβαιώνουν, δηλαδή, οι φράσεις αυτές την προκατάληψη του μέσου Έλληνα ότι τα τούρκικα είναι γλώσσα από άξεστη έως αστεία και τα στερεότυπα περί μπουνταλάδων Τούρκων κλπ.

Στο στόχαστρο του καλαμπουριού μπαίνουν και οι τουρκομερίτες Έλληνες πρόσφυγες - οι φράσεις ειρωνεύονται το γεγονός ότι ανακατεύουν στην ομιλία τους τούρκικες λέξεις και εκφράσεις καθώς και την προφορά τους στα ελληνικά.

Έχουν επίσης αυτές οι mots faux turcs και μειωτικό χαρακτήρα, π.χ. ένα κομπιούτερ που το περιγράφουμε ως μπλιμπλίκ ντουλάπ μάλλον δεν είναι υψηλών προδιαγραφών ενώ οι γιατροί δηλώνουν την περιφρόνησή τους για τους κτηνιάτρους αποκαλώντας τους χαϊβάν ντοκτόρ.

Πολυγραφημένες λίστες με ντεμέκ τούρκικες φράσεις αυτού του τύπου κυκλοφορούσαν, επιβεβαιωμένα, σε σχολεία στην δεκαετία του '50. Μια εκδοχή λέει ότι ήταν δημοφιλείς λόγω της αναζοπύρωσης των αντιτουρκικών αισθημάτων που είχαν προκαλέσει στην Ελλάδα τα γεγονότα της Πόλης του 1955 και οι εξελίξεις της εποχής στο Κυπριακό. Παρά το γεγονός ότι το χιούμορ αυτό θεωρείται εδώ και καιρό μάλλον αφελές και ξεπερασμένο, το είδος έχει επιβιώσει - έστω σε περιορισμένη έκταση - και στο Ίντερνετ και μάλιστα υπάρχουν και δείγματα προσαρμογής στα νέα τεχνολογικά δεδομένα, π.χ. η τηλεδιάσκεψη που έχει αποδοθεί ως παρτούζ τελεφόν.

Στην Τουρκία δεν υπάρχει ανάλογο φαινόμενο διακωμώδησης της ελληνικής γλώσσας. Το πλησιέστερο παράδειγμα που γνωρίζουμε είναι τα franglais, με την έννοια που έχει η λέξη στην Αγγλία, όχι στη Γαλλία - η κατασκευή προτάσεων με ανάμεικτες γαλλικές και αγγλικές λέξεις και με την κατά λέξη μετάφραση στα γαλλικά αγγλικών ιδιωματισμών, π.χ. Je ne care pas, ή longtemps pas voir. Στην περίπτωση των franglais, πάντως, βασικός στόχος είναι οι Άγγλοι που χειρίζονται άσχημα την γαλλική γλώσσα και λιγότερο τα ίδια τα γαλλικά.

Οι ψευδεπίγραφες τούρκικες φράσεις αυτού του τύπου δεν πρέπει να συγχέονται με τις γνήσιες τούρκικες φράσεις και λέξεις που χρησιμοποιούνται ατόφιες στα ελληνικά π.χ. ταμάμ, γιαλαντζί, εκμέκ κανταΐφι, ουζούν αντάμ αχμάκ ολούρ. Δεν πρέπει να συγχέονται επίσης με φράσεις όπως το χανούμ μπουρέκ και το σουλτάν μερεμέτι -, τουρκογενείς μεν αλλά που δεν υπάρχουν στα τούρκικα και που έχουν ιστορικά σαφή σημασία στα ελληνικά, όχι επί τούτου ειρωνική.

Στα παραδείγματα που ακολουθούν δίνεται η ελληνική λέξη, η ντεμέκ τούρκικη φράση και, τέλος, η μετάφραση στα τούρκικα.

Πώς είναι στα Τούρκικα...

  • αναπηρική σύνταξη: σακάτ μπαξίς: sakatlık maaşı
  • ανελκυστήρας: νταχτιρντί ντουλάπ, νταχτιρντί μπαούλο, σούρτα φέρτα ντουλάπ: asansör
  • ασθενοφόρο: σακάτ αραμπά: ambulans
  • αεροδρόμιο: χαβά λιμάνι: hava limani
  • βέρα: μπουνταλά χαλκά: alyans
  • Βιάγκρα: τσουτσούν μπαρούτ
  • βιβλιάριο απόρων κορασίδων: μπατίρ χανούμ τεφτέρ
  • γεωπόνος: ζαρζαβάτ ντοκτόρ: tarımcı
  • δάσκαλος: τσογλάν αγά: öğretmen
  • δημόσιος υπάλληλος: τεφτέρ τσογλάν: memur
  • διαζύγιο: άι σικτίρ χανούμ μπελά: boşanma
  • εκπτώσεις: ξεφτίλ παρά: indirim
  • ελικόπτερο: σαματά ζουζούν: helikopter
  • Η λίμνη των κύκνων: παπί χαβούζ: kuğu gölü
  • χρηματοκιβώτιο: παρά σεντούκ: kasa
  • θωρηκτό: τσαμπουκά παπόρ: savaş gemisi
  • Ιππότες της Στρογγυλής Τραπέζης: γιουβαρλάκ σοφρά εφέντες: Yuvarlak Masa Şövalyeleri
  • κηπουρός: ζαρζαβάτ πασά, ζαρζαβάτ τσογλάν: bahçıvan
  • κομπιούτερ: μπλιμπλίκ ντουλάπ: kompüter
  • κτηνίατρος: χαϊβάν ντοκτόρ: veteriner
  • μακιγιάζ: χανούμ σοβά μερεμέτ: makyaj
  • μαλακία: τσουτσούν νταχτιρντί: otuz bir çekmek
  • Μητσοτάκης: Γκαντέμ Πασά
  • ναυμαχία: καϊκ καυγά: deniz savaşı
  • νεκροταφείο: ψοφίμ μπαχτσέ, ραχάτ μπαξέ: mezarlık
  • νοσοκομείο: σακάτ οντάς: hastane
  • παιδίατρος: τσογλάν ντοκτόρ: çocuk doktoru
  • πεθερά: σιχτίρ χανούμ: kayınvalide
  • πεταλούδα: εμπριμέ κουνούπ: kelebek
  • πολυβόλο: ταμ ταμ μαραφέτι: makineli, mitralyöz.
  • προφυλακτικό: τσουτσούν φερετζέ: prezervatif, kaput
  • πρώτη νύχτα του γάμου: τσουτσού σεφτέ
  • ραδιόφωνο: τζερτζελέ μαραφέτ, σαματά κουτί: radyo
  • σουτιέν: μεμέ ζεμπίλ, μαστάρ ντορβά
  • σπέρμα: τσουτσού σορόπ, τσουτσού καιμάκ, τσουτσούμ σογιού: meni
  • σχολείο: τσογλάν μαντρί: okul
  • τανκ: σαματά τουτού, τσαμπουκά τουτού, τσαμπουκά τρακτέρ: tank
  • ταχυδρόμος: χαμπέρ χαμάλ: postacı
  • τηλεδιάσκεψη: παρτούζ τελεφόν: telekonferans
  • τηλεόραση: μπανιστήρ ντουλάπ: televizyon
  • υποβρύχιο: μπαμπές παπόρ: denizaltı
  • χειροβομβίδα: μπαρούτ κεφτέ, μπουμ κεφτέ: el bombası
  • ψυγείο: μπουζ ντουλάπ, τουρτούρ ντουλάπ: buzdolabı

περιέχει διάφορα (από Khan, 17/11/10)

To λήμμα, ο ορισμός και τα παραδείγματα δεν ανήκουν σε κάποιον συγκεκριμένο χρήστη και είναι ανοιχτά για συμπλήρωση από όλους στο slang.gr, εξ ου και η υπογραφή είναι slang.gr collective. Όποιος θέλει να συμπληρώσει κάτι, ας στείλει αναφορά στην Συντακτική Ομάδα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όλο σαβουριάζει τον αγλέουρα η κυρα κατίγκω η Φοφώ και έχει κάνει ένα ποπό... σαν πλατεία...

Τώρα κάνει δίαιτα... Κάνει βοδιλάιν.

Τη βλέπεις τη μουντρούχα τη χοντρή, λέει ότι κάνει βοδιλάιν...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τσιγκούνης. Το λήμμα παραπέμπει και σε πιγκουίνο.

Λέγεται έτσι για να γίνει εμφατικό το συγκεκριμένο χαρακτηριστικό. Βέβαια, το κεχαριτωμένο πτηνό δεν έχει αποδειχθεί, από ηθολογικές μελέτες, ότι αποθηκεύει τρόφιμα (αν και θα έπρεπε, με τις συνθήκες που ζει). Συνεπώς η συσχέτιση έγινε μόνον εξαιτίας ομοήχων στοιχείων των σημαινόντων. (Τσίγκου-Πίγκου).

— Θα πληρώσεις;
Μισό, να βρω το πορτοφόλι μου... πού το έχω βάλει;
— Άσε ρε τσιγκουίνο, πληρώνω εγώ πάλι.

(από perkins, 23/05/10)(από perkins, 23/05/10)(από perkins, 23/05/10)O Pingu - τόνος στη λήγουσα (από poniroskylo, 29/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified