Further tags

Πρόκειται για γκόμενα που αρέσκεται στο face-sitting.

Αυτή η μέθοδος στοματικού έρωτα έχει ως εξής: ο άνδρας είναι ξαπλωμένος ανάσκελα και η γυναίκα κάθεται πάνω στη μούρη του φέρνοντας το αιδοίο της έτοιμο προς χρήση πάνω από τα χείλη του. Έτσι όπως κρέμεται και αιωρείται το νιμού πάνω από το κεφάλι του άνδρα θυμίζει την Δαμόκλειο Σπάθη της Ελληνικής μυθολογίας.

Το Τίνα μπαίνει προς τιμήν της μεγάλης πρωταγωνίστριας του πρώιμου ελληνικού ερωτικού κινηματογράφου.

- Ψηλέ μου χτες το βράδυ η Τίνα μου τα έκανε όλα: 69, πρωκτικό, πιπέτο, μέχρι και face-sitting!
- Δαμόκλειος Τίνα Σπάθη η κοπέλα δηλαδή ε ;

(από Khan, 27/04/11)(από GATZMAN, 27/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπορεί να σημαίνει δύο τινά:

  1. Την πρωκτολειχία, το γλειφοκώλι ή γλειφοκωλάδα. Ή, κάπως πιο μεταφορικά, το να κάνεις υπερβολικές φιλοφρονήσεις και χατίρια σε κάποιον με πονηρές σκοπιμότητες.

  2. Κωλογλυφάδα είναι ύβρη για το προάστιο της Γλυφάδας.

Καθώς ο κλασικός ο ανορθόγραφος ο Έλληνας γράφει συχνότατα το γλείφω με ύψιλον σαν το ομόηχο ρήμα που σημαίνει την πράξη του γλύπτη, στην πράξη οι δύο σημασίες διαπλέκονται. Δηλαδή πολλοί επιλέγουν να πουν κωλογλειφάδα αντί για γλειφοκώλι, για να κάνουν χαριτωμενίστικο αστείο με το ομόηχο προάστιο. Ενώ από την άλλη αυτοί που μισούν το προάστιο είτε για ταξικούς ή πολιτιστικούς ή αισθητικούς λόγους, είτε λόγω αθλητικών ομάδων που έχουν εκεί την έδρα τους, επίσης χρησιμοποιούν την λέξη κωλογλυφάδα αφήνοντας υπονοούμενο για πρωκτολειχία.

  1. Και μιας και πιασαμε κωλοσυζητηση
    Υπαρχει σερνικος που να ειναι straight [ουχι σεξυ θεια λολα]
    και να θελει να του κανουν κωλογλυφαδα;;;
    Υπαρχει σερνικος straight που να θελει να του βαζουν κωλοδαχτυλο;
    (Εδώ τα αγωνιώδη ερωτήματα).

  2. Την γυρνάω με βία ανάποδα και επιδίδομαι σε μαραθώνιο κωλογλυφάδας. (Εδώ).

  3. πες μου ρε μαλακα οτι τις παρασκευες τελειωνεις απο την τραπεζα και βγαζεις το κοστουμι και μενεις με τιρκουαζ φωσφοριζε κολαν και θα ρθω για κωλογλυφαδα (παλιοπεριοχη) (Εδώ ο χρήστης μάλλον παίζει και με τις δύο σημασίες).

(από Khan, 10/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο Λαρισαίος.

- Από που είναι η Άντζυ;
- Από Λάρισα.
- Ντιρόλο είναι.

Λογοπαίγνιο με το τυρόγαλο

Βλ. και τυρί ορισμός 5, τυρόλδος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόσωπο χαμηλοτάτης νοητικής (ή άλλης τινός) υποστάθμης, τιποτένιος, του πεταματού κατά προτίμηση στα μπάζα, εξ ου και το λήμμα. Χρησιμοποιείται αποκλειστικά σε γένος αρσενικό, στερείται πληθυντικού αριθμού και κλίνεται κατά το μαλάκας, μπάμιας κλπ.

- Άκουσα από τον Θανάση ότι θα μας κόψουνε λέει το επίδομα σκαλίσματος μύτης...
- Μην τον πιστεύεις ρε τον τύπο... είναι τελείως γιαταμπάζας.,. σιγά μη μας κόψουνε και επίδομα αφόδευσης και καλής λειτουργίας του εντέρου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το θρυλικό συγκρότημα Guns n' Roses (1985 - παρόν), ελαφρώς περιπαιχτικά, ή από κάποιον που βαριέται / δυσκολεύεται να προφέρει το σωστό όνομα στα Αγγλικά.

Δεν είναι ακριβώς ομόηχο, αλλά βγάζει γέλιο.

- Take me down to the paradise city, where the grass is green and the girls are pretty... Taaaake... meeee... hoooooooooooooome...
- Τάκηηη... πάλι τις Γκαζόζες στο γουώκμαν ακούς βρε τεμπελχανά; Κάτσε άνοιξε τα στραβά σου και διάβασε κανά βιβλίο λέω εγώ... αλλιώς μην περιμένεις να σου πάρω το ατάρι που είπαμε... ακούς;

Γκαζόζες (από Jonas, 05/05/11)(από Khan, 12/05/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. τα κοψίδια
  2. τα ξίδια
  3. τα μπουζούκια
  4. άλλο τι είδος παρεκτροπής με σοβαρές μακροχρόνιες και σωρευτικές επιπτώσεις.
  1. - Χρηστάκη, θα πάμε για κανά μεζεκλίκi στου Μπαρούτα;
    - Μανωλάκη μου, η κυρα-Θοδώρα επέβαλε μνημόνιο, κομμένα τα βαρέα και ανθυγιεινά.

  2. Στην αρχή παραγγείλαμε κάτι τζιν-τόνικ, κάτι μοχίτο και τέτοιες χαριτωμενιές, αλλά γρήγορα περάσαμε στα βαρέα και ανθυγιεινά.

  3. - Φιλαράκι, εγώ θα την πέσω τώρα να σηκωθώ κατά τις 2, φρεσκαδούρα, να πάω κατευθείαν για μεροκάματο στα βαρέα και ανθυγιεινά.
    - Οκέικ, εγώ θα πάω ντιρετίσσιμα στον Ερωδιό για σούπα στις έξι. Πιο φρεσκαδούρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παράγεται από την λέξη τσαχπίνης και την πορτογαλική κατάληξη -inio (μετάφραση -ούλης) που δηλώνει καταγωγή ή στυλ βραζιλιάνικο.

Χαρακτηρισμός για ποδοσφαιριστές που, ενώ φαινομενικά μιλάν στο τόπι, επί της ουσίας δεν ανταλλάσσουν ούτε καλημέρα, με τα παρακάτω γνωρίσματα. Η θέση τους βρίσκεται κοντά στη γραμμή του πλαγίου άουτ (σλανγκιστί «ασβέστης»), θεωρούνται διεμβολιστές και ωραίοι ντριπλέρ, και πάντα μα πάντα είναι κάτω του μετρίου και του αναμενόμενου.

Συνήθως κατάγονται από την Βραζιλία, αλλά όχι πάντα. Καθυστερούν όσο δεν πάει άλλο το παιχνίδι της ομάδας τους και, τις περισσότερες φορές, αντί να περνάν τον αντίπαλο τρώνε σαβούρντες περιμένοντας μάταια το κοράκι να σφυρίξει. Δεν δίνουν πάσα ούτε από το δεξί πόδι στο αριστερό. Τα βάζουν με τον κακό προπονητή που δεν τους εμπιστεύεται και οι περισσότεροι λένε για αυτούς «Αν είχε μυαλό αυτός θα έκανε καριέρα».

- Έμαθες τον καινούριο Βραζιλιάνο εξτρέμ που πήρε η ομαδάρα;
- Ναι μωρέ, σιγά τα λάχανα. Άλλος ένας τσαχπίνιο που θα μας ζαλίσει τα ούμπαλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γυναικείο (ως επί το πλείστον) ένδυμα, συνήθως τσίτι, αγορασμένο από λαϊκή αγορά (κοινώς παζάρι), που προσομοιάζει ελαφρώς με έτερο τσίτι αγορασμένο από τα zara, και επιδεικνύεται με υποβόσκουσα καταναλωτική υπερηφάνεια, λόγω της εξευτελιστικά χαμηλής τιμής του, ακόμη και μετά την ανακάλυψη της τρύπας μεγέθους εικοσάλεπτου κάτω από την αυτοκόλλητη ταμπελίτσα, που βρίσκεται κολλημένη σε ύποπτο σημείο του εν λόγω τσιτίου (είναι δόκιμο τώρα αυτό; anyway...)

- Καλέ τι ωραίο το κρουαζέ σου!
- Σ' αρέζει; Παzara, 5 ευρά τα δύο. Το πήρα και σε σικλαμέν!
- Γουάου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σηκουέλ των άκρως επιτυχημένων προσβολών γκοοκνούλα μωρή τσούλα και βα φανκούλο (και πάρε και τον πούλο) που βασίζονται σε ομοιοκαταληξία / ομοηχία μιας ελληνικής και μιας ξένης φράσης. Εν προκειμένω έχουμε το (ψευδο)ισπανικό «¿Quieres mucho;» («Θέλεις/επιθυμείς πολύ;) και το κλασσικό «πάρ' το λούτσο» ως παραλλαγή του «πάρ' το μπ0u1o». Μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως εναλλακτικό του «Θά 'θελες!» όταν ο συνομιλητής έχει εκφράσει μια -κατ' εμάς- μη ρεαλιστική επιθυμία.

- Ε ρε και να μπορούσα να βγω ένα μόνο ραντεβού με το Λίλιαν...
- Ενόσω τα έχει με το το Χόλγκερ Σφίχτερμαν; Κιέρες μούτσο; Πάρ 'το λούτσο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λογοπαίγνιο με την μάρκα καλλυντικών Kérastase, αναφέρεται σε κερατά απατημένο άντρα ή σε απατημένη γυναίκα.

Βλ. και τον άλλο ορισμό για συμπληρωματικό λογοπαίγνιο.

- Και τώρα που θα πας στο Παρίσι μην ξεχάσεις να μου πάρεις ένα Κεραστάς, αγάπη μου.
- Αυτό είναι το μόνο σίγουρο.

(από Khan, 10/05/11)

Got a better definition? Add it!

Published