Further tags

Η έτοιμη, η ψημένη, η ανοιχτομπούτω (με την καλή έννοια). Η γυναίκα των ονείρων μας.

Το αντίθετο της πούστρας και της τζαμπακαβλώστρας.

Τις περισσότερες φορές δεν είναι παρά μία ακόμα ανδρική παραίσθηση (σκέψου να πίναμε και κανά ψυχότροπο, τί θα βλέπαμε).

Η Λία είναι ετοιμόγαμη. Ποιος πούστης θα είναι ο τυχερός.

...Ααααχ! Πού πάς μωρό μου, να σε πάω; (από Marco De Sade, 21/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μαλάκας Κωνσταντίνος. Από το «Κων/νος». Το λέμε μόνο όταν θέλουμε με τρόπο να χαρακτηρίσουμε μαλάκα κάποιον Κωνσταντίνο. Λογοπαίγνιο με την γαλλική λέξη για τον μαλάκα (con).

Χθες έπεσα πάνω στον Κώνο κι έκανα ότι δεν τον είδα, δεν ξέρω αν με κατάλαβε...

(από GATZMAN, 23/03/09)Κώνος συντομογράφος. (από Khan, 11/02/13)

βλ. και κατίνος, ΣΧΗΣ, Θεσνίκη (Θεσσαλονίκη) κά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λογοπαίγνιο του αστειάτορα. Βγάζει πολύ γέλιο!

Εκ των λολ και λογοπαίγνιο.

- Vrastaman: sexting -> αποστολή γυμνημάτων

- spiros: Καλό! Γυμνημάτωση / Γυμνηματίωση μήπως; (Π.χ. «αυτοί οι δύο γυμνηματώνονται» – όπως λέμε «μηνυματώνονται».)

- Vrastaman: Πολύ καλό ακούγεται ;-) Επίσης η μορφή «γυμνηματάκιας» (κατά το μηνυματάκιας) αποτελεί και πρώτης τάξεως λογοπαίγνιο / λολοπαίγνιο!

(Από το φόρουμ translatum.gr)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το παρακάτω αποτελεί μία προσπάθεια διευκόλυνσης των συμπατριωτών μας στην συνεχή και ακατάπαυστη ενασχόλησή τους με το εθνικό μας σπορ και -όχι- δεν εννοώ τη μαλακία. Αυτή έχει περάσει στη δεύτερη θέση (την κρίση μου μέσα) και στην πρώτη είναι βέβαια η μίζα, η επονομαζόμενη προσφάτως και Miesens.

Το λεξικό που ακολουθεί είναι μία προφανώς μη εξαντλητική λίστα σχετικών με τη μίζα όρων. Ο λόγος που η λίστα δεν είναι πλήρης είναι διότι τίποτε στη ζωή αυτή δεν είναι τζαμπαντάν. Αν βγάλω κι εγώ κάτι για τον κόπο μου, ίσως, λέω ΙΣΩΣ, μπορέσω να βρω και τα υπόλοιπα λήμματα - για τους ορισμούς δεν μπορώ να υποσχεθώ;)

  • μιζοσκόταδο, το: προσπάθεια συσκότισης και συγκάλυψης της αλήθειας στην υπόθεση της siemens. (Παρ. 1)
  • μιζοκακόμοιρος, ο: πολιτικός για τον οποίον υπάρχουν ενδείξεις ότι εμπλέκεται στο σκάνδαλο με τις μίζες , αλλά παριστάνει τον κακόμοιρο προκειμένου να πείσει σχετικά με την αθωότητά του. (Παρ. 2)
  • μιζοτιμής: ελάττωση της τιμής της μίζας κατά το ήμισυ, σε περιόδους που υπάρχει μεγάλος αριθμός πολιτικών πρόθυμων να εμπλακούν. (Παρ. 3)
  • μιζεκλίκι, το: πρόγευση / μικρή προκαταβολή μίζας. (Παρ. 4)
  • μιζονέτα, η: πολυτελής κατοικία που αποκτήθηκε ως αντάλλαγμα πολιτικής εκδούλευσης. (Παρ. 5)
  • μιζανπλί, το: προϊόν συναλλαγής που αποδίδεται εις είδος, συνήθως με μορφή κοσμημάτων ή άλλων τιμαλφών, σε συζύγους, ερωμένες ή κόρες πολιτικών. (Παρ. 6)
  • μιζολιθική εποχή, η: χρονικά συμπίπτει με περιόδους όπου εξαγγέλλονται μεγάλα έργα, μεγάλες διοργανώσεις, μεγάλες αγορές του αιώνα κλπ και πέφτουν οι μεγάλες μίζες. (Παρ. 7)
  • μιζολαβητής, ο: παρένθετο πρόσωπο που μεσολαβεί στο δαιδαλώδες σύστημα διακίνησης της μίζας, μέσα από εμβάσματα, off-shore εταιρείες κλπ προκειμένου να χαθούν τα ίχνη του μαύρου πολιτικού χρήματος. (Παρ. 8)
  • μιζάνοιχτος, ο: πολιτικός που εντέχνως αφήνει να διαρρεύσει σε επιχειρηματικούς κύκλους ότι είναι ανοιχτός σε προτάσεις συναλλαγής. (Παρ. 9)
  • απομιζώ: σύγχρονη γραφή του ρήματος απομυζώ. Tο ρήμα που σημαίνει «αναρροφώ, βυζαίνω, αποσπώ συνεχώς χρήματα» μετατρέπεται σε απομιζώ όταν ο ενεργών είναι πολιτικό πρόσωπο. (Παρ. 10)

Πηγή: FAQ και www.mybike.gr

  1. Η δικαιοσύνη ψάχνει τους ενόχους στο μιζοσκόταδο.

  2. Διάβασες τις δηλώσεις που έκανε ο Τσουκάτος βγαίνοντας από τον ανακριτή; Τον εγκατέλειψε το κόμμα του λέει ο μιζοκακόμοιρος...

  3. Εκεί που τα είχαμε βρει και ήμασταν έτοιμοι να συμφωνήσουμε, μπλέχτηκε και ο Κυριάκος και μας έκανε χαλάστρα... Η συμφωνία έκλεισε μιζοτιμής.

  4. Ο εξοπλισμός του πολιτικού γραφείου του με καινούργιο τηλεφωνικό κέντρο ήταν το μιζεκλίκι της υπόθεσης. Τα χοντρά λεφτά δόθηκαν αργότερα.

  5. Είδες την μιζονέτα του Άκη στο πανόραμα; έχει ένα wc λιγότερο από την βίλα του Μητσοτάκη.

  6. Βλέπεις την κοτρώνα που φοράει στο χέρι το τσουλί; Μιζανπλί του υπουργού από την υπόθεση του OTE είναι...

  7. Γαμώ την ατυχία μου... Τώρα βρήκαμε να είμαστε έξω από τα πράγματα; Τώρα που είναι η μιζολιθική εποχή και τρώει η μίζα σίδερο;

  8. Ισχυρίζεται ότι τον έμπλεξαν χωρίς να το θέλει. Θα την γλυτώσει φτηνά όμως. Ένας απλός μιζολαβητής ήταν.

  9. Εκλογές έρχονται... Τα έξοδα πολλά... Δηλώνω μιζάνοιχτος σε υποψήφιους... χορηγούς.

  10. Απομίζησε τους πάντες επί υπουργίας του. Να φανταστείς ότι τον αποκαλούσαν ο Μίστερ 2%. Τόση ήταν η προμήθειά του.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η επιτυχία, λογοπαίγνιο με το χέσιμο. Για όσους ντρέπονται να ευχηθούν «καλή επιτυχία».

Άντε, μεγάλε, καλή πετυχεσιά με τις εξετάσεις. Μόλις γράψεις πάρε με να πάμε για καφέ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λίστα αυτή αποτελεί μικρό συμπλήρωμα του ανύπαρκτου λεξικού που ανάρτησε ο χρήστης acg. Δεδομένου ότι το φαινόμενο Miesens είναι πραγματικά απύθμενο, κρίνεται αναπόφευκτη την ανάγκη και για γ’ τόμο!

  • Μαύρα μιζάνυχτα, τα: έχουν όσοι δεν συμμετέχουν στο πάρτι αυτό!
  • Μιζαλίνα, η: η Μάτα Χάρη που χρηματίζεται εκατέρωθεν.
  • Μιζαλλόδοξος, ο: αυτός που δεν έχει πρόβλημα να χρηματίσει ή να χρηματιστεί σε διεθνές περιβάλλον.
  • Μιζεγγύηση, η: ειδική μορφή παρακαταθήκης, κατά την οποία πράγμα κινητό ή ακίνητο διεκδικούμενο παραδίνεται ανεπιστρπτί σε τρίτον (τον μιζεγγυητή) για διεκπεραίωση «εκκρεμών υποθέσεων».
  • Μιζέλληνας, ο: ο Έλληνας που χρηματίζεται και χρηματίζει.
  • Μιζθοδοσία, η: οι μηνιαίες αποδοχές πολιτικών όλων των κομμάτων από την Siemens.
  • Μιζοαστός, ο: το τυπικό κοινωνικό προφίλ του χρηματιζόμενου.
  • Μιζογειακά Προγράμματα, τα: κοινοτικά προγράμματα με χοντρό παραδάκι.
  • Το ποτήρι είναι μιζογεμάτο ή μιζοάδειο; : απορία αυτού που είτε λόγω ηθικών αναστολών είτε λόγω ανικανότητας δεν άρμεξε το σύστημα στο έπακρον.
  • Μιζογύνης, ο: αυτός που χρησιμοποιεί την θέση του σαν μοχλό για σεξουαλική ικανοποίηση με υφιστάμενες σου.
  • Μιζοξενία, η: Βλ. μιζαλλόδοξος
  • Μιζοτάκι, το: η κοτόσουπα στα γιαπωνέζικα. Εκ των miso (ζωμός) και take (κότα).
  • Μιζοτοιχία, η: συνέργειες πλουτισμού ανάμεσα σε τμήματα ιδιωτικής ή δημόσιας επιχείρησης, το αντίθετο των «σινικών τοίχων»
  • Ο Μιζτικός Δείπνος, ο: ακα το μεγάλο φαγοπότι
  • Πολιορκία του Μιζολογγίου, η: Η παρατεταμένη πολιτικοοικονομική μας κατάσταση τα τελευταία 30 και πλέον έτη.

- Είχα μαύρα μιζάνυχτα ότι για να χειρουργηθεί η φουκαριάρα η σλανγκομούnα μου έπρεπε να βάλω το σπίτι μου μιζεγγύηση στην μιζαλίνα μεγαλογιατρό!

- Ο τυπικός μιζοαστός μιζέλληνας δεν είναι καθόλου μιζαλλόδοξος! Δέχεται μιζοξενία από κάθε φυλή του Ισραήλ εν μέσω πολιορκίας του μιζολογγίου!

- Ο Krokus ήταν πρώτα στην μιζοδοσία της Ανατολικής Γερμανίας και μετά της Miesens!

- Κατά τον μιζτικό δείπνο, πολλοί αναρωτήθηκαν εάν το ποτήρι είναι μιζογεμάτο ή μιζοάδειο. Αυτά είναι ψευδοδιλλήματα είπε ο μεγάλος, φάτε μπόλικο μιζοτάκι να συνέλθετε γιατί έπονται και μιζογειακά προγράμματα!

Όταν η Τσέκου επισήμανε στον μιζογύνη Ζαχόπουλο για την ύπαρξη βίντεο, αυτός τραγούδησε πικρά: «Αχ ρε παλιο-μιζοφόρια τι τραβάν για σας τα’ αγόρια!»

- Οι μιζοτοιχίες επιτρέπουν στο τμήμα ανάλυσης της χρηματιστηριακής να πληρώνεται από τις εταιρείες που αναλύει!

Ο Μιζτικός Δείπνος (από Vrastaman, 25/03/09)(από Vrastaman, 29/07/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λογοπαίγνιο του «μπέρδεψα τη γλώσσα μου», με αυτοσαρκαστική διάθεση.

Το ουσιαστικό / αντικείμενο γίνεται ρήμα (γλώσσα > γλώσσεψα) και το ρήμα μετατρέπεται σε ουσιαστικό (μπέρδεψα > μπέρδα) και παίρνει θέση αντικειμένου στην πρόταση.

  1. Έτσι τονίζονται πιο εμφανώς τα λεκτικά λάθη στον προφορικό λόγο, όταν αλλοιώνουμε την εκφορά ή τον γραμματικό τύπο μιας σχετικά δυσπρόφερτης λέξης. Ή αλλοιώνουμε όλη την πρόταση, λόγω της βιασύνης να πούμε κάτι. Κοινώς, τα κάνουμε κουλουβάχατα. Έχει και το στοιχείο της «γλώσσας λανθάνουσας», βέβαια.

Απαντάται στις εφηβικές-νεανικές ηλικίες, όπου η γλώσσα / εκφραστικότητα δεν έχει φτάσει στην ωριμότητά της (αυτό γίνεται μετά τα 22 χρόνια και συνεχίζει ισόβια. Στα γερατειά, βέβαια, έχουμε άλλα προβλήματα…).

Το σκεπτικό της χρήσης του: «Γλώσσεψα την μπέρδα μου» είναι ότι είμαι σε θέση να πειραματίζομαι με την γλώσσα μου (ελληνικά), το οποίο μου δίνει ικανοποίηση / αυτοπεποίθηση.

Το θέμα είναι όμως, ότι με το να προκαταλαμβάνουμε τον συνομιλητή με την υπερβολική αντίδραση που συνάδει το «γλώσσεψα την μπέρδα μου», η επικοινωνία διακόπτεται. Ο άλλος δεν μπορεί να μας παρακολουθήσει.

Λέγεται επίσης:

  1. Όταν αντιμετωπίζουμε μια άγνωστη και δυσπρόφερτη λέξη ή πρόταση ή γλωσσοδέτη, όπου πραγματικά κουραζόμαστε μέχρι να την προφέρουμε σωστά.

  2. Η φράση βρίσκει εφαρμογή και στα λάθη πληκτρολόγησης.

  1. Γύρισα στη φίλη μου για να τη ρωτήσω τι παπούτσια πάνε με φούστα, αλλά γλώσσεψα την μπέρδα μου και φαντάζεστε! Τη ρώτησα «Τι φαστούνια πάνε με την π... τσα ...
    (= λεκτικό μπέρδεμα και φανέρωμα των σκέψεων του ομιλητή, δηλ. γλώσσα λανθάνουσα)

  2. - Αλλά, βρε συ, πιο ευκολοδιάβαστο όνομα δε μπορούσες να βρεις από το kirighdrai... εδώ και ώρα δε βγάζω άκρη... γλώσσεψα τη μπέρδα μου. (=γλωσσοδέτης)

  3. - Ωπαία τα λες! (=αντί: Ωραία τα λες!, λάθος πληκτρολόγηση)
    - Ουπς, γλώσσεψα την μπέρδα μου.

βλ. και χασίστες και φουντικοί, φρόας τας σένας, μουνάς, γελάκι...., καθώς και τα εκάστοτε σχόλια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκτός από τη λογοπαιγνιακή αναφορά στην εφημερίδα «Θέμα» λόγω των σχετικών γνωστών γεγονότων με τη Ζαχοπουλιάδα (βλ. παράδειγμα 1), θα μπορούσαμε να αναφερθούμε έτσι για ένα θέμα το οποίο μπορεί να προκαλέσει την αγανάκτησή μας, ώστε να το αποκαλέσουμε απαξιωτικά, ανάθεμα.

Διάφορες κλασσικές περιπτώσεις στις οποίες αυτό θα μπορούσε να συμβεί, ταξινομούνται στις ακόλουθες κατηγορίες.

1) Όταν δεν πάμε το αντικείμενο του θέματος, γιατί:

- Δεν είναι της αρεσκείας μας.

- Το βαριόμαστε (π.χ: εξαιτίας μονότονης και μη δημιουργικής εργασίας).

- Μας δυσκολεύει (π.χ: όταν απαιτούνται πολύπλοκοι χειρισμοί, χειρισμοί ακριβείας, κλπ.)

- Μας εξουθενώνει, κάνοντας μας πτώμα.

- Μας προκαλεί παράπλευρες επιπτώσεις (π.χ: δημιουργία προβλημάτων υγείας, τσαλάκωμα «ίματζ», κλπ).

Για την περίπτωση αυτή, βλ. παράδειγμα 2.

2) Όταν θεωρούμε πως δεν μας ευνοούν οι συνθήκες πραγματοποίησης του συγκεκριμένου θέματος. Αυτό μπορεί να οφείλεται σε:

- Ανεπάρκεια χρόνου ή/και παράλληλη ενασχόληση με άλλες εργασίες υψηλής προτεραιότητας.

- Δυσμενείς εργασιακές παραμέτρους (π.χ: εργασία που απαιτεί χρόνο πέραν της λήξης του εργασιακού ωραρίου, ακατάλληλες συνθήκες εργασίας, εργασία σε άλλη πόλη, κλπ).

- Έλλειψη του απαιτούμενου εργασιακού υποστηρικτικού πλαισίου.
(π.χ: γιατί δεν έχουμε την απαραίτητη εκπαίδευση, τον απαραίτητο υλικοτεχνικό εξοπλισμό και τους λοιπούς απαιτούμενους υλικούς πόρους, τους κατάλληλους συνεργάτες, κλπ).

Για την περίπτωση αυτή, βλ. παράδειγμα 3.

Σχετικά λήματα: χωσίμπα, ούζερ.

3) Αναφορά σε: ένα σκάνδαλο, σε ένα θέμα που έχει γίνει μπάχαλο, κλπ.

Για την περίπτωση αυτή, βλ. παράδειγμα 4.

  1. Αυτό όμως που εδώ και δύο μέρες έζησα και ζω και βλέπω με τα μάτια μου είναι ΑΔΙΑΝΟΗΤΟ....Ρε σείς είπαμε έχει φελλούς η χώρα αυτή έχει trash πολύ αλλά αυτό το ΘΕΜΑ -ΑΝΑΘΕΜΑ- με τον Χίο ρε σεις δεν το χωράει το μικρό ή μεγάλο για άλλους μυαλό μου...

Δες

Περί εφημερίδος ΘΕΜΑ (για το θέμα Ζαχοπουλιάδας).

  1. - Πέτρο, είπε ο προϊστάμενος να αφήσουμε τη δουλειά που κάνουμε και να ασχοληθούμε με ένα άλλο θέμα. Είπε να πάμε να ξεφορτώσουμε ένα φισκαρισμένο κοντέινερ με εμπορεύματα που μόλις έφτασε.
    - Πω ρε πούστη και το λες θέμα; Ανάθεμα είναι. - Γιατί ρε;
    - Δε γουστάρω τέτοια δουλειά. Κινδυνεύει η υγεία μου από τα βάρη, τα σκυψίματα και τις σκόνες. Γίνομαι πτώμα. Θες κι άλλα;
    - Πες κι ότι στη σπάει που θα σε βλέπουν τα γκομενάκια που θα περνάνε στο δρόμο, να κάνεις το χαμάλη.

  2. Διευθυντής:
    - Θέλει ο Κωστέας να του παραδώσουμε μέχρι μεθαύριο το μηχάνημα που 'χει φέρει από το πρωί για επισκευή. Λέει πως αν του το καθυστερήσουμε, θα έχει διαφυγόντα κέρδη. Πρέπει να σφιχτούμε ρε Πέτρο, να του το παραδώσουμε, αν θέλουμε να συνεχίσουμε να τον έχουμε πελάτη μας. Βλέπεις, αγοράζει συνέχεια πανάκριβες μηχανές για τη δουλειά του και μας ακουμπάει τα... λεφτά. Γι' αυτό, δώσε προτεραιότητα σ' αυτό το θέμα.
    Πέτρος (υπεύθυνος τεχνικού τμήματος και φίλος του Διευθυντή):
    - Θέμα; Τι θέμα; Για ανάθεμα πρόκειται. - Γιατί;
    - Εμείς δεν έχουμε την απαιτούμενη τεχνογνωσία για το πρόβλημα που έχει το μηχάνημά του, οπότε πρέπει να στείλουμε το μηχάνημα στο εξωτερικό. Και το μηχάνημα θα το πάρουμε του Αγίου Πούτσου. Από την άλλη βέβαια, τι να εξηγήσεις στον Κωστέα, όταν οι πωλητές μας, προκειμένου να του το πουλήσουν, του υποσχέθηκαν λαγούς με πετραχήλια. Tουλάστιχον να 'χαμε καμιά βδομάδα χρόνο, μήπως και κάτι καταφέρναμε. Έχουμε ρε γαμώτο κι άλλες δουλειές υψηλής προτεραιότητας.
    - Κοίτα, χρόνος δεν υπάρχει κι αυτό το ανάθεμα αποτελεί τώρα τη σημαντικότερή μας προτεραιότητα. Ο Κωστέας είναι ο σημαντικότερος πελάτης μας. Μην το ξεχνάμε αυτό. Γι' αυτό, πάρε τηλέφωνο την προμηθεύτρια εταιρεία στο εξωτερικό και ακόλουθα βήμα βήμα τις οδηγίες που θα σου δώσουν, μήπως και τα καταφέρουμε. Αν είναι να χάνουμε τέτοιους πελάτες... την κάτσαμε τη βάρκα.

  3. Ο Πέτρος, ο άνδρας της Βέρας (βλ. παράδειγμα) είναι μόνιμα καρφωμένος στην τηλεόραση, παρακολουθώντας ειδήσεις. Πέτρος:
    - Βέρα, έχουμε πήξει στα σκάνδαλα. Κάθε θέμα και ένα ανάθεμα!
    Βέρα:
    - Ρε ηλίθιε, ξεκόλλα απ' το χαζοκούτι, γαμώ την αγανάκτησή μου. Για να παρακολουθείς και να ξαναπαρακολουθείς τα ίδια και τα ίδια, ένα θεματάκι που σου 'χα αναθέσει, ανάθεμα το κατάντησες. Ανάθεμά σε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μεταφορά στην ελληνική του αγγλικού gaybourhood, δηλαδή της gay-friendly γειτονιάς (gay-friendly neighbourhood).

Στις αρχές των '70ς, ο Χάρβει Μιλκ μετακόμισε στην μεγαλύτερη γκεϊτονιά του Σαν Φρανσίσκο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο αυνανισμός. Επίσης, πιο ακραία, το αυτοτσιμπούκωμα. Ναι, υπάρχει κι αυτό!

Το κατάστημα σήμερα λειτουργεί σελφ-σέρβις.

Got a better definition? Add it!

Published