Το πολύ μεγάλο πέος. Για έμφαση: Κολώνα της ΔΕΗ.
Υποκοριστικό: Λαμπάδα.
Στα πλαίσια βρις-οφ:
- Χτύπα ρε τον κώλο σου στην κολώνα να πέσουν οι καπότες μου!
- Βγάλε πρώτα την κολώνα της ΔΕΗ απ' τον δικό σου κώλο!
Το πολύ μεγάλο πέος. Για έμφαση: Κολώνα της ΔΕΗ.
Υποκοριστικό: Λαμπάδα.
Στα πλαίσια βρις-οφ:
- Χτύπα ρε τον κώλο σου στην κολώνα να πέσουν οι καπότες μου!
- Βγάλε πρώτα την κολώνα της ΔΕΗ απ' τον δικό σου κώλο!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Μονάδα μέτρησης του πρηξίματος που προκαλείται από τη συναναστροφή με φορτικά και ιδιαίτερα κουραστικά άτομα (κοινώς πρήχτες).
Με πέθανε! Μια ώρα με ζάλιζε με τα γκομενικά της. Μιλάμε για 6,5 Πρίχτερ τουλάχιστον...
Aπό εδώ στο lexilogia.gr
Got a better definition? Add it!
Τιραμισουρεαλιστική σλανγκική εκφορά του αγγλικού what a pity= τι κρίμα!, με ειρωνία για τον καραμελοδραματικό τρόπο που το τελευταίο λέγεται σε σαπούνια. Για μεγαλύτερο σλανγκικό εφέκτ, η έκφραση μπορεί να ειπωθεί και για ένα ωραίο σπίτι.
- Έμαθες τι έγινε στο The Slang & The Restless; Πέθανε ο Επαμεινώνδας την ώρα που έκανε σεξ με την Λάουρα, από υπερβολική κατάποση Βιάγκρα!
- What a σπίτι! Ήταν καλός άνθρωπος ο καημένος! Αλλά φαίνεται είχε τελειώσει το συμβόλαιο του ηθοποιού κι έπρεπε κάπως να τον ξεκάνουν! Να δεις που άμα θα θέλει να γυρίσει πίσω ο ηθοποιός, θα τον αναστήσουν οι απεόφοβοι!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Αν ο όρος ετυμολογηθεί από το γαλλικό fondement = θεμέλιο, τότε θα λεχθεί «φονταμενταλισμός».
Αν όμως ετυμολογηθεί από το λατινικό fundamentum (ίδια σημασία) θα λεχθεί «φουνταμενταλισμός», που είναι και το σωστότερο. Η λέξη αποδίδεται στα ελληνικά ως «θεμελιοκρατία», «θεμελιωτισμός» και σημαίνει την σκληροπυρηνική τάση για επιστροφή στις πηγές μιας θρησκείας.
Η λέξη, ωστόσο, σλανγκίζεται για να δηλώσει τον σκληροπυρηνικό χασιστή και φουντικό που επιδιώκει την επιστροφή στις πηγές της φούντας.
Εναλλακτικώς, ο σλανγκισμός μπορεί και να σημαίνει ότι ο θρησκευτικός φουνταμενταλισμός είναι η «φούντα των λαών» για να παραφράσω τον Μαρξ.
Έχει φουνταμενταλιστικές τάσεις, «χασίσι, γαμήσι κι επιστροφή στην φύση» το σύνθημα ζωής του.
Σχετικά: Ποκαφούντας, πρεζόφουντα, χάχα, η
Got a better definition? Add it!
Ο όρος πέρα από την πρωταρχική σημασία του που αναφέρεται στο φατσοβιβλίο, μπορεί εύλογα να σλανγκιστεί και ως επιτατικό συνώνυμο του μπουκάκι.
Στα αμερικλάνικα Facebukkake σημαίνει τον καταιγισμό ντιριντάχτα ιδεών, ή υπερβολικά ναρκισσιστικών φωτογραφιών, δίκην μαζικής εκσπερμάτισης/ μαλακίας μέσω του Facebook. Μία από τις επιμέρους μορφές Facebukkake είναι όταν, αφού χωρίσεις, «λούζεις» τον μακαρίτη/ μακαρίτισσα με υπερβολικό αριθμό φωτογραφιών του πόσο σούπερ τέλεια περνάς με το νέο σου γκόμενο/ γκόμενα. Γενικότερα, όταν επιμένεις να ποστάρεις αυτοαναφορικές μαλακίες, που δεν ενδιαφέρουν κανέναν άλλο παρά μόνο την αυτοαπορρόφησή σου. Craborg
Ανυποψίαστος Σλάνγκος: Μάγκες, έχω κλείσει ραντεβού σήμερα με ένα τρελό πιπίνι φεϊσμπουκάκι, την γνώρισα στο φατσοβιβλίο, (πολύ καυτές φωτογραφίες), και τώρα είπαμε να συναντηθούμε, αλλά θα φέρει και κάποιους φίλους της.
Μυημένοι Σλάνγκοι: Χα χα χα! Μ.Α.Ο.!
Α.Σ.: Γιατί γελάτε ρε παιδιά, είπα κάτι αστείο;
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ένα ιδιαίτερο είδος λεξιπλασιών, που φέρουν την σφραγίδα του ιδιότυπου χιούμορ του γκέι ακτιβιστή και σλάνγκαρχου Λύο Καλοβυρνά. Χαρακτηριστικό τους είναι ότι αναφέρονται σε ανθυπολεπτομέρειες της καθημερινής ζωής, που αποτελούν κοινό βίωμα όλων μας, αλλά δεν τους έχουμε δώσει ιδιαίτερη σημασία μέχρι ο Καλοβυρνάς να μας επιστήσει την προσοχή σ' αυτές μέσω ευφάνταστων και ιδιοφυών λεξιπλασιών. Είναι το είδος λεξιπλασίας που ο αποδέκτης τους αναφωνεί μετά: «Τι σκέφτηκε ρε ο πούστης!» (με την καλή έννοια). Ορισμένες από τις καλοβυρνιές είναι (αυτο-)σαρκαστικές για τις αντιλήψεις που υπάρχουν στην ελληνική κοινωνία για τους γκέι.
Σύγκρινε: παπαρολογισμός, σεφερλίτιδα.
Ο χρήστης Tarantula έχει φλομώσει το σάιτ με καλοβυρνιές, και μάλιστα άνευ παραπομπής!
Βλ. λ.χ. απουστήρωση, σκουπευκαιρία, πουπήγιο και καμιά διακοσαριά ακόμη...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν αναφερόμαστε στον ομώνυμο φόρο που έπρεπε να καταβάλλεται από τούς μη Οθωμανούς υπηκόους κατά την περίοδο της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Ούτε μιλάμε ακόμα για τον φόρο που θα πέσει στα κεφάλια του κόσμου λόγω οικονομικής στύσεως.
Αναφερόμαστε στο φόρο, στο τίμημα ντε που πέφτει στο κάτω κεφάλι κάποιου, που εφορμώντας ακάλυπτος στο πεδίο της μάχης, αποκτά παράσημο τιμής και ανδρείας (π.χ: σύφιλη).
Πολλές φορές, αυτός ο φόρος αποδεικνύεται φόρος ζωής και έτσι μπορεί να πέσει μια και καλή στο κεφάλι κάποιου και να τον στείλει να κοιτάει μόνιμα τα ραδίκια ανάποδα.
- Έπεσε στο κεφάλι του Ντίνου κεφαλικός φόρος. Πάει να σκάσει ο άνθρωπος.
- Αφου δεν ψηφίστηκε ακόμα το θέμα ρε εσύ.
- Δε μιλάω ρε εσύ για τη νέα οικονομική εισφορά που πρέπει να δώσουμε.
- Τότε;
- Να, είχε.... πλακωθεί στο ξεσκούφωτο τον τελευταίο καιρό.....ε και πολύ θέλει....
- Δηλαδή;
- Ti δηλαδή; Παρασημοφορήθηκε.
Got a better definition? Add it!
Χαρακτηρισμός συνήθως για γκόμενα καλής ποιότητας.
- Βγήκα με μία χθές.. άσε...
- Τι, καλή;
- Μόνο καλή; Καληφόρνια...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
«Έτερον εκάτερον», σε χαριτωμενίστικη εκτέλεση αστειάτορα.
- Μεγάλη Παρασκευή πρωί, τσουπ σ’ ένα κανάλι ο Ψωμιάδης να τραγουδάει τον Επιτάφιο θρήνο (η ζωή εν τάφω…)!
Ο άνθρωπος είναι πραγματικά μεγάλος διασκεδαστής!
Τραγουδάει» - δεν ψάλλει. Έτερον το ένα, κότερον το άλλο!
Δες πόσο ευγενικά το λέω…
(από εδώ)
- Δε ρωτάς τους 50+ να σου πουν τι ποσοστό του ακαθάριστου μισθού τους έδιναν τότε για φόρο (έμμεσο-άμεσο) και για ασφάλεια; Νομίζω ότι θα εκπλαγείς. - Α, έτερον κότερον φίλε! Το μεν δεν αναιρεί το δε...τα θέλουμε όλα, έτσι; (από εδώ)
- Δικτατορία υπήρχε στις καπιταλιστικές μπανανίες της Ν. Αμερικής, δικτατορία και στην «σοσιαλιστική Βόρεια Κορέα».
Έτερον εκάτερον το κότερον που θά`λεγε και η Καιλή…
(από εδώ)
Got a better definition? Add it!
Ο όρος παραπέμπει σε μια απ' τις τελευταίες πρωτόγονες φυλές του πλανήτη, τη φυλή των Μασάϊ (Δες εδώ αλλά και εδώ), φυλή που κατοικοεδρεύει σε περιοχές της Κένυας και της Τανζανίας.
Τι όμως θέλει να πει ο Σικελιανός εδώ;
Ο όρος προκύπτει εκ του όρου «Φυλή των Μασάϊ» και εκ της λέξης μασάει και στη συγκεκριμένη περίπτωση συνδέεται με συνδηλώσεις αγριότητας (εκ της φυλής Μασάϊ) και με μάσα. Συνδέεται δηλαδή με άγρια μάσα.
Οταν εδώ μιλάμε για φυλή των Μασάει αναφερόμαστε σε:
1) διαπλεκόμενα ντόπια & ξένα λαμόγια, σε μιζαδόρους (Δες κι εδώ αλλά κι εδώ), κλπ. που μασάνε αγρίως χρήμα με ουρά, χρήμα που θα μπορούσε να βελτιώσει την ποιότητα της ζωής, της φυλής των Αφελίμ.
Πολλές φορές δε, κάποιοι της φυλής των Αφελίμ, γίνονται Μασάει με στόχο το εύκολο κέρδος. Θυμόμαστε σχετικά τον Αλεξαντράκη στο ρόλο του προλεφτάριου στο «Ξύπνα Βασίλη» και τον Κούρκουλο, που περιστασιακά έπαιξε αυτό το ρόλο, στο «Ορατότης μηδέν».
Σχετικά λήμματα: νόμος είναι το δίκιο του Σωκράτη, βιοπαλαιστής, στη μάσα ενωμένοι στον αγώνα χωριστά, δημοσιοκάφρος, παραθυρομουρμούρα.
Στα συγκεκριμένα λήμματα εικονίζονται διάφοροι φύλαρχοι.
2) Σε φαγοπότες που μασώντας αγρίως, χτίζουν ακάματα κοιλιακούς και σαγωνιαίους, ρίχνοντας τις μάσες της αρκούδας σε φεστιβάλ χοληστερίνης.
Σχετικό άσμα: Μασάϊ (Ερμηνεία: Ελλη Κοκκίνου, Συνθέτης/Στιχουργός:Φοίβος)
Στο συγκεκριμένο λίνκ υπάρχει απόσπασμα σχετικό με τη Φυλή Μασάει αυτής της έννοιας.
Got a better definition? Add it!