Further tags

Δυόδυα είναι η ζαριά δύο δύο στο τάβλι, οι δυάρες.

«Δυόδυα», λέει ο ταβλαδόρος αγρότης και πιάνει τα πούλια πάνω στο τρακτέρ με θέα τα αποκλεισμένα διόδια. «Μία, δύο, τρεις». Παύση.
Κλαπ!
«Κι ο χατζηπετρής!».

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επιθετικός προσδιορισμός που προκύπτει από το ουσιαστικό ωδείο με την κατάληξη -ουχος (στην θηλυκή βερσιόν -ούχα π.χ. αδειούχα, στο ουδέτερο -ούχο, ή και -ουχάκι -Βλ. Παράδειγμα). Δηλώνει, είτε τον κάτοχο μουσικού πτυχίου από αναγνωρισμένο -ή μη- ωδείο, ή απλά κάποιον που έχει στο βιογραφικό του μουσικές σπουδές, ασχέτως με το αν δεν κατάφερε, όχι μόνο να τις ολοκληρώσει, αλλά ούτε καν να ξεπεράσει τα βασικά επίπεδα - χωρίς βέβαια αυτό να τον εμποδίζει από το να πουλάει μούρη λες και είναι η μετενσάρκωση του Παγκανίνι.

Χρησιμοποιείται ενίοτε ειρωνικά ή κοροϊδευτικά από μουσικούς που, ενώ κατέχουν τα τεχνικά κάποιου οργάνου, δεν διαθέτουν θεωρητικό υπόβαθρο των γνώσεων τους, δηλαδή από μουσικούς μη ωδειούχους (Παρένθεση: Σε καμία περίπτωση δεν θα πρέπει αυτοί οι μουσικοί, είτε είναι καριερίστες είτε όχι, να αντιμετωπίζονται εξαρχής μειωτικά ως ερασιτέχνες, καθώς η ικανότητα τους και η μουσική ευαισθησία τους μπορούν να είναι πραγματικά πολύ υψηλού επιπέδου).

Εν τέλει, η αξία ή μη του να είσαι ωδειούχος τελεί υπό καθεστώς αμφισβήτησης στους κύκλους των μουσικών, ανάλογα βέβαια από το ποια σκοπιά το βλέπει ο καθένας -και όπως πάντα, ανάλογα με το μουσικό στρατόπεδο του καθενός.

  1. - Τι έγινε με μπασίστα, έσκασε μύτη κανένας;
    - Αμέ, μας ήρθε ένα ωδειουχάκι αλλά λάκισε μετά την πρόβα. Δεν πολυγούσταρε...

  2. Να τους χέσω όλους τους κωλοωδειούχους! Ένα σόλο της προκοπής τους ζητάς να παίξουν και σε κοιτάνε λες και είσαι από άλλο πλανήτη...

  3. - Αδερφέ έχεις ξαναπαίξει ποτέ;
    - Αμέ. Τόσα χρόνια ωδειούχος τι διάολο, άλλη δουλειά δεν κάνω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μουσικός νεολογισμός που δηλώνει τους κατ' εναλλαγήν μουσικούς αυτοσχεδιασμούς μεταξύ δύο ή περισσοτέρων μουσικών εντός της εκτελεστικής ροής ενός κομματιού. Ο όρος ενδέχεται να χρησιμοποιείται και με ειρωνική διάθεση, υποδηλώνοντας την ενδεχόμενη κούραση του ακροατή μετά από δεκάλεπτης και βάλε διάρκειας σολαρισμάτων που όσο να 'ναι, κάπου ξεφεύγουν πιο πολύ απ' ό,τι θα 'πρεπε και καταλήγουν να χάνουν τόσο σε νόημα, όσο και σε αξία.

Τέλος, οι αλλαξοσολιές δεν περιορίζονται σε ένα συγκεκριμένο μουσικό είδος, αλλά τείνουν να συναντώνται με μεγαλύτερη ίσως συχνότητα στους παλιότερους μέταλ μουσικούς –με μεγαλύτερη ανεύρεση στο λεγόμενο progressive metal και στα παρακλάδια του, καθώς και λιγότερο ίσως στην τζαζ, η οποία και είναι το κατ' εξοχήν είδος αυτοσχεδιαστικής μουσικής.

  1. — Τι έλεγε χτες;
    — Καλά στην αρχή, κύλαγε η συναυλία μέχρι που αρχίσανε τις αλλαξοσολιές και ξενερώσαμε... μία ο κιθαρίστας, μία ο άλλος κιθαρίστας, μία ο μπασίστας, αρχίζει τα ρούλα και ο ντράμερ και το χέσαμε τελείως μετά...

  2. Δεν κοιτάν που δεν κοιτάν την κουλαμάρα τους, οι αλλαξοσολιές τους μαράνανε τους παλιοπαπάρες! (ατάκα από συναυλία)

. (από MXΣ, 24/01/10)

Λογοπαίγνιο με τις αλλαξοκωλιές.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ζαριά πέντε δύο στο τάβλι, με σλανγκική αποκοπή.

Το poniroskylo είχε αναφέρει σε σχόλιο εδώ και την χαριτωμενιά: «Δαρείου και Παρυσάτιδος γίνονται πέντε δύο».

Ασίστ: Χότζας.

Δύο ταβλαδόροι παίζουν πλακωτό ανέμελοι σε μια γωνιά. Ο ένας τυχαίνει πέντε δύο στα ζάρια. Ευθύς ανακράζει:
- Και πολύ παιδί!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ο Κούλης (Κυριάκος) που ακούει cure.

  2. Ο Κούλης (Κυριάκος) που θεραπεύει ή που χρήζει θεραπείας.

  3. Όρος παραπλανητικός που απευθύνεται, εξ απαλών ονύχων, σε χαζοχαρούμενα τσιφτετελοκοριτσάκια, βαριά μέχρι 18, προκειμένου να πειστούν να ακολουθήσουν τους γκοθάδες συμμαθητές τους στο σκοτεινό μπουντρούμι, έχοντας πιστέψει ότι θα ακούσουν ελληνάδικα, και να χάσουν το αίμα τους από δαύτους.

  4. Συνειρμός που γεννάται σε περιδιαβαίνοντες έξω από τα καφέ στην πλατεία Εξαρχείων, την πάλαι ποτέ εναλλακτικογέννα, την οποία πλέον έχουν αλώσει αλλότριοι πληθυσμοί του κολωνακιώτικου τρεντ, καθώς «εκεί που άκουγες τους Cure τώρα ακούς Κουρκούλη».

  5. Συνειρμός που γεννάται όταν βλέπεις τα παιδάκια emo να ψωνίζουν στο Κολωνάκι ή σε κλαμπ στην παραλιακή.

  6. Κοργιαλάς.

- Κορίτσα, πάμε «κρύπτη» το Σάββατο.
- Μα, Δαμιανέ, πού να πάμε, να ακούσουμε τα άγρια και τα καταθλιπτικά που ακούς εσύ;
- Ελάτε, ελάτε, θα σας αρέσει. Θα παίζει και κιουρκούλη...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα σχολικά βοηθήματα των εκδόσεων Πατάκη, που αγιοποιούνται, όπως ο όσιος Πατάπιος (για έναν ακόμη πιο ψυχωφέλιμο βίο δες εδώ).

Στα βοηθήματα αυτά, «που οδηγήσαν μια γενιά στα πιο βαθιά χασμουρητά» χρωστάμε εκφράσεις, όπως τα περίφημα καλολογικά στοιχεία, το απόλυτο πασπαρτού, που χρησιμοποιείται ειρωνικά έκτοτε. Η αγιοποίηση είναι δικαιολογημένη, καθώς σύμφωνα με τον Peter Brown ο άγιος είναι κυρίως ένας μεσίτης. Κι ο Πατάκης υπήρξε ο μεσίτης: Και στην ανοδική πορεία του πιστού μαθητή, ο οποίος αντέγραφε από την τσουκάλα τις ασκήσεις, και στην καθοδική συγκατάβασιν του καθηγητή, που συχνά απ' τον Πατάκη κι αυτός ετοίμαζε την παράδοσή του, και στις ασκήσεις των μαθητών έβλεπε αυτό που ήθελε να δει. Τέλος, όπως σημειώνει ο πασαδόρος Johnny Black με τον άγιο Πατάκιο ασχολούνταν μόνο τα φλώρια, καθώς οι λοιποί διαβάζαν μόνο αθλητικές εφημερίδες. Κι η αντιγραφή, εξάλλου, έχει την σημασία της, άλλωστε ο Μπάμπης δήλωσε πρόσφατα ότι την ελληνική ορθογραφία μόνο με μπόλικη αντιγραφή την μαθαίνεις.

- Τα βρήκες όλα τα καλολογικά στοιχεία, ούτε ένα δεν άφησες!
- Ας είν' καλά ο άγιος Πατάκιος!
- Μεγάλη η χάρη του!
- Βοήθειά μας.../ και νυν και αεί κ.τ.λ.

Got a better definition? Add it!

Published

Ο κατοικών στο Χαλάνδρι.

Ασίστ: Με πρόλαβε ο Χότζας ρε πστ μου!

Αρκετοί επιφανείς σλανγκιστές είναι Χαϊλάντερ, αλλά δεν ξέχασαν και τις ρίζες τους...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άπεπτος Φυτικός Πούτσος

Πρόκειται για το είδος πέους στο οποίο εξειδικεύονται οι δεσποινίδες και κυρίες εκείνες οι οποίες επιμένουν πολύ στην εφαρμογή της υγιεινής διατροφής, πλούσιας σε Α.Φ.Ι. (Άπεπτες Φυτικές Ίνες).

Γιατί ως γνωστόν, μετά από 15 γύρους τρέξιμο, μισό παξιμάδι και ένα αναποφλοίωτο μήλο για βραδινό, τραβιέται ένας Άπεπτος Φυτικός Πούτσος, για να έρθει στα ίσια της η κοπελιά.

Τα κύρια χαρακτηριστικά ενός Α.Φ.Π είναι ότι δεν αφήνει καούρες, φούσκωμα, ξινίλες και βαρύ αίσθημα μετά την ερωτική πράξη, για αυτό ακριβώς λέγεται και άπεπτος φυτικός, αλλιώς θα λεγόταν βοϊδόπουτσα.

-Ρε συ, αυτό το Μαράκι, έχει κάνει πολύ ωραίο σώμα τελευταία! Είδες τι κάνουν το τρέξιμο, το περπάτημα και οι Άπεπτες Φυτικές Ίνες;
-Άμα της ρίξω κι έναν Άπεπτο Φυτικό Πούτσο, θα ολοκληρωθεί και σαν προσωπικότητα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ήταν μια μόδα στα ανέκδοτα που προϋπήρξε για αρκετό καιρό του ξεσπάσματός της, ως μόδα κράτησε λίγο, αλλά άφησε μεγάλη κληρονομιά σε ατάκες.

Η δομή του ανεκδότου είναι η εξής απλή, κάτι που συνετέλεσε και στην υπερπαραγωγή μέχρις εξαντλήσεως του είδους. Ξεκινάμε με μια παραποίηση μιας παροιμιώδους ή μη φράσεως που παίζει με πολύ στάνταρ τρόπο στον καθημερινό λόγο (επί παραδείγματι ένα από τα πρώτα ήτανε το «κύλησε ο τέντζερης και βρήκε το καπάκι»), και κατασκευάζουμε μιαν ιστορία της οποίας το «ηθικό δίδαγμα» είναι η ατάκα που κατασκευάσαμε. Χώνουμε και τη σάλτσα μας, του γαμάμε και λίγο τη μανούλα στην αφήγηση, αλλά πάντα καταλήγουμε στην ερώτηση «ποιο είναι το ηθικό δίδαγμα» πριν εκσφενδονίσουμε την παπαριά μας.

Ο πυρήνας και το μόνο απαράλλαχτο, τελικά, είναι η ατάκα στο τέλος, η ιστορία είναι ουσιαστικά θέμα έμπνευσης, και γι αυτό όταν το φαινόμενο έφτανε στον εκφυλισμό του, από βαρεμάρα έπεφταν μόνο οι τελικές ατάκες και όχι το κυρίως ανέκδοτο.

Μετά το πέρας αυτής της περιόδου, μας έμειναν αμανάτι πολλές απ' τις ατάκες των ανεκδότων που πέφτουν σε γελοία συμφραζόμενα και είναι πλήρως ισοδύναμες με τις αρχικές.

  1. (η ατάκα που πέφτει στον ορισμό, θέλει πολύ σάλτσα που δεν θα βάλω:)
    Υπάρχει κασκαντέρ τις, που είναι τόσο ριψοκίνδυνος, δε μασάει τον πούτσο του σε φάση, και το παρατσούκλι του είναι «Ντέηντζερους». Του αναθέτουν το πιο ακραίο από τα κασκαντεριλίκια του, να κάνει ένα ακραίο άλμα πάνω από έναν τεράστιο γκρεμό. Παίρνει φόρα ο τύπος, αλλά δεν φτάνει, και αρχίζει να κατρακυλάει στο γκρεμό. Φτάνει κάτω και ημιθανής όπως είναι βλέπει μπροστά του να περνάει ένα παπάκι αμέριμνο στο ρυάκι του φαραγγιού και να κάνει «πά-πά-πά». Ποιο είναι το ηθικό δίδαγμα;
    Κύλησε ο Ντέηντζερους και βρήκε το παπάκι.

  2. (προσωπική δημιουργία, επίδειξη της δύναμης της μεθόδου, πάλι η σάλτσα δικιά σας:)
    Είναι ένα κοπάδι καρχαρίες στην Μαγαδασκάρη και θέλουν να την κάνουν από κει, γιατί έχει τελειώσει το ψάρι. Λέει ένας «μου είπανε ότι στην Αουστράλια είναι τίνγκα στο ψάρι». «Ε, πάμε». Κάνουν να ξεκινήσουν, αλλά το ρεύμα είναι κόντρα. Αποφασίζουν να περιμένουν μέχρι να γυρίσει. Περιμένουν κάποιον καιρό, αλλά όταν τελικά γυρίζει ευνοϊκό το ρεύμα έχουν αρρωστήσει από την αφαγία. Ποιο είναι το ηθικό δίδαγμα;
    Το μεν ρεύμα πρόθυμο, οι δε sharks ασθενείς.

Ακολουθεί μη εξαντλητικός κατάλογος με τέτοιες ατάκες:

  • Ο κόσμος τό 'χει βούτυρο κι αυτός κρυφό Καμπάρι (αφήγηση με ποτοαπαγόρευση κι έτσι).
  • Κύλησε ο Ντέηντζερους και βρήκε το παπάκι.
  • Χέστηκ' η φοράδα, Σταλλόνε.
  • Όπου γαμούν πολλοί μαστόροι αργεί να σιδερώσει.
  • Άλλος για Χίο τράβηξε και άλλος για Μυτιλήνη. (αφήγηση με ομαδική μαλακία για τα ελληνικά νησιά)
  • Καθαρός Ουκρανός Αλβανές δε φοβάται (ένας μπίχλας Ουκρανός την πέφτει και τρώει χυλόπιτα, ο καθαρός είναι κουλ τύπος)
  • Τρίχες Γιάννη, τρίχα πάντα. (Ο Γιαννάκης που χάνει όλα τα μαλλιά του και το κατοικίδιο πάντα του χάνει μια τρίχα)
  • Από τον Τόλη έρχομαι και στη Στροφή Μαντέλα. (τύπος βγαίνει απ' τον Βοσκόπουλο τύφλα και στην πρώτη στροφή πατάει το Μαντέλα.)
  • Τό 'να χέλι πνίγει τ' άλλο και τα δυο τον πρόσκοπο.
  • Ένα το χέλι, Δώνη και η Άνοιξη ακριβή.
  • Τα ράστα δεν κάνουν το μπαμπά.
  • Η γρια η Kodak έχει το zoom in. (κόντρα στην φωτογραφία, ένας τύπος με μια ψηφιακή τα κάνει όλα καλύτερα, αλλά ο τύπος με την πανάρχαια κόντακ κερδίζει στο ζουμ.)
  • Το καλό το σαλιγκάρι ξέρει κι άλλο μονομάτη.
  • Στου kung-fu την πόρτα, όσα θέλεις χόρτα.
  • Ηπιε ο γάιδαρος τον φετινό με γάλα

    τα περισσότερα μου τα θύμισε αυτό το μπλογκ

(από patsis, 22/01/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δεν αναφερόμαστε σε κλασικές κυριούλες αλλά ούτε και σε τσατσάδες ντέλων.

Μαντάμ αποκαλείται χαϊδευτικά από την υποκουλτούρα των ρέιβερ η μεθυλενεδιοξυμεθαμφεταμίνη (MDMA), το κύριο συστατικό του ναρκωτικού ecstasy.

- Την τελευταία φορά που έγραψα για την «μαντάμ», το mdma, μου διαμαρτυρήθηκες οτι η περιγραφή μου γύρω από το πως την ακούς με την ουσία ήταν ξερή και ελλειπής...
(εδώ)

- Οχι ρε αδερφε τι να κλάσει η μορφινη μπροστα στη «Μανταμ»;;; Το κυριο συστατικο του ecstasy ειναι και αμα το βρεις ατοφιο και καθαρο κανεις κατι trip-ακια τρομερα!!!!
(εδώ)

(από Vrastaman, 15/01/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified