Η μανία καταδίωξης, η παράνοια. Όταν κρύβεσαι μέσα στο σπίτι σου, στα σκοτάδια -και κοιτάς πίσω από την γρίλια του κατεβασμένου ρολού ή του παντζουριού για να δεις αν κάποιος σε παρακολουθεί από το απέναντι σπίτι, από το πεζοδρόμιο κλπκλπ.

Έκφραση των παρανοϊκών όταν θέλουν να κοροϊδέψουν τα χάλια τους.

- Σεταμάς;... περάσαμε και μεις το σύνδρομο της γρίλιας ξέρεις...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προσκολλώμαι, γίνομαι σόσιαλ μύδι, μουνόψειρα, στενός κορσές, καβουρογαμόψειρα.
Η πεταλίδα, όπως το μύδι και το στρείδι είναι μαλάκια, τα οποία προσκολλώνται στα βράχια. Μάλιστα, σύμφωνα με τελευταίες έρευνες τα δόντια της πεταλίδας είναι το ισχυρότερο βιολογικό υλικό στη γή, με αντοχή σε πίεση 4,9 GPa και μπορούν να συγκριθούν με τα ισχυρότερα ανθρακονήματα.

Με βάση τα προηγούμενα, δικαίως η έκφραση χρησιμοποιείται από παλιά, κυρίως από τους ανθρώπους της θάλασσας και όχι μόνο. Ο Τσιφόρος, για παράδειγμα την χρησιμοποιεί συχνά και με την ίδια έννοια και μάλιστα δεν την περιλαμβάνει στο ειδικό γλωσσάρι (βλ. του Τσιφόρου...), επειδή προφανώς την θεωρεί αρκετά διαδεδομένη.

Ρε ό,τι και να λέγαμε, είχε πεταλιδώσει και δεν ξεκόλλαγε με τίποτα! Τι να 'κανα κι εγώ; Λέω της Μαίρης:
«Δεν πάμε για ύπνο αγάπη μου, μήπως θέλει να φύγει ο Τάκης;» Ξέρεις τι μου απάντησε το ζώον;
«Α μπα, δε βιάζομαι να φύγω!»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μακαρία τη λήξει σλανγκιά που σημαίνει βάζω κάτι σκοπό, πείσμα, αμέτι μουχαμέτι. Η (μαύρη) αλήθεια είναι ότι την έκφραση την έχω βρεί μερικές φορές μόνο σε κείμενα του Τσιφόρου, παναπεί στα '50-'60.

Ετυμολογικώς θα ποντάριζα στην προέλευση από το αγγλ. steam = ατμός, κινητήρια δύναμη. Όπερ αν ισχύει, το λήμμα μυρίζει θάλασσα. Αλλιώς υπάρχει και το ιταλ. stimolare = διεγείρω, προτρέπω, παρακινώ. Διαλιέχτε. Συντακτικώς (και από μνήμης ) η έκφραση πάει κατά κύριο λόγο με το ρήμα τρώω, καθόσον αυτός που το βάζει στήμη σκοπεύει να φάει του θύματος το μπαγιόκο, το αντικείμενο, το γκομενάκι και ό,τι άλλο βρει στην τελική.

Τραβάγανε το πρωί, έμπαινε σε μαγαζί πατουμενάδικο ο Σπόρος μοναχός του, μοστράρηζε κανά-δυο κατοσταρικάκια, να δούνε πως τάχει κι έλεγε με μισοκακόμοιρο ύφος:
-«Θέλω ένα ζευγαράκι, αλλά μέχρι εκατόν ογδόντα, όχι παραπάνου».
Του δίνανε, διότι εκατόν ογδόντα είναι ακριβά λεφτά να πούμε, δοκίμαζε, τόφερνε στα νερά του, ζήταγε και τ' αριστερό. Τα φόραγε και τα δυο, χαμογέλαγε:

Μέγκλες παπουτσάκια», έλεγε, «να βγω και στη πόρτα να τα δω στο φως»; κι έβγαινε τώρα στη πόρτα. Πλάι του ο υπάλληλος να τον έχει το νου και να του λέει πια πως το παπούτσι είναι η μεγαλύτερη εφεύρεση της ανθρωπότητας, ότι του πάνε μια χαρά κι ότι, να πούμε, το δικό τους το μαγαζί είναι το καλύτερο σε δέρματα και τρώει όλη την οικουμένη σε κατασκευή, καθόσον τόχε βάλει στήμη να φάει τις εκατόν ογδόντα ο υπάλληλος και τόθελε να ρίξει τον ατζαμή τον πιτσιρή και να του τα πασσάρει τα παλιοσεβρά με τις τσόντες.

Εδώ Τα Σκαθαράκια, από τα Παιδιά της Πιάτσας του Ν. Τσιφόρου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βαράω κάρτα:

  • Συχνάζω τακτικά, με απαρέγκλιτο πρόγραμμα και πολύωρο ωράριο παραμονής σε ένα συγκεκριμένο χώρο ή μέρος, το οποίο μπορεί να έχει υλική ή ακόμη και ηλεκτρονική (διαδικτυακή) υπόσταση. Π.χ. βαράω κάρτα στο Dr. Feelgood (ή οποιοδήποτε άλλο μπαράκι): Πάω με το που θα ανοίξει και ξημεροβραδιάζομαι εκεί, ή βαράω κάρτα στο slang.gr (ή σε οποιαδήποτε άλλη ιστοσελίδα, φόρουμ, κ.α.): Είμαι κυριολεκτικά (χωρίς λινκ) όλη μέρα στημένος μπροστά από την οθόνη και διαβάζω ή γράφω ορισμούς και σχόλια. Η έκφραση μπορεί και στις δύο περιπτώσεις να μεταφράζεται σε εθισμό, χωρίς ωστόσο να είναι απαραίτητο κάτι τέτοιο.
  • Αναλώνω αρκετό ή όλο τον χρόνο μου ασχολούμενος με κάτι (είτε πρόκειται για δραστηριότητα, είτε για κάτι άλλο), ή αφοσιώνομαι σε κάτι με σκοπό να εξειδικευτώ πλήρως σε αυτό. Η κάρτα στην προκειμένη υποδηλώνει ότι η ενασχόληση αυτή δεν αφήνει χρόνο ή μυαλό για οτιδήποτε άλλο, ή ότι πολύ απλά είμαι τελείως δοσμένος σε κάτι με δική μου επιλογή. Η ενασχόληση αυτή μπορεί να είναι αναγκαστική ένεκα των περιστάσεων (π.χ. έχω λάιβ μεθαύριο κι έχω βαρέσει κάρτα να ξαναπαίζω τα κομμάτια τριών δίσκων), απανθρακωτική (π.χ. βαράω κάρτα στο Playstation να παίζω Battlefield 3 κι έχω κλάσει) ή εθελούσια και ουσιαστική (π.χ. μια βδομάδα τώρα βαράω κάρτα στο λάπτοπ να γράφω σενάρια για το νέο φανζινάκι).

Σε κάθε περίπτωση, η έκφραση προέρχεται από την εργασιακή πρακτική του να χτυπάει ο μισθωτός εργαζόμενος την ειδική κάρτα κατά την άφιξη και αποχώρηση του από τον χώρο εργασίας, δηλώνοντας έτσι την συνεχή παρουσία του σε αυτόν καθ' όλο το ωράριο λειτουργίας μίας επιχείρησης. Η έκφραση συναντάται επίσης και στην πιο λάιτ (υφολογικά) βερσιόν χτυπάω κάρτα.

  1. Κάααααποτε υπήρχε πίσω από το Δημαρχείο ένα μικρό μπαράκι που το είχα κάνει στέκι για καιρό, η Κριστίν, υπάρχει ακόμα;
    Τι μου θύμησες τώρα ρε man!! Βαράγαμε κάρτα εκεί. Δυστυχώς όπως προανέφερε και ο φίλος Δημήτρης έχει κλείσει καιρό τώρα. :( (Από εδώ)

  2. Νομίζεις ότι όλοι έχουν παρέες που έχουν ως κοινό ενδιαφέρον τις μοτοσυκλέτες, ή ότι όλοι βαράνε κάρτα σε forum;Άνοιξε ένα απ΄τα τελευταία τεύχη μοτοσυκλέτας που κυκλοφορούν και δες πόσες σελίδες διαφημιστική καταχώρηση έχει. (Από εδώ)

  3. χα, ετσι παει μαλακα
    για μας δεν ειναι hobby εμεις με το που ξυπναμε βαραμε καρτα
    κι εχω, δεν εχω την αναγκη να πω οτι το κανω καλυτερα απλα
    καμια φορα δεν κρατιεμαι και πρεπει να στα πω (χιπ-χοπ άσμα από εδώ)

  4. Εχουμε να αναμετρηθούμε με τη δύναμη της συνήθειας σε έναν τρόπο δουλιάς πολύ μακρινό από τις σημερινές απαιτήσεις της ταξικής πάλης. Κι ως εργάτες χρειάζεται καθημερινά να «βαράμε κάρτα» στο ΔΙΑΒΑΣΜΑ και την ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΔΡΑΣΗ. Καλή δύναμη σε όλους. (Από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από την γνωστή διαφήμιση της Cosmote με τα λουκάνικα. Το χρησιμοποιεί όποιος είναι κολλημένος με κάτι και δεν θέλει με τίποτα να αλλάξει γνώμη. Συχνά συνοδεύεται και από την φράση «ρε φίλε».

  1. - Στο sex προφυλακτικό βάζεις;
    - Αλλοιώνει την γεύση ρε φίλε.

  2. - Στο Football Manager πήρα για επίθεση τον Pato της Milan και τον Kleber της Porto.
    - Κάνα Lukaku δεν θα πάρεις;
    - Αλλοιώνει την γεύση ρε φίλε!

(από HardcoreGR, 22/02/12)(από HardcoreGR, 22/02/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση από τον Auto χώρο. Σημαίνει ότι κάποιος είναι τόσο πολύ ευχαριστημένος με ένα αυτοκίνητο ή άλλο όχημα, που ακόμη κι αν αναγκαζόταν να το αλλάξει θα ξανάπαιρνε την ίδια μάρκα / μοντέλο. Το καθιέρωσε ο Χάρρυ Κλυνν σε διαφήμιση, όπου παραλληλίζει τα Φουντούνια με αυτοκίνητο και λέει «κι αν ποτέ τ'άλλαζα, πάλι φουντούνια θά 'παιρνα». Έκτοτε η έκφραση χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει ο,τιδήποτε είναι πάρα πολύ καλό και αξίζει, και είμαστε απόλυτα ικανοποιημένοι μαζί του.

  1. κι αν ποτέ τ ' άλλαζα , πάλι sorlin θα ' παιρνα !!! (paokmania.gr).

  2. Μαζί με τον WinRAR και 1-2 άλλα είναι από τις εφαρμογές που πλήρωσα για τη χρήση τους. Κι αν ποτέ τ'άλλαζα, πάλι το ίδιο θα'παιρνα :p (Εδώ).

  3. - Τρομερές γυναίκες οι Δανέζες που κατεβαίνουν το καυλοκαίρι στο νησί. Κι αν ποτέ τ' άλλαζα, πάλι Δανέζα θά 'παιρνα...

(από Khan, 19/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λες όταν κάποιος κάνει (ή λέει) ξανά ένα πράγμα, ενώ έχεις την εντύπωση πως δεν θα το ξανάκανε.

Επίσης όταν κάποιος επιμένει σε κάτι και προσπαθεί για δεύτερη (ή και για πολλοστή) φορά.

  1. Της είπα χίλιες φορές να κλείνει την πόρτα γιατί βγαίνει το σκυλί έξω. Ατού ο Γαβρίλης! Αυτή εκεί! Δεν καταλαβαίνει! Να πάει να το βρει μόνη της τώρα.

  2. Ό,τι και να κάνει δεν θα ρίξει την Ελένη. Αφού την ξέρω. Αυτή είναι ψωνάρα. Τον έχει φτύσει τρεις φορές μπροστά σε κόσμο, κι αυτός ακόμα προσπαθεί. Ατού ο Γαβρίλης...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η έκφραση χρησιμοποιείται για να επισημανθεί, να καταδειχθεί, με παραλληλισμό, η ακατανίκητη προσήλωση, το εξαιρετικό ενδιαφέρον, η προσκόλληση, αλλά και ο ερεθισμός, η ισχυρή διέγερση, η αφύπνιση κάποιου, ιδιαιτέρως σε κάτι η από κάτι πολύ συγκεκριμένο.

Είναι αποδεδειγμένο ότι το κόκκινο χρώμα προκαλεί μια ιδιαίτερη ψυχική και συναισθηματική ένταση στους περισσοτέρους ανθρώπους, πολλώ δε μάλλον εντονότερη στους ψυχασθενείς.

Για τον τρίτο της παρέας, λάτρη του υπερβολικού στήθους, που έχει καρφωθεί στο πληθωρικό ντεκολτέ της διπλανής:
Ο πρώτος: - Μην καρφώνεσαι έτσι, ρε μαλάκα.
Ο δεύτερος:
- Τι να σου κάνει ο άνθρωπος; Το μάτι του τρελού στο κόκκινο κολλάει.

το μάτι του τρελού στο κόκκινο κολλάει (από iwn, 11/12/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρρυκλυννική παράφραση του σλόγκαν διαφήμισης των '80ς «μια ζωή Camay» για το ομώνυμο σαπούνι. Αναφέρεται για καταστάσεις σεξουαλικού ντούρασελ που μένει σταθερός στις πεποιθήσεις του, στις απόψεις του, στις αντοχές του, στις παραδοσιακές αξίες.

- Αυτός μια ζωή Gamay, εμείς τι κάνουμε παλληκάρι; (βλ. μήδι).

Μια ζωή Gamay! (από Hank, 19/02/09)Και γαλλικό κρασί. (από Khan, 28/04/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified