Σκωπτικό προσωνύμιο για τον Μεσολογγίτη. (Δες).
Ο Ναπολέων ΛΑΠΑΘΙΩΤΗΣ και το Μεσολογγιτάκι, ο… ψαρόμυαλος κριτής του! (Εδώ).
Σκωπτικό προσωνύμιο για τον Μεσολογγίτη. (Δες).
Ο Ναπολέων ΛΑΠΑΘΙΩΤΗΣ και το Μεσολογγιτάκι, ο… ψαρόμυαλος κριτής του! (Εδώ).
Got a better definition? Add it!
σκυλοκουράδα, σκυλοκούραδο
Αλλιώς το σκυλόσκατο, η κουράδα του σκύλου. Όπως λέει και ο Dry Hammer, "σου γεμίζει περισσότερο το στόμα" από ό,τι η μικρότερη λέξη σκυλόσκατο. Το βρίσκουμε ήδη στη Λωξάντρα της Μαρίας Ιορδανίδου, γραμμένη το 1962.
Μεγαλύτερο σλανγκικό ενδιαφέρον έχει το ότι το βρίσκουμε και ως βρισιά, για να περιγράψει έναν άνθρωπο ξευτίλα, μηδαμινό, σκατιάρη, σκατένιο, ένα σκουπίδι, ένα απόρριμμα.
Got a better definition? Add it!
Και συχνά στον πληθυντικό: σκυλόσκατα. Ναι, είναι αυτό που νομίζεις: Τα σκατά του σκύλου.
Μεγαλύτερο ενδιαφέρον, πάντως, έχει η χρήση του όρου για να χαρακτηρίσει μια πολύ άσχημη κατάσταση, μια σκατάσταση.
Σκυλόσκατα η κατάσταση, εν γένει... (Εδώ).
Ή έναν άνθρωπο που είναι μηδαμινής αξίας, ουτιδανός, ξευτίλας, σκατιάρης. Έχω την εντύπωση ότι στις μεταφορικές αυτές χρήσεις λανθάνει επίδραση από το αγγλικάνικο dogshit.
Στο πέρασμα χτες απο το ELYSIUM είχε τρείς Αλβανίδες της κακιάς συμφοράς και μια Ρουμάνα προμίλφ με καστανόξανθα μαλλιά και με μαύρο κολάν που επιδείκνυε τον κώλο της στους περαστικούς. Λίγο πιο πάνω Σωκράτους και Σατωβριάνδου ήταν δύο Βούλγαροι τραβεστί της κακιάς ώρας που κυριολεκτικά κάποιος πρέπει να είναι πολύ σάπιος να πληρώσει αυτά τα σκυλόσκατα να έχει σεξουαλικές περιπτύξεις μαζί τους. (Από μπουρδελοσάιτ).
Got a better definition? Add it!
Αυτός που επαναλαμβάνει κάτι χωρίς καμία πρωτοτυπία. Επίσης, αυτός που γίνεται φερέφωνο μιας ιδεολογίας. Λέγεται ιδίως για δημοσιοκάφρους που γίνονται τηλεντελάληδες του συστήματος διαχέοντας εκδοχές της πραγματικότητας και αξιολογήσεις που υποβοηθούν ένα καθεστώς. Λέγεται, όμως, και για κομματόσκυλα γραμμιτζήδες που διαδίδουν τη γραμμή που έχει περάσει από τη μονταζιέρα του κώματος.
Got a better definition? Add it!
Ο πολύ τσιγκούνης που έχει καβούρια στις τσέπες του.
Σιγά μην κάνει ανακαίνιση στο σπίτι του. Αφού τον ξέρεις τι καβουροτσέπης που είναι!
Got a better definition? Add it!
Η γυναίκα που έχει βυζί μακρύ-λεπτό και μυτερό. Ο όρος προέρχεται από σχετικό χαρακτηριστικό από τις γίδες.
Εντάξει, από κορμί δε λέει και πολλά, άσε που είναι και καλαμοβύζα.
Got a better definition? Add it!
«Μια υποθετική τοπολογική ιδιότητα του χωροχρόνου που σχηματίζει ένα τούνελ που συνδέει δύο απομακρυσμένα σημεία του. Θα μπορούσε να αποτελεί ένα «κόψιμο δρόμου» δια μέσου του χωροχρόνου» (δες εδώ και εδώ για περισσότερα). Πας δηλαδή στο εξοχικό σου στη Λούτσα, κι άμα είσαι τυχερός να πέσεις πάνω σε σκουληκότρυπα, βρίσκεσαι αίφνης στην επιφάνεια του πλανήτη Άρη.
Και μιλώντας για Άρη, σκουληκότρυπα ονομάζεται το γήπεδο Κλεάνθης Βικελίδης ή Χαριλάου λόγω του ότι οι οπαδοί και μέλη της ομάδας του Άρη (σκουληκι-άρη) αποκαλούνται σκουλήκια. Σχετικά συνώνυμα για το γήπεδο: σκουληκοφωλιά, σάπιο μήλο (ή σκέτο μήλο), αλλά και νταχάου
β. Διαστημική σκουληκότρυπα-εξπρές. Μελέτη Eλληνίδας ερευνήτριας εξετάζει τη δυνατότητα ταξιδιών στο σύμπαν μέσα από χωροχρονικά τούνελ. (Εδώ).
β. Δεν το φοβηθήκαμε το ματς. Αυτό θα έλειπε δηλαδή, ΠΑΝΑΘΗΝΑΪΚΟΣ είμαστε! Και όταν βρεθήκαμε πίσω
δείξαμε χαρακτήρα και... πάθος, ώστε να γυρίσουμε το ματς και να φύγουμε από την σκουληκότρυπα όπως
πρέπει. Νικητές! (Εδώ).
γ. το ματς το πήγε στο Χ ο Novito που ήθελε πρόκριση στην σκουληκότρυπα. (Εδώ).
Got a better definition? Add it!
Το γήπεδο Κλεάνθης Βικελίδης ή Χαριλάου στην Θεσσαλονίκη, μειωτικά, επειδή είναι έδρα της ομάδας του Άρη που έχει ως παρατσούκλι του το σκουλήκι ή σκουληκιάρης. Επίσης σάπιο μήλο.
Από φόρα φιλάθλων:
ΚΑΙΡΟΣ ΗΤΑΝΕ ΝΑ ΞΑΝΑΜΠΟΥΝΕ ΠΑΟΚΤΣΗΔΕΣ ΣΤΗ ΣΚΟΥΛΗΚΟΦΩΛΙΑ ΝΑ ΔΟΥΜΕ ΑΝ ΘΑ ΞΑΝΑΜΙΛΗΣΟΥΝ ΓΙΑ ΤΟΥΡΚΙΕΣ ΚΑΙ ΜΩΑΜΕΘΑΝΟΥΣ ΟΙ ΣΥΜΠΟΛΙΤΕΣ.
κουραδομαγκιες στη σκουληκοφωλια με θυμα τον χαλκια!!!
Υπάρχει λόγος να ασχολούμαστε με μία ομάδα που ποτέ στην ιστορία της δεν έκανε sold out σε ένα τόσο μικρό γήπεδο όπως η σκουληκοφωλιά;
Got a better definition? Add it!
ή γαυγικό: ο σκύλος.
Η ονομασία προέρχεται από τον ήχο «γαβ γαβ» που κάνει το ζώο κατά το γαυγισμά του.
- Ωπ, ωραίος! Πήρες γαβγικό;
- Ε ναι ήθελα ένα σκυλάκι να μού κάνει παρέα...
Got a better definition? Add it!