Τουρκογενές επιφώνημα κυρίως προτρεπτικό κινήσεως, με θετικό ή αρνητικό περιεχόμενο. Προέρχεται από το τούρκικο Ya Allah (παλιότερα στρατιωτικό πρόσταγμα εφόδου στο όνομα του Μεγαλοδύναμου, όπως γιουρούσι-γιούρου-γιάγμα κ.λπ. και νεωστί: Για τ’ όνομα του Θεού, άντε στην ευχή του Θεού κ.α. αντίστοιχα στα εγκλέζικα Jesus Christ, by Jove, Godspeed, κέλτικα Begorrah, ιταλικά Dio Santo, ισπανικά por Dios, γερμανικά zum Donnawetter/um Gotteswillen κ.λπ.). Οι Τούρκοι σταμπουλούδες ταρίφες (που οδηγούσαν τα Μουράτ=Φίατ ταξί αυτοκίνητα), το χρησιμοποιούν κατά κόρον, εν είδει «άιντε, κουνήσου μαλάκα ξημερώσαμε!» (δηλ. ντούρ!/γκίτ!).

Όπως και με πολλές άλλες τούρκικες λέξεις, συμβαίνει να συμφύρεται η έννοια της με αντίστοιχη εν μέρει ομόηχη ελληνική δηλ. γιάλα - για έλα < έρχομαι (όπως π.χ. μέραμπα - καλημέρα, μπρε - μωρέ / βρε / ρε / ορέ Ρούμελη-Μοριάς / βορέ Κεφαλλονιά κ.λπ)., ώστε συχνά να αλλοιώνεται τεχνηέντως η ετυμολογία τους. Ομοίως, οι απόψεις για την προέλευση του προτρεπτικού μορίου ά(ι)ντε διίστανται: Προέρχεται από το ιταλο-ισπανικό andar(e) (προστακτική: anda!=περπάτα, προχώρα) ή από το τούρκικο hayti = άντε / μπρος (π.χ. hayti bacalum = άντε να δούμε); Μάλλον το δεύτερο.

Στην Ελλάδα σχετίζεται περισσότερο με τα τσακίσματα του ρεμπέτικου, δηλαδή είτε ως επιφώνημα επιδοκιμασίας για τις τσαλκάντζες του τραγουδιάρη (π.χ. Έλα, άντε, δώσ' του, αμάν-αμάν τα βεραμάν, ωχαμάνα άλα της, ολούρμι, γιαχαμπίμπι, έτσι, γκιουζελίμ, αυτά είναι, ώπα, γειά σου, ντιριντάχτα, να μου ζήσεις, μπιραλλάχ, σσσσσ... κ.λπ.), είτε ως προτροπή προς χορευτή, να φέρει τις βόλτες του με όμορφες (αλλά απέριττες) φιγούρες. Αξιοσημείωτο είναι, ότι παλιότερα σφύριζαν χαρούμενα οι θαμώνες των καφωδείων κι ακόμη παλιότερα έριχναν και πιστολιές στον αέρα (ή στο ταβάνι), σαν την Άγρια Δύση!

Εκτός της συνηθισμένης χρήσης του, το νατουραλιζέ ελληνικό πλέον «γιάλα» (εκ του υποτιθέμενου «έλα»), συνέχισε και μετά το ’50 να προσφωνεί ειρωνικά τους βλαχόμαγκες, που σηκώνονταν να τσουρο-χορέψουν (βλ. γιέλλλα!). Συγκεκριμένα, ο Τσιτσάνης το’ λεγε συχνά είτε κοροϊδευτικά, είτε γιατί έτσι του 'βγαινε αφού ήταν από τα Τρίκαλα κι οι Πειραιώτες ρεμπέτες τον αποκαλούσαν υποτιμητικά «Βλάχο» ή «Πονηρό» ή «Τσίλα» (=Βασίλης στα βλάχικα), καθώς έσκωπταν όσους έμπαιναν στο ταράφι και δεν προέρχονταν από 3-4 πόλεις (λιμάνια) που διέθεταν βιομηχανικό υποπρολεταριάτο.

Τέλος, σημειωτέον ότι υφίσταται και νεο-κουτούκι με τη λογοπαιγνιώδη επωνυμία «Πάμε γι’ άλλα», στα Εξάρχεια.

- Μαέστρο παίξε ένα απ’ τα δικά μου!
- Έγινε Γιώργο μου! (Ακολουθεί ταξίμι)
- Γιάλααααααα! Αυτός είσαι!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η παρτούζα με τη συμμετοχή 3 ατόμων μόνο, εξού και η ρίζα τρι-. Το -ολέ πιθανώς από την πανηγυρική κραυγή «όλε!», εκφράζοντας τη χαρά του παρτουζάκια για τη συμμετοχή του σε αυτή. Αλάνικη έκφραση.

- Ρε Θόδωρα σε ζηλεύω! Τί 'ναι αυτά πάλι;! Έκανες τριολέ με Σόνια και Λαμπρινή; Ζαγοραίος!!
- Τι να κάνουμε αγορίνα μου! Δεν είμαστε όλοι σας Μπραντ Πιτ!

Βλέπε και φάση πολυφασική.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το στρίψιμο ανδρικής ρώγας. Πονάει...

- Τι είναι ροζ και γυρίζει; (πλησιάζοντας τον άλλον χαλαρά).
- Τι; (αφηρημένος)
- ΓΙΟΥΡΟΒYΖΙΟΝ!!

(από Vrastaman, 14/03/12)Η κατάρρευση της Ευρώπης. Πονάει; (από xalikoutis, 11/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για εκ L.A. ορμώμενη αμερικλανιά που θέλει αυθόρμητα πλήθη και συγκεντρώνονται αστραπιαία σε δημόσιους χώρους (συνήθως μετά από ιντερνετικό κάλεσμα), να κάνουν κάποιο κουλαριστό χορογραφικό ή άλλο εικαστικό μπροστά σε ανυποψίαστους περαστικούς και στη συνέχεια να τιγκανά σε χρόνο ντετέ. Το βινδεάκι θα αναρτηθεί στο συσιφόνι με την ελπίδα να γίνει βάιραλ. Εκ του αγγλικάνικου flash mob (αστραπόχλος ή μπακαλοφλασιά). Συγγενικό με τα smart mob, τα οποία όμως προβάλουν κάποιο κοινωνικό, πολιτικό ή επιχειρηματικό χάπενινγκ.

Στο ημέτερο L.A., τα φλάσμομπ δουλεύονται σχεδόν αποκλειστικά από διαφημιστές (σμαρτ μομπ) καθώς είμεθα ξύπνιοι και ουχί αμερικλανάκια. Ο Ε.Ο.Τ. πρόσφατα λάνσαρε σε παγκόσμια πρώτη και μια εγχώρια παραλλαγή, το στούπιντ μομπ (μπακαλοφλασιά): πρόκειται για κακογυρισμένη και στερούμενη κάθε καλτίλας ντεμεκιά με πληρωμένους κομπάρσους και πανάκριβη παραγωγή στο Λονδίνο που προβάλει την κατά τα λοιπά ευειδέστατη Όλγα Κεφαλογιάννη και χρεώνεται στον ήδη κουρεμένο εγχώριο φορολογούμενο.

- Οσο για την «επιτυχια». Ναι, ειμαστε πολυ ευχαριστημενοι. Δωσαμε 75,000 για 1,000 views στο Youtube, δλδ 75 ευρω / view. Λες και μετα τις σκηνες πολεμου στο Συνταγμα, θα δουν οι ξενοι το «φλασμομπ» (τρομαρα σας) και ενα απροσδιοριστο τσουρμο να τους καλωσοριζει...απο τον Ταμεση (ελεος) και θα κανουν ουρα να ερθουν στην Ελλαδα. Ελα μπορεις, δεν θελει πολυ μυαλο..
(αναφορά στο στούπιντμομπ τση Όλγας, εδώ)

- Η τραγωδία του φλας-μομπ στην ελλάδα είναι ότι το δουλέυουν μόνο διαφημιστές. (εκεί)

- Στο τέλος ο Κωστής καταλάβει το λάθος του, τζιαι λείπει του τζιαι ποχεί την τζιαι οργανώνει ξανά ένα φλασμομπ τζιαι παίρνει την τζιαμέ τζιαι λαλεί της ότι εν κάμνει δίχα της........Φιλιούνται αγκαλιάζουνται!
(τζειαχαμαί)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παρακλάδι / μουσική σκηνή της εξ Αμερικής ανεξάρτητης μουσικής, το οποίο εμφανίστηκε στα μέσα της δεκαετίας των 80, αλλά μεσουράνησε κυρίως στις αρχές και τα μέσα της δεκαετίας των 90, σχεδόν ταυτόχρονα με την εμφάνιση του grunge (το οποίο όμως είχε μικρότερη διάρκεια ζωής) και όπως και εκείνο «λάνσαρε» ένα ιδιαίτερο τρόπο ζωής, παράλληλα με τους ξεχωριστούς ήχους που έφερε στο προσκήνιο.

Ετυμολογικά, προκύπτει από τις αγγλικές λέξεις «low fidelity» (χαμηλή πιστότητα, σε αντίθεση με το πολυφορεμένο «hi-fi» - high fidelity). Η μουσική (και οι μουσικοί) χαρακτηρίζονταν από ένα (ανεπιτήδευτο συνήθως) ατημέλητο στυλ, οι κιθάρες ήταν παράφωνες, ο ήχος ακατέργαστος (λιγότερο σκληρός και μελαγχολικός πάντως από το grunge), ενώ κοινός τόπος ήταν και οι κακής ποιότητας ηχογραφήσεις (εξ' ου και lo-fi).

Τα αντιπροσωπευτικά συγκροτήματα πολλά: Pavement, Sebadoh, Dinosaur Jr., Yo La Tengo, Silver Jews, Guided by Voices, Grandaddy και Modest Mouse, μεταξύ άλλων.

Παρόλο που η σκηνή απέκτησε αρκετούς φανατικούς οπαδούς (ακόμα και στη χώρα μας), άρχισε να παρακμάζει μετά το 2000, κυρίως λόγω της διάλυσης πολλών εκ των αντιπροσωπευτικότερων συγκροτημάτων.

Η έννοια «lo-fi» μπορεί άνετα, πέρα από τη μουσική αναφορά της, να αποδώσει έναν χαρακτηρισμό σε ένα πρόσωπο ή κατάσταση, ότι δηλαδή είναι χαμηλής πιστότητας, είτε με τη καλή (εκκεντρικότητα, φρεσκάδα, πρωτοτυπία, κάτι πέρα από τα συνηθισμένα), είτε με την κακή έννοια (κυριολεκτικά). Επιβάλλεται ιδιαίτερη προσοχή στη χρήση, όσο και στη κατανόηση, η οποία πάντα πρέπει να βασίζεται και στα συμφραζόμενα.

  1. - ...και μετά το Μέγαρο, πήρα τηλέφωνο το Μαράκι και πήγαμε Decadence...
    - Σπεκ, Ιεροκλή είσαι και πολύ lo-fi τύπος μιλάμε...

  2. - Ρε θυμάσαι το παλιό στερεοφωνικό στο σπίτι των γονιών μου που ακούγαμε Floyd; Το δώσανε σε παλιατζή...
    - Καλά κάνανε στη τελική, μετά από τόσα χρόνια θα έβαζες πάνω βινύλιο και θα το χαράκωνε.... από hi-fi που ήταν κάποτε, κατάντησε lo-fi...
    - Χεχε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνοδεύεται από τη χειρονομία της πρώτης φωτό, που αποτελεί επέκταση σε δύο χέρια της κλασσικής μονοχειρικής μεταλλικής χειρονομίας.

Χρησιμοποιείται σε καταστάσεις μόνο μπλακ, όταν τα περίφημα κερατάκια συνοδευόμενα από το μοχθηρό ύφος μάλλον υποτιμούν το μέγεθος της καφρίλας.

Δια του παρόντος εισηγούμαι, με α πριόρι εξασφαλισμένη τη μηδενική απήχηση, την γελοία χειρονομία της δεύτερης φωτό, αναστροφή αυτής της πρώτης, η οποία δέον να συνοδεύεται από την ατάκα «νοτ ηνάφ χέβυ μέταλ φορ του χανντς», και λειτουργεί ως ενδιάμεσος κρίκος ανάμεσα στο απλό και το σύνθετο ομαδικό.

- ...και της λέω «πάρ' τα μωρή άρρωστη!».
- Τού ματς χέβυ μέταλ φορ ουάν χάνντ.

(από jesus, 17/09/09)(από jesus, 17/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο συγκεκριμένος όρος αποτελεί εξελληνισμένο δάνειο του αγγλικού όρου jamming (που με τη σειρά του δηλώνει το jam session) και χρησιμοποιείται για να περιγράψει στην συνάντηση μουσικών (κατά κύριο λόγο οργανοπαιχτών και όχι θεωρητικών) με σκοπό την πρωτογενή παραγωγή μουσικής, χωρίς να υπάρχει προετοιμασία ή προϋπάρχον υλικό. Το τζαμάρισμα χρησιμοποιείται λανθασμένα ως συνώνυμο του ζωντανού αυτοσχεδιασμού. Λανθασμένα, γιατί ναι μεν υποδηλώνει τον αυτοσχεδιασμό (σε πραγματικό χρόνο), αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι οι μουσικοί θα συνθέσουν κάτι καινούργιο από το πουθενά, αλλά μπορούν απλά να επανεκτελέσουν κάποια ήδη υπάρχοντα κομμάτια του ρεπερτορίου. Σκοπός του τζαμαρίσματος είναι κατά κύριο λόγο η επικοινωνία μεταξύ των μουσικών.

Τώρα, ανάλογα και με την προσωπικότητα και την εκτελεστική δεινότητα και φαντασία των οργανοπαικτών το τζαμάρισμα θα κινηθεί είτε προς την αγνή παραγωγή μουσικής (ασχέτως λαθών, καθώς, όπως αναφέρθηκε και πιο πριν, δεν υπάρχει προετοιμασία εκ μέρους των συμμετεχόντων), είτε προς τον χαβαλέ -ο οποίος πολλές φορές στερείται οποιασδήποτε (μουσικής) ουσίας και οποιασδήποτε (μουσικής) αξίας και λόγου ύπαρξης. Πολλές φορές όμως το τζαμάρισμα συνεισφέρει στο δέσιμο των μελών ενός συγκροτήματος και στην παραγωγή πραγματικά αξιόλογης μουσικής, είτε σε πραγματικό χρόνο, είτε υπό τη μορφή ιδεών οι οποίες θα δεχτούν περαιτέρω επεξεργασία σε μετέπειτα χρονική περίοδο.

Το τζαμάρισμα αφορά περισσότερο σύγχρονα μουσικά είδη (ελληνικά και ξένα) και δεν συναντάται στην περίπτωση της κλασικής μουσικής (οι ωδειούχοι έχουν γενικά μία τάση να αποστρέφονται τον αυτοσχεδιασμό. Μάλλον επειδή δεν μπορούν να τον καταλάβουν).

Τζαμάρω, στην περίπτωσή μου, σημαίνει γουστάρω να γρατσουνάω την κιθάρα μου. Πράγματι, κάθε φορά που ο Μeerkat έχει σπάσει το φράγμα του χρόνου κι επομένως δεν «ακούει» το παρόν, ο Αlbatross ίπταται σε ύψη όπου δεν φτάνουν ήχοι από τον ταπεινό γήινο κόσμο και η Lizard τρυπώνει βαθιά στο λαγούμι της και φοράει τις ωτασπίδες της, εγώ βγαίνω στην παραλία με την κιθάρα μου, περνάω το βίσμα και αρχίζω το τζαμάρισμα…Ναι λοιπόν, είμαι ο ταραξίας της κοινής ησυχίας των Γκαλάπαγκος! Τελευταία, όμως, ανακάλυψα ότι έχω πολλούς «φίλους και φίλες» στον διαδικτυακό χώρο…

(Πηγή: http://smalliguana.blogspot.com/2008/01/blog-post.html )

Ζητούνται 2 ατομάκια να παίζουν κιθάρα και πλήκτρα για τζαμάρισμα (τι εννοεί;)
να μην είναι μέταλα,
να μήν είναι σκυλιά,
να μην είναι πολύ κουλτουριάρηδες,
να μην σνομπάρουν την ελληνική μουσική,
να είναι μέχρι 35,
να είναι ο ένας κοπέλα και μάλιστα κουκλάρα,
να παίζουν Θηβαίους, Αλκίνοους, Μαγειρίτσες και τα συναφή είδη,
και να ψάχνονται για πρωτότυπα τεμάχια
Με σκοπό να παίζουμε καμιά Παρασκευή σε κανένα κουλαριστό μερος για τον χαβαλέ και ό,τι προκύψει.

Πολλά ζητάω;

(Πηγή: http://www.makemusic.gr/forum/showthread.php?t=533

(από Stravon, 05/09/09)(από patsis, 26/02/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κραυγή ενθουσιασμού του δημοσίου υπαλλήλου, που μπορεί να τα ξύνει με την ησυχία του στο Δημόσιο μονιμοποιημένος, αντί να τον τρέχει στον ιδιωτικό τομέα ο κάθε ρουμάνος.

«Φορέβα» από το «for ever», όπως καθιέρωσαν τα Ημισκούμπρια.

Δεν θέλω κάτσε σήκω, ανέβα και κατέβα,
γιατί τα ξύνω μόνιμα, Δημόσιο φορέβα!
(Ημισκούμπρια)

Δημόσιο φορέβα (από Dirty Talking, 13/02/09)συμβαίνει κ αλλού (από gaidouragathos, 11/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν την παραμονή του «καλοκαιριού τση αγάπης» οι Strawberry Alarm Clock τραγουδούσαν για θυμιατά από πιπερόριζα και ο Scott McKenzie υπενθύμιζε στους μεταβαίνοντες στο San Fransisco να πλέξουν λουλούδια στις κοτσίδες τους, ο Mick Jagger ήθελε να τα βάψει όλα μαύρα και οι Velvet Underground περιμένανε τον βαποράκι τους με $26 ανά χείρας.

Η σκοτεινίλα ή νταρκίλα ως état d' esprit στην μουσική, στον κινηματογράφο, στην ζωγραφική, κ.ταλ. ασκεί έντονη γοητεία. Συχνά δρα ομοιοπαθητικά με συνέπεια να εκτιμούμε περισσότερο τα όσα χρώματα μας μοιράζει η τράπουλα τση πουτάνας τση ζωής. Εξερχόμενος από προβολή του Eraserhead, είναι δυνατόν να μην θέλεις να αγκαλιάσεις το σκατουρημένο κουτσούβελό σου, να φιλήσεις την πεθερά σου και να σφίξεις το χέρι του εργοδότη σου; (ή, αντίστοιχα, να πανηγυρίσεις που είσαι ελεύθερος, άτεκνος και άνεργος;)

Μιλάμε πάντα για καλώς εννοούμενες εντεχνindie πχοιοτικές καλτιές και ψαγμενιές, μακριά από εμάς οι μόνο μπλακ νταϊνταήδες και οι χρήζοντες emoκάθαρση γκοθάδες με τις μανιοκαταθλιπτικές τους γκόμενες που ξημεροβραδιάζονται σε πεθαμενάδικα. Αυτές είναι κακώς εννοούμενες σκοτεινονταρκίλες.

Προσοχή: το λήμμαν να μην συγχέεται με μαύρα ακούσματα και γκιραπιές.

Ασίστ για την παραλλαγή νταρκίλα: Pirate Jenny.

- Και ο δεύτερος δίσκος είναι εξαιρετικός. Το έγραψαν όλοι, ή σχεδόν όλοι. Ο πρώτος είχε ξεκινήσει μια περίοδο που η σκιά των Bad Seeds βάραινε κάπως τα επόμενα σχέδια. Όχι ότι ακούγεται διαφορετικός πολύ. Αυτή η σκοτεινίλα πάντα θα υπάρχει. Πάντα.

- ολη η βρωμια και η νταρκιλα των 80ς ανακατεμενη με ψυχεδελεια εφτιαξαν ενα μιγμα που μου ανατιναξε το μυαλο

- Βέβαια, για λόγους σκιώδεις και ύποπτα κινούμενους στη νύχτα του μυαλού του σκηνοθέτη, του Itsue Kawasaki, οι φιγούρες σε αυτό το μικρο- anime μιλάνε Αγγλικά με τη γνωστή, αγαπημένη, σάπια ιαπωνική προφορά, επομένως δε σε αφήνει να το ευχαριστηθείς τόσο πολύ. Του αφαιρεί αρκετή σκοτεινίλα και την αντικαθιστά με σκέτη νίλα

- Γραφικα 9/10 , απλα γιατι περιμενω το sequel και το αργουν πολυ. Ηχος υπεροχος. Χειρισμος απο τους καλυτερους ever. Αυτο που με συγκλονιζει ειναι η νταρκιλα που εχει το παιχνιδι. ΜΕ ΤΟ ΚΙΛΟ. Αν μπορουσαν οι devs, θα μοιραζαν και λιγη νταρκιλα στο συνταγμα τωρα που ειναι καιρος κρισης. .

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η disco, όπως όλοι μας γνωρίζουμε, είναι είδος χορευτικής μουσικής που άνθισε στα τέλη της δεκαετίας του '70 και κορυφώθηκε στις αρχές της επόμενης δεκαετίας, στη διάρκεια της οποίας επικρατούσε - με ελάχιστη απόσταση βέβαια από την στυλιστικά παρόμοια glam rock της ίδιας περιόδου - έναντι των αποδέλοιπων μουσικών ρευμάτων.

Μια μέρα όμως η μουσική βιομηχανία ξύπνησε, αποφάσισε πως πέρασε πολύς καιρός, πώς φτάσαμε σε τρίτη στη σειρά δεκαετία ('90s πια) και πως ήρθε πια η ώρα να αλλάξουμε μουσικές προτιμήσεις: έτσι βίαια λοιπόν, η disco πέθανε και πάνω στο μνήμα της φύτρωσαν η grunge, η r'n'b και τα boybands.

Η φράση «dead as disco» σημαίνει τα κάτωθι:

  • Ένα γεγονός έλαβε τέλος και αποκλείεται να υπάρξει οποιουδήποτε είδους συνέχεια ή μετεξέλιξη σε αυτό,
  • Το τέλος μια περιόδου, «the end of an era» που λένε και οι φίλοι μας οι Εγγλέζοι,
  • Ότι κάποιος είναι τρομερά κουρασμένος για να κάνει ο,τιδήποτε - ότι είναι «πτώμα».

Παράδειγμα για τις τρεις ανωτέρω σημασίες:

  • Η σχέση του Μάκη με τον αρραβωνιαστικό της αδερφής του είναι πια «dead as disco».%
  • Πφφφ, πάει και η φοιτητική ζωή, dead as disco. Τώρα, πρέπει να βρω δουλειά, να παντρευτώ και να κάνω οικογένεια... Και μετά, να πάρω σύνταξη, να πηγαίνω για προσκυνήματα στους Αγίους Τόπους με τα Κ. Α. Π. Η.%
  • - Πάμε να χτυπήσουμε κάνα πιπίνι;
  • Δεν παίζει, χτύπησα 12ωρο σήμερα στη δουλειά, είμαι «dead as disco».

(από Vrastaman, 26/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified