Further tags

Χιουμοριστική έκφραση (κυρίως στο τάβλι), όπου ο λέγων περιπαίζει την απίστευτη κωλοφαρδία του αντιπάλου του, ο οποίος αν και βρισκόταν προ ολίγου σε δυσμενέστατη κατάσταση, βγήκε και «καβάλα» με το ζάρι που έφερε.

Η έκφραση ακολουθεί το σχήμα λιτότητας, δηλαδή πλήρως σημαίνει «είσαι τόσο τυχερός, σα να πέφτεις από το ύψος της Ακρόπολης – σαν το Μιμίκο και τη Μαίρη – και όχι μόνο να μην παθαίνεις τίποτα, αλλά να βρίσκεις και παρατημένο πορτοφόλι γεμάτο λεφτά»!

(Πλακωτό):
-Το αφήνεις διπλό;
-Όχι, άμα φέρω τις εξαιρετικές (εξάρες) μου, πώς θα τις παίξω;
-Κοίτα, σου ‘χω κλείσει με πόρτες όλο το σπίτι, έχεις δυο πούλια στη μαμά, τα’ χεις μαζέψει όλα στον άσσο, εξάρι δεν έχεις, σου το ‘χω αφήσει ανοιχτό να φέρεις εξάρι μονόβολο να πιάσω μάνα, έχεις φέρει πενήντα ζαριές κι ούτε ένα έξι, τι περιμένεις; Ούτε ο Ρωχάμης με το Σεχίδη δεν το παίζουνε!
-Εξάρια!!! Αλεού μπόιλερ! Θα μαζέψω και πρώτος που ‘μαι και ψημένος!
-Αγόρι μου, πέφτεις απ’ την Ακρόπολη και πιάνεις πορτοφόλι! Ρε, με ποιους παίζουμε και χάνουμε...

Ταβλαδόρικα και παραταβλαδόρικα: άνοιξε το τριώδιο, απλώνω τραχανά, ασσόδυο, αυτό πώς θα το παίξω;, γεννηθέντα και παθόντα και ταφέντα και πλακωθέντα, γκέλα, γκιουλ, δίνει πλάτη για τάβλι, δυόδυα, έλα στον θείο τον Ηλία πο' χει όλα τα εργαλεία, εξαίσιο, εξάπαντος, έξι δύο τα αλλότρια, έχω φέρει σήμερα;, θα σου βγάλω νεραντζάκι, θα σου πάρω την πίεση, και κουλούρι και τυρί, και σκατά, κατσίκι, κι ένας δάσκαλος αγάπησε μια φτωχιά και την πήρε, κοκορέτσι, μακαρόνι, μάνα, με ασσόδυο δε γάμησε κανείς, μπαρμπούτι, μπαρμπουτιέρα, ξίδι, ούτε στο Γεντί Κουλέ δεν το παίζουν / δεν το παίζει ούτε ο Ρωχάμης, παιδί, πάλι ντόρτια ήφερα, παραμάνα, παραπάνω από διπλό δεν πάει, πέφτεις απ’ την Ακρόπολη και πιάνεις πορτοφόλι, πλακωτό, ποδήλατο ξέρεις;, ποιος Θανάσης;, πολύ τα κουνάς, ρίχνω παχιές, ροντέο, σα δάσκαλος, σαν να τον χτύπησε η Παναγία με το τάβλι, σκακαδόρος, σουβλάκι, σπάσ' τα και ξαναρίχ' τα, σώγαμπρος, τα ζάρια στον μάστορα, ταβλαδόροι, ταβλαριέμαι, ταβλιάρης, ταβλομάχος, τέντζερης, τετράδυο, τις έχεις, τούρκοι, τριήρεις / τριήρης, τσολιάς, φουνταριστός / μπάτσος / βατσιμάνης, χασσόδυο, χατζηπετρής, χύνομαι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μάγκικη (άραγε όχι μεμψίμοιρη, αλλά ανεξίκακα πικροφιλοσοφημένη) έκφραση, που δηλώνει τη διαπίστωση ακραίας ατυχίας σε κίνηση φορσέ.

Δηλαδή στραπάτσο σε κατάσταση catch 22 (μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα).

Προέρχεται από την χαρτοπαικτική ορολογία του blackjack ή την παρ’ ημίν παραλλαγή της εικοσιμίας (ή μετωνυμικώς στούκι), όπου το ποθητό είναι να φτάσει ο παίκτης με συνδυασμό των «χεριών» (αγγλ. hand) που θα του τύχουν, κατά το δυνατόν εγγύτερα στον αριθμό 21 αλλά ως εκεί και μη παρέκει, αλλιώς «καίγεται» (=χάνει).
Τώρα, αν ο παίκτης έχει συγκεντρώσει αριθμό που αντιστοιχεί στον αριθμό 12 (π.χ. φιγούρα + διπλό), αναγκαστικά πρέπει να τραβήξει, αλλιώς το το τραπέζι (ή η μάνα) θα τον κερδίσει ευχερώς, αφού το νούμερό του είναι μικρό και οι πιθανότητες να φέρει το τραπέζι κοντινότερο ή ίσο συνδυασμό στο 21 είναι μεγαλύτερες.

Όταν λοιπόν τραβήξεις από 12 (φορσέ), το λιγότερο που ελπίζεις είναι να σου τύχει επόμενο χαρτί φιγούρα (αξία=10, άρα 12+10=22 συνεπώς καίγεσαι), αφού είναι το μόνο χαρτί (καίτοι δεν είναι λίγες οι πιθανότητες 3Χ4=12 φιγούρες + τέσσερα 10αρια=22 φύλλα) επί συνόλου 48 φύλλων (52-4 δηλ. 2 της μάνας + 2 του παίκτη) που καίει και μάλιστα οριακά, ένα τέτοιο μικρό νούμερο.

Όλα βέβαια εξαρτώνται από το τι φύλλο έχει ήδη πέσει στην τσόχα, διότι αν π.χ. υπάρχουν ήδη δεκάρια (ω νατυρέλ ή φιγούρες), μειώνονται τα ποσοστά να ξαναρθεί τσουρουφλίζον χαρτί (10άρι).

Παπάς (ή ρήγας βλ. παροιμία «οι παράδες χαλάνε και ρηγάδες») λέγεται κυρίως η φιγούρα του βασιλιά της τράπουλας (παπαδιά η βασίλισσα και τζές ο βαλές), αλλά χαρακτηρίζει συνεκδοχικά (λόγω κύρους!) συχνά όλες τις φιγούρες (αγγλ. face cards), εξ ου και το γνωστό κωλοπειραγμένο παίγνιο του δρόμου «ο παπάς», που παίζουνε οι παπατζήδες με τη φιγούρα του άνακτος (ή με μπιζέλια-στραγάλια σε καπάκια νερού – αγγλ. shell game), γδέρνοντας τα κορόιδα που ψήνονται από τους παριστάμενους αβανταδόρους (λαμόγια - γιατροί) ή που τους σουφρώνουνε το πράσο οι ψευτο-παίκτες λαχανάδες.

Ο πληθυντικός της έκφρασης χρησιμοποιείται ευρέως στη νεοελληνική, όπου ο λέγων επιθυμεί να υπαχθεί σε κατηγορία-σύνολο με παρόμοια χαρακτηριστικά, όπως και σε αντίστοιχες εκφράσεις του τζόγου και όχι μόνο (π.χ. «εμείς βγήκαμε με τα πόδια δεν βγήκαμε με το κεφάλι», «εμείς κατουρήσαμε στο πηγάδι», «για μας δεν έχει», «εμείς δεν μπορούμε», «δι’ ημάς δεν εγεννήθη εισέτι ο Κύριος» κλπ).

-Πώς πας από δουλειά;
-Τώρα περιμένουμε να δούμε αν θα μας ανανεώσει τις συμβάσεις η νέα κυβέρνηση, μέχρι τότε είμαστε στην αναμονή...
-Αφού είπανε ότι δεν θα ανανεώσουν τα «stage» λέει, γιατί ήταν παράνομα. Τι τα ‘θελες μωρ’ αδερφάκι μου κι εσύ αυτά, κι αφού ήξερες ότι πας στα σκοτάδια;
-Και τι ήθελες να κάνω, να κάθομαι; Αυτό βρήκα, αυτό έκανα, μπας και γίνει τίποτα και μ’ εμάς. Άμα τώρα μας διώξουν, τραβήξαμε παπά από δώδεκα, τι να κάνουμε δηλαδή;

Εδώ παπάς-εκεί παπάς! (από HODJAS, 10/02/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκ του αγγλικού freelancing, ήτοι παροχή υπηρεσιών (δηλαδή ουσιαστικά εξάσκηση ελεύθερου επαγγέλματος) με την ιδιότητα του εξωτερικού συνεργάτη.

Συναντάται περισσότερο συνεκδοχικά με πιο καλλιτεχνικά επαγγέλματα, όπως σκιτσογράφοι, φωτογράφοι, μεταφραστές, σύμβουλοι κλπ., αλλά και σε σχέση με τον χώρο της ελεύθερης δημοσιογραφίας. Τρανό παράδειγμα οι φωτορεπόρτερ.

Δεν συναντάται στην περίπτωση χειρωνακτικών επαγγελμάτων (εργάτες / εργατοτεχνίτες, υδραυλικοί κλπ.).

Να μην συγχέεται με τις κάθε είδους λάντζες, αυτές αφορούν άλλου είδους εργασιακά καθεστώτα.

Και με την οίστρος συμφωνώ, αλλά επειδή μάλλον δεν φτάνει, γύρνα στην “φρηλάντζα” γλυκιά μου και Αγνόησε τον πρώην!!! Ως ανεξάρτητη κειμενογράφος σου μιλώ... (από εδώ)

Η Dr M (όπως είναι το καλλιτεχνικό της ψευδώνυμο) είναι International freelance Head Hunter, φρηλάντζα που λέμε στα ελληνικά και έχει κοντράκτο με την Microsoft για $420.000 προμήθεια. Σε «τσεκάρει». (από εκεί)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όπως λέμε της πούτσας, παλικάρι της φακής κλπ.

Ειρωνική έκφραση, που περικλείει όλα τα εκατέρωθεν ad hominem ψευδο-επιχειρήματα μεταξύ των υπερμάχων Αθήνας – Θεσσαλονίκης, λόγω της γνωστής χαζο-διαμάχης περί του φύλλου/ζύμης κλπ του εν λόγω εδέσματος.

Δηλαδή μεταφορικώς σημαίνει: Μάταιος αγών του οποίου το πεδίον δόξης ενν είν’ λαμμπρόν...

Σχετικά: Διένεξη περί όνου σκιάς, καβγάς για το πάπλωμα, η μάχη για το κουραδόκαστρο, της κοντής ψωλής τα μαλλιά της φταίνε, δυο κίναιδοι μαλώνανε σε ξένο γαμιστρώνα κλπ.

Το εργάκι έχει ως εξής: Οι φερόμενοι Αθηναίοι περιπαίζουν πειραχτηριακά τους φερομένους Θεσσαλονικείς, οι οποίοι τσιμπάνε και τους «αντιμάχονται» (κολακευμένοι ωστόσο που τους επέλεξαν για τετ-α-τετ σύγκρουση οι πρωτευουσιάνοι).

Όμως, και στις δυο περιπτώσεις η ύπαρξη knot-dictionary υποβάθρου δεν λείπει, αφού ούτε οι πλείστοι από τους μεν κρατάνε από τον Κόδρο, ούτε κι οι πρόγονοι των δε έκαναν ποτέ Ανάσταση στη Ροτόντα.

Τα παιχνιδάκια αυτά θα ήσαν επικίνδυνα αν δεν ήσαν γελοία κι έτσι, ακόμα και ο συμπαθής γιαουρτοφάγος Νομάρχης, δεν αποτελεί απειλή για την εδαφική αρτιμέλεια της χώρας...

(Στο τυροπιτάδικο κάπου χάμω):

- Μια μερίδα μπουγάτσα με τυρί παρακαλώ...
- Ασφαλώς ο κύριος εννοεί τυρόπιτα να υποθέσω;
- Ρε φιλαράκι, σε λέω μπουγάτσα με τυρί λέγεται αφού! Τι τ’ αλλάζετε τώρα;
- Άσε ρε λάκη τώρα, που ήρθες να μας μάθεις εσύ πώς να λέμε την τυρόπιτα στα ελληνικά...

(Τσακώνονται και exeunt)

Σ.Σ. Έτσι, και ο ένας έχασε τον πελάτη και ο άλλος έμεινε νηστικός και ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα...

Ζήτησε μερίδιο απο την μπουγάτσα της εξουσίας... (από HODJAS, 05/02/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μάγκικος αναγραμματισμός της φράσης «γελάς, μουνάκι».

Δεν αποτελεί υποχρεωτικά μέρος διαλόγου. Απαντάται και σε ρητορικούς μονολόγους όπου ο ευρισκόμενος σε κλητική πτώση εν τη αγνοία του γελά ανέμελος προ κάποιας επικείμενης ενέδρας. Ο δε τονισμός της φράσης κλιμακώνεται όπως ακριβώς και στην επική φράση του ταξίαρχου Θεοχάρη «...σκουλήκι...», διατυπωμένη από αμφότερους τους δύο τρισμέγιστους διδάσκαλους Βασιλείου και Σεφερλή.

Ο αναγραμματισμός ακολουθεί την πεπατημένη του δήθεν εξευγενισμού γνωστών παλιοκουβεντών του τύπου τσαπού, λακαμάς κλπ.

  1. (Σουρρεαλιστική προσθήκη σε ιστορικό διάλογο)

- Με θυμάσαι ρε πούστη;;
- Όχι (χαμογελώντας)
- ... μουνάς, γελάκι...

(... ακολουθεί το γνωστό μακελειό)

  1. (Εκτός διαλόγου - απόσπασμα από το μονόπρακτο «Περιμένοντας τον κοντό που μου έφαγε την γκόμενα»)

... Α, ρε πουσταρά, αρχίδι του δάσους... έβγα απ'τ' αμάξι, ρε ξεκωλιάρη και θα μαζέψεις και για το σπίτι... μουνάς, γελάκι...

(από Abas, 14/01/10)

βλ. και χασίστες και φουντικοί, γλωσσεύω την μπέρδα μου, φρόας τας σένας, καθώς και τα εκάστοτε σχόλια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην αργκό των ελευθεροκαμπινιστάδων, είναι το απόμερο στέκι της αυτοκάθαρσης.

Μερικά αρμυρίκια ή θάμνοι εν είδει παραβάν, μια λακκουβίτσα, ανισόπεδο έδαφος για λήψη της κατάλληλης στάσης και άμμος για την υγιειονομική ταφή των ανοσιουργημάτων, συνθέτουν το γκανιάν της ευωχίας του σκηνίτη.

Ο συνεπής φυσιολάτρης πρέπει να υπολογίζει σοφά τον άνεμο, αλλά και την απόσταση, τόσον από το προσωπικό ενδιαίτημά του όσο και των ΑΛΛΩΝ, ώστε επιλέξει μια σωστή χεσοκαβάντζα και να μην όζει σκατίλας το περιβάλλον.

Επίσης, θα πρέπει να συνεννοείται με τις άλλες σκηνές (πού χέζουμε, πού τρώμε, πού μαζεύουμε τα απορρίμματα, τι παίζει, τι κάνουμε το βράδυ, αν υπάρχει γιατρός κλπ), να θάπτει επιμελώς ΚΑΙ τα κακάκια ΚΑΙ τα πασαλειμμένα χαρτάκια του, ώστε να αποσυντίθενται φυσικά, αλλά και να μην τα παίρνει ο αέρας και γεμίζει ο τόπος, ούτε να μαζεύονται σκατόμυγες, εκεί που ο διπλανός τρώει καρπούζι.

Φευ, οι σημερινοί ελευθεροκαμπινίστες, λόγω της τρέχουσας αποσπασματοποίησης των εννοιών, αδυνατούν να κατανοήσουν το εύρος του «χόμπι» των, εντός του κινήματος της ελεύθερης κατασκήνωσης, που συνεπάγεται ένα ελευθεριακό πλέγμα δικαιωμάτων και υποχρεώσεων προς τους άλλους.

Έτσι, ενώ το ελεύθερο κάμπινγκ είναι μια συλλογική δράση, όπως και το ισπανικό botellon (βλ. σχετική παράγραφο σε λήμμα γιουσουρούμ), τα μαλακισμένα νεοελληνάκια εμφορούμενα μάλλον από σταρχιδίστικη τζαμπατζοσύνη κι όχι από διάθεση κουλαρίσματος στη φύση, στήνουν τη σκηνή τους όπου λάχει και χέζουν ομοίως, αποφεύγουν ακόμα και την καλημέρα με τους γύρω τους, παραμένοντας περιχαρακωμένα στις σαββατοπαρέες τους, βάζουν τσίτα ηλεκτρονική μουσική μέσα στη σιγαλιά ή ακόμα χειρότερα πατάνε κάτι αγριοφωνάρες με ξεκούρδιστες κιθάρες στερούμενα παντελώς οιασδήποτε μορφής μουσικής (ή άλλης) παιδείας, ανάβουν χαζο-bonfires μέσα σε πευκοδάση, παίζουνε τουμπελέκια και λατέρνατιβ παιχνίδια (ντιαμπολό-πύρινες αλυσίδες κλπ) μες στον κόσμο, στριφογυρνάνε αγκίστρια κι όποιον πάρει ο Χάρος και εσχάτως μου κουβαλήσανε και μικρά σκάφη, με τα οποία διαγράφουν γκαζώνοντας εσωτερικά ημικύκλια (δηλ. από την πλευρά των λουομένων κι όχι εξωτερικά προς τα βαθιά), θερίζοντας κεφάλια και σώματα.

Έτσι, σ’ έναν ελεύθερο χώρο μπορεί κανείς να βρει τόσες χεσοκαβάντζες όσες και οι λουόμενοι και δη με τσαπατσούλικα μισοθαμμένα κόπρανα-κωλόχαρτα-σκουπίδια, στα οποία ενδεχομένως να στήσει τη σκηνή του ή την πετσέτα του απρόσεκτος τις.

Τα τελευταία χρόνια δε, ιδίως στην Χαλκιδική, παρατηρείται το φαινόμενο της καβαντζοπουστιάς υπό την μορφή κατάληψης των «φιλέτων» της παραλίας (π.χ. καβουρότρυπες σε βράχο, τα λιγοστά δέντρα για σκιά κλπ), από πουσουκουτζήδες που στήνουν την σκηνή τους χωρίς να μένουν εκεί, αφού πιάνουν «πόρτα για το χειμώνα» (δηλαδή όταν τους τη δώσει κάνα σαββατοκύριακο να κατέβουν απ’ τη Σαλονίκη), συνεπείς ως προς τις παραδόσεις των πατέρων τους, που έχτιζαν πάνω στο κύμα, αποκλείοντας την πρόσβαση των άλλων.

Τέτοιες πρακτικές βέβαια είναι ιδιαίτερα επισφαλείς, αφού ο παρμένος κατασκηνωτής, που δεν θα’ χει πού να στήσει, θα χρησιμοποιήσει την ήδη στημένη του καβαντζόπουστα (στην καλύτερη) ή (στην χειρότερη) θα την σκίσει και θα κάνει την πάπια

Πολύς κόσμος δεν έχει, ούτε και γουστάρει να τα χώσει στα χουντοπριμοδοτημένα και πανάκριβα ξενοδοχεία (οι ιδιοκτήτες των οποίων είτε καλούν τους μπάτσους αφού «κόπτονται» για το περιβάλλον που οι ίδιοι γάμησαν προ 30ετίας, είτε «παίρνουν το Νόμο στα χέρια τους» = στέλνουν μπράβους που σπάνε σκηνές), ούτε και στα ιδιωτικά τρισάθλια και επίσης πανάκριβα κάμπινγκ. Μαγκιά του.

Η επιλογή όμως της ελεύθερης κατασκήνωσης υπάγεται αναγκαστικά στην κοινοβιακή κουλτούρα και άρα η έλλειψη συλλογικής αυτο-οργάνωσης και αλληλοσυνεννόησης βάζει και την ταφόπλακά της. Άσε που «όποιος βγαίνει έξω απ’ το μαντρί, τον τρώει ο λύκος», που έλεγε κι ο Αβέρ-off.

Πράγματι, το ελληνικό Κράτος διώκει την ελεύθερη κατασκήνωση, με το άρθρο 10 § 2 Ν. 392/1976, όπως συμπληρώθηκε με άρθρο μόνο Ν. 779/1978, όπως τροποποιήθηκε με άρθρο 4 § 12 Ν. 2160/1993 και 2741/1999 και σε βαρύτερες περιπτώσεις καταστροφής του φυσικού πλούτου (σκουπίδια-μόλυνση κλπ) με Ν. 743/1977, Ν. 998/1979 και Ν. 1650/1986 κλπ, διότι υποτίθεται ότι οι κατασκηνωτές είναι υπεύθυνοι για τις πυρκαγιές στα δάση και την υποβάθμιση του περιβάλλοντος (αν και από τις εισηγητικές εκθέσεις μαντεύεται η πρόθεση περιορισμού της μετακίνησης των τσιγγάνων).

Δεν μπορώ να διαφωνήσω. Μαζί με τα ξερά καίγονται και τα χλωρά.

- Λοιπόν, θα στήσουμε εδώ κάτω απ’ τον πεύκο, να’ χουμε και σκιά το πρωί.
- Ρε μαλάκες! Τι ζέχνει έτσι;
- Ωχ! Σαν πολλές μύγες βλέπω…
- Φτου, ρε πούστη! Σε χεσοκαβάντζα πέσαμε, γαμώ την τρέλα μου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μεγαλόπνοο έργο της εκτροπής του ποταμού Αχελώου μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως απάντηση-τάπωμα σε κάποιον που μας απευθύνει τον ξενικό χαιρετισμό hello (χελόου).

Το λήμμα μας γίνεται ακόμη πιο πετυχημένο όταν ο συνομιλητής μας χρησιμοποιεί το χελόου! για να μας αφυπνίσει.

- Σε τοίχο μιλάω; Χελόου;
- Εκτροπή Αχελώου!

Βλ. επίσης: εκτροπή του a-hellow

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εναλλακτική απόδοση του εορταστικού «χρονιάρες μέρες».

Η πατρότητα της χαριτωμενιάς αποδίδεται στον Τζιπάκο.

  1. - Βρωμιάρες μέρες. Ιερές μέρες, δώρα, χαρά, λαμπάκια, στολίδα. Αν ο Ιησούς γεννήθηκε και δίδαξε μάλλον θα έσπαγε όλα τα λαμπιόνια και ίσως τις βιτρίνες και μάλλον θα έκαιγε και το δέντρο στο Σύνταγμα…
    (εδώ)

  2. - Έσκασα μύτη στη μονάδα τέτοιες βρωμιάρες μέρες καλή ώρα χριστούγεννα του 98.
    - Πώς πάνε ρε παιδία οι επηρεσίες;
    - Μια χαρα νέο, 19 άτομα για 21 υπηρεσίες.
    «Καλά γ@μίσια» σκέφτηκα και η μητέρα πατρίδα προσωποποιημένη σε Όργανα υπηρεσίας, Επιλοχίες φρόντισε να πραγματοποιήσει κάθε μαζοχιστική μου φαντασίωση...
    (εδώ)

  3. - ΟΧΙ ΑΛΛΟ ΑΙΜΑ ΒΡΩΜΙΑΡΕΣ ΜΕΡΕΣ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ...
    (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πάει να πει οτι βρίσκομαι σε άσχημη κατάσταση, για την ακρίβεια τραγική. Τόσο άσχημη που το μόνο που μπορώ να κάνω πια είναι να κλάψω.

  1. - Ας υποθέσουμε οτι είσαι πάνω σε μηχανή, τρέχεις με 200, έτοιμος να μπεις στη στροφή και ξαφνικά! Σκάει το πίσω λάστιχο! Τι κάνεις;
    - Το κλαις!!!

  2. - Έμαθα ότι η Ελένη έμεινε έγκυος και δε ξέρει από ποιόν...
    - Ωχ...τότε το κλαίει.

  3. - ...και που λες δε κουβαλάγαμε πάνω μας ταυτότητες και μας πήραν στο τμήμα για εξακρίβωση. Πρέπει να μας είχαν για κάνα 4ωρο εκεί να περιμένουμε...Το κλάψαμε κανονικά και με τον νόμο δηλαδή.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση που βγήκε από τα χείλη της ποθητής παρουσιάστριας καιρού του STAR, Πετρούλας, στη θέα του ψηλότερου ανθρώπου του πλανήτη ονόματι Σουλτάν (λοιπά στοιχεία αγνοούνται).

Τα πρώην καθάρματα και νυν ΡαδιοΑρβύλες του ΑΝΤ-1, Αντώνης Κανάκης και Γιάννης Σερβετάς παρέλαβαν αυτή τη φράση και την έκαναν slang στα χείλη όλων.
Το δημοφιλές βέβαια της έκφρασης δεν οφείλεται τόσο στο τι λέχθηκε όσο στο πως λέχθηκε.

Στην καθημερινότητα χρησιμοποιείται σαν εκδήλωση ευγνωμοσύνης.

- Έλα Γιώργη, πάρε τα Winston μπλε και τις Trident και άσε με στην ησυχία μου.
- ωωω Σουλτάν, τι καλός που είσαι...
- Άει γαμή ρε, που πουλάς και πνεύμα.

(από iφorg, 30/12/09)Και το επίκαιρο: Οοο Αλμούνια! (από Khan, 31/12/09)ω Σουλτάν reloaded by Tsakas! (από Vrastaman, 02/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified