Selected tags

Further tags

Πάσης φύσεως λολ και καραλόλ υποκείμενο ή αντικείμενο που προκαλεί λόλες καθώς λολάρει πάνω από την Λολάνδη με το ροφλοκόπτερό του σπέρνοντας λολοκαύτωμα φορ τεχ λουλζ.

- Το αλλο λολαδι με το playstation, ηταν που ειχα δει φιλο μου να χρησιμοποιει ειδικο υγρο συντηρησης των CD γιατι χαλαγε η κονσολα.
(εδώ)

- ααααχαχαχαχαχαχα-κόψτε ρε έναν ''γιατρό'' που βρίζει χειρότερα από λιμενεργάτης...εσένα πρέπει να σε δει γιατρός λολάδι...για το φρενοκομείο είσαι σούμπιτος, πήρα τηλ. θα'ρθουν σε λίγο τα παληκάρια να σου περάσουν το σακάκι με τα μανίκια που δένουν από πίσω...
(εκεί)

- Εσυ θα σου αρεσε καθε χρονο που παιζεις ενα συγκεκριμενο ειδος παιχνιδιου να σε λεγαμε ολοι εδω μεσα λολαδι και οτι παιζεις μουφες;προσεχε λοιπον πως μιλας,και αν δεν σου αρεσει κατι δεν χρειαζεται να κατακρινεις ας μην σχολιαζεις καν!
(παραπέρα)

Lollandreou (από Vrastaman, 18/11/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τρώω κλασμεντόλ, δηλαδή τρώω μια μεγάλη τρομάρα: κλάνω μέντες, πατάτες, μαλλί, πετούγιες, μπιφτέκια, κ.ταλ. Επίσης, την έχω την ακούσει (αλλά με κακό τριπάκι).

Εναλλακτικά: κλασμεντέν.

- Για ρωτήστε έναν gamer αν τρόμαξε περισσότερο βλέποντας το Χ,Ψ θρίλερ ή παίζοντας Silent Hill, Dead Space ή Doom 3 με κλειστά φώτα. Ή ακόμα καλύτερα: δοκιμάστε το. Κλασμεντόλ.
(εδώ)

- Εκεί που όλα ήταν κομπλέ,έτρωγε κλασμεντόλ και τα 'χανα όλα..
(εκεί)

- κωλοτουμπεεεεεες...οι μερες σας τελιωνουν κλασμεντολ ολοι σας ... οχι το καζακη..το λαο που θα χαμπαριασει τη δυναμη του κ σας εχει παρει χαμπαρει ευρωραγιαδες!!!αντωνιαδηδες κ ψαριανοι δεξιοι κ ροζουλοι αριστεροι...ουστ ρεμαλια!!!!!πηδα τους καζακαρε κι αστους γκεμπελισκους να τρωνε τα λυσακα τους....ο λαος δε ξεχνα...τους προδοτες τους κρεμα!!!!!
(παραπέρα)

Τρομακτικό πάρτι Halloween, προσφορά των τσιγάρων Clas Menthol Mild (από Vrastaman, 19/11/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φίλοι ναζιάρηδες που τους ενώνουν παλιά δεσμά (χειροπέδες, μαστίγια, νουντσάκου, διάφορα μαύρα δερμάτινα παραφερνάλια) και χόμπι (πάκι μπάτσινγκ, σ(ωματ)οδομισμός, εκδορά μικρών θηλαστικών).

Δεν έχουν ιδιαίτερη έφεση στην σλανγκ, νομίζω;

Βλ. επίσης: ναζός, αυγά, χρυσά αυγά, χρυσαύγουλα, πουστωδία, 88.

Πάσα: ΜΧΣ.

- Ο Άδωνις και ο Κασιδιάρης γνωρίζονται από παλιά, φίλοι αδολφικοί που λένε.
(τσίου, εδώ)

- Ακροδεξιό Αδέξιο Αδολφάτο Σε λίγο θα μυνήσουν τους εαυτούς τους για «ακατάσχετη ακράτεια ήθους», και τον Θεούλι, για «μη ελεγχόμενη βιοποικιλότητα κατά την δημιουργία», (σχέδια, χρώματα, διαστάσεις κτλ)
(εκεί)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκ των γαμοσλανγκοτέτοιων συστατικών θεο- και -ιλα (με την καλή έννοια εδώ), σημαίνει κάτι το θεϊκό, το ανύπαρκτο, το πολύ καλό, έξυπνο, σκληρό και ανπαίκταμπλ. Χρησιμοποιείται κυρίως για έξυπνες ατάκες, για έργα τέχνης και προϊόντα τεχνικής και για ό,τι θεϊκό.

Πάσα: Mr Cadmus.

  1. Συνθήματα θεϊλες γραμμένα σε τοίχους (Εδώ).

  2. Το βιντεάκι είναι γτπ αλλά το τραγούδι θεΐλα (Τζήζαντας στο λήμμα κάργια).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παπιέ ντε τουαλλέτ, κωλόχαρτο, εξευγενισμένο όμως, ώστε να το χρησιμοποιούμε κάθε μέρα.

Περιφρονητικό και αυτό για πτυχία κλπ...

  1. - Αγάπη μου, μην ξεχάσεις τυρί, ρύζι, γάλα και ένα πακέτο όχαρτα.
    - Εντάξει μωρό μου...

  2. - Πέντε χρόνια πανεπιστήμιο και τι πήρα; Αυτό το όχαρτο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο psycho. Ο τύπος που είναι στην κοσμάρα του και δεν έχει καμία επαφή με την εξωτερική πραγματικότητα. Είναι απόμακρος, κλειστός και ακριβοθώρητος. Του μιλάς και είναι φευγάτος.

Ετυμολογικά, ο σχίζας (εναλλακτικάη σχίζα) παραπέμπει στην 'σχιζοειδή διαταραχή' - δηλαδή την συναισθηματική απάθεια. Δεν είναι απαραίτητα επικίνδυνος, αλλά μάλλον ούφο.

- Αγαπητέ, εμένα λες σχίζα, αλλά μου φαίνεται εσύ έχεις δυσκολία να αντιληφθείς τα λεγόμενά μου.

η ηθοποιός Ράνια Σχίζα  (από salina, 05/12/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αλλιώς η Βωβούπολη, δηλαδή το τμήμα του Αμαρουσίου κοντά στην λεωφόρο Κηφισίας που είναι γεμάτο με κτήρια που κατασκεύασε ο Μπάμπης Βωβός, ή άλλη περιοχή με κτήρια του ίδιου κατασκευαστή, λ.χ. ο Βοτανικός (που δεν έχει όμως ολοκληρωθεί), η γενικά η Αθήνα ως ένας τριτοκοσμικός τόπος, όπου οι εκσυγχρονιστικές λύσεις τ. Ελλαδέξ θεωρείται ότι δεν έχουν και την καλύτερη πχοιότητα. Εξ ου και το β΄ συστατικό -στάν, που παραπέμπει σε υπανάπτυκτο κράτος που μάταια προσπαθεί να ακολουθήσει δυτικά πρότυπα, συχνά με τραγελαφικά αποτελέσματα.

Περισσότερα για το Βωβοκιστάν-Βωβούπολη στον ορισμό του Πάτση.

  1. επιμενω αστροπελεκι, τι δουλεια κανεις; αν θες βεβαια μου λες την αληθεια, διαφορετικά μπορείς να γραψεις: «αστροναυτης σε τροχια γυρω από το Βωβοκισταν» (Εδώ).

  2. Ο εμπνευστής και δημιουργός της «Βωβούπολης» ή «Βωβοκιστάν», του «μαρουσιώτικου Μανχάταν» με τους ενεργειοβόρους γυάλινους πύργους και τις εκνευριστικές, θηριώδεις, προκλητικές επιγραφές με το όνομα του: babis vovos. Ένας επαρχιώτης από τα Φιλιατρά, οπλισμένος μόνο με ένα πτυχίο πολιτικού μηχανικού, θράσος και οράματα από ταξίδια στο Μανχάταν. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από αρχαιοτάτων χρόνων, γενεαί Ελλαδιστανών γλειψιματιώνε τελειοποίησαν την ευγενή πρακτική του γλείφτινγκ (ή, μπρουταλιστί, κωλογλjείφτινγκ).

Όταν οι Έλληνες έγραφαν «Ἐρωτηθείς τις (ο Αντισθένης), εἰ χαλεπώτερόν ἐστιν εἰς κόρακας ἢ εἰς κόλακας πεσεῖν· 'Εἰς κόλακας', ἔφη· 'οἱ γὰρ κόρακες τὰ τῶν τεθνεώτων σώματα διαφθείρουσιν, οἱ δὲ κόλακες τὰς τῶν ζώντων ψυχάς'», οι αγαθοψώληδες πρόγονοι του Γκαίτε επεδίδοντο στην αυτοκοπροφαγία.

Πέον να σημειωθεί ότι το λήμμαν περιγράφει και την προσφιλή πρακτική του προφορικού έρωτα. Και στις δύο περιπτώσεις, πρόκειται για λολοπαίγνιο εκ του γλείφτης και του γαμοσλανγκοεπιθήματος -ινγκ.

Ακολουθεί μουσικό διάλειμμα:

♪♫Αααα, ααα γλειφτετέλι αμάν αμάν γιάλελελι...♪♫

♪♫If you like γλειφο κωλάδαs
τσανακογλjείφτ in the rain...
♪♫

Συνεχίζουμε την κανονική καταρροή του προγράμματός μας.

Όπως σχολίασε συναγωνιστής κάβουρας, το λήμμαν χρησιμοποιείται και ως σαχλολοπαίγνιο για το λίφτινγκ ή ρυτιδεκτομία επί το αρχαιοκαυλέστερον. Ίσως με το υπονοούμενο ότι το τελικό αισθητικό αποτέλεσμα θυμίζει βοϊδογλειψιά.

Σ.σ. προς τα σλανγκαρχίδια τση παρέας: κατά την ανάρτηση του λήμματος αυτούνου, 90% των γουγλοχτυπημάτων έδιναν την μορφή γλύφτινγκ. Είμεθα έθνος ανορθογραφιστών.

Πάσα από το ΔουΠού και συμβολή στον ορισμό: Κχάνος.

- Στην πλειοψηφία σας, οι περισσότεροι είστε κομματικοί χαφιέδες. Εξαιρούνται μερικοί από τους ελεύθερους επαγγελματίες . Οι υπόλοιποι κρατοδίαιτοι κάνουν καριέρα μόνο στο γλύφτινγκ

- Για σοβαρευτείτε λεώ εγώ! Είπαμε καλό το γλύφτινγκ, τα ρουσφέτια και τα προσωπικά συμφέροντα αλλά όλοι στην ίδια χώρα ζούμε και όλοι μαζί θα βουλιάξουμε!!!

- Αν είσαι εχέμυθη, ώριμη και ματσό και θέλεις να χαλαρώσεις και να ξεφύγεις λίγο από το στρες της καθημερινότητας, τότε έχω αυτό που θέλεις κάνω μασάζ σιάτσου, φίστινγκ, γλείφτινγκ, σιγκαπούριαν στον δικό σας χώρο ή στον δικό μου ευπρεπή και πολιτισμένο χώρο. τιμή συζητήσιμη

- ΝΑΙ...ΣΟΥ ΦΑΊΝΕΤΑΙ, ΑΣΠΡΙΣΑΝ ΤΑ ΜΑΛΙΑ ΣΟΥ ΚΑΙ ΕΚΑΝΕΣ ΚΑΙ ΓΛΕΙΦΤΙΝΓΚ, ΑΣΤΑ ΑΥΤΑ...ΓΑΜΠΡΟ ΒΡΗΚΕΣ;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μειωτικός όρος ο οποίος χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει τους οπαδούς του είδους μουσικής το οποίο αποκαλείται «έντεχνο» από όσους αποστρέφονται το συγκεκριμένο είδος. Ο χαρακτηρισμός για τη γυναίκα οπαδό του συγκεκριμένο είδους είναι «εντεχνιάρα» και τα τραγούδια αποκαλούνται «εντεχνιάρικα». Σχηματίζεται από το επίθετο «έντεχνος» και το νεοελληνικό (συνήθως μειωτικό) πρόθεμα -ιάρης (κατά το μυξιάρης, ερωτιάρης, κοκαλιάρης κλπ)

Επειδή το συγκεκριμένο είδος είναι συνήθως κράμα διαφορετικών ειδών μουσικής (ροκ, λαϊκής, ακόμα και παραδοσιακής), αυτόν τον όρο τον χρησιμοποιούν οι οπαδοί των συγκεκριμένων ειδών επειδή θεωρούν ότι όσοι ακούν έντεχνοι είναι φλώροι γιατί δεν ακούν το «καθαρό» είδος που ακούνε αυτοί, αλλά το νοθευμένο «έντεχνο».

Οι καλλιτέχνες τους οποίους αρκεί απλώς κάποιος να αναφέρει για να χαρακτηρισθεί «εντεχνιάρης» είναι ενδεικτικά οι εξής: Ελεονώρα Ζουγανέλη, Νατάσα Μποφίλιου, Γιάννης Χαρούλης, Λουδοβίκος των Ανωγείων, Χαΐνηδες, Αλκίνοος Ιωαννίδης, Μελίνα Κανα, Θανάσης Παπακωνσταντίνου, Φίλιππος Πλιάτσικας, Αδελφοί Κατσιμίχα, ΠΥΞ-ΛΑΞ, Λαυρέντης Μαχαιρίτσας, Σωκράτης Μάλαμας κλπ.

  1. - Έχω κανονίσει με την κοπελιά να πάμε αύριο στη συναυλία της Μποφίλιου.
    - Όχι ρε φίλε, με εντεχνιάρα πήγες κι έμπλεξες;
    - Τί να κάνεις, ο έρωτας θέλει θυσίες...

  2. - Άκουσες καθόλου τον νέο δίσκο του Μάλαμα; Σκέτη ποίηση...
    - Πες μου ότι μας βγήκες κι εσύ εντεχνιάρης τώρα...

  3. - Μας είπαν ότι το μαγαζί παίζει λαϊκά και αντί να ακούσουμε Στράτο Διονυσίου ή έστω λίγο Βασίλη Καρρά, ακούγαμε όλη τη νύχτα Μάλαμα και Μελίνα Κανά. Πήξαμε στα εντεχνιάρικα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

O γκαγκά γεροξεκούτης, το ῥαμολιμέντο με έμενταλ.

Θηλ.: γκαγκαδιάδα, ουδ.: γκαγκαδιάρικο.

Έχει και τα καλά του να είσαι γκακαδιάρης: μαθαίνεις πολλές φορές για πρώτη φορά τα ίδια ευχάριστα νέα.

αουτομπανεύκολο λολοπαίγνιο τιμής ένεκεν και εις μνήμην (από xalikoutis, 19/12/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified