Selected tags

Further tags

  1. Η ψωροκώσταινα, το χάλι στο οποίο ζούμε. Περιφρονητική και απαξιωτική έκφραση για την κάθε τσαρουχοφέρουσα ψευτο-κυριλέ χώρα που το παίζει μούρη.

  2. Η μπανανία, η χώρα καρπαζοεισπράκτορας.

( Δυστυχώς έχω το κοπιράιτ της έκφρασης )

- Άσε ρε με τα βλαχοδουκάτα των Βαλκανίων...

Άμα η μπάλα παιζόταν με τέτοια, θα είχαμε πάρει και το μουντιάλ (από Marco De Sade, 16/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το γάργαρο ρέψιμο.

Νίνος: Με κόλα ρε μαλάκες, στάνταρ...
Λίνος: Παπαριές λές, σεβενάπ δαγκωτό.
Ντίνος: Καί οι δύο είστε λάθος –κοακόλες και γκαζόζες και σαχλαμάρες... Ά' δε πιείς τη σουρωτή σου να στανιάρεις, πώς θα βγεί η καθαρεύουσα ρε μάγκες; Καθάρια πράματα. Να φανταστείτε, πρίν, απο εκπομπή, ο Ζουράρεις –ή μήπως Ζουράρυς;... χμμ...– τελοσπάντων, πάντα κατεβάζει μία σόδα. Μή μιλήσω για τον παπά της ενορίας πρίν το κήρυγμα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Για λόγους slangical correctness είναι νομίζω πάρα πολύ σημαντικό να βρεθεί και στα ελληνικά ένας όρος για τους ομοφυλόφιλους, ο οποίος να έχει μόνο θετικές και καμία αρνητική συνδήλωση, όπως ακριβώς το αγγλικό gay = χαρούμενος. Όπως είπε κι ο πούσταρχος Harvey Milk στην ομώνυμη ταινία: «We like to think ourselves as gay, not queer». Είναι επιτακτική, δηλαδή, η ανάγκη ενός όρου με καθαρά θετικές συνδηλώσεις. Ο πιο κοντινοί όροι στην χαρά του γκέι είναι τα πισωγλέντης και πισωγλεντζές, που δηλώνουν μεν την χαρά του γκέι, αλλά παραμένουν χλευαστικοί. Επίσης, θετικές συνδηλώσεις έχει το γκέης, κατά το «μπέης», το οποίο όμως παραμένει ελλιπώς ελληνικό.

Ενώ έψαχνα τους τελευταίους δύο μήνες έναν όρο, έλαβα έμπνευση από τον χρήστη Vrastaman, που στο απάνθισμα αρχαίων μπινελικίων ανέφερε τις αρχαίες λέξεις αβροβάτης και αβροβόστρυχος ως σημαίνουσες τον γκέι με αβρή περπατησιά και κόμωση αντιστοίχως. Με βάση αυτό το ιστορικό προηγούμενο, θεωρώ ότι το «αβρός» είναι μια καλή λέξη για να ορίσει τον «γκέι», καθώς είναι μια λέξη με καθαρά θετικές συνδηλώσεις και με υπερδισχιλιετή ιστορία για την δήλωση της γκεοσύνης στην γλώσσα μας.

Κατά το Λεξικό Μπαμπινιώτη η λέξη αβρός στα αρχαία σημαίνει «όμορφος, κομψός, τρυφερός», αλλά ενέχει ένα στοιχείο θηλυπρέπειας (με την καλή έννοια). Υπάρχουν βεβαίως και ανδροπρεπείς γκέι, αλλά γενικά η λέξη αβρός έχει ως συνώνυμα τα: Τρυφερός, ανάλαφρος, απαλός, λεπτός, λεπτότροπος, ευγενικός, κομψός, διακριτικός. Συναφώς, η γκεοσύνη θα μπορούσε να δηλωθεί από τις λέξεις αβρότητα και αβροφροσύνη. Το εισηγούμαι, λοιπόν, στο σλανγκεπώνυμο πλήρωμα προς δοκιμήν.

Πέρι: Ήθελε να μου ξαναγεμίσει ο Μπρίλιος το ποτήρι με σαμπάνια, αλλά του είπα «ασ' τις αβρότητες, χρυσέ μου!».

(από joe909, 04/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για ελληνική απόδοση του όρου sexting, της μόδας που θέλει την νεολέρα να ανταλλάσσει γυμνές φωτογραφίες τους μέσω των κινητών τους. Εκ των γυμνό και μήνυμα.

Η υπέροχη αυτή πρακτική έχει λάβει διαστάσεις επιδημίας, καθώς σύμφωνα με έρευνα του Teenage Research Unlimited, το 22% των έφηβων κοριτσιών και 18% των αγοριών έχουν ανταλλάξει γυμνύματα.

Ένα εγγενές ρίσκο που ενέχει ο γυμνυματισμός είναι ότι, μετά τον χωρισμό, ορισμένοι τσόγλανοι διοχετευτούν εκδικητικά τα γυμνύματα των πρώην στο ευρύ κοινό είτε μέσω κινητού είτε μέσω συσιφονίου. Η πρακτική αυτή αποκαλείται αποστολή μπαγαποντογυμνυμάτων.

Λίλιαν: Ακόμα δεν το πιστεύω, ο Πέρι με τον γερομπινέ Μπρίλιο από την μαρτυρική μεγαλόνησο... Λάουρα: Νομίζω ήρθε η ώρα να διαρρεύσουν τα γυμνύματά του! Λίλιαν: Μ.Α.Ο.– Μ.Α.Ο.!

Δες και μούνυμα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση νέας εσοδείας, την οποία αλίευσα σε άρθρο της εφημερίδας Real News. Αναφέρεται σε κατάθεση νυν μοναχού, ο οποίος στο παρελθόν και σε μικρή ηλικία έπεσε θύμα των άρρωστων ορέξεων του παλαιοημερολογίτη πατέρα Νύφωνα, του πατέρα που κατηγορείται για ασέλγεια εις βάρος ανηλίκων.

Η έκφραση, σύμφωνα με κατάθεση του παθόντος, ήταν έμμεση αναφορά στη γενετήσια πράξη, η οποία καθ' ότι γλυκιά, παρομοιάζεται με το μέλι. Βλ. επίσης κεχρί.

Το λήμμα αποδεικνύει, ότι κάποιοι πατέρες είναι δραστήριοι όχι μόνο σε θέματα κτηματομεσιτικά, αλλά και σε γενετήσια, και δυστυχώς εις βάρος αφελών νέων.

  1. Απόσπασμα άρθρου της εφημερίδας Real News:

«Σύμφωνα με τον μάρτυρα, η ηγούμενος τού είπε ότι τον επισκέπτονται οι δαίμονες και τού ζήτησε να πάει στο κρεβάτι του για να προστατευτεί. Εκεί άρχισε να τον χαϊδεύει, λέγοντάς του ότι έτσι θα τού μεταδώσει την απάθεια. Για διάστημα περίπου ενός χρόνου με καλούσε τα βράδια στο κελί του για να μού δώσει το μελάκι».

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο γαμάτος ο αντρούκλας, ο μεγάλος.

Επίσης για θηλυκά συνήθως στο ουδέτερο: μπιτάτο μωρό, μπιτάτο μουνί.

Όταν αφορά αντικείμενο, κάτι πολύ καλό που αξίζει τον θαυμασμό.

Φυσικά, η βαθμολόγηση γίνεται σε μπιτάκια. Όσα πιο πολλά μπιτάκια τόσο ανεβαίνει και το κασέ.

- Πάμε το βράδυ στο καφέ της γωνίας; Δεν έχει καλή μουσική αλλά έχει μπιτάτη σερβιτόρα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η καθιερωμένη μέρα συνάντησης του παντρεμένου με την αντροπαρέα.

Συνήθως Τετάρτη ή Τρίτη που έχει champions league. Η γραπτή 4ωρη άδεια εξόδου μία φορά την εβδομάδα και για συγκεκριμένο τόπο. Απαγορεύονται αυστηρά τα κωλόμπαρα, στριπτητζάδικα, καφετέριες που γίνεται ψωνιστήρι, και άλλα ευαγή ιδρύματα.

Όπως και στο στρατό, η άδεια ανακαλείται όταν συντρέξουν έκτακτες συνθήκες ή άν γίνει κατάχρηση εμπιστοσύνης από τον αδειούχο.

Τέταρτη δεν αδειάζω ρε μάστορα. Είναι μπακουροτετάρτη. Μαζευόμαστε με τα φιλαράκια και βλέπουμε κανά παιχνίδι.

Μας γκαντέμιασε η γυναίκα μου χτές... (από Marco De Sade, 19/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ψευδο-καθαρευουσιάνικη εκφορά του «παλιόπουστας», με υπεραστισμό, κατά το «παλαιοκρασάς» κ.τ.ό. Τον όρο υποστήριξε ο ηθοποιός Μιχάλης Ιατρόπουλος σε εκπομπή της «Ζούγκλας».

(Από μνήμης):
Μάκης Τριανταφυλλόπουλος: Την λέξη «πουστιά» προσωπικά δεν την χρησιμοποιώ για ομοφυλόφιλους, αλλά για δικηγόρους, πολιτικούς, δημοσιογράφους...
Μιχάλης Ιατρόπουλος: Κοιτάξτε, υπάρχουν πολλά είδη ομοφυλοφίλων. Υπάρχει και ο λεγόμενος «παλαιόπουστας»...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατά το «εργατοπατέρας», ο πούστης, κατά κανόνα γερομπινές (με την καλή έννοια) που είναι πούσταρχος και διατηρεί ολόκληρη πουστωδία από νεαρότερα στην ηλικία πουστράκια, τα οποία ενισχύει, επιβοηθεί, προωθεί και γενικά παγιώνει στην δέσμευση και στράτευσή τους στο πουστρηλίκι.

Ίσως και ο πούστης που υιοθετεί παιδί (στο εξωτερικό πιο πολύ συμβαίνει μέχρι αποδείξεως του εναντίου).

Ασίστ: Μάρκο ντε Σαντ.

Ύστερα από τον γάμο στην Τήλο μαζευτήκανε όλοι οι πουστοπατεράδες και συνεδριάζανε πώς να ενισχύσουν τον Τήλιο δήμαρχο που βάλλεται.

Ψηλά τις σημαίες, κορίτσια ! (από Marco De Sade, 19/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

O πανηλίθιος μάγειρας.

- Το γάμησες το στοκ ρε μαλάκα, πόσο μπελτέκας παίζει να είσαι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified