Selected tags

Further tags

Ο άμυαλος, ο μωρός παρθένος, ο έχων μυαλό νηπίου, ο ανεπίδεκτος μαθήσεως, ο άμπαλος γενικότερα...

Προέρχεται από τα αξιολάτρευτα «Τελετάμπις», χαρακτήρες αγαπημένης παρέας τηλεοπτικής σειράς απευθυνόμενης σε παιδάκια προσχολικής ηλικίας, την οποία ο τηλεοπτικός Δρακουμέλ εφηύρε, προκειμένου να τα σκλαβώσει αιωνίως στο κλουβί με τις ηλίθιες... Ως εκ τούτου, απετέλεσαν άλλη μία δικλείδα του συστήματος για την από νωρίς, οπτικοακουστική, ποιμαντορική εξάρτηση του εκκολαπτόμενου τηλεοπτικού ποιμνίου...

Επιπλέον, λόγω της γενικότερης ξενέρας και ανουσιότητας που προξενούσαν στο «κριτικό μάτι», αυτές οι φιγούρες, με τα καμώματά τους, κατ' επέκτασιν, μπορεί ο τελετάμπης να ταυτιστεί με τον ξενέρωτο, τον αδιάφορο, τον νυσταλέο τύπο...

- Άντε, τελετάμπη, κουνήσου! Πάλι μουχλιάζεις στο κομπιούτερ; Σήκω να πα να δούμε κάνα στρινγκάκι στο «μπόντις»!

Teletubbies (από poniroskylo, 17/03/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Αυτός που εναγωνίως προσπαθεί να φτιάξει μια καθωσπρέπει εικόνα για τον εαυτό του με απώτερο σκοπό την πλήρη αποδοχή του από τους υπόλοιπους. Ποτέ δε θα διαφωνήσει με κάποιον κι αν το κάνει το ύφος του θα είναι απόλυτα κόσμιο και με όλους τους τύπους που υπαγορεύει το savoir-vivre. Πάει πάντα με τα νερά του συνόλου προσπαθώντας όσο μπορεί να τοποθετείται ανάμεσα σε όλες τις διαφορετικές απόψεις που τυχόν θα παρουσιαστούν.

  2. Στο χώρο των καλιτεχνών χρησιμοποιείται ως χαρακτηρισμός κυρίως για τραγουδιστές οι οποίοι αναμασούν ή, κατά τους ιδίους, διασκευάζουν και ερμηνεύουν τα ιερά και τα όσια του ελληνικού τραγουδιού. Οι εν λόγω καλιτέχνες με δεδομένη τη δημιουργική στειρότητά τους, κόπτονται κατ' αρχήν για το σουξέ και την επιτυχία περισσότερο παρά για το τραγούδι. Έτσι διαλέγουν ένα καταξιωμένο τραγούδι από τα πολλά υπέροχα του Ελληνικού ρεπερτορίου, βάζοντάς του φωνητικά από διάφορες γκόμενες και άλλα πρόσθετα υποκατάστατα στην ύστατη προσπάθειά τους να το αποδώσουν με τον δικό τους τρόπο. Το αποτέλεσμα είναι συνήθως να του γαμάνε τη μάνα.

Το video του Πανούση είναι όλα τα λεφτά - δες παρακάτω.

«Το νταλαροειδές ονόματι Bono δε μου είναι ιδιαίτερα συμπαθές...το δε συγκρότημα έχει χάσει πλέον τη μουσική μου εκτίμηση, με όσα έχει καταθέσει δισκογραφικά εσχάτως (όπου εσχάτως, εννοώ καμιά 10ετία περίπου). Κρατάω την παρελθοντική τους τραγουδοποιία και προχωράω παρακάτω...»

Δες και νταλάρας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχουν δύο μεγάλες κατηγορίες γιαουρτιών:

  1. Συνθηματική ναρκοσλάνγκ για την κοκαΐνη, σχετικά πρόσφατη. Μια από τις πολλές φλωρατζήδικες μεταφορές για την μεγάλη κυρία των ναρκωτικών, βασισμένη στο λευκόν του πράγματος. Άμα σκεφτείς και το γιαουρτάκι της γιαγιάς με την πέτσα και την ζάχαρη από πάνω, μπορεί να σου θυμίσει το κρυσταλλοειδές της κόκας. Για άλλες φλωρατζήδικες μεταφορές βλ. χιόνι, χιονάτη, νιφάδες, χιονόμπαλα, παγόβουνο, αναψυκτικό και ταλιμπάν και ταλιμπάν...

  2. Στην σεξοσλάνγκ είναι τα φλόκια. Κυρίως, στο ωραίο θέαμα που προσφέρουν όταν απλώνονται χυτά στο λείο γυναικείο δέρμα. Πιθανολογώ ότι ο συνειρμός είναι από το γιαούρτωμα. Οπότε και εδώ έχουμε εκτίναξη σπέρματος δίκην γιαουρτιού στο ταλαιπωρημένο δέρμα, πάντα για το καλό της γυναίκας, σύμφωνα με τον γνωστό εξουσιαστικό φαλλογοκεντρισμό. Το Πονηρόσκυλο έχει καταγράψει και την έκφραση στα μπούτια τα γιαούρτια, όπου μιλάμε μάλλον για υπερεκχείλιση σπέρματος από το αιδοίο και ολίσθησή του στους μηρούς. Το γιαούρτι είναι ένα μόνο από τα γαλακτοκομικά προϊόντα που συνδέονται σλανγκικώς με το σπέρμα, βλ. και τα τυρί, φέτα, γαλατάς.

This definition has the tendency of becoming silly, θα με διέκοπτε ο Graham Chapman...

Σλανγκασίστ: Ένα ακόμη ψιχίο από την σλανγκοτράπεζα του Χότζα.

  1. - Πού 'σαι ρε Μήτσο; Γουστάρεις να χτυπήσουμε κανά γιαουρτάκι;

  2. - Έτσι, έτσι μωρό μου, έεετσι! Ο γαλατάς, ο γαλατάς! Σου φέρνω τα γιαούρτια μανάρι μου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ουρητήρας. Συναντάται συνήθως σε επαγγελματικούς χώρους, όπου στα WC υπάρχει και χέστρα και κατρουλιέρα.

Εστιάτορας: Ρε παιδιά βούλωσε η χέστρα και δε δουλεύει η κατουρλιέρα στο WC. Πού θα κατουράει ο κόσμος;
Υπάλληλος: Ο νιπτήρας δουλεύει, μάστορα;

(από dimitriosl, 18/03/10)(από dimitriosl, 18/03/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκ του «ουρητήριο».

  1. Προσδιορισμός του WC ή του δωματίου ενός χώρου που χρησιμεύει ως WC. Το κατουρητήριο δεν χρησιμοποιείται αποκλειστικά ως ουρητήριο, εκτός αν διαθέτει μόνο κατρουλιέρα και όχι χέστρα.

  2. ΚΤΕΛ: Τα μαγαζιά στα οποία κάνουν στάση οι οδηγοί των ΚΤΕΛ, όπου εκτός από το σχετικό ξαλάφρωμα των επιβατών, γίνεται και ο ανάλογος τζίρος στο κατουρητήριο, αφού οι επιβάτες αγοράζουν διάφορα άχρηστα πράγματα (που δε θα αγόραζαν ποτέ) και καταναλώνουν αμφιβόλου ποιότητας βρώσιμα είδη.

  1. Στο καφέ: - Παιδιά το κατουρητήριο, πού είναι;

  2. Στο λεωφορείο του ΚΤΕΛ: - Θανάση, ευτυχώς που πήραμε από το κατουρητήριο φαγητό σε πακέτο, γιατί δεν τον βλέπω να κάνει άλλη στάση.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός από τη μαρίδα (κοινώς νεολαία) για τόπο, πόλη, κατάστημα, ή σημείο όπου ο μέσος όρων ηλικίας των θαμώνων ή όσων κατοικούν εκεί είναι κοντά στον μέσο όρο ζωής. Η λέξη προέρχεται από το ότι η χρήση τεχνητής οδοντοστοιχίας σε αυτές τις ηλικίες θεωρείται δεδομένη.

Χαρακτηριστικά μασελάδικα:

  • Αιδηψός,
  • Καμένα Βούρλα,
  • Αλυσίδα καφέ «ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ» (για τους παλιότερους),
  • Καφέ Μεγάλη Βρετανία (Στο Σύνταγμα),
  • Παπαγαλίνο καφέ (για κάποιους).
  1. - Ρε Γιώργο, κάθε χρόνο τις μισές διακοπές στην Αιδηψό θα τις περνάς;
    - Ναι ρε πούστη μου. Κάθε χρόνο με τους γονείς μου, ακολουθάμε τον παππού στην στο μασελάδικο.

  2. - Μαίρη, ξεποδαριαστήκαμε. Δεν καθόμαστε για έναν καφέ;
    - Καλά είσαι σοβαρή; Στο μασελάδικο το Παπαγαλίνο θα κάτσω; Πάμε πιο κάτω να καθίσουμε, να χαζέψουμε και κανένα τεκνό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Μπορεί να αναφέρεται σε δυσδιάκριτη υπο-περίπτωση ενός γενικότερου φαινομένου, η οποία συνήθως αμελείται ή παραβλέπεται για λειτουργικούς ή άλλους λόγους και σκοπούς.

Μπορεί, υπό προϋποθέσεις, να χρησιμοποιηθεί όπως οι «ψύλλοι στ' άχυρα».

Μαθηματικά, μπορεί να παρασταθεί με μία τοπική ασυνέχεια ή ακρότατο κατά τμήματα συνεχούς συνάρτησης, ορισμένης σ' όλο το R, ή ως ένα πεπερασμένο στοιχειο υψηλής διακριτοποίησης (του οποίου οι ιδιότητες θεωρούνατι, πρακτικά, αμελητέες), ή ως απειροστικό στοιχείο, μπουρουμπούρου...

Πραγματολογικά, η απεικόνιση μίας «πούτσας», δηλ. ενός μορίου (κάποιου λοστρόμου, Γκασμαδονησιώτη, Φιλιππινέζου μάγειρα, ή ενός θηλαστικού της θαλάσσης) στο αρχιπέλαγος θα μπορούσε να θεωρηθεί μία αμελητέα ποσότης στην ευρύτερη οντότητά του (κοινωνικο-οικονομική, ναυτιλιακή, γεωγραφική, κλιματολογική, κλπ.)...

  1. Ή, μπορεί να αναφέρεται σε αναπάντεχη, απροσδόκητη εμφάνιση ενός φαινομένου ή πράγματος το οποίο, σε συνδυασμό με τα προηγούμενα, μπορεί να «προεξέχει» της γενικότερης στάθμης των πραγμάτων...

Φυσικο-μαθηματικά, αν και απέχουμε πολύ από την κατανόηση των εννοιών της σύγχρονης κοσμολογίας, αλλά γουστάρουμε να την κάνουμε κρεμαστάρια και να την βαφτίζουμε «μπλε», θα μπορούσε να αποσωθεί με τις θεωρίες για παράλληλα σύμπαντα και σκουληκότρυπες....

Στην καθομιλουμένη, το «ξεκάρφωτο», το απιστεύτου, το «ξώμπαρκο» που πετάγεται στη ζωή μας και μας αφήνει σέκους, είναι κάποιες έννοιες που θα μπορούσαν να περιγραφούν από το εν λόγω λήμμα.

  1. Για την ιστορία της φράσης, πιθανότατα ανεφωνήθη δια στόματος τινός λειτουργού των παραμεθορίων νήσων και χερσονήσων (ιδέ το παράδειγμα)...
  1. Μας πήγε τώρα ο Σάββας ο Μπούκερ από τας Σέρρας, σαν μια πούτσα στο Αιγαίο, να μας κάνει το ντι-τζέη και να κατακτήσει την Αμερική...Ανάθεμα κι αν τον ακούσει κανείς στο ντοριτάδικο στο Σαν Ντιέγκο...

  2. Ποιον είδα ρε τις προάλλες; Το Θέμη τον ψηλλό ρε! Στο σταθμό, στην απέναντι αποβάθρα! Ήταν πήχτρα, ρε, σαρδέλες ο κόσμος! Και πεταγόταν η μάπα του σαν μια πούτσα στο Αιγαίο! Καλή φάση!

  3. Ακάκιε! Τρέξε να βαρέσεις τα σήμανδρα! Θαύμα! Φαλλός αναδυόμενος από της θαλάσσης! Του Αγίου Π.. ανήμερα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Υποκοριστικό» της λέξεως πρετζόνι, που προφανώς σχηματίζεται από την λέξη πρεζόνι μαζί με το «τζ» από την αγγλικάνικη ομόλογη της λέξη junkie.

Συνώνυμη με τις: πρέζονας, ζακιπρέ, ζέο, ζάκι.

Σε αντίθεση με τις προαναφερθείσες λέξεις που χρησιμοποιούνται, ως επί το πλείστον, για άτομα που κάνουν χρήση πρέζας (βλέπε και ζαμπόν, ζουζού, κ.τ.λ.) η συγκεκριμένη χρησιμοποιείται κυρίως για να κοροϊδέψει ή να ειρωνευτεί κάποιον (πως αυτά που λέει δλδ είναι αποτέλεσμα χρήσης ουσιών) όταν αυτός είτε είναι μπουρδολόγος- παπαρολόγος με την καλή έννοια, είτε το μυαλό του (λέμε τώρα) έχει πνεύσει τα λοίσθια, με αποτέλεσμα αυτά που λέει να σε κάνουν να μην την παλεύεις, να βαράς ενέσεις.

(συζήτηση μεταξύ σλάνγκου κ «φιλομπαμπανιώτη»)
-…..αφού το έγραψε και ο Μπαμπινιώτης σε λέω. Είναι σίγουρο ρε…
- Εεε άμα το ’πε κι ο Μπάμπης αλλάζει το πράγμα… Δεν μας χέζεις ρε Τζόνι λέω 'γω; Άντε κόψε τα ληγμένα να ησυχάσουμε όλοι μας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πλήρης φράση είναι: πίσω αδέρφια, πέσαμε σε τσιμπούκι.

Προέρχεται από το κλασικό παλαιό ανέκδοτο με τα σπερματοζωάρια. (Για όσους δεν το ξέρουν το παραθέτω στο τέλος).

Χρησιμοποιείται για να δείξει πως ενώ είμαστε σίγουροι για το αποτέλεσμα των προσπαθειών μας ή των ενέργειών μας ή μιας εν εξελίξει υπόθεσης μας, κάτι συμβαίνει και πάνε όλα κατά διαβόλου.

All time classic:

Τα σπερματοζωάρια περιμένουν στα αρχίδια ενός τύπου να ανάψει πράσινο για να τρέξουν να γονιμοποιήσουν το ωάριο. Όσο περιμένουν έχουν πέσει με τα μούτρα στη γυμναστική. Κάθε ένα από αυτά θέλει να είναι αυτό που θα γονιμοποιήσει το ωάριο. Μεταξύ τους όμως ξεχωρίζει ένα σπερματοζωάριο, ο Μήτσος, το οποίο είναι μακράν το πιο γυμνασμένο και φορμαρισμένο από όλα. Ξαφνικά εκεί που γυμνάζονται πυρετωδώς, σημαίνει συναγερμός και το πράσινο φως αρχίζει να αναβοσβήνει. Ο ιδιοκτήτης τους είναι έτοιμος να εκσπερματώσει. Τα σπερματοζωάρια μπαίνουν αμέσως στη γραμμή και όταν δίνεται το σήμα ξεκινούν τρέχοντας ποδοπατώντας το ένα το άλλο. Όμως ο Μήτσος τα προσπερναέι όλα σαν σταματημένα και σε μηδέν χρόνο εξαφανίζεται από μπροστά τους, τρέχοντας σαν τον άνεμο. Τα υπόλοιπα παρόλο που ξέρουν ότι ο Μήτσος θα είναι σίγουρα πρώτος δε σταματούν τον αγώνα και συνεχίζουν να τρέχουν προς την έξοδο. Ξαφνικά και ενώ φτάνουν στην έξοδο, βλέπουν το Μήτσο να τρέχει πανικόβλητος προς τα μέσα, αντίθετα στο ρεύμα. Περνώντας δίπλα τους, κάποιο του φώναξε: «Ρε Μήτσο που πας ρε αντίθετα στο μονόδρομο;» Και ο Μήτσος: «ΠΙΣΩ ΑΔΕΛΦΙΑΑΑΑ ΠΕΣΑΜΕ ΣΕ ΤΣΙΜΠΟΥΚΙΙΙΙΙΙ»

  1. - Τι έγινε ρε εχθές; Έφαγες χυλόπιτα από την Ελένη;
    - Όχι αλλά άκου τι έπαθα: Όσο καθότανε στη μπάρα το σκεφτόμουνα. Κάποια στιγμή το αποφασίζω και σηκώνομαι να πάω να της μιλήσω. Αλλά μόλις φτάνω 2 μέτρα πριν, βλέπω ένα χέρι και της πιάνει τον κώλο. Όπα !!! Πίσω αδέλφια, πέσαμε σε τσιμπούκι. Κάνω μεταβολή και ξανακάθομαι στο τραπέζι μου. Δεν είχα πάρει χαμπάρι ρε πως ήτανε με τον τύπο που καθότανε δίπλα της. Ένα κτήνος 2 μέτρα φίλε.

  2. Αφεντικό: «Γιώργο σφίξε άλλο λίγο τι βίδα και τελειώσαμε»
    Γιώργος (Αφού την παραέσφιξε και έσπασε): «Πίσω αδέλφια. Την κάτσαμε τη βάρκα. Έσπασε.».

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η Δ.Ο.Υ.

Δημόσια Οικονομική Υπηρεσία.

Διεύθυνση Οικονομικών Υπηρεσιών.

Πέρασα από το ξεφραγκάδικο το πρωί και ακούμπησα τη 2η δόση του φόρου. Μας έχουν πιει το αίμα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified