Selected tags

Further tags

Ελληνική απόδοση του οργουελικού newspeak, της επινοημένης γλώσσας των μεγάλων αδελφώνε που ανερυθρίαστα παραποιεί έννοιες.

Στο 1984, ο Orwell αποκαλεί το Υπουργείο Εσωτερικών τση Ωκεανίας «Ministry of Love» (Miniluv). Καθώς η ζωή αντιγράφει την τέχνη, ο Γ.Α.Π. βάπτισε το 2009 το δικό μας Υπουργείο Εσωτερικών «Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη» (Προπό).

Πέρα από την ξύλινη γλώσσα ολοκληρωτικών και μη καθεστωτικών, πρώτης τάξεως νεογλώσσα μπορεί να θεωρηθεί και η νεοεποχίτικη κορεκτίλα. Και φυσικά το νεόκοπο ιδίωμα τση μνjημονιακής εποχής (ετοιμάζεται σχετικό λήμμαν).

Στο φατσομπούκι βλ. σχτικό Λεξικό Ελληνικής Νεογλώσσας.

1.
Νεογλώσσα και Μνημόνιο έχουν συμβιωτική σχέση

2.
Η νεογλώσσα είναι τέκνο του Γκαίμπελς με νονό τον Όργουελ. Είναι η γλώσσα της εξουσίας που έχει αυτονομηθεί από την κοινωνία

3.
Με κόντρα τον καιρό: Ωδή στην ανανεωτική νεογλώσσα

4.
Η «Νεογλώσσα» Των Συνεργαζόμενων Κινήσεων και ο καφές. Δεν έχω πρόχειρο κάτι από Sun Tzu, γι’ αυτό καταφεύγω στο νόμο του Rogers: Τα κενά αέρος εμφανίζονται πάντα όταν η αεροσυνοδός αρχίζει να σερβίρει τον καφέ. Η εξήγηση του Davis στο νόμο του Rogers: Το σερβίρισμα του καφέ προκαλεί κενά αέρος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Νεωτεριστική σύνθετη λέξη από το παίρνω + δίνω. Χαρακτηρισμός ο οποίος αποδίδεται μόνο σε άνδρες με παθητική αλλά και ενεργητική σεξουαλική ομοφυλοφιλική συμπεριφορά.

- Πωπω, κοίτα έναν κουνιστό...
- Να σου πω την αλήθεια, για παιρνοδίνη τον κόβω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν κάτι είναι γαμάτο λες: εκείιιιιιιιι!

- Πωω φίλε, γάμησα μια εχθές, όλα τα λεφτά σού λέω...
- Εκειιιιιιιιι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο/Η ομογενής από την πρώην Σοβιετική Δημοκρατία της Γεωργίας. Εκ του Ρωσσοπόντιος, Ρ.Π., ή τελικά ρου-που.

Η Δήμητρα προσέλαβε μια ρου-που να κοιτάει τον άρρωστο πατέρα της.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Νεόκοπο σλανγκομιμήδι του (προ)εφηβικού πιπιναριού νέας κοπής, εκ της σύντμησης του αγγλικάνικου «you only live once» (YOLO). Carpe diem, όπως έλεγαν και οι αρχαίοι ημών λατίνοι, αλλά όχι με την καλή έννοια.

Το γιόλο μεταδίδεται (ταγκαρισμένο ή αμένσιοτο) από καβλαντιζόμενα σβαγκουροπρεπή μειράκια τ. μπιλήμπερ, ντιρέκτιονερ, στάνερ (και δεν συμμαζεύεται), μέσω τοιουίτερ, φατσομπουκιού, ασκεφέμ, ιμάτζιν, κ.ταλ.

Πέον να σημειωθεί ότι τα γιόλο είναι επικίνδυνα για τους νέους μας καθώς συχνά συνεπάγονται ριψοκίνδυνα καφριλίκια. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το ραπερόνι Ervin McKinness που τιττύβισε το εξής κύκνειο τσίου πριν αφήσει το τελευταίο του yo! στην άσφαλτο: «Drunk af going 120 drifting corners #FuckIt YOLO.»

1
Και επειδή όλοι γνωρίζουμε ότι ο κόσμος θα καταστραφεί σε λίγες μέρες... γιόλο.

2.
- Γιόλο. - Ποιος ήρθε;
- Γιόλο λέω. - Τι είναι γιόλο; Ξέρω τη Γιόλου το χωριό στα ακάμωτα της Πάφου, ξέρω τη Γιόλα της θεία μας που έχουμε να δούμε από πριν γεννηθείς, κεσκεσέ Γιόλο, παιδί μου;

3.
Αναβάζει η άλλη σέλφι στο αμάξι και γραφει γιόλο και στο επόμενο φανάρι τρακάρει και πεθαίνει.

4.
Γιόλο, γιόλο, κι όλο γιόλο, Ο άντρας μου θα φάει ανφόλο

5.
Τώρα δε λέει ο κόσμος ''πάμε γι'άλλα'' αλλά ''πάμε γιόλο''.

6. «Χέιτερς γκοννα χέιτ. Γιόλο. Σουάγκ. Μπιτς πληζ .» Τσεκουριά στο γόνατο, μπετόβεργα στο σβέρκο. Όχι κατ'ανάγκη με αυτή τη σειρά.

7.
Σιγά ρε γιόλο, που για να κάνεις μπάντζι τζάμπινγκ είχες καταπιεί εφτά ηρεμιστικά.

Got a better definition? Add it!

Published

Ινσέψιο ή ινσέψιο φάση, όρος που γεννήθηκε στο τουίτερ αναφερόμενος στην ταινία «Inception» όπου ονειρεύονταν μέσα σε ένα όνειρο ξανά και ξανά δημιουργώντας επίπεδα. Ο όρος ινσέψιο χρησιμοποιείται για χαβαλέ όταν κάνεις ένα πράγμα που θυμίζει ένα άλλο παρόμοιο πράγμα, χρησιμοποιώντας λογοπαίγνιο.

  1. Ινσέψιο είναι να είσαι χασάπης και να σε πιάσει σφάχτης.

  2. Χέζω το κοκορέτσι, δλδ έντερα που περνάνε μέσα απ' τα δικά μου έντερα. Ίνσεψιο φάση.

  3. Μπαίνουν δυο ψηλές μουνάρες σε μία Lamborghini, και το ράδιο παίζει «Ένα όμορφο αμάξι με δυο άλογα». Το λες και ινσέψιο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάποιος που χρησιμοποιεί τη λέξη ''Μεταμοντερνισμός'' περισσότερο από 5 φορές σε δύο λεπτά.

Κάποιος που δεν ακούει Coldplay ''γιατί είναι mainstream'' και του αρέσουν οι Arcade Fire γιατί είναι 7-8 άτομα που τραγουδούν σε δύο γλώσσες.

Κάποιος που μπαίνει σε σελίδες όπως το pitchfork.com

Κάποιος που ''ανακαλύπτει'' ένα νέο άγνωστο συγκρότημα κάθε βδομάδα.

Κάποιος που νομίζει ότι δεν είναι στη μόδα αλλά είναι στη μόδα.

Κάποιος που αποκλείεται να μην αναφέρει τη λέξη ''Βερολίνο'' μετά από 5 λεπτά συζήτησης.

Κάποιος που προέρχεται από αστική, εύπορη οικογένεια και αγοράζει ακριβά ρούχα σε παλιομοδίτικο στυλ.

Ακίνδυνος αμφισβητίας.

Κάποιος που υποτίθεται ενδιαφέρεται να συζητά για τέχνη και για indie συγκροτήματα αλλά είναι πιο ρηχός και από τη στάθμη του νερού στο μπάνιο.

Χιπστέρι - Τον άλλο μήνα είναι η Berlinale. Κανονικός τύπος - Τι είναι αυτό;

Από την Ολυμπιάδα χίπστερζ στο Βερολίνο (από Khan, 28/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γίνομαι καπνός / λούης, την κάνω α λα γαλλικά όταν πιέζομαι ή ξενερώνω αποτομα από μια κατάσταση ή φοβούμενος τις επιπτώσεις εξαφανίζομαι.

Π.χ Στίχος από το τραγούδι των Ημισκουμπριων «Αν ήσουν άλλος»:

Σου 'ταζα γάμο... και την έκανα λάμο.

Στο 2.33. (από Khan, 11/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ζανρ κινηματογραφικής, τηλεοπτικής ή άλλης τρασιάς με πολύ έντονα στοιχεία καφρίλας, αλλά όχι με την καλή έννοια (π.χ. μια κακιά σπλατεριά). Εναλλακτικά, κάθε είδους καφριλίκι.

Εκ του κάφρος και του γαμοσλανγκοτέτοιου -ιά.

1.
Pε οσο τη σκέφτομαι μου αρέσει περισσοτερο!!! ολες οι σκηνές ειναι μια και μια με αποκορύφωμα το φιναλε (πιο πολυ παροδιοχαβαλετζιδικια, καφρικια ταινία παρα horror) οσοι εχετε δει πχ Firefly καταλαβαίνετε τι εννοω...

2.
Πειτε μου τωρα οτι δε θα ξαναδειτε τηλεοραση γιατι ειναι πολυ καφρικια :D::D:D:D:D

3.
se poies tainies stis romantikes i stis kafrikes gt se kapoia kafrikia ekei pou epilexei na se sikosei pao stoixima tha exei fotistiko apo pano sou

4.
Η λυση της web camera που ειπες την σκεφτηκα αλλα θα ειναι λιγο «καφρικια» η ποιοτητα του stream

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το τέως νυμφίδιο που διατηρεί την πιτσιλογένεια του 20+ χρόνια μετά. Εναλλακτικά, πολύ νεαρά μιλφ (κάτω των 25 ετών).

Άλλη μια ευφάνταστη ελληνική απόδοση του αγγλικάνικου MILF(mother I'd like to fuck). Βλ. επίσης: μιλφ, μιλφ σέηκ, μιλφάρα, μιλφέιγ, μιλφομάνα, μιλφού κ.ά.

Αγγλογαλλιστί: milfette.

1.
- η Χριστίνα Αλεξανιάν έχει εξελιχτεί σε απείρου κάλλους μιλφίδιο.

2.
- παντως στο στομα της τα χα δωσει καποτε....τα πηρε γελωντας κιολας....βασικα το μιλφιδιο ειναι για πολυ αγριο σεξ και ξυλο...... :2funny: :2funny:

3.
- Και εγώ θα ήθελα χωρίς ενδοιασμούς να κάνω τις βλακείες του.Να βγάζω γκόμενα μιλφίδιο και να βαράω τατού με το όνομά της.Μετά απο 1-2 μήνες που θα έβρισκα άλλη,ξανά τατου και πάει λέγοντας.Να εφτανα στα 50,γεμάτος τατού απο ονόματα γυναικών(ε) και να τα έπινα στο καφενείο διηγώντας ιστορίες μέχρι να πεθάνω απο αλκοολισμό

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified