Further tags

Το παρακάτω γλωσσάρι frangrec δεν πρέπει να θεωρηθεί ισότιμο με τα διάφορα greeklish, franglais, spanglish, portuñol, κλπ., που χρησιμοποιούν μισές-μισές λέξεις δύο διαφορετικών γλωσσών σε μια ίδια φράση, από άγνοια ή σκόπιμα.

Επίσης, τα λεγόμενα «φραγκολεβαντίνικα» είναι όταν χρησιμοποιείται το λατινικό αλφάβητο για να γραφτούν ελληνικές λέξεις, όπως παλιά, στη Διασπορά, όταν και όπου δεν υπήρχε διαθέσιμο ελληνικό πληκτρολόγιο.

Εδώ μιλάμε για καθαρά γαλλικές λέξεις που, από άγνοια ή επιδειξιομανία των παλαιοτέρων, αφομοιώθηκαν και ενσωματώθηκαν στα ελληνικά με την, κατά το δυνατόν, ίδια προφορά και σχεδόν πάντα με το ίδιο νόημα. Το παρουσιάζω στο σλανγκρ γιατί φρονώ ότι, κατά κάποιαν έννοια, τούτες οι λέξεις είναι σλανγκ, και διότι πολύ λίγες απ' αυτές βρίσκονται στα «ευπρεπή» λεξικά. Εννοείται ότι δεν εξαντλείται εδώ το θέμα. Απλώς έβαλα στη σειρά όσα θυμόμουνα ... Τι να σου κάνει ένα μυαλό χειμώνα-καλοκαίρι.

αβάν-γκάρντ: avant-garde
αβάν πρεμιέρ: avant première (θέατρο, κινηματογράφος, κλπ.)
αβαντάζ: avantage αβολοντέ: à volonté
αγκαζέ: engagé αγκράφα: agrafe
αλακάρτ: à la carte
αλάρμ: alarme(s)
αμορτισέρ: amortisseur
αμπιγέζ: habilleuse
αξεσουάρ: accessoire
απροπό: à propos (επ'αυτού, παρεμπίπτουσλυ, κλπ)
αργκό: argot
ασανσέρ: ascenseur ασίστ: assiste (μπάσκετ, κλπ)
ασορτί: assorti
ατελιέ: atelier
ατού: atout (στα χαρτιά)
αφάν γκατέ: enfant gâté

βαλέ(ς): valet
βαποριζατέρ: vaporisateur (spray)
βεντιλατέρ: βεντιλατέρ
βεραμάν: vert amande (χρώμα[/i]: πράσινο αμυγδαλί)
βερνισάζ: vernissage βερσιόν: version
βιολέ: violet (το χρώμα)
βιτρό: vitraux
βολάν: volant.
βολοβάν: vol au vent

γκαζόν: gazon (χλοοτάπητας, όχι εκείνο το «αξύριστο» που νοσταλγώ)
γκανιάν: gagnant
γκαράζ: garage γκαρσονιέρα: garçonnière γκουρμέ: gourmet
γκραν γκινιόλ: grand-guignol

εκλαντόρ: «éclat d'or»
εκλέρ ή εκλαίρ: éclair (comme au chocolat) εμπριμέ: imprimé
ενζενύ: ingénue
ενσταντανέ: instantané
εξτραφόρ: extra fort εστέτ: esthète εταζέρα: étagère

ζάντα: jante
ζαρτιέρα: jarretière
ζελατίνη: gélatine
ζελέ(ς): gelé(e)
ζεμανφού, ζεμανφουτισμός, ζεμανφουτίστας, ζεμανφουτίδης: je m'en fous, je m'en foutisme, je m'en foutiste
ζεν πρεμιέ: jeune premier ζιγκολό: gigolo
ζιλέ: gilet (σε αχρηστία: γιλέκο)
ζιλέτ: Gilette (μάρκα ξυραφάκι)
ζο(ν)γκλέρ: jongleur

καλσόν: caleçon (όχι το αντρικό σώβρακο) καμαμπέρ: camembert (TO τυρί)
καμουφλάζ: camouflage καουτσούκ: caoutchouc
καμπαρέ: cabaret
καμποτάζ: cabotage
καντράν: cadran
καπό: capot. καρέ: carré (το χτένισμα)
καρέ: carré (στο πόκερ) καρέ (τα): carrés (μικρή και μεγάλη περιοχή στο ποδόσφαιρο)
καρέ-καρέ: carré (par) carré καρμπυρατέρ ή καρμπιλατέρ: carburateur
καρμπόν: carbon(e)
καρό: carreau (στα χαρτιά) καρνέ: carnet
κασκαντέρ: cascadeur (όχι το αγγλικό stuntman) κασπό: cache-pot (κάλυμμα για όταν η «γλάστρα» είναι άσχημη)
κέντα: quinte (μόνο στο πόκερ)
κις λορέν: quiche lorraine
κλισέ: cliché
κλος: cloche (για φούστα, όχι για καμπάνα)
κολάν: collant
κομπλέ: complet ή comblé
κομπλιμάν: compliment
κομφετί: confetti
κομφόρ: confort κονσομασιόν: consommation
κονσοματρίς: consommatrice
κοντέρ: compteur
κοντράστ: contraste
κονφερανσιέ: conférencier
κουλέ(ς): coulée (μόνο στο μπιλιάρδο)
κουμπλάν: coup blanc
κουπ: coupe (de cheveux) κουπέ: coupé (για διαμέρισμα τρένου / για σπορ αυτοκίνητο)
κουτουπιέ(ς)/κουντεπιέ(ς): coup de pied
κραγιόν: crayon κρεμ: crème (το χρώμα ή το γλυκό)
κροσέ: crochet (είδος μπουνιάς)
κροσέ: crochet (βελονάκι)
κρουασάν: croissant κρουπιέ(ς): croupier

λαμπα(ν)τέρ: lampadaire
λεβιέ ή λεβιές: levier λικέρ: liqueur

μαγιό: maillot
μαιν-κουράντ: main courante (για ξενοδοχεία)
μακιγιάζ: maquillage
μακιγιέζ: maquilleuse
μακό: maco (βαμβακερό ύφασμα)
μανικιούρ: manicure μανόν: manon (για τα νύχια)
μαντάμ: madame
μα(ντ)μουαζέλ: mademoiselle
μαρόν γκλασέ: marron glacé. μασάζ: massage μασέζ: masseuse
μασέρ: masseur (καμία σχέση με «ma soeur»)
μασίφ: massif
μασπιέ(ς): marchepied
μενού / μενύ: menu μεσιέ: monsieur
μετρ ντ'οτέλ: maître d'hôtel
μιζανπλί: mise-en-plis μιλφέιγ ή μιλ-φέιγ: mille-feuilles
μιξάζ[/i]: mixage μονόκλ: monocle
μοντάζ: montage μοντέρ: monteur (κινηματογράφος - ηχοληψία)
μοτέρ: moteur
μπακαρά: baccarat (παιχνίδι με χαρτιά)
μπακαρά: baccarat (κρύσταλο πολυτελείας)
μπαλαντέζα: baladeuse (ηλεκτρολογία)
μπαλαντέρ: baladeur (τζόκερ)
μπαμπά: baba (comme au rhum)
μπαράζ: barrage μπας κλας: basse classe
μπατόν-σαλέ: bâton salé (αχρ. κριτσίνι αλμυρό, κλπ)
μπεν μαρί: bain-marie (για μάγισσες / μαγείρισσες, απ'την αρχαία Αίγυπτο)
μπεν μιξτ: bain mixte (αχρ. παραλία για άντρες ΚΑΙ γυναίκες)
μπερέ: béret
μπετόν αρμέ: béton armé
μπιγκουντί: bigoudis
μπιζού: bijou
μπιζουτιέρα: bijoutière
μπισκότο: biscotte / biscuit μπιφτέκι: bifteck (γαλλ.) beefstake (αγγλ.) μπλαζέ: blasé
μπλε: bleu
μπλε μαρέν: bleu marine
μποέμ: bohème (λίγοι μείναμε[/i]: σαν τους μάγκες, μάς πάτησε το τρένο)
μπομπονιέρα: bonbonnière
μπον φιλέ: bon filet
μποξ: boxe
μποξέρ: boxeur
μπορντό: bordeaux (το χρώμα / το κρασί)
μπουάτ: boîte (de nuit)
μπουζί: bougie (κανονικά = κερί)
μποϋκοτάζ: boycottage μπούρδα: bourde
μπουρζουά(ς): bourgeois. μπουρζουαζία: bourgeoisie. μπουφάν: bouffant
μπουφέ: buffet μπρελόκ: breloque
μπρικόλα: bricole (μόνο στο μπιλιάρδο)

νατ(ο)υραλιζέ: naturalisé (όπως πολλοί ξένοι ποδοσφαιριστές, κλπ.)
νατύρ (μορτ): nature (morte)
νεγκλιζέ: négligé
νεσεσέρ: nécessaire (σαν το βαλιτσάκι)
νουβέλ βαγκ: nouvelle vague ντεγκραντέ: dégradé (χρωματισμός μαλλιών)
ντεζαμπιγιέ: déshabillé (ελαφριά προκλητική ρόμπα)
ντεκαπάζ: décapage (αποχρωματισμός μαλλιών για αλλαγή χρώματος)
ντεκλαρέ: déclaré (χύμα και τσουβαλάτα)
ντεκολτέ (αβυσσαλέο/λυσσαλέο): décolleté
ντεκόρ: décor
ντεκορατέρ: décorateur
ντεκορατρίς: décoratrice
ντεκουπάζ: découpage (χωρισμός σεναρίου πριν το μοντάζ)
ντεμί: demi (όχι η μπίρα-ποτήρι, που λένε στη Γαλλία)
ντεμί/πανσιόν/σεζόν: demi/demie pension/saison
ντεμοντέ: démodé (εκτός μόδας)
ντε πιες: deux pièces (όπως πχ μπικίνι)
ντεμπραγιάζ ή αμπραγιάζ: débrayage. ντεφιλέ: défilé (στη μόδα) ντίζα: duse (καλώδιο του συμπλέκτη)
ντιζέζ: diseuse ντιζέρ: diseur (σχεδόν συνώνυμο του κονφερανσιέ)
ντουί: douille
ντουμπλ φας: double face (το μέσα-έξω)
ντους: douche

οβάλ: ovale
ογκρατέν: au gratin
οντισιόν: audition
οπερατέρ: opérateur
οτ κουαφίρ: haute coiffure
οτ κουτίρ: haute couture
οψιόν: option (για χρηματιστήριο, ποδόσφαιρο, κλπ.)

παλτό: paletot
παντα(ν)τιφ: pendentif
πα-ντε-ντε: pas-de-deux (στο μπαλέτο)
παντεσπάνι: pain d'Espagne
παντόφλα: pantoufle
παντοφλέ: γαλλοπρεπές παράγωγο της παντόφλας (στη γαλλική αργκό, pantouflé είναι ο δημόσιος υπάλληλος που περνάει στον ιδιωτικό τομέα
παραβάν: paravent
παρκέ: parquet
παρμπρίζ: pare-brise
παρτενέρ: partenaire
παρτέρι: parterre
παρτούζα: partous(e) (ή αλλιώς[/i]: πάρτυ με ούζα)
παρφαί: parfait (γλύκισμα ή/και παγωτό) παρφαιταμούρ: parfait amour (σε αχρηστία[/i]: παλιό λικέρ, σαν το «κουρασάο»)
πασέ: passé
πασπαρτού: passe-partout (γενικό αντικλείδι)
πατέ: pâté
πατινάζ: patinage
πατρόν: patron (μόνο για κοπτορραπτούδες)
πελούζα: peluse (χλοοτάπητας, ξανά!)
πεντικιούρ: pédicure περμανάντ: permanente πετάλι ή πεντάλι: pédale (όχι η αδερφή).
πικέ(ς): piqué (μόνο στο μπιλιάρδο) πιστόλι: pistole(t)
πιστόνι: piston
πλασέ: placé (σε ιπποδρομίες)
πλασέ: placée
πλασιέ: placier
πλατό: plateau (στο σινεμά) πλαφόν: plafond (οικονομικός όρος, καμιά σχέση με ταβάνι) πλερέζα: pleureuse (αρχικά = μοιρολογίστρα)
πλιάν: pliant (αχρ. πτυσσόμενο έπιπλο, καρέκλα, κλπ)
πλισέ: plissé
πορτατίφ: portatif
πορτμπαγκάζ: porte-bagages. πορτ-μαντό: portemanteau
ποσέ: poché (όπως τ'αυγά)
ποτ πουρί: pot pourri
πουά: pois (σε σχέδιο) πουλέν: poulain
πουρμπουάρ: pourboire
πρεμιέρα: première
πρενς ντε γκαλ: «Prince de Galles» (το ύφασμα)
πρεστίζ: prestige
πριβέ: privé
προφίλ, τρουά-καρ, αν-φας: profil, trois-quarts, en face (πόζες σε φωτογραφίες) προφιτερόλ: profiterole
πτι-φουρ: «petit four»

ρεβάνς: revanche
ρεζερβέ: réservé
ρελάνς: relance (στα χαρτιά, πόκερ, κλπ.)
ρελαντί: ralenti
ρεβεγιόν: réveillon
ρεμούλκα: remorque
ρεπετισιόν: répétition (επανάληψη)
ρεπορτάζ: reportage ρεζερβουάρ: réservoir ρεπό: repos (άκλιτο, πληθ. τα ρεπά)
ρεσεψιόν/ρεσεψιονίστ: réception/réceptionniste
ρετιρέ: retiré
ρετούς (-σάρισμα): retouche
ριγέ: rayé (ίσως απ'το ιταλικό «riga», με γαλλοπρεπή προφορά)
ροζ: rose (couleur)
ροζέ (κρασί): rosé
ρομπ ντε σαμπρ: robe de chambre
ρουά ματ: roi mat
ρουλεμάν: roulement
ρουζ: rouge (à lèvres)

σαβουάρ βιβρ: savoir vivre
σαλατιέρα: saladier
σαλέ: chalet (αχρ. εξοχική, συνήθως ξύλινη, κατοικία)
σαλέ: salée[/i]: αλμυρή > τσουχτερή (όπως μια «λυπητερή»)
σαμποτάζ: sabotage σαμπρέλα: chambre à air
σανβουάρ: sans voir (συνώνυμο[/i]: αβλεπί)
σαντιγί: (crème) Chantilly
σασμάν: changement
σατομπριάν: chateaubriand (κακοφτιαγμένο > «σκατομπριάν», με χορταρικά > «σατομπριάμ») σεζ-λονγκ: chaise-longue σεζόν: saison
σένιος: signé
σελοφάν: cellophane
σεπαρέ: séparé
σεμέν: chemin (κέντημα)
σεμέν ντε φερ: chemin de fer (παιχνίδι με χαρτιά)
σεσουάρ: séchoir
σερβί: servi (στο πόκερ)
σερί: série
σερπαντίνα: serpentine
σεφ: chef
σικέ: chiqué (στημένος αγώνας, κλπ.)
σικλαμέν: cyclamen (το χρώμα[/i]: αντιδάνειο από το ελληνικό κυκλάμινο)
σιλανσιέ: silencieux
σινεμά: cinéma (αντιδάνειο)
σινιέ: signé (griffe, sigle) σινιόν: chignon
σιφονιέρα: chiffonnière
σκαμπό: escabeau
σοκ: choc
σος ή σως: sauce (παντός είδους σάλτσα, όχι ο χορός)
σοσόνι: chausson
σοτέ: sauté (πχ κρέας μαγειρεμένο, όχι «πηδημένο»)
σου: chou (γλυκό, όπως λέμε[/i]: Ο Κύριος με τα σου)
σουβενίρ: souvenir
σουβέρ: sous-verre
σουμπρέτα: soubrette σουξέ: succès
σουπιέρα: soupière
σουπλά: sous-plat
σουρεάλ -(ισμός): surréel /surréalisme
σουτέρ: shooteur (ποδόσφαιρο, μπάσκετ, κλπ)
σουτιέν: soutien-gorge (εμείς οι πονηροί κόψαμε το ... «στήθος»)
σουφλέ: soufflé
σοφιστικέ: sophistiqué (ελληνικό αντιδάνειο)
σπασουάρ: suspensoir
σπεσιαλιτέ: spécialité
σπιράλ: spiral (ενδομήτριο αντισυλληπτικό / εντομοκτόνο)

ταγέρ: tailleur (όχι ο ράφτης[/i]: το γυναικείο κουστουμάκι)
τακτ: tact
ταμπλ ντ'οτ (με διάφορες ορθογραφίες): table d'hôte
ταμπλό: tableau
ταμπλό βιβάν: tableau vivant
ταπί: tapis (fauché, καμία σχέση με χαλί). τατουάζ: tatouage
τεραίν ή τερέν: terrain
τετ-α-κε: tête-à-queue
τετ-α-τετ: tête-à-tête
τιρκουάζ: turquoise
τιράζ: tirage
τιραμισού: tiramissou (όχι με τη γαλλική προφορά[/i]: τιγαμησού
τουρνικέ(ς): tourniquet (μόνο στο μπιλιάρδο) τουρνουά: tournoi
τρακ: trac
τρακτέρ: tracteur (όχι η ρεμούλκα)
τρικαντό: tricanton (αχρ. στρατιωτικό/ναυτικό τρίκωχο)
τρουά-καρ: trois-quarts (3/4)
τρυκ ή τρικ: truc

φαβορί: favori (σε παιχνίδια, αγώνες, κλπ.) φαβορίτα: favori
φαμ φατάλ: femme fatale φανταιζί: fantaisie φαρσέρ: farceur
φασαμέν: face-à-main (σε αχρηστία[/i]: ματογυάλια με χειρολαβή)
φασόν: façon (για παλιές κοπτορραπτούδες, κατ'οίκον)
φέιγ-βολάν: feuille(s) volante(s)
φερμουάρ: fermoir
φερ φορζέ: fer forgé
φιλέ: filet = για φάγωμα (αν είναι κρέας), για πήδημα/άλμα (αν είναι άθλημα)
φιλμ νουάρ: film noir φίνα: fine (στο μπιλιάρδο)
φιναλίστ: finaliste
φις: fiche (ηλεκτρολογία)
φλαμπέ: flambé
φλος: flush (στο πόκερ)
φλος ρουαγιάλ: flush royal (στο πόκερ)
φλου: flou (όπως ο «Μπάμπης ο Φλου»)
φλου αρτιστίκ: flou artistique (φωτογραφία, κινηματογραφία, κλπ.)
φοντάν: fondant
φοντύ: fondu(e)
φο-μπιζού: faux bijou (όχιφο-βυζού...)
φραπέ(ς): frappé (παγωμένος, όχι μόνο ο καφές)
φουαγέ: foyer
φουαγκρά: foie gras
φρένο: frein φρουί γ(κ)λασέ: fruit glacé
φρουί ζελέ: fruit gelé
φρουτιέρα: fruitière

Σ.ς.: Tous les textes de Dino Garoux sont déposés sous la mention légale P2E7197©Copyright-France.com et toute reproduction partielle ou intégrale sans son accord est strictement interdite.

Ολόκληρο το λήμμα προσφέρεται για παράδειγμα.
Κάθε προσθήκη ευπρόσδεκτη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο όρος μπορεί να χρησιμοποιηθεί ψιλοδοκίμως για να χαρακτηρίσει ένα ινστιτούτο όπου προσφέρεται μασάζ. Είναι, όμως, και ένας από τους σημαντικούς όρους του μπουρδελικού ιδιώματος για να δηλώσει το "μασατζίδικο" (wink wink nudge nudge), δηλαδή το ευαγές ίδρυμα που υπό το πρόσχημα ή την αφορμή του μασάζ προσφέρει εντέλει υπηρεσίες φραπενείου, τσιμπουκάδικου ή και μπριζολάδικου. Πρόκειται για τα λεγόμενα "μασατζίδικα που γαμάς" (ή έστω "μασατζίδικα που φραπάς"), γνωστά και ως λαδάδικα ή λαδομάγαζα.

  1. Happy endings υπάρχουν μόνο στα μασατζίδικα. (Από το Twitter).
  2. ΑΡΧΙΜΠΡΑΒΟΣ- ΠΡΟΑΓΩΓΟΣ ΤΗΣ ΑΛΒΑΝΙΚΗΣ ΜΑΦΙΑΣ- ΣΚΛΗΡΟΣ ΝΤΙΛΕΡ ΝΑΡΚΩΤΙΚΩΝ ΜΕ “ΑΙΣΘΗΜΑ” ΣΕ ΠΑΡΑΝΟΜΟ ΜΑΣΑΤΖΙΔΙΚΟ ΚΑΙ ΤΑΤΟΥ ΤΟΥ ΤΣΕ ΓΚΕΒΑΡΑ Ο ΜΑΝΙΑΚΟΣ 35ΧΡΟΝΟΣ ΠΟΥ ΜΑΚΕΛΕΨΕ 15 ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ ΣΤΟΝ ΠΕΙΡΑΙΑ. (Μακελειό).
  3. Για ξεκώλιασμα δεν ξέρω... Το κωλοδάχτυλο από μουνάρες σε συνδυασμό με πίπα όμως είναι ωραίο. Μου αρέσει να μου γλύφει τα αρχίδια και τον πούτσο και να έχει ΕΝΑ δαχτυλάκι στον κώλο μου απαλά. Το κάνουν και κάποιες μασατζούδες σε μασατζίδικα που γαμάς και μου αρέσει πολύ. (Από το Greek Foot).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άλλη μία -ίλα, γαλλικής προέλευσης ετούτη, από το ντεμοντέ = ξεπερασμένο, πασέ, περσινά ξινά σταφύλια ένα πράμα. Προσοχή μόνο στους αναγραμματισμούς, γιατί η ντεμοντίλα, αν και γριέντζω μπορεί ακόμα και ψημένους στην αριστερή ιστορικοπολιτικοκοινωνικο- θεωρητικοακτιβιστοσυνδικλπ ορολογία να τους ψαρώσει τόσο που να ψάχνονται στα όρια της προσωπικής νίλας.

  1. - Ελα μου ντε;; Ποιοι είναι άραγε οι αντιιμπεριαλιστικοί στόχοι πάλης; Μηπως το "Εμπρός λαε εξω από την ΕΕ"; Μπας και είναι το "Εξω οι στρατιωτικές βάσεις και το ΝΑΤΟ"; Α πα πα τετοια ντομεντίλα.
    - έσπασα το κεφάλι μου να καταλάβω τι είναι το "ντομεντίλα"! Είπα και 'γω τόσα χρόνια στο κομμουνιστικό κίνημα μου ξέφυγε όρος; Τελικά μήπως εννοείς "ντεμοντίλα" από το ντεμοντέ;
    - ντομεντίλα έγραψα;; καλά κατάλαβες - ντεμοντίλα! εδώ

  2. Τι ντεμοντιλα θεε μου!!! Τι μας τα δειχνετε βρε παιδια; Ειλικρινα υπαρχει καποιος που να τον νοιαζει;;! αλλού στο νέτι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για επαγγελματικό εξοπλισμό κοπτοραπτικής εικόνας ή ήχου. Χρησιμοποιείται για την επεξεργασία ταινιών, τηλεοπτικών σειρών, εκπομπών, και ταλιμπάν, προκειμένου να περικοπεί ή να αλλάξει η σειρά των σκηνών κατά το δοκούν (για περισσότερα, βλ. εδώ).

Πιο αδόκιμα (αλλά και πολύ πιο ξύλινα), η μονταζιέρα φοριέται ολοένα και συχνότερα στο (παρα)πολιτικό ντισκούρ αναφορικά σε όσα «κέντρα» θέλουμε να επιδίδονται σε σταλινογκεμπελσικές μηχανορραφίες, χαλκεύοντας, κατασκευάζοντας και μοντάροντας ειδήσεις δίκην (μικρο)κομματικής προπαγάνδας.

Αυτό δηλαδή που εμείς οι σλάνγκοι αποκαλέσαμε μοντουλοκατυνιά, μπηφόρ ιτ γουός κουλ.

1.
- Σκληρή επίθεση εναντίον του Αντώνη Σαμαρά εξαπέλυσε ο ΣΥΡΙΖΑ χαρακτηρίζοντας τον «ως πρωθυπουργό της μονταζιέρας» και τον κατηγόρησε ότι για μια ακόμη φορά στην ΔΕΘ προσπάθησε να εξαπατήσει τους πολίτες με σωρεία ψεμάτων.

2.
- Μέχρι στιγμής το σύνηθες ήταν να χρησιμοποιείται για τα γραφεία των πολιτικών κομμάτων, για παράδειγμα, η μονταζιέρα του Μαξίμου ή η μονταζιέρα της Συγγρού, η μπλέ μονταζιέρα. Το γεγονός ότι η Κουμουνδούρου απευθύνθηκε με αυτόν τον χαρακτηρισμό στο πρόσωπο του ίδιου του πρωθυπουργού, υποδηλώνει μια ευθεία επίθεση με ιδιαίτερα αιχμηρή προσβολή για το πρόσωπό του...

3.
- ΣΥΡΙΖΑ: Οι δηλώσεις της εβραϊκής ένωσης θυμίζουν - «μονταζιέρα» της Συγγρού.

4.
- Η Τσαλιγοπούλου διαψεύδει τη μονταζιέρα Ιστοσελίδας: «Εγώ πάντως θα ψηφίσω ΣΥΡΙΖΑ»

5.
- Εντάξει! Η εμπάθεια τους έχει καταγραφεί. Και το μίσος τους επίσης. Οι μπλέ - κόκκινο - ροζ μονταζιέρες σε φωτογραφίες της ΧΡΥΣΗΣ ΑΥΓΗΣ, δίνουν ρεσιτάλ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γαλλική έκφραση που σημαίνει: αναζητήσατε τη γυναίκα. Όταν αναφέρουμε τη συγκεκριμένη φράση εννοούμε πως υπεύθυνη για κάποιο δυσάρεστο συμβάν είναι κάποια γυναίκα. M’ άλλα λόγια στην ατάκα: “πυρ, γυνή και θάλασσα τα τρία κακά του κόσμου”, ανοίγουμε την κουρτίνα 2.

Αν θέλει τώρα ο ποιητής να μιλήσει για διάσημες γυναίκες-αράχνες μπορεί να μιλήσει αρχικά για την Εύα (πρώτη διδάξασα -αυτό το μήλο στο λαιμό μας έχει κάτσει από τότε),τη Μεσσαλίνα (που ’χε κάνει τάρανδο απ’ τα κέρατα τον βλάκα τον Κλαύδιο), την Κλεοπάτρα που πήρε στο λαιμό της τον Αντώνιο, τη μεγάλη Αικατερίνη που υποσκέλισε το βλάκα το σύζυγο της τον Πέτρο το Γ', προτού τον φάει λάχανο και τα λοιπά και τα λοιπά.

Όπως γαρ, λέει και το άσμα, ο Αντώνης ο βαρκάρης ο Σερέτης, για χάρη της Κάρμεν από ψαράς έγινε ταυρομάχος και μετά μακαρίτης.

Ωστόσο κυκλοφορεί και ως παράφραση της φράσης σερσέ λα φαμ, η φράση: σερσέ να φαμ, την οποία έλεγε ο Καραγκιόζης. Η φράση αυτή σημαίνει: αναζητήστε σαν κίνητρο για κάποια κακή πράξη τη μάσα, την απληστία, τον εύκολο πλουτισμό.

Μερικές φορές το σερσέ λα φαμ και το σερσέ να φαμ συνδυάζονται (βλ δεύτερο παράδειγμα).

  1. Σερσέ λα φαμ (ρεμπέτικο άσμα)

Κι αν γυρίζουμε ξενύχτηδες τα βράδυα
κι αν ρομάντσες τραγουδάμε στα σκοτάδια
κι αν τα νιάτα μας τα κάνουμε ρημάδια
και με πόνο τα ποτήρια μας ρουφάμ'
σερσέ λα φαμ σερσέ λα φαμ

Κι αν δεν πάμε στη δουλειά μα και στο σπίτι
κι αν ο έρως μας τραβάει σαν τον μαγνήτη
κι αν γουστάρουμε τον βίο του αλήτη
κι αν δεν έχουμε και σήμερα να φάμ'
σερσέ λα φαμ σερσέ λα φαμ

Κι αν η μοίρα μας ταράζει στα χαστούκια
κι αν στα μάγουλα το δάκρυ κάνει λούκια
κι αν τα τρώμε μέχρι φράγκο στα μπουζούκια
κι αν στη ψάθα κακομοίρηδες ψοφάμ'
σερσέ λα φαμ σερσέ λα φαμ

Συνθέτης:Βασίλης Τσιτσάνης

  1. - Έμαθα που λες πως ο Κώστας μετά από τέτοια περιουσία, είναι πια πανί με πανί. Απ’ ότι ξέρω δεν χαρτόπαιζε. Ξέρεις τι έφταιξε;
    - Σερσέ λα φαμ αλλά και σερσέ να φαμ φίλε. Δύο σε ένα.
    - Δηλαδή;
    - Να….του πέσε από κοντά μια τσουλίτσα, τον έκανε να την ερωτευθεί τρελά, τον παντρεύτηκε και αφού τον έχωσε καλά καλά μες’ το βρακί της, τον κατάφερε να γράψει όλη την τεράστια περιουσία του στο όνομα της και μετά …. τον χώρισε.

  2. (http://www.basketblog.gr/index.php;option=com_content&task=view&id=13392&Itemid=26)

Σερσέ λα φαμ Του Γιώργου Κογκαλίδη
31/07/2008 (21:01)

Θα αφήσει τον... γάμο να πάει για... πουρνάρια; Το ερώτημα πλέον είναι ένα: Ποιος είναι ο «γάμος» και ποια τα «πουρνάρια». Όπως και να ‘χει το ζήτημα, η μέλλουσα κυρία Σύμτσακ ενδέχεται να καθορίσει το μέλλον του παίκτη της ΑΕΚ, ο οποίος ενδέχεται να μείνει εντός κι επί τ’ αυτά, παρότι τα έχει βρει σε όλα με τον Δημήτρη Δρόσο.
Ο φόργουορντ της «Ένωσης» συμφώνησε σε όλα με τον μεγαλομέτοχο του ΠΑΟΚ, αλλά υπάρχει ένα μικρό πρόβλημα. Πριν από λίγο καιρό έκανε πρόταση γάμου στην καλή του, η οποία όμως δεν δείχνει διατεθειμένη να φύγει από το «κλεινόν άστυ». Αν δεν ξεπεραστεί η αντίρρησή της, δεν αποκλείεται ο Σύμτσακ να παραμείνει στην ΑΕΚ, καθώς ο Δημήτρης Δρόσος δεν έχει κόψει τους δεσμούς με τη νέα διοίκηση (δεν είναι μυστικό) και έχει υποσχεθεί ότι θα βοηθήσει κατά το δυνατόν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γενικά με τον όρο αυτό νοείται ένα λάιτ είδος πορνείας που δεν περιλαμβάνει κατά κανόνα σεξουαλική επαφή. Ακολουθούν διάφορες σημασίες ξεκινώντας με την κύρια, από την οποία προέρχονται και οι υπόλοιπες, με διαφόρους βαθμούς εκπόρνευσης η κάθε μία.

  • Η μικράς διαρκείας πληρωμένη γυναικεία συντροφιά που παρέχεται σε ορισμένα είδη νυχτερινών μαγαζιών.

Είναι προφανές ότι η λέξη είναι γαλλική καθώς η συγκεκριμένη πρακτική μας έρχεται από το Παρίσι. Consommation λοιπόν στα γαλλικά σημαίνει κατανάλωση. Τίνος πράγματος; Μα φυσικά ποτών. Στα καμπαρέ του Παρισιού λοιπόν (τα γνήσια, τα καταγώγια, όχι αυτά που δείχνει κάθε πρωτοχρονιά στην κρατική τηλεόραση) το χαρτί δεν έβγαινε από τα μπαλέτα -αυτά ήταν το μεζεδάκι για την όρεξη- αλλά από τα ποτά που κερνούσαν οι πελάτες στις καμπαρετζούδες. Όσο πιο μεγάλη κατανάλωση έκανε ο πελάτης τόσο πιο πολλά έπαιρνε η καμπαρετζού.
Το σπορ γρήγορα πέρασε και στην Ελλάδα με ανάλογα καμπαρέ που δημιουργήθηκαν στην Τρούμπα (βλ. πολλές ελληνικές ταινίες).
Στη χρυσή εποχή του σκυλάδικου πέρασε στα σκυλάδικα για να καταλήξει τελικά στα '80ζ σε εξειδικευμένα πλέον μαγαζιά που λέγονται στην επίσημη αργκό παμπ, αλλά ο πολύς ο κόσμος τα ξέρει ως κωλόμπαρα ή κωλάδικα ή K-bar (προφ. κέι μπαρ - κατά το γκέι μπαρ).

Θα τα συναντήσει κανείς παντού. Από την πιο πολυσύχναστη γειτονιά της Αθήνας μέχρι το πουθενά, στο μέσον του τίποτα. Στα κωλόμπαρα δεν υπάρχει πλέον σώου. Είναι μικρά συνήθως μαγαζιά που θυμίζουν περισσότερο μπουρδέλο παρά μπαρ. Μοιάζουν αρκετά με τις καφετέριες του 80. Πολλά μικρά σαλονάκια με ψηλή πλάτη και ένα μπαρ. Διακόσμηση μίνιμαλ έως μηδέν. Χρώματα, όπως και στα μπουρδέλα, ροζ και μωβ, ή φαίνονται έτσι από το πολύ μπλακ λάιτ.

Ας δούμε επιτροχάδην πώς γίνεται το νταλαβέρι.

Ο πελάτης μπαίνει στο χώρο. Πάει και κάθεται σε ένα σαλονάκι. Ανάβει ακαριαία τσιγάρο. Κοιτάει στο μπαρ όπου κάθονται τα κορίτσια τα οποία πιο παλιά λέγονταν κονσοματρίς αλλά ο όρος πλέον έχει εκλείψει ολοκληρωτικά. Σήμερα λέγονται απλά μπαρόβιες. Αν καρφώσει μία, εκείνη σηκώνεται και πάει στο σαλονάκι. Αν πάλι δεν κοιτάξει προς τις κοπέλες για πέντε λεπτά, έρχεται μια οποιαδήποτε. Κάθεται δίπλα του και του πιάνει την κουβέντα, «Πώς σε λένε» και τέτοια. (Με μια πιθανότητα της τάξης του 99,99% η δεύτερη ερώτηση είναι «Τι ζώδιο είσαι;»). Στα καπάκια έρχεται το γκαρσόνι για παραγγελία. Ο πελάτης λέει τι θέλει. Τότε λέει κι η κυρία το σύνθημα: «θα με κεράσεις ένα ποτό;» Ο πελάτης γνέφει θετικά. Το γκαρσόνι επιστρέφει με τα ποτά. Του πελάτη είναι κανονικό (σε μέγεθος, γιατί σε περιεχόμενο είναι νιτρογλυκερίνη), αλλά της κοπέλας είναι πιο μικρό και δεν έχει ποτό, αλλά νερό με λίγη κοακόλα, διάλυμα που μοιάζει οπτικά με ουίσκι. Παράλληλα της αφήνει δύο μάρκες. Αυτό γιατί το ποτό της κοπέλας θεωρείται διπλό. Αν ο πελάτης είναι σπαγγοράμα και ήθελε να την κεράσει μονό, όφειλε να το διευκρινήσει από πριν. Η κοπέλα κάθεται και μιλάει με τον πελάτη όσο διαρκεί το ποτό της, συνήθως 5 λεπτά αν έχει κόσμο και 10 αν είναι χαλαρά. Για να επιταχύνει το τελείωμα του ποτού της αλλά και του πελάτη αλλά και για να τον μεθύσει κάνει συνέχεια «γεια μας». Μόλις τελειώσει ζητάει δεύτερο και ο κύκλος συνεχίζεται από την αρχή. Με αυτόν τον τρόπο μπορεί κάποιος πολύ εύκολα να χαλάσει ένα ολόκληρο μηνιάτικο μέσα σε λίγη ώρα. Μια καλή μπαρόβια μπορεί πάλι να βγάλει ένα μηνιάτικο σ' ένα βράδυ. Η κοπέλα πληρώνεται στο τέλος της βραδιάς εξαργυρώνοντας τις μάρκες που έχει μαζέψει. Επειδή όμως, όσο νερό κι αν πίνει με τους πελάτες, θα πιει και τα ποτά της και θα γίνει λίγο γκολ, κι επειδή οι καταστηματάρχες σε αυτά τα μαγαζιά δεν είναι και η καλύτερη πάστα ανθρώπου, εννοείται ότι θα πέσει και η απαραίτητη σφαγή, είτε με κακή καταμέτρηση, είτε με απευθείας σούφρωμα μαρκών από την καβάντζα της κοπέλας. Γι' αυτό οι πιο ψαγμένες κρατάνε τις μάρκες σε τσαντάκι πάνω τους. Επίσης, αν το αφεντικό θέλει να εξασφαλίσει τη μέθη της κοπέλας, είτε για να τη ρίξει στις μάρκες είτε γιατί τη θέλει πιο διαχυτική με τους πελάτες, όταν εκείνη ζητάει κανονικό ποτό, εκείνος της βάζει από το πετρέλαιο των πελατών κι όχι από το γνήσιο που έχει για το προσωπικό.

Σημειώσεις:
Η κονσομασιόν δεν περιλαμβάνει σεξουαλική επαφή. Κανένα κωλόχερο είναι συνήθως επιτρεπτό. Κάποιες μπαρόβιες, αλλοδαπές κυρίως, επιτρέπουν μέχρι και προχωρημένο μπαλαμούτιασμα, κάτι που όμως θεωρείται ανεπίτρεπτο από το συνάφι γιατί χαλάει την πιάτσα. Γενικά έχει αποδειχτεί ότι το φάτε μάτια ψάρια είναι πιο προσοδοφόρο από τη βίζιτα και γι' αυτό έχει ανθήσει σε τέτοιο βαθμό αυτός ο θεσμός στη χώρα μας.
Κονσομασιόν γίνεται επίσης και στα στριπτιζάδικα, παράλληλα με το λαπ ντανς. Γίνεται επίσης και σε παρακμιακά σκυλάδικα. Με μια πιο χαλαρή έννοια γίνεται ακόμα και σε καφενεία από τη μία και μοναδική μπαργούμαν που υπάρχει και χωρίς μάρκες φυσικά.

  • Η περατζάδα που κάνει η τραγουδιάρα του σκυλάδικου στους καλούς πελάτες.

Επειδή οι καλές φωνές σπανίζουν, η μέση τραγουδιάρα πρέπει με κάποιον τρόπο να δικαιολογήσει το νυχτοκάματο. Έτσι εκτός από το καθαρά οπτικό σώου που δίνει στην πίστα, είναι υποχρεωμένη να περάσει κι από μερικά τραπέζια και με την εντυπωσιακή παρουσία της να ανεβάσει τους αγρότες ώστε του χρόνου που θα ξαναπουλήσουν το μπαμπάκι να έρθουν και να τα ξανακουμπήσουν στο μαγαζί.
Αντίστοιχη υποχρέωση βέβαια έχουν και οι σοβαροί καλλιτέχνες. Μια γύρα, όπως και να 'χει, θα την κάνουν.

  • Το να κάνει γύρες στους πελάτες το αφεντικό οποιουδήποτε μαγαζιού διασκέδασης (από ταβέρνα μέχρι μέγαρο) και να πίνει μαζί τους.
  • Γενικά, σε οποιονδήποτε επαγγελματικό χώρο, το να βγαίνεις με πελάτες ή να αποκτάς τα οποιαδήποτε είδους κολλητιλίκια, για να κλείσεις μια δουλειά.

Σημείωση: Το κέρασμα σφηνακίων ή ποτού δεν θεωρείται κονσομασιόν.

  • Ειδικά για ηθοποιούς, η εμφάνιση προ της πρεμιέρας του έργου σε οποιαδήποτε τηλεοπτική εκπομπή τους δεχτεί.

Ο ηθοποιός έχει υποχρέωση να παραβρίσκεται ως γλάστρα σε όλη τη διάρκεια της εκπομπής και να σχολιάζει και καμιά μαλακία πού και πού. Σε αντάλλαγμα ο παρουσιαστής τον αφήνει στο τέλος να πει για την παράστασή του και να αναφέρει όλους τους συντελεστές της από σκηνοθέτη μέχρι ταξιθέτρια. Η αναφορά στους συντελεστές γίνεται πάντα με δύο άρθρα, ένα προ του ονόματος και ένα προ του επωνύμου.

  • Ειδικά για πολιτικούς, το σύνολο των πραγμάτων που κάνουν δημόσια (κόψιμο κορδελών, βαφτίσεις, επισκέψεις σε νοσοκομεία/ΚΑΠΗ/σχολεία, φιλανθρωπικές εκδηλώσεις, Πάσχα με φαντάρους, και φυσικά τελευταίο αλλά όχι λιγότερο η περατζάδα στα παράθυρα των καναλιών).

Σημείωση: Στα σοβαρά κόμματα το κομσομασιόν δεν γίνεται χύμα αλλά βάσει σχεδίου υπό τις διαταγές ενός σκιώδους ειδικού που λέγεται spin-doctor ο οποίος προσλαμβάνεται από τους ανθρώπους που πραγματικά ελέγχουν την παράταξη (μεγάλοι χρηματοδότες). Όλα τα κομματικά στελέχη (από υποψήφιο βουλευτή στην πινέζα μέχρι πρωθυπουργό) είναι υποχρεωμένα να υπακούν απόλυτα στις προσταγές του spin-doctor και να κάνουν/λένε/φοράνε ό,τι τους πει αυτός.

  1. ~ Καλησπέρα!
    - Καλησπέρα!
    ~ Πώς σε λένε;
    - Άλκη! Εσένα;
    ~ Νατάσα! Τι ζώδιο είσαι;
    - Καρκινάκι! Εσύ;
    ~ Σκορπιός! Θα με κεράσεις ένα ποτό;
    (Νεύει καταφατικά. Εκείνη σηκώνει το χέρι στο μπαρ και δείχνει με τα δάχτυλα τον αριθμό 2)
    ~ Τι δουλειά κάνεις;
    - Έχω σπουδάσει ΙΕΚ, πληροφορική!
    ~ Κι εγώ έχω σπουδάσει χημικός μηχανικός στη Μόσχα!
    - Αλήθεια;
    ~ (Προφανώς όχι ρε μαλάκα) Ναι! Έλα, γεια μας!
    - Γεια μας!

  2. ~ Και δεν μας είπες, τι κάνεις φέτος;
    - Λοιπόν, ανεβάζουμε μια πολύ ωραία παράσταση, το «Σσεάουρ για δυλσεκιξούς», του Κουέντιν του Ταραντίνο, με την Ούμα τη Θέρμαν, το Τζων τον Τραβόλτα, το Σάμιουελ το Τζάκσον, το Μπρους το Γουίλις, το Στήβεν το Γουώκεν, τη Ροζάνα την Αρκέτ, σε σκηνικά κουστούμια του ...να τους πω και τους άλλους;

  3. Spin doctor του κόμματος: Ο Πρωθυπουργός παραπονιέται ότι έχεις καιρό να κάνεις κονσομασιόν.
    Υπουργός: Ρε Μήτσο είχα κάτι προσωπικά τελευταία.
    S.D.: Κοίτα μαλάκα να βαφτίσεις κάνα μπαστάρδι και να βγεις σε κάνα παράθυρο γιατί σε βλέπω να παίρνεις χοντρό πουλί στον επόμενο ανασχηματισμό. Άντε γιατί πολύ το παραχέσαμε εδώ μέσα.
    Υπ: Ναι ρε Μήτσο! Έγινε! Μην πεις τίποτα στο Μεγάλο! Να, παίρνω την Όλγα τώρα!

[Κουίζ: Βρείτε ποια ταινία φωτογραφίζω στο παράδειγμα Νο 4! Οι τρεις πρώτοι θα λάβουν δωρεάν αναγραμμαντισμό!]

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκτός από την γνωστή τιράντα (ενδυματολογικό), ή από κάτι τ. έλασμα (μηχανολογικό), τιράντα μάλλον σημαίνει και:

- μακροσκελής μονόλογος, κατεβατό, ή όπως θα λέγαμε στην ιντερνετική: οθονιά, σεντόνι.

Κάτι που τραβάει (σε μάκρος δηλαδή), από το γαλλ. tirade, μετοχή του tirer = τραβάω. Η ερμηνεία που μας ενδιαφέρει περισσότερο απ' όλες είναι μάλλον η παρακάτω, βγαλμένη από την θεατρική ζαργκόν: «μακροσκελής ακολουθία προτάσεων ή στίχων, εκφερόμενη από έναν χαρακτήρα που δεν διακόπτεται από κάποιον συνομιλητή του» (Longue suite de phrases ou de vers débitée par un personnage sans qu'il soit interrompu par un de ses interlocuteurs).

Στα ελληνικά λεξικά που διαθέτω δεν βρήκα αυτή τη σημασία, παρόλ' αυτά η λέξη απαντάται αρκετές φορές στον Άρη Αλεξάνδρου (σε μετάφρασή του, απ' όπου και τα παραδείγματα).

Μερσώ τους Σάραντ και Κχαν που μου επεσήμαναν κάποια λαθάκια στον ορισμό κι έτσι έψαξα καλύτερα...

  1. Ο Ιβάν τελείωσε τη μακριά τιράντα του με μια παράξενη και απροσδόκητη συγκίνηση.

  2. Ο Αλιόσα σταμάτησε γιατί του κόπηκε η ανάσα. Ο Ρακίτιν, παρ' όλο τον θυμό του, κοίταξε απορημένος. Ποτέ δεν το περίμενε πως ο ήρεμος Αλιόσα θα 'βγαζε μια τέτοια τιράντα. (Ντοστογιέφσκι, «Αδελφοί Καραμάζοβ», μτφ. Άρη Αλεξάνδρου)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη της ναυτικής σλανγκ.

Η ξαφνική καταιγίδα που ξεσπάει βίαια, συνήθως μικρής διάρκειας.

Μου θυμίζει το αγγλικό rage (=οργή). Στα γαλλικά πάντως, ouragan είναι η θύελλα.

Εκφράσεις: είναι ραγάνι, κατεβάζει ραγάνι, πετάει ραγάνι.

  1. Ο καιρός έδινε 8αρι τραμουντάνα, αλλά εδώ την νύχτα είχε φτάσει 9άρι γραίγο με το κύμα να μπαίνει ζωντανό στον Εύδηλο και να λούζει το λιμάνι ενώ ο αέρας ήταν ραγάνι. Από εδώ (καταχώριση Νο 6).

  2. Άσχετα το ότι είναι Ιταλός ο πλοίαρχος, αξίζει να αναφέρουμε ότι ένας τέτοιος όγκος σε πρυμοδέτηση είναι πολύ δύσκολο να ασφαλίσει ιδιαίτερα στην Ηγουμενίτσα σε ένα λιμάνι που από το πουθενά μπορεί να πετάξει ραγάνι, ή να γίνεται χαμός άμα έχει κακοκαιρία. Από εδώ (καταχώριση Νο 16)

  3. «Θα το βγάλω ραγάνι, που θέλει να πει, καταιγίδα σφοδρά μα μικρής διάρκειας. Κι άμποτε Θε μου, το τελευταίο να΄ναι στη ζωή μου. Καλοπέρασα με την πρώτη, τον τυφώνα, στα νιάτα μου, μ΄ακόμα πιο πολύ, χίλιες φορές πιο πολύ, με τούτη, το ραγάνι,** τώρα που μπαίνω στα γεράματά μου. Φτάνει πια.»
    Από το μυθιστόρημα του Βασίλη Λούλη, «Τη λέγανε Μαρία» (1948).

(από Mr. Cadmus, 16/02/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Περίεργη προσφώνηση, με αφορμή μάλλον την γαλλική λέξη allez (που προφέρεται αλέ και σημαίνει πηγαίνετε με την έννοια του άειντε). Σημαίνει: την κάνουμε Λούης, τιγκανά κλπ.

- Τι ώρα είναι;
- Έξι και τέταρτο.
- Πρέπει να φύγουμε!
- Αλέκος!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μενού (γαλλ. menu) ως γνωστόν αφορά τον κατάλογο των εδεσμάτων που σερβίρονται σε ένα εστιατόριο.

Σήμερα όμως χρησιμοποιείται για τα περιεχόμενα ενός δωδ, ενός σάη κττ.

Επίσης, στον καθημερινό λόγο το λέμε χαριτολογώντας ή ειρωνικά για οτιδήποτε περιλαμβάνει μια οποιαδήποτε εκδήλωση / κατάσταση.

Βλ. και πούτσα το μενού.

  1. Γειά σας. Θέλω να δημιουργήσω ενα μενού στο site με την εξής μορφή: Ενότητα,Κατηγορία,Υποκατηγορία1,Υποκατηγορία2 κλπ,Αντικείμενα. (π.χ. Φορείς του Τόπου μας,Αθλητικοί Σύλλογοι,Σύλλογος1,Σύλλογος2 ...,Αντικείμενα δραστηριότητας των συλλόγων.... Προσπαθώ να βρώ στην διαχείρηση αλλά δεν βρίσκω τον τρόπο.Αν μπορεί να βοηθήσει κάποιος! Ευχαριστώ.

  2. Θέλω να βάλω στο grub των clients, την επιλογή Netboot πρώτη, αλλά δεν έχω καταλάβει που βρίσκεται το μενού του grub. (από το νέτι αμφότερα)

  3. - Πάμε στο μπαράκι όπου δουλεύει η Στέλλα; έχουν ζωντανή μουσική.
    - Και τι έχει το μενού;
    - Διάφορους πιτσιρικάδες από το schoolwave.

  4. - Άκουσες τις ειδήσεις;
    - Όχι, τι είχε το μενού;
    - Σεισμούς, λιμούς και καταποντισμούς, κανα φόνο, οικονομία κλασικά, αλλά το σπουδαιότερο: τον γάμο της χρονιάς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified