Μπαρδόν στα μάγκικα σημαίνει «παρντόν», δηλαδή συγνώμη.

Συνηθίζεται η έκφραση: «με το μπαρδόν».

Να σε ρωτήσω κάτι, με το μπαρδόν δηλαδή...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άλλη μία -ίλα, γαλλικής προέλευσης ετούτη, από το ντεμοντέ = ξεπερασμένο, πασέ, περσινά ξινά σταφύλια ένα πράμα. Προσοχή μόνο στους αναγραμματισμούς, γιατί η ντεμοντίλα, αν και γριέντζω μπορεί ακόμα και ψημένους στην αριστερή ιστορικοπολιτικοκοινωνικο- θεωρητικοακτιβιστοσυνδικλπ ορολογία να τους ψαρώσει τόσο που να ψάχνονται στα όρια της προσωπικής νίλας.

  1. - Ελα μου ντε;; Ποιοι είναι άραγε οι αντιιμπεριαλιστικοί στόχοι πάλης; Μηπως το "Εμπρός λαε εξω από την ΕΕ"; Μπας και είναι το "Εξω οι στρατιωτικές βάσεις και το ΝΑΤΟ"; Α πα πα τετοια ντομεντίλα.
    - έσπασα το κεφάλι μου να καταλάβω τι είναι το "ντομεντίλα"! Είπα και 'γω τόσα χρόνια στο κομμουνιστικό κίνημα μου ξέφυγε όρος; Τελικά μήπως εννοείς "ντεμοντίλα" από το ντεμοντέ;
    - ντομεντίλα έγραψα;; καλά κατάλαβες - ντεμοντίλα! εδώ

  2. Τι ντεμοντιλα θεε μου!!! Τι μας τα δειχνετε βρε παιδια; Ειλικρινα υπαρχει καποιος που να τον νοιαζει;;! αλλού στο νέτι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο όρος μπορεί να χρησιμοποιηθεί ψιλοδοκίμως για να χαρακτηρίσει ένα ινστιτούτο όπου προσφέρεται μασάζ. Είναι, όμως, και ένας από τους σημαντικούς όρους του μπουρδελικού ιδιώματος για να δηλώσει το "μασατζίδικο" (wink wink nudge nudge), δηλαδή το ευαγές ίδρυμα που υπό το πρόσχημα ή την αφορμή του μασάζ προσφέρει εντέλει υπηρεσίες φραπενείου, τσιμπουκάδικου ή και μπριζολάδικου. Πρόκειται για τα λεγόμενα "μασατζίδικα που γαμάς" (ή έστω "μασατζίδικα που φραπάς"), γνωστά και ως λαδάδικα ή λαδομάγαζα.

  1. Happy endings υπάρχουν μόνο στα μασατζίδικα. (Από το Twitter).
  2. ΑΡΧΙΜΠΡΑΒΟΣ- ΠΡΟΑΓΩΓΟΣ ΤΗΣ ΑΛΒΑΝΙΚΗΣ ΜΑΦΙΑΣ- ΣΚΛΗΡΟΣ ΝΤΙΛΕΡ ΝΑΡΚΩΤΙΚΩΝ ΜΕ “ΑΙΣΘΗΜΑ” ΣΕ ΠΑΡΑΝΟΜΟ ΜΑΣΑΤΖΙΔΙΚΟ ΚΑΙ ΤΑΤΟΥ ΤΟΥ ΤΣΕ ΓΚΕΒΑΡΑ Ο ΜΑΝΙΑΚΟΣ 35ΧΡΟΝΟΣ ΠΟΥ ΜΑΚΕΛΕΨΕ 15 ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ ΣΤΟΝ ΠΕΙΡΑΙΑ. (Μακελειό).
  3. Για ξεκώλιασμα δεν ξέρω... Το κωλοδάχτυλο από μουνάρες σε συνδυασμό με πίπα όμως είναι ωραίο. Μου αρέσει να μου γλύφει τα αρχίδια και τον πούτσο και να έχει ΕΝΑ δαχτυλάκι στον κώλο μου απαλά. Το κάνουν και κάποιες μασατζούδες σε μασατζίδικα που γαμάς και μου αρέσει πολύ. (Από το Greek Foot).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για επαγγελματικό εξοπλισμό κοπτοραπτικής εικόνας ή ήχου. Χρησιμοποιείται για την επεξεργασία ταινιών, τηλεοπτικών σειρών, εκπομπών, και ταλιμπάν, προκειμένου να περικοπεί ή να αλλάξει η σειρά των σκηνών κατά το δοκούν (για περισσότερα, βλ. εδώ).

Πιο αδόκιμα (αλλά και πολύ πιο ξύλινα), η μονταζιέρα φοριέται ολοένα και συχνότερα στο (παρα)πολιτικό ντισκούρ αναφορικά σε όσα «κέντρα» θέλουμε να επιδίδονται σε σταλινογκεμπελσικές μηχανορραφίες, χαλκεύοντας, κατασκευάζοντας και μοντάροντας ειδήσεις δίκην (μικρο)κομματικής προπαγάνδας.

Αυτό δηλαδή που εμείς οι σλάνγκοι αποκαλέσαμε μοντουλοκατυνιά, μπηφόρ ιτ γουός κουλ.

1.
- Σκληρή επίθεση εναντίον του Αντώνη Σαμαρά εξαπέλυσε ο ΣΥΡΙΖΑ χαρακτηρίζοντας τον «ως πρωθυπουργό της μονταζιέρας» και τον κατηγόρησε ότι για μια ακόμη φορά στην ΔΕΘ προσπάθησε να εξαπατήσει τους πολίτες με σωρεία ψεμάτων.

2.
- Μέχρι στιγμής το σύνηθες ήταν να χρησιμοποιείται για τα γραφεία των πολιτικών κομμάτων, για παράδειγμα, η μονταζιέρα του Μαξίμου ή η μονταζιέρα της Συγγρού, η μπλέ μονταζιέρα. Το γεγονός ότι η Κουμουνδούρου απευθύνθηκε με αυτόν τον χαρακτηρισμό στο πρόσωπο του ίδιου του πρωθυπουργού, υποδηλώνει μια ευθεία επίθεση με ιδιαίτερα αιχμηρή προσβολή για το πρόσωπό του...

3.
- ΣΥΡΙΖΑ: Οι δηλώσεις της εβραϊκής ένωσης θυμίζουν - «μονταζιέρα» της Συγγρού.

4.
- Η Τσαλιγοπούλου διαψεύδει τη μονταζιέρα Ιστοσελίδας: «Εγώ πάντως θα ψηφίσω ΣΥΡΙΖΑ»

5.
- Εντάξει! Η εμπάθεια τους έχει καταγραφεί. Και το μίσος τους επίσης. Οι μπλέ - κόκκινο - ροζ μονταζιέρες σε φωτογραφίες της ΧΡΥΣΗΣ ΑΥΓΗΣ, δίνουν ρεσιτάλ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βασικός ορισμός υπάρχει και στο γαλλικό.

Τρόπος χτυπήματος στο μπιλιάρδο όπου ο αθλητής σηκώνει τη στέκα σχεδόν κάθετα έτσι ώστε χτυπώντας τη μπάλα αυτή να διανύσει μια πολύ κλειστή παραβολική τροχιά (κάνοντας σχεδόν στροφή U). Αν ο παίχτης είναι άσχετος συνήθως συνοδεύεται και από σκίσιμο τσόχας...

Παραλλαγή του είναι και ο φαλτσοπικές, όπου η στέκα σηκώνεται αρκετά αλλά όχι κάθετα με αποτέλεσμα η μπάλα να διανύσει μια ελαφριά καμπυλωτή τροχιά.

Άσε τους πικέδες γιατί δεν είμαστε να πληρώνουμε τσόχες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Περίεργη προσφώνηση, με αφορμή μάλλον την γαλλική λέξη allez (που προφέρεται αλέ και σημαίνει πηγαίνετε με την έννοια του άειντε). Σημαίνει: την κάνουμε Λούης, τιγκανά κλπ.

- Τι ώρα είναι;
- Έξι και τέταρτο.
- Πρέπει να φύγουμε!
- Αλέκος!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη της ναυτικής σλανγκ.

Η ξαφνική καταιγίδα που ξεσπάει βίαια, συνήθως μικρής διάρκειας.

Μου θυμίζει το αγγλικό rage (=οργή). Στα γαλλικά πάντως, ouragan είναι η θύελλα.

Εκφράσεις: είναι ραγάνι, κατεβάζει ραγάνι, πετάει ραγάνι.

  1. Ο καιρός έδινε 8αρι τραμουντάνα, αλλά εδώ την νύχτα είχε φτάσει 9άρι γραίγο με το κύμα να μπαίνει ζωντανό στον Εύδηλο και να λούζει το λιμάνι ενώ ο αέρας ήταν ραγάνι. Από εδώ (καταχώριση Νο 6).

  2. Άσχετα το ότι είναι Ιταλός ο πλοίαρχος, αξίζει να αναφέρουμε ότι ένας τέτοιος όγκος σε πρυμοδέτηση είναι πολύ δύσκολο να ασφαλίσει ιδιαίτερα στην Ηγουμενίτσα σε ένα λιμάνι που από το πουθενά μπορεί να πετάξει ραγάνι, ή να γίνεται χαμός άμα έχει κακοκαιρία. Από εδώ (καταχώριση Νο 16)

  3. «Θα το βγάλω ραγάνι, που θέλει να πει, καταιγίδα σφοδρά μα μικρής διάρκειας. Κι άμποτε Θε μου, το τελευταίο να΄ναι στη ζωή μου. Καλοπέρασα με την πρώτη, τον τυφώνα, στα νιάτα μου, μ΄ακόμα πιο πολύ, χίλιες φορές πιο πολύ, με τούτη, το ραγάνι,** τώρα που μπαίνω στα γεράματά μου. Φτάνει πια.»
    Από το μυθιστόρημα του Βασίλη Λούλη, «Τη λέγανε Μαρία» (1948).

(από Mr. Cadmus, 16/02/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκτός από την γνωστή τιράντα (ενδυματολογικό), ή από κάτι τ. έλασμα (μηχανολογικό), τιράντα μάλλον σημαίνει και:

- μακροσκελής μονόλογος, κατεβατό, ή όπως θα λέγαμε στην ιντερνετική: οθονιά, σεντόνι.

Κάτι που τραβάει (σε μάκρος δηλαδή), από το γαλλ. tirade, μετοχή του tirer = τραβάω. Η ερμηνεία που μας ενδιαφέρει περισσότερο απ' όλες είναι μάλλον η παρακάτω, βγαλμένη από την θεατρική ζαργκόν: «μακροσκελής ακολουθία προτάσεων ή στίχων, εκφερόμενη από έναν χαρακτήρα που δεν διακόπτεται από κάποιον συνομιλητή του» (Longue suite de phrases ou de vers débitée par un personnage sans qu'il soit interrompu par un de ses interlocuteurs).

Στα ελληνικά λεξικά που διαθέτω δεν βρήκα αυτή τη σημασία, παρόλ' αυτά η λέξη απαντάται αρκετές φορές στον Άρη Αλεξάνδρου (σε μετάφρασή του, απ' όπου και τα παραδείγματα).

Μερσώ τους Σάραντ και Κχαν που μου επεσήμαναν κάποια λαθάκια στον ορισμό κι έτσι έψαξα καλύτερα...

  1. Ο Ιβάν τελείωσε τη μακριά τιράντα του με μια παράξενη και απροσδόκητη συγκίνηση.

  2. Ο Αλιόσα σταμάτησε γιατί του κόπηκε η ανάσα. Ο Ρακίτιν, παρ' όλο τον θυμό του, κοίταξε απορημένος. Ποτέ δεν το περίμενε πως ο ήρεμος Αλιόσα θα 'βγαζε μια τέτοια τιράντα. (Ντοστογιέφσκι, «Αδελφοί Καραμάζοβ», μτφ. Άρη Αλεξάνδρου)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified