Further tags

Σλανγκισμός του Αστερομάτα, άσματος της Κλαυδίας Παπαδοπούλου, που μας εκπροσώπησε στη Eurovision το 2025, εννοείται γυναίκα με αιδοίο που εκτυφλώνει με τη λάμψη του.

Αστερομουνα μου γυμνη Γειρε να σε γαμησω Στα αγια μου τα σπερματα Tα χειλη σου να πνιξω. (Δημοτικό δύστυχο στο Χ).

Got a better definition? Add it!

Published

Ο μεγάλον έχων το πέος ως οιονεί τρίτον πόδα. Και μεταφορικώς αυτός που είναι πολύ καλός σε κάτι που γαμάει και σπέρνει ή που έχει πολύ τσαμπουκά. Χρησιμοποιείται πολύ για τον Πρόεδρο των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ από οπαδούς του.

  1. Ο τριπόδαρος αυτοκράτορας Τραμπ, ολοκληρωνει την απολυτα επιτυχημενη επισκεψη του στην Σαουδικη Αραβια οπου επεβαλλε Ειρηνη. (ΦΒ).
  2. Τριπόδαρος Τράμπαρος ανοίγει τον φάκελο των Κένεντι.
  3. ΕΦΤΑΣΕ Ο ΤΡΙΠΟΔΑΡΟΣ ΤΡΑΜΠ ΣΤΗΝ ΟΥΑΣΙΝΓΚΤΟΝ: ΜΕΓΑΛΕΙΩΔΗΣ ΥΠΟΔΟΧΗ ΜΕ ΠΥΡΟΤΕΧΝΗΜΑΤΑ, ΑΝΤΙΣΤΡΟΦΗ ΜΕΤΡΗΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΟΡΚΩΜΟΣΙΑ – ΚΛΑΜΑ ΣΤΙΣ ΔΥΤΙΚΕΣ ΕΛΙΤ, ΣΤΙΣ ΜΚΟ, ΣΤΟΥΣ ΘΙΑΣΩΤΕΣ ΤΗΣ WOKE ΠΑΡΑΦΡΟΣΥΝΗΣ, ΣΤΟΥΣ ΛΑΘΡΟΛΑΓΝΟΥΣ – ΑΠΟ ΤΡΙΤΗ ΠΙΑΝΕΙ ΔΟΥΛΕΙΑ ΚΑΙ ΞΗΛΩΝΕΙ ΤΗ ΣΑΠΙΛΑ. (Μακελειό).

Got a better definition? Add it!

Published

Στην ποδοσφαιροσλάνγκ είναι ο μικρόσωμος και γρήγορος παίκτης που τρυπώνει με επιδεξιότητα στην αντίπαλη περιοχή.

Τι σαμιαμίδι αυτός ο Μέσσι! (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published

Ο δυνατός, ο ισχυρός στην αρχαία ελληνική. Στον μοδέρνο κόσμο, χρησιμοποιείται εις την σλανγκικήν καταχρηστικά, ως επίθετο ή και ως επιφώνημα, σε τετριμμένες περιπτώσεις, όπου αναδίδει μια ντελικάτη εσάνς γαλλο-φερμένης αργκό, μαζί με το αυστηρό του κλασικού χαρακτήρα.


1.
-Ψιτ, τσέκαρε...
-Κραταιό (πατούρι)!
2.
-Ρε δε θα 'ρθει ο Σάββας το βράδυ για ταινία, βγήκε ραντεβού.
-Μαλάκα σπάει ο κραταιός κύκλος των αγάμητων;

Got a better definition? Add it!

Published

ρισπέκ, ρισπέκτ, ρησπέκτ

Προκύπτει απ' το αγγλικό «respect», που σημαίνει σεβασμός, σέβας. Η ευρεία χρήση του έχει ξεκινήσει από τους ραπάδες, μαύρους και κυρίως wiggaz ("μαυροπρεπείς" λευκούς), που νομίζουν ότι κάθε τι που δεν «sucks», αξίζει το «respect» μας.

- ΟΚ, δε θα σου σπάσω το κεφάλι σήμερα.
- Ρισπέκ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός / -ή που είναι πολύ καύλα, μανάρι, ωραίος / -α κλπ

- Πω ρε, κοίτα αυτήν εκεί... Πιπίνι!
- Μεγκαυλίσιους!!!!!!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η εξέλιξη της έκφρασης είσαι ωραίος η οποία είναι
είσαι κατα στάδιο η εξής:

ωραιος -> σ'ωραίος-> σωραίος -> ναζωραίος -> ζαγοραίος-> ζαγοράκης

Σημειώνεται δε ότι από έγκριτους γλωσσολόγους θεωρείται αναμενόμη εξέλιξη του όρου καθώς ο πρώην αρχηγός της Εθνικής Ελλάδος και νυν πρόεδρος της ΠΑΕ ΠΑΟΚ Θοδωρής Ζαγοράκης είναι ο πιο άντρας, πιο γόης, πιο σκληρός, πιο μοβόρικος και με την καλύτερη χαίτη από όλους (με την εξαίρεση ίσως του επιθετικού της Bayer Leverkusen και συνέλληνα Θεοφάνη Γκέκα) και ωσεκτουτού θεωρείται από τους ειδικούς φυσιογνωμιστές όπως ο Evan Georgoulakis η προσωποποίηση της έκφρασης «είσαι ωραίος».

– Που λες Μάκη... Ψε η καλύτερη μερά... Πήγα είδα ΠΑΟΚ, νικήσαμε, τσάκισα δυο κυπριακές με γύρο στο Μάκης Γκριλ μετά και στο καπάκι τακτοποίησα και την Ρίτσα να μην γκρινιάζει...
– Με τις Κυπριακές στο στομάχι ρε Θηρίο;
– Ε, τι σε λέω...
– Ψψψψ, Ζαγοράκης...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα καλιαρντά είναι το τεκνό που είναι ψηλό και ευθυτενές σαν κυπαρίσσι.

Καλέ τι κυπαρισσότεκνο που είναι αυτό το κρεμαλότεκνο! Μας άναψε χορχόρες!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γαμώ, ουάου, γαμάουα, ούμπερ, σούπερ, τοπ. Που παίρνει δέκα άριστα στη βαθμολογία. Όχι βέβαια ο σπασίκλας ή το φυτό στο σχολείο, αλλά αυτός που το αξίζει πραγματικά.

Αφορά τα πάντα, κάθε φύλο και γένος, άψυχα και έμψυχα, οποιαδήποτε ικανότητα, ιδιότητα, αλλά κυρίως χρησιμοποιείται όταν πρόκειται να αξιολογήσουμε -και κατόπιν να χαρακτηρίσουμε- το άλλο φύλο ως προς την εμφάνιση.

  1. - Ωραίος;
    - Δεκάρι σου λέω!

  2. Αυτό ήταν το δεκάρι μωρή; Σκέτη χουντόφατσα είναι!

(αγορασμένα, που λέει και ο σσττφφννσσ)

απο την "ομώνυμη" ταινία  (από anchelito, 29/11/10)

βλ. και δέκα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified