Further tags

πνίγηκα, πνίχτηκα

Εννοείται, στο γέλιο. Δηλαδή αυτό που είπες ή έκανες είναι και γαμώ, γιαυτό και κλαίω από τρελιά ευαρέσκεια.

Ευρεία χρήση στα σόσιαλ μύδια

  1. Πνιγηκα ρε... Χα χα χα χα:
    « -Κυριε Φιλη δεν εχουν βιβλια τα παιδακια
    -Τι να τα κανουν τα βιβλια τα παϊδακια; #filis» ΕΔΩ

πανάθεμασε και πνίγηκα βραδιάτικο Χαχχαχαχχαχχα: Έκτακτη είδηση. #GreekElections #ekloges2015_round2” πνίγηκα!ΕΔΩ

  1. -"Έφαγα τρεις φανουρόπιτες κ βρήκα τα κιλά που είχα χάσει"
    -Πνίχτηκα! Λόλ! ΕΔΩ

  2. ελεος ρε συ πνίγηκα:
    O ΠΑΙΔΙΚΟΣ ΦΙΛΟΣ ΤΟΥ ΓΙΑΝΗ ΣΤΟ ΥΠΟΙΚ, ΕΝΩ ΚΑΝΕΙ ΧΑΙΤΖΑΚΙΝ ΤΑ ΑΦΜ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΠΙΣΩ ΑΠΟ ΤΙΣ ΠΛΑΤΕΣ ΤΩΝ ΕΤΑΙΡΩΝ (εδώ)
    ΧΑΙΤΖΑΚΙΝ ΣΤΑ ΑΦΜ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ

  3. -Μαζευονται οι γριες της πολυκατοικιας, αναβουν σομπα και βλεπουν "Επιζησαντες"
    -ελεος πνίγηκα! HMARTON (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γουτσισμός συνώνυμος του κολλητουμπινάκι μου, μωρό μου, γλυκούλι μου και ταλιμπάν, αλλά όχι απαραιτήτως με την φασωματική έννοια. Εκφέρεται από έφηβα θήλεα νέας κοπής, κυρίως εν ώρα διαδικτυακού γιολαρίσματος στα σόσιαλ.

- χαχαχα μπάε μουυ♡♡. °Η απόσταση δεν είναι τίποτα, όταν ο άλλος σημαίνει πολλά για σένα ♡ (εδώ)

- ΘΕΣ ΝΑ ΜΠΕΙΣ ΣΝΑΠΤΣΑΤ ΜΠΑΕ; (εκεί)

- ΟΟΟΟΟΟ ΤΟ ΜΠΑΕ ΕΦΤΙΑΞΕ ΑΣΚ❤❤ ❤Δεσποινα❤ (παραπέρα)

- γιολο μπαε *.. ❤ #μπαε τρελό.* (παραδίπλα)

Εκ της αμερικλανιάς bae, παραφθοράς του baby ή κατ' άλλους ακρωνύμιο του before anyone else.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που καθιερώθηκε από τον προπονητή Νίκο Αλέφαντο, όπως και τα μάθε μπαλίτσα και τα πάντα όλα. Σημαίνει κάποιον που είναι καταπληκτικός, πάρα πολύ καλός, μεγαλειώδης, και άλλα υπερθετικά, όπως ούμπερ, έξτρα πρίμα γκουντ, κάτσε κάλλιστα, με λίγα λόγια υστερεί μόνο έναντι του Vankouf, του Chuck Norris και του Μάκη, ενώ παίζει μπάλα κάπου στο επίπεδο του Βέλτσου και του Τάκη Τσουκαλά.

Συνώνυμα: τιτανομέγιστος, γιγαντομέγιστος κ.τ.ό.

  1. O ΕΝΑΣ,Ο ΜΟΝΑΔΙΚΟΣ,Ο ΤΙΤΑΝΟΤΕΡΑΣΤΙΟΣ ΤΟΝΙΣ ΣΦΗΝΟΣ ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ ΠΑΛΙ ΚΟΝΤΑ ΜΑΣ! (Εδώ).

  2. Ο τιτανοτεράστιος ηγέτης (κοινώς “κωλοτούμπας”) προτείνει κατάργηση συντάξεων (εδώ).

(από Khan, 16/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Νησί που είναι ό,τι πρέπει για ζευγάρια.

Τα ζευγαρονήσια συνήθως έχουν κάποιες μαγευτικές φυσικές καλλονές. Καλό είναι όμως να είναι ήρεμα και να μην έχουν υπερβολική νυχτερινή ζωή και ξεφάντωμα, ούτε και υπερβολικούς πειρασμούς και ο,τιδήποτε μπορεί να περισπάσει τη ζωή του ζευγαριού. Ωσεκτουτού, είναι άλλα νησιά από τα φοιτητονήσια, που είναι για ξεφάντωμα και ad hoc ζευγάρωμα, αλλά και άλλα από τα αριστερονήσια, αναρχονήσια, ερ-emo-νήσια, φρικαρίες που μπορεί να έχουν φυσικές καλλονές αλλά βγάζουν μια αλτερνατιβιά κι έναν κολλεκτιβισμό. Στο ζευγαρονήσι επικρατεί, αντιθέτως, η δικτατορία του έρωτα. Πρέπει να έχει φοβερά ηλιοβασιλιώματα, και τίποτα το υπερβολικό. Όχι υπερβολική φασαρία, όχι υπερβολικούς φοιτητάμπουρες, όχι γκρούβαλους, αλλά ούτε και υπερβολική εναλλακτικίλα τ. Ίφκινθος, καθότι το ζευγάρι πρέπει να έχει και όλα τα κονφόρ για να χαρεί τον έρωτά του, όχι σκουπίδια, όχι πλαστικά σε θάλασσες και ακτές. Και εφόσον μιλάμε βασικά για ένα ετεροκανονιστικό ζευγαρονήσι καλύτερα και να μην είναι αδερφονήσι ούτε καν τρεντονήσι. Επίσης, καλύτερα να μην έχει και υπερβολικά πολλά αρχαία ή άλλους πολιτισμικούς θησαυρούς το νησί, καθότι το ζευγάρι πρέπει να είναι σε μια φάση νάτσουραλ, ρουσσωϊκό γαμήσι κι επιστροφή στη φύση ένα πράμα, και να μην περισπάται από τον πολιτισμό.

Στις χερσονήσους της Χαλκιδικής τα πράγματα είναι σοφότατα μοιρασμένα, καθώς θέλει το λαϊκό ρητό. Στο πρώτο ποδάρι (αντίστοιχο φοιτητονησιού) πας για να βρεις γκόμενα, στο δεύτερο ποδάρι (αντίστοιχο ζευγαρονησιού) πας άμα έχεις, και στο τρίτο ποδάρι (αντίστοιχο μπακουρονησιού) πας άμα σε αφήσει. Στα νησιά οι ρόλοι δεν είναι τόσο αυστηρώς κατανεμημένοι. Ως ύψιστο ζευγαρονήσι θεωρείται πάντως η Μήλος, μάλλον λόγω της φυσικής ομορφιάς της. Τώρα με τη Μήλο έχει γίνει ένα άλλο πράμα, ότι επειδή έχει κατοχυρωθεί ως το σούπερ ντούπερ ουάου ζευγαρονήσι, έχει αρχίσει να θεωρείται και γρουσουζιά να πηγαίνεις με τόσα άλλα ζευγάρια μαζί, και ότι τελικά υπάρχει και μια κατάρα κι έχει καταστεί χωρισονήσι. Αλλά μπορεί να τα λένε και οι εχθροί της αυτά. Ζευγαρονήσια είναι και οι (Ξε)Σποράδες και μάλιστα λιγότερο η Σκιάθος που θεωρείται αντικειμενικώς η πιο ενδιαφέρουσα και σόσιαλ, και περισσότερο η Σκόπελος και η Αλλόνησος ως μεγαλύτερες ψαγμενιές. Επίσης οι ψαγμένοι Παξοί στο Ιόνιο. Και κάποια χιπστερονήσια νέας κοπής στο Αιγαίο, όπως η Φολέγανδρος και η Αμοργός. Τέσπα, μόδες και γούστα είναι αυτά και αλλάζουν. Γιου γκετ δε αηντία, πάμε στα παραδείγματα.

  1. Διάσημη για τις αμμουδιές της η Μήλος είναι το κατεξοχήν ζευγαρονήσι του Αιγαίου που ξέρουμε και αγαπάμε. (Εδώ).
  2. Πού θα φάτε καλύτερα, πού βρίσκονται οι τέλειες παραλίες και ποιο είναι το απόλυτο «ζευγαρονήσι». (Απάντηση: Η Φολέγανδρος εδώ).
  3. Πάλι μας λένε ζευγαρονήσι... (Miloslife.gr).
  4. Αν σας αγχώνουν οι διακοπές μαζί (μόνο οι δυο σας) προτιμήστε εξωτερικό. Αν δεν το καταφέρετε, επιλέξετε τουλάχιστον ένα «ζευγαρονήσι», όπως η Μήλος, η Σίφνος, ενδεχομένως τα Κουφονήσια, ή ακόμα και μία εκδρομή σε διάφορα μέρη η νησιά, που θα γεμίσουν το χρόνο σας ευχάριστα και δραστήρια. (Από το Σχέσεις).
  5. Σαντορίνη: Νιόπαντρος που ανταλλάζει ανά λεπτό με τη σύζυγο πιο πολλά «αγάπη μου» απ’ ό,τι ο Γιάννης με τη Δήμητρα, στο επεισόδιο που έρχεται σπίτι του Γιάννη η θεία Βιργινία./ Ζευγάρια που επέλεξαν το συγκεκριμένο προορισμό για να επιβεβαιώσουν το κλισέ «ζευγαρονήσι», αλλά στον υπόλοιπο κόσμο λένε ότι πήγαν για οινογνωσία και γευσιγνωσία φάβας. (Τι τύπος είσαι με βάση το νησί που θα πας διακοπές).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το θηλυκό του πουτσαρά, δηλαδή η πουτσαρίνα, η παλικαρού.
Κατά το βυζαρού.
Η κεφαλή στον Άθω γέρνει σαν το κρυφό μυστήριο. Η μια σου χέρα βράχια σπέρνει στης Μάνης το μαρτύριο, Παλικαρού

Το πουτσαράς χρησιμοποιείται για τους άντρες ακριβώς με το ίδιο πνεύμα και στην Ηλεία. Τη δυναμική γυναίκα, τη λένε (σπάνια) πουτσαρού. (sarantakos.wordpress)

Πουτσαράς, ο. Μπ.φρ. - Ε , ρε πουτσαρά …, αλλά και η πουτσαρού. (Μπασταίικο λεξικό)

Και τα δυο παραθέματα είναι από την Ηλεία και έχουν το νόημα της παλικαρούς. Το ίδιο και τα δυο πρώτα παραδείγματα. Η λέξη, σε πορνογραφικά χείλια, χάνει το συμβολικό της χαρακτήρα της τόλμης, της ισχύος κλπ και αλλάζει προς το σχεδόν κυριολεκτικό "αυτή που έχει πούτσο", που "γαμεί και δέρνει" (3ο παράδειγμα).

  1. στο χωριο μου αμα καμια υπερεκτιμα δυνατοτητες και εαυτον την λενε "μαρη πουτσαρου" οχι δεν εχει υποτιμητικη εννοια σαν το "αρχιδω" (εδώ)

  2. Μοθαχαχαχαχαχαχαχαχχαχαχα Iron, you earned your day's pay, πουτσαρού μου, γελάω σαν μαοϊστής!!! (Vrasta)

  3. Οι μισοι ουρλιαζαν για την κυρα Κατινα και οι αλλοι μισοι για την κυρα Λενη, ενω τεραστια στοιχηματα επεφταν σαν την βροχη μεταξυ τους για το αποτελεσμα.
    -"Ειναι "πουτσαρου' η αρκουδα" ελεγαν οι μεν...
    - "Ναι... αλλα και η "μπακαλογατα ειναι βαρβατογκομενα!" ελεγαν οι αλλοι...
    [...] -«Πες το δυνατα! Εγω η κυρα Λενη η «μπακαλογατα» ειμαι η πουτσαρου και κυριαρχος εδώ μεσα και τωρα σε γαμαω παληοτσουλα! Πες το δυνατα να το ακουση ολος ο κοσμος!» (περιγραφή ποδομαχίας σε μπιντιεσεμικό άμα και ποδολαγνικό σάιτ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τόκα σημαίνει, κόλλα το!

"Κάνω τόκα" ή "τόκα της" υπάρχει σε πολλές αναφορές της λογοτεχνίας για την (ειλικρινή) χειραψία και μάλιστα με περαιτέρω παραπομπές στην ενηλικίωση ως πληρότητα δικαιοπρακτικής ικανότητας (δηλ. μόνον οι μεγάλοι έκαναν τόκα -> όταν σου ζητεί ή δέχεται κάποιος να κάνει τόκα με εσένα, τούτο ισοδυναμεί με παραδοχή ότι ο λόγος σου δεσμεύει -> θεωρείσαι ενήλικος).

Δεν αποκλείεται να προέρχεται από το ιταλικό ρήμα "toccare" = αγγίζω, βλ. και US gimme/slip me some skin = κόλλα το.

HODJAS εδώ

Λαβών δε εις την χείρα το ποτήριόν του, δια να μη δείξη ότι απέφευγε συστηματικώς τους ανθρώπους, επλησίασε προς τον όμιλον, και είπεν ελληνιστί, μετά τινος παχυστομίας και δυσκολίας περί την προφοράν. - Ευχαριστώ, κύριοι· δεν είμαι να καθίσω να κάμω τωκ, και δύσκολο σ’ εμένα να κάμω τωκ ρωμέικα.
- Τι λέει; είπε συνοφρυωθείς ο καπετάν Θύμιος ο Κουρασάνος· δε θέλει να κάμει τόκα μαζί μας;
Ο ξένος ήκουσε, κι’ έσπευσε να επανορθώσει την παρανόησιν.
- Με συμπάθειο, κύριε· είπα, να κάμω τωκ, να κάμω κονβερσατσιόνε, πώς το λένε;

"Ο Αμερικάνος". Χριστουγεννιάτικο διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη
(Deinosavreios φιλολογική κατάθεσις)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα καλιαρντά είναι το τεκνό που είναι ψηλό και ευθυτενές σαν κυπαρίσσι.

Καλέ τι κυπαρισσότεκνο που είναι αυτό το κρεμαλότεκνο! Μας άναψε χορχόρες!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι αυτός που αξίζει να του πούμε, "τσίμπα 5 λάϊκ!!!"
Δεν χρειάζεται να είσαι μαλάϊκας ή ξεπερασμανιακός like-ιστής για να καραλάικ κάποιον στα διαδίχτυα. Αρκεί να γουστάρεις τα μάλα, και ... πού 'σαι, μπορεί μέχρι και να το λήξεις με ουάν λάικ σταντ, άμα λάχει ναούμ'.

Συνώνυμα (κάπως): όλα τα λάϊκ!, πόσα λάϊκ, χίλια λάϊκ, καραλάικα, etc.

Σημείωση: Κτγμ, η λεξούλα γουαναμπεί υποψήφια μαζί με το λάικ, ή το ουγκ, στην ευκταία περίπτωση που υπάρξει δυνατότητα θετικής αξιολόγησης στο σάη.

  1. - Τα οπίσθια της Λιζ Χάρλεϊ τρέλαναν το Instagram! (Photos) http://fb.me/3obdtxr3m
    - Πενταλάικη η Λιζ αλλά μιλφάρα παρά τα χρονάκια της
    - το Photoshop να είναι καλά...

    - PS κανουν κ οι 18ρες, μη λες κουλά! (εδώ)

    1. - βλέπω εκείνες τις γυναίκες με το λαμπερό πρόσωπο κι αναρωτιέμαι .. πώς το κάνουν;; είναι καμιά εδώ να μας πει;;
      -Απολεπιση, καθαρισμος κλπ δεν είναι δύσκολο, εγώ άντρας είμαι και κανω
      -να τος και ο πενταλάικος. εδώ

    2. Πενταλαϊκο συλλαλητήριο (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

λελέβω, λελεύω

Ρήμα της ποντιακής διαλέκτου που σημαίνει χαίρομαι κάτι, ακουστό κυρίως στην ευρύτερα γνωστή ιδιωματική φράση «λελέβω σε!» (παναπεί, να σε χαρώ!, συνοδευόμενο συνήθως με εγκάρδια αγκαλιά).

Πιθανώς παιδί του αρχαίου λιλαίομαι.

Σουρτούκω! Να λελέβω τα κατσία σ'!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο αυτοκόλλητος φίλος, ο φιλάρας, ο δικέ μου. Το συντρόφι για τον αριστεριάρη, ο καρντάσης για τον διαμένοντα σε οικοδομή, το κολλητουμπινάκι για το θήλυ νέας κοπής, το μπρατίδι για τον μπιντιεσεμικό, ο φιλενάδος-μουνιενιές, το μπουμπουφού για το cyberπιπιναριό, ο σύντρολος για τον τρολεταριάτο, ο αδολφικός φίλος για την κασιδιάρα ψυχή, το λέει κι η λέξη.

- Όταν η Έλλη Στάη ήταν κολλητάρι με τη Βίκυ Σταμάτη (εδώ)

- ΕΞΩ και ο ΡΟΝΤΟΣ, το κολλητάρι του ΤΖΕΦΡΙ. Πλήρωσε 50χλιάρικα εγγύηση για τις Νάρκες που… έβγαζε στη Βοσνία. Λεφτά υπάρχουν (εκεί)

- Ο Σμπώκος, το κολλητάρι του Ακη, τον απαρνείται...(παραπέρα)

Εκ του κολλητός, περαιτέρω εκσλανγκισθέντος δια της προσθήκης του γαμοσλανγκοτέτοιου -άρι.

Αγγλικανιστί: mate (βρετανικούρα), buddy (αμερικλανιά) και homie (μελαψός αγγλοσαξονισμός).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified