Selected tags

Further tags

Σε ένα ποίημά του για μια αγαπημένη γυναίκα, ο Σεφέρης γράφει: «Για μια Ελένη, για ένα άδειο πουκάμισο». Το άδειο πουκάμισο (και η Ελένη που εδώ δεν απασχολεί), σημαίνουν ότι το νόημα της ζωής είναι το κενό, η φθορά και το απατηλό (οι άγγλοι χρησιμοποιούν την παπαριά: elusive).

Η φράση «άδειο πουκάμισο» έχει έκτοτε αυτονομηθεί και χρησιμοποιείται δίκην κυριολεξίας και εσφαλμένα για να περιγράψει και το χαμένο κορμί, τον τιποτένιο / ουτιδανό, αυτόν που δεν έχει μπέσα / άντερα (βλ.τελευταίο παράδειγμα).

Σύνοδος Ευρωζώνης: Θριαμβολογίες για ένα άδειο πουκάμισο. (από εδώ)

Η επαναλειτουργία της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης θα ήταν θετική εξέλιξη, αλλά χωρίς ιδιαίτερη σημασία. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για «άδειο πουκάμισο». (από εδώ)

Ανάπτυξη χωρίς απασχόληση είναι ένα άδειο πουκάμισο. (από εδώ)

Μη ξεχνάς ότι για μιά καραπουτανάρα, για ένα άδειο πουκάμισο, σφαζόσαντε οι Αχαιοί με τους Τρώες επί 10 χρόνια, σε ένα πόλεμο που δε θα κράταγε πάνω από που δε θα κράταγε πάνω από ένα μήνα αν δεν ερχόσαντε στα μαχαίρια Αχιλλέας κι Αγαμέμνονας για χάρη μιας άλλης πουτάνας. (από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκτοξεύεται ειρωνικά σαν βαριά μομφή αποκλειστικά προς άντρες:

  • Όταν αυτοί κόντρα στο (όχι και τόσο άδικα) βαθιά ριζωμένο στερεότυπο, είναι φανατικοί οπαδοί της ήσσονος έως καθόλου προσπάθειας χωρίς αυτή η στάση τους να έχει κάποια σχέση με το «δε θέλει κόπο· θέλει τρόπο»,
  • Όταν αυτοί έχοντας ξεφύγει απ’ ότι αρμόζει ρετροσεξουαλικώς, όχι μόνο εμφανισιακά, σε κάθε πραγματικά αρχιδάτο, έχουν υιοθετήσει σα δεύτερο πετσί την κορεκτίλα και την ατσαλάκωτη βιτρίνα των ομιλούντων κεφαλών και των γιάπηδων, τρέμοντας στο παραμικρό στραπατσάρισμά της. Άλλωστε, η εικόνα, ιδιαίτερα στα ΜΜΕ, είναι από καιρό σημαντικότερη απ’ το καθαρό κούτελο του ντόμπρου αρσενικού και το άσπιλο όνομα,
  • Όταν θέλουμε να δείξουμε σε κάποιον τζαζεμένο πως πρέπει να κουλάρει αφού δεν τρέχει μία κι επιπλέον υπάρχουν εκεί κάτω πράγματα που ζαλίζονται, υπενθυμίζοντάς του πως η ενασχόληση με τρίχες δεν αποτελεί τεκμήριο σοβαρότητας και
  • Όταν κάποιου του κατεβάσουν τη μάπα ακόμη και στις κινηματογραφικές αμερικλανιές πλέον, σπάνια μένει ανέπαφη η χωρίστρα. Οπότε, από αλάνι, μπορεί να σημαίνει αυτόν που αποφεύγει να παίξει ξύλο (και μεταφορικά), από δειλία.

Η φράση συχνά ακολουθεί το απαξιωτικό «σιγά» κι εκτοξεύεται άνετα κι εναντίον όλων όσων έχουν ξεχάσει άθελά τους τι είναι η χωρίστρα, επιτείνοντας την ειρωνεία.

Κατόπιν όλων αυτών είναι προφανές πως οι φράσεις:

  • «Χωρίς να χαλάσει η χωρίστρα» σημαίνει «χωρίς κούραση / άνετα / χαλαρά / δίχως συνέπειες»
  • «Θα χαλάσει η χωρίστρα» σημαίνει «σιγά το πράγμα» αλλά λέγεται και επιθετικά σαν γείωση όταν βαριόμαστε να κάνουμε κάτι.

Για την περιποίηση, τιθάσευση και απόδοση λάμψης στα μαλλιά, χρησιμοποιήθηκαν κατά καιρούς διάφορες ουσίες, πολλές απ’ αυτές λιπαρές με βάση ζωικά ή φυτικά έλαια. Μεταξύ αυτών το μεδουλάρι (μεδούλι με λίπος), η λίπα (χοιρινό ξίγκι), και οι λιγότερο μπίο μπριγιαντίνη, brylcreem κι ένας σωρός πομάδες. Σήμερα διάφορα τζελ, αφροί κι εγώ δε ξέρω τι άλλο, γεμίζουν σειρές από ράφια στα απανταχού σούπερ-μάρκετ εξασφαλίζοντας περισσότερο ή λιγότερο περίτεχνα χτενίσματα που λανσάρουν διάσημοι κάθε είδους.

Λαμβάνοντας υπόψη την προσοδοφόρα προώθηση του μετροσέξουαλ τύπου, το γεγονός πως πολλοί εργαζόμενοι άντρες πλέον δεν είναι χειρώνακτες και ασφαλώς τα επίπεδα ανεργίας, δεν είναι τυχαίο πως παίζουν τα πολύ κοντινά στην έκφραση «σιγά το καλτσόν» και «σιγά μη φύγει κάνας πόντος» που εστιάζουν τη απαξίωση του ανδρισμού σε σεξουαλικό κι όχι σε άμεσα σωματικό, ψυχικό άρα στην τελική, σε ευρύτερα κοινωνικό επίπεδο.

  1. - Κανόνισε να έρθω για καμιά βόλτα από τα μέρη σου και να έχει τίποτα κοτρόνια στο πουθενά κακομοίρη μου! Εγώ τουλάχιστον του τα διέλυσα όλα για να έρθετε όλοι, και να μη σας χαλάσει η χωρίστρα στο μαλλί κουβαλώντας. Άσε που τέτοια κοτρόνια δεν έχετε εσείς από εκεί. Έχετε μόνο βουτυράκι.

  2. - Παιδιά, ούτε όταν περιμέναμε τα αποτελέσματα του ΑΣΕΠ δεν έριξα τόσο γέλιο με τον σαρκασμό της αναμονής!! Όλοι καλά, πάντα καλά!! Τον βρίσαμε, τον βρίσαμε τον Αρούλη, φοβήθηκε μην του χαλάσει η χωρίστρα απ’ τις κατάρες και πώς θα εμφανίζεται στα κανάλια!!! Με πήρε πριν λίγο κι αυτός ο θείος μου ο αιρετός και μου είπε ότι «αναγκάστηκαν να τους βγάλουν τους πίνακες μετά από πιέσεις. Δεν είχαν σκοπό για τώρα!!!!!!»

  3. - Σιγά ρε, σιγά μη χαλάσει η χωρίστρα. Έτσι αφορίστε την πολιτική και θα σας κυβερνάει ο φούφουτος. Αυτό μας έλειπε τώρα να κινδυνεύουμε από τους πολιτικοποιημένους πολίτες. (σχολιάζει την κριτική πατεράδων με που διαδηλώνουν μαζί με τα παιδιά τους).

  4. - Σύντροφοι, είστε παλικάρια. Χίλια μπράβο, τι άλλο να πω; Είστε απίθανοι! (…) Είσαστε αγωνιστές από τους λίγους. Τέτοιους μωρέ θέλουμε, όχι κυριλάτους αριστερούς με γραβατούλα που φοβούνται μη χαλάσουν τη χωρίστρα τους.
    (επικροτεί δράση υπέρ των μεταναστών που τη θεωρεί ευθεία πρόκληση εναντίων Χρυσαυγιτών, στον Αγ. Παντελεήμονα Αχαρνών).

  5. - Κρίμα τον καημένο. Του χάλασαν τη χωρίστρα. (σχολιάζει ειρωνικά την επίθεση στο βουλευτή Κ. Χατζηδάκη που επιπλέον τυγχάνει φαλακρός).

  6. - Τι μούτρα είναι αυτοί του pick n' roll. Ρε, όταν έρχεται ο ψηλός για σκριν έχει στο μυαλό του να ρολάρει και να του δώσετε καλά τη μπάλα κοντά στο καλάθι. Όχι ρε ρεμάλια, να βάλει αυτός τα στήθια του, να κοπανίσει με το σκριν του αυτόν που στο κάτω - κάτω της γραφής εσάς μαρκάρει και όχι αυτόν, για να σουτάρετε εσείς άνετοι και ωραίοι, χωρίς να χαλάσει η χωρίστρα σας από τα 5-6 μέτρα.

  7. - Γιατί συγχύζεστε; Θα χαλάσει η χωρίστρα!(…) (σχολιάζει γελοία ενδυματολογικά παράπονα).
    - Φέτα το παίρνουμε μάτια μου, αλλά για να το πάρω φέτα εκτός, πρέπει και λίγο να ξεσπάσω εντός, δε βρίσκεις;

(όλα απ’ το δίχτυ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

σκορδομπούτσογλου, σκορδοπούτσογλου

Μη υπαρκτό υποτιμητικό επώνυμο, επινοημένο για να δηλώσει έναν τυχαίο άνθρωπο, έναν ανθυποτίποτα, ο οποίος εκτός του ανυπάρκτού του είναι και βρωμερός μέσα κι έξω, βρωμά σκορδίλες ο πούτσος του, αχ τι ωραία, τύφλα να 'χει η αρχιδίλα ή η μουνίλα ή το τυρί...

Ένας ασήμαντος γελοίος βρωμερός φανταστικός ανθρωπάκος δηλαδή, το όνομα του οποίου βάζουμε για παράδειγμα όταν θέλουμε να αναφερθούμε σε έναν μαλάκα (για να μην πούμε το πραγματικό όνομα του μαλάκα, επίσης).

Η κυρία Σκορδοπούτσογλου είναι η σύζυγος ή θυγατέρα του.

Όλοι αυτοί βέβαια έχουν πολύ μεγάλη ιδέα για τον εαυτό τους και συνήθως μας κάνουν τη ζωή αφόρητη.

Ο γούγλης το δίνει και σαν ...υπαρκτό πρόσωπο στο φατσοβιβλίο και δη πάνω από 1 φορά, στη μία μάλιστα έχει στη φωτό τον Βέγγο.

  1. Η απορία που μου δημιουργήθηκε εξ αρχής ήταν τι γίνεται στην περίπτωση που εγώ δε γουστάρω ρε παιδιά να το βαπτίσω το παιδί. Πέρα βέβαια από το ότι θα καταλήξουμε οικογενειακώς στο πυρ το εξώτερον, το όνομα του γιού μου θα είναι εις τον αιώνα τον άπαντα για τους δυσκοίλιους γραφειοκράτες «Αβάπτιστος Σκορδοπούτσογλου».

  2. Κρεμιδομπίχτης Σκορδοπούτσογλου είναι το ονομά μου
    παρθένα μασχαλόβρωμα είναι τ' άρωμά μου.

  3. Τα πράματα έχουν ως εξής... εργάζομαι στο εκτελωνιστικό γραφείο του κ. Σκορδοπούτσογλου, ο οποίος μου χρωστάει κάποια χρήματα. Βέβαια ο κ. Σκορδοπούτσογλου δεν είναι το πραγματικό αφεντικό, ασχέτως που το γραφείο είναι στο όνομα του. Big Boss είναι ο κ. Πιστόλας, αλλά λόγω συνταξιοδότησης έχει γράψει την εταιρεία στο όνομα του κ. Σκορδοπούτσογλου, ο οποίος στην ουσία είναι υπάλληλος κι αυτός. Αν καταφύγω στην επιθεώρηση εργασίας, η καταγγελία θα πάει στο όνομα του Σκορδ., κάτι που δεν το θέλω, γιατί διατηρούμε πολύ καλές σχέσεις, αλλά κυρίως γιατί δεν είναι ο αρμόδιος για να με τακτοποιήσει οικονομικά. Υπάρχει τρόπος να μπλέξω τον κ. Πιστόλα στην όλη διαδικασία της καταγγελίας ή να αρχίσω να κλαίω τα λεφτά που μου χρωστάνε.
    Τα ονόματα είναι τυχαία.

-από το νέτι γενικά-

  1. από το νέτι ειδικά, λήμμα χαριτωμενιά του ατσεγκέ...:
    Ξαφνικά λοιπόν, εκεί που την έχω πέσει στην ξαπλώστρα και διαβάζω το βιβλίο μου και είμαι μιά χαρά χαρούλα, έρχεται ο παπαρολεβιές ο Σκορδοπούτσογλου και μου πετάει ένα ποτήρι παγωμένο νερό και γίνεται το βιβλίο μουνί καπέλο. Έτσι για χαριτωμενιά... Είπα να τον δείρω θα κλαίει, να τον γαμήσω θα θέλει κι άλλο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λήμμα που δεν θα μείνει στην ιστορία, αλλά έτσι, για να βγάλω τ' άχτι μου με την τζονβλάκειο απαγόρευση των υποκοριστικών, ε κι επειδή έχω πολύ καιρό να σκατολογήσω παρά της παροτρύνσεις του τζιζ (χρωστάω, το ξέρω), έχω να σας καταθέσω το λήμμα αυτό, το οποίο όμως έχει 2 σημασίες.

  1. Η κουράδα, όταν δεν θέλουμε να το πούμε ωμά. Περισσότερα επ' αυτού έχει πει ο Πάτσης στο λήμμα σκατούλες.

Συναντάται επίσης κατά κόρον στην έκφραση «φάε/πάρε μια σκατούλα», δηλ. πάρε τ' αρχίδια μου, «να φας σκατά» κλπ.

  1. Κάτι πολύ μικρό, σχεδόν ανάξιο λόγου.

  2. Συνώνυμο της απαυτούλας.

  3. Γουτσισμός για ένα αγαπημένο πρόσωπο θηλυκού γένους, ή για κατοικίδιο κλπ.

  1. Είχε «ξεγελαστεί» το μηχάνημα και αυτό που πήρε σαν όγκο ήταν μια – όπως λέγεται – σκληρή μάζα», ή αλλιώς «ghost tumor» (όγκος – φάντασμα) ή «κοπρόλιθος» ή – με άλλα λόγια – πετρωμένη σκατούλα!!!

  2. Εγω το σκαφάκι μου (5 μετρα ειναι, μια σκατουλα) το εχω δηλωμενο σαν μονιμο τοπο κατοικιας.

  3. (Η μάνα στον γιο για τη γκόμενά του)
    - Μ' αυτή την σκατούλα που μας κουβάλησες δεν θα τα πάμε καθόλου καλά...

  4. Και τότε ήταν που με πήρε χαμπάρι. Με κατάλαβε η σκατούλα ότι τη βγάζω φωτογραφίες και με κοίταξε.

Όλα, πλην του 3, από το νέτι.

Μετά το 1.55 ωλ τάιμ κλάσικ χρήση της σκατούλας από Χάρρυ Κλυνν, ακόμη πιο επίκαιρη επί Παπανδρέου υιού. (από Khan, 10/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός που αναφέρεται σε άτομα του περιθωρίου, κατωτάτης κοινωνικής υποστάθμης, που έχουν κατέβει δηλαδή όλα τα σκαλιά της παρακμής (όπως αναφέρει και ο silencer51).

Έτσι, όπως το ρετάλι κυριολεκτικά είναι απομεινάρι από μεγάλο κομμάτι υλικού, όπως ύφασμα, σύρμα, σκοινί, λαμαρίνα κ.α., μεταφορικά είναι, κατά μία έννοια, απομεινάρι ανθρώπου.

Το λήμμα βέβαια μπορεί να χρησιμοποιηθεί και με την καλή έννοια για να καταδείξει άτομο χαλαρό, ενάντια στο σύστημα και τον καθωσπρεπισμό, ψιλοχύμα και μπορεί και ψιλοαναρχικός αλλά τουλάστιχον, γενικότερα, αριστερός και τις περισσότερες φορές καλό παιδί.

Συνώνυμα: παρτάλι, ρεμάλι, κουρέλι κ.α..

- Καλά, στα αρχίδια σου όλα ε; Είσαι μεγάλο ρετάλι! Πού πας ρε με τη μολότοφ στη κωλότσεπη;
- Τι, φαίνεται;!
- Αν φαίνεται; Μπαμ κάνει...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ισοδύναμο με τον «τελευταίο τροχό της αμάξης», αλλά σαφώς πιο μαγκιόρικο.

Ο Ολυμπιακός στο τσαμπιολής είναι η τελευταία τρύπα του κλαρίνου.-

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εξαιρετικά σλανγκενεργό έντομο. Ας δούμε ορισμένα:

  1. Αυτός/ή, κοπέλα συνήθως, που φορά μεγάλα γυαλιά- μάσκα, που καλύπτουν μεγάλο μέρος του προσώπου, και τον/την κάνουν να μοιάζει με μύγα, η οποία έχει τεράστια μάτια στο λιλιπούτειο κεφαλάκι της. Η τοιαύτη μύγα, αν είναι κοντός-ή λέγεται μυγόφτυμα. Τα γυαλιά αυτά λέγονται και πούλμαν, αν δε τα φοράει μπάζο λέγονται μπαζοκρύφτης ή μπαζοκόφτης.

  2. Κάποιος ενοχλητικός, ο οποίος μας μυγιάζει, δηλαδή μας ενοχλεί όπως μια επίμονη μύγα. Βλ. και έκφραση όποιος έχει την μύγα μυγιάζεται , δηλαδή ενοχλείται όποιος έχει λόγο να ενοχληθεί. Αυτός που ενοχλείται, αλλά για ασήμαντους λόγους είναι ο μυγιάγγιχτος. Η μύγα ως ενοχλητικός άνθρωπος λέγεται ενίοτε και μύγα του Βαρεμένου, ύστερα από το επεισόδιο του δημοσιογράφου με την μύγα στον αέρα.

  3. Κάποιος ανάξιος λόγου, ουτιδανός. Βλ. και μυγόχεσμα, μυγοκούραδο, έκανε κι η μύγα κώλο κι έχεσε τον κόσμο όλο, δε σηκώνει μύγα στο σπαθί του, η αράχνη έπιασε δυο μύγες, θα φάει η μύγα σίδερο και το κουνούπι ατσάλι, βγάζω από την μύγα ξίγκι ή εκ του αντιστρόφου άλα πούτσα το μυγάκι, γενναία μύγα.

  4. Κάποιος που ασχολείται με πράγματα που βρωμάνε. Πρβλ. χιλιάδες μύγες τρων σκατά, λες να κάνουν λάθος;

Δες επίσης βαράω μύγες, μυγάκια, μυγαμήσω, μύγα μήσω, μυγαπίξελ, μυγομάνι, μυγορακέτα / φλάϊ κίλλερ, σπαριλόμυγα, χεζόμυγα, χρυσομυγί. Ακόμη σαν την μύγα μες στο γάλα = κάποιος που δεν ταιριάζει στο περιβάλλον του. Μύγα σε τσίμπησε; = όταν η συμπεριφορά κάποιου είναι ανεξήγητα κακή. Κλείστο θα μπει μύγα = όταν κάποιος έχει το στόμα του πολλή ώρα ανοιχτό επειδή χασμουριέται ή βαριέται.

  1. Πολύ σέξι η πιπινέζα, τρελό μπουστάκι, αλλά μ' αυτά τα γυαλιά είναι σκέτη μύγα! Και το χρυσομυγί το φόρεμα τι τό 'θελε;

  2. Τα Wikileaks και η μύγα (Δες).

  3. Από τη μύγα ψήφους επιχειρούν να βγάλουν οι κυρίαρχοι του δικομματισμού ενόψει εκλογών. (Ρίζος).

  4. Οι δύο κατηγορίες ανθρώπων: Η μύγα και η μέλισσα. (Δες).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι ο τιποτένιος, μηδαμινός, ασήμαντος, ευτελής, ανάξιος λόγου ή προσοχής.

Το μικρό μέγεθος και η σχετικά χαμηλή τιμή των οσπρίων, παρά την σημαντική διατροφική τους αξία, τους προσέδωσαν αυτή την δευτερεύουσα απαξιωτική εννοιολογική σημασία.

- Ασταδιάλα ρε. Όσπριο !

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τιποτένιος, ο μηδαμινός, ο ασήμαντος, ή, απλά, ο μαλάκας.

Προφανώς, το μικρό σχήμα του άκακου και συμπαθέστατου οργάνου έγινε η αιτία να περιπέσει σε τέτοια εννοιολογική δυσμένεια.

-Α, τον παλιομπαγλαμά, πάλι εδώ γυρνάει. Αφού του 'πα να μη ξαναπατήσει το πόδι του.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο του ατόμου με τάση να τρώει ξύλο από τους άλλους αδιαμαρτύρητα, του κακομοίρη καρπαζοεισπράκτορα.

Προκύπτει από τον μικρόσωμο ηλικιωμένο συμπρωταγωνιστή του Benny Hill, (κατά κόσμον Jackie Wright), ο οποίος σε κάθε επεισόδιο της τηλεοπτικής σειράς «The Benny Hill Show» έτρωγε μπόλικες γρήγορες ψιλές στο καραφλό του κεφάλι από τον πρώτο και μάλιστα με το φιλμ να παίζει σε πολλές στροφές.

- Το βλέπεις εκείνο κει το ντούκι απέναντι;
- Ναι, τι;
- Στο σχολείο που τον είχαμε ήταν σαν το γεράκο του Μπένυ Χιλλ. Μέχρι που του τη βάρεσε μια μέρα και πλακώθηκε στα κικμπόξ και τις κρεατίνες και στο τέλος μας έδειρε όλους μόνος του...
- Πίκρα...

Ο Jackie Wright (από Jonas, 21/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified