Further tags

Little CheckBoxes

Κουτάκια είναι τα τυπωμένα ή ψηφιακά τετραγωνάκια, τα οποία αντιστοιχούν σε προτάσεις, για τις οποίες αποφαίνεται κανείς επιλέγοντας μεταξύ των δύο: "ναι", μαρκάροντάς τα, ή "όχι", αφήνοντας τα κενά (ή γράφοντας ένα "x" μέσα τους). Μαρκάρεις αν κάτι ισχύει για σένα, αν αυτή είναι η προτίμησή σου μεταξύ πολλών επιλογών, αν ένα κριτήριο ή μια προϋπόθεση πληρούται, αν ένα βήμα ή μια διαδικασία έχει διεκπεραιωθεί ή αν μια υποχρέωση ή ένα καθήκον έχει εκπληρωθεί. Είναι τα αγγλικάνικα checkboxes ή tickboxes. Φαντάζομαι το ξέρατε. Τα κουτάκια από τις διοικητικές φόρμες, τα εξεταστικά quiz και τα ψυχομετρικά τεστ έχουν ξεφύγει! και αποικίσει τα μυαλά και τις γλώσσες των ανθρώπω, εξου και οι εκφράσεις:

Σκέφτομαι Κουτάκια, Σκέφτομαι με κουτάκια...

...που δηλώνουν τα [νοητικά] κουτάκια με τα οποία κανείς προσεγγίζει τα ζητήματα της ζωής, από τα πιο πεζά και γραφειοκρατικά μέχρι και τα πιο βαθιά και καραγκαγκάν υπαρξιακά. Η φράση σκέφτομαι (συμπληρώνω, τσεκάρω) κουτάκια σημαίνει τη νοητική δραστηριότητα να σκέφτεσαι με εργαλείο ένα νοητικό ευρετήριο κυρίως τη λίστα με τις υποχρεώσεις, τα καθήκοντα, τα "ορόσημα" που πρέπει να φτάσεις .

- Τι σκέφτεσαι... - Τίποτα, κάτι κουτάκια σκέφτομαι για αύριο.. - Γιατί, τι έχεις να κάνεις αύρίο;

Η δραστηριότητα αυτή μπορεί, όμως, να μην περιορίζεται σε ένα λίγο πολύ μνημοτεχνικό ή οργανωτικό εργαλείο, αλλά να ανακλά ένα γενικότερο και παγιωμένο τρόπο σκέψης και δράσης, έναν τρόπο πρόσληψης και εμπλοκής με την πραγματικότητα μέσα από την κατάτμηση και συναρμολόγησή της. Το να σκέφτεται κανείς με κουτάκια μπορεί να φαίνεται ένας αποδοτικός και εύληπτος τρόπος να διαχειρίζεται τον εαυτό και τις υποθέσεις του, ο οποίος, όμως, επειδή τείνει να αγνοεί τη σχέση με το όλον και ενδιαφέρεται περισσότερο για τη διεκπεραίωση αυθαίρετα διασπασμένων διαδικασιών και όχι για το νόημά τους, "μαραίνει" τον ψυχισμό από ουσιαστικές διαστάσεις του. Γι' αυτό και σλανγκικά το σκέφτομαι με κουτάκια είναι ένας μειωτικός χαρακτηρισμός για τον τρόπο σκέψης-δράσης ο οποίος προσεγγίζει τα προβλήματα μηχανιστικά, επιφανειακά, ξερά, ως και κυνικά κλπ, αλλά επειδή βγάζεικαι έναν "πραγματισμό", "ρεαλισμό" και μια προσήλωση στη λύση προβλημάτων, όλο και περισσότεροι προμελετημένα συνήθως παραδέχονται και καμαρώνουν ότι "σκέφτονται με κουτάκια".

Το νόημα της λέξης κουτάκια εδώ είναι: τα μικρά κομμάτια ή διαμερίσματα ενός ευρύτερου σχεδίου ή συνόλου ή ζητήματος.

Άνοιξε το μυαλό σου στο αναπάντεχο! Οι έξυπνοι άνθρωποι δεν σκέφτονται ποτέ με «κουτάκια» Αν ο νους μας είναι το μεγαλύτερό μας όπλο για να βγάζουμε ένα δύσκολο 24ωρο, η προπόνησή του με τα κατάλληλα εργαλεία παραμένει τεράστια πρόκληση. (γυναικείο περιοδικό)

Το μόνο που μπορεί να μας κάνει δυστυχισμένους είναι η εικόνα που έχουμε φτιάξει στο μυαλό μας για το πώς θα μπορούσαμε να είμαστε ευτυχισμένοι». Κουτάκια, κατηγορίες, ταμπέλες. Προσδοκίες σκηνοθετημένες με απόλυτη λεπτομέρεια. Πρωταγωνιστές με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, συγκεκριμένες αντιδράσεις, συγκεκριμένους διαλόγους, συγκεκριμένες εκμυστηρεύσεις.

«Ένιωσα ανασφάλεια, όχι απογοήτευση. Ήθελα να ξέρω πως θα έχω δουλειά το Σεπτέμβριο. Από τη στιγμή που δεν είχα μια σαφή εικόνα για το τι θα γίνει και η εποχή έχει μια ρευστότητα, που δεν έχει να κάνει με την επιτυχία και το αν είσαι εργατικός, ήθελα να έχω μια σιγουριά. Είμαι πολύ με τα κουτάκια μου και με αγχώνει να μην ξέρω τι θα συμβεί αύριο. Ήξερα, π.χ., πως Σεπτέμβριο θα στείλω τον Γιαννάκη στον παιδικό. Το είχα αποφασίσει πέντε μήνες πριν, είχα διαλέξει σε ποιο παιδικό σταθμό θα πάει. Έτσι είμαι εγώ. Θα μου πεις πως όλα δεν έρχονται όπως τα θέλεις. Ναι, αλλά όταν παίρνεις μια απόφαση, παίρνεις και το ρίσκο σου». [η Φαίη Σκορδά σκεφτεται με κουτάκια]

Η λογική μου με το συναίσθημα μου είναι δύο διαφορετικά κουτάκια. Όταν ανοίγει το ένα, κλείνει το άλλο. Στα ρεπορτάζ μας κοιτάω να βάζω τη λογική μπροστά και το συναίσθημα να το παίρνω μαζί μου στο τέλος στο σπίτι. [και η Δάφνη Καραβοκύρη]

Οι άνθρωποι δε χωράνε σε κουτάκια

Δεύτερη, συναφής, αλληλεπικαλυπτόμενη με την παραπάνω έννοια για τα κουτάκια είναι η σημασία της προκατάληψης, της ετικέτας, του στερεοτύπου ή του εξωτερικού (και ρηχού) περιγράμματος. Προκάτοχος έκφραση εδώ είναι το οι άνθρωποι δε χωράνε σε καλούπια, δηλαδή, ότι η περιγραφή και κατανόηση των ανθρώπων ως συσσωρεύσεων και συναρμογών από χαρακτηριστικά (από κριτήρια, τα οποία πληρούν ή όχι) τους στερεί τη μοναδικότητά τους, που είναι και η ουσία τους. Κι εδώ είναι πιο εμφανής η αγγλικάνικη επιρροή από τη φράση think out of the box, σκέψου έξω από τα παραδεδεγμένα πλαίσια. Αλλά φαίνεται ότι αυτό το νόημα για τα κουτάκια επικονιάζεται κάπου νοηματικά και με ένα άλλο νόημα σχετικό με τη μαζοποίηση και την τυποποιηση και την ομογενοποίηση: κουτάκια = σπίτια σπιρτόκουτα της suburbia, όπως φαίνεται από το παλιό τραγούδι του Pete Seeger "Little Boxes".

Η αγάπη, φίλοι μου, δε χωράει σε κουτάκια. Όλοι οι άνθρωποι δεν είναι ίδιοι. Ακόμα και ο ίδιος άνθρωπος είναι διαφορετικός με διαφορετικούς ανθρώπους. Για να αγαπήσεις τον άλλο στ’ αλήθεια, απόλυτα, θα πρέπει πρώτα να αγαπάς με τον ίδιο τρόπο τον εαυτό σου. από δώ

Οι άνθρωποι δεν χωράνε ούτε σε κουτάκια ούτε σε τρυπάκια. Ή είναι στη ζωή σου ή όχι. Εκτός και αν θες ψίχουλα. " (από εδώ, δεν ξέρω τι εννοεί τρυπάκια με ύψιλον).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Με αφορμή την επαίτειο επέτειο των 41 ετών από την ίδρυση του Πανελλήνιου Σοσιαλιστικού Κινήματος στις 3 Σεπτεμβρίου 1974 θα αναφερθώ σε μία σημαντική λέξη που μας έχει χαρίσει το Πα.Σο.Κ., τη λέξη πασοκόψυχος.

Ο πασοκόψυχος διατηρεί πολλά από τα θετικά της ψυχής του πασόκου: τη λαρτζερία, την κιμπαροσύνη, τη μεγαλοψυχία, τη λεβεντιά, ή έστω λεβεντομαλακία, και πάνω απ' όλα τα ΕΡΓΑ.

Αλλά και τα γαμιστερά γονίδια του Ανδρέα Παπανδρέου. Ναι! Ο πασοκόψυχος είναι γαμίκος, αλλά και γαμόψυχος.

ΕΠΙΜΕΝΕΙ ΣΤΟΝ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΜΟ "ΛΑΪΚΙΣΤΗΣ" ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΑΝΟ ΚΑΜΜΕΝΟ Ο ΤΑΤΣΟΠΟΥΛΟΣ. ΠΑΝΤΩΣ ΠΑΣΟΚΟΨΥΧΟΣ ΓΑΜΙΚΟΥΛΑΣ ΣΑΝ ΕΣΕΝΑ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΚΥΡΙΕ ΛΟΓΟΤΕΧΝΑ ΜΑΣ... (Από το Φέισμπουκ).

Κι εφόσον το μεταπολιτευτικό Ελλαδιστάν είναι εν πολλοίς ένα Πασοκιστάν, τότε πασοκόψυχοι είμαστε λίγο πολλοί όλα μας, είτε το θέλουμε, είτε έχει διαπλαστεί έτσι η ψυχή μας ασυνειδήτως μαζί με το μητρικό γάλα.

Όμως σε μία εποχή κρίσης, όπου η πασοκοποίηση προβάλλει ως φόβητρο για όλα τα κώματα, και το αυτομαστίγωμα για τη μεταπολίτευση καλά κρατεί, το πασοκόψυχος χρησιμοποιείται πλέον σχεδόν αποκλειστικά με αρνητικό πρόσημο για να στιγματίσει αυτό που όλοι δεν θέλουμε να είμαστε, ένα είδος συλλογικής απωθημένης συστατικής εξαίρεσης μετά μάλιστα την εκλογική κατακρήμνιση του ίδιου του κόμματος.

Ποιος είναι, λοιπόν, σήμερα ο πασοκόψυχος; Κατ' αρχήν, αν το μΠΑτΣΟΚ είναι το νέο Πασόκ, τότε ο πασοκόψυχος είναι ο νέος μπατσόψυχος, αυτός που στηρίζεται στους μπάτσους για να καταστείλει, αλλά και στο ΔΟΛιο πλέγμα μηντιακής ηγεμονίας για να εξουσιάζει μια κενωνία βασιζόμενος στην πολιτισμική ηγεμονία γκραμσιανού τύπου, αυτήν πάνω στις ψυχές. Πασοκόψυχος είναι αυτός που γιουδάρει ως γιούδας με κάθε έννοια.

  1. Πασοκόψυχοι. Αυτοί οι 152 ανεπανάληπτοι άνθρωποι όμως -είμαι λαρτζ απόψε Λούκα και σε βγάζω έξω- που ψήφισαν απόψε ΝΑΙ και χειροκροτούσαν μετά και όρθιοι και έβαζε το χέρι του στην καρδιά ο άλλος, αυτοί οι 152 λοιπόν νομίζω πως έχουν πλέον περάσει κάθε τεστ, πως και να καιγόταν αύριο το μπουρδέλο η βουλή αυτοί θα αποδεικνύονταν πυρίμαχοι, η Βάσω η πυρίμαχη, ο πυρίμαχα αρχιτραγέλαφος Μίμης Ανδρουλάκης, το τόσο ελάχιστο τελικά αυτό πολιτικό ανθρωπάκι που παριστάνει το διανοητή και τον μυθιστοριογράφο, ένας προς ένας τους αυτοί οι 152 που ψήφισαν και σήμερα ΝΑΙ, που άντεξαν και σήμερα να ψηφίσουν ΝΑΙ, έχοντας πλήρη επίγνωση πως είτε πάνε πάλι να συνεχίσουν μόνοι τους, είτε στην καλύτερη μαζί με τον Καρατζαφέρη και τη Ντόρα, έχοντας πλήρη επίσης επίγνωση πως ανετότατα μπορεί τελικά να παραμείνει Πρωθυπουργός ο άνθρωπος που κληρονόμησε από τον πατέρα του ένα όνομα και από τον παππού του ένα ρολόι (που πάει πάντα από δύο έως τρεις ώρες λάθος όταν είναι να μιλήσει στο εσωτερικό, στη Βουλή, σε διάγγελμα ή στην ΔΕΘ, αλλά στο εξωτερικό δουλεύει καλά μάλλον, εκτός κι αν στήνει τρίωρα και τη Μέρκελ), ο άνθρωπος που ποτέ δεν είδε την πολιτική ως επάγγελμα και που πάντα τα έβαλε με το πολιτικό κατεστημένο της χώρας, ο επαναστάτης που τόλμησε να σπάσει το ταμπού του μπάφου και του ίντερνετ ως εργαλείου δημοκρατίας, ο άνθρωπος που δεν είναι γαντζωμένος σε μια καρέκλα αλλά σε ένα όνομα, έχοντας πλήρη επίγνωση πως ακόμη και αν δεν μείνει και παγώσει στα χείλη το χαμόγελο του επαναστάτη Κακλαμάνη, θα έρθει στη θέση του ο Βενιζέλος, ο Βενιζέλος, ο Βενιζέλος, ο Βενιζέλος, ο Βενιζέλος, ο Βενιζέλος, ο Βενιζέλος, σύμφωνα πάντα με πληροφορίες που μεταφέρει το Mega, το Mega, το Mega, το Mega, το Mega, το Mega, το Mega, ώστε μόλις ορκιστεί να χύσουν ομαδικά ο ίδιος ο Ευάγγελος (που έχει αρχίσει πλέον και βάζει κυριολεκτικά το χέρι μέσα στο σακάκι του σαν υποσυνείδητος Ντούτσε - απόψε στην ομιλία του στη Βουλή το έβαζε συνεχώς) και μαζί του όλο το στούντιο του Μεγάλου Καναλιού που θα μοιάζει με δωμάτιο του Μεγάλου Ανατολικού από τη συσσωρευμένη λαγνουργία. (Από μπλογοτέχνημα του Old Boy).
  2. Πασοκόψυχοι. Δεν τους φτάνει που έκαναν τόσα χρονια τον νταβατζή σε ΠΑΣΟΚ και Νέα Δημοκρατία, θέλουν τώρα να κάνουν κουμάντο και στον ΣΥΡΙΖΑ. Όπως λεει και ο λαός, πρώτα βγαίνει η ψυχή και μετά το χούι. Με φόρα από το βαθύ κράτος του Σαββατοκύριακου, τα πασοκόψυχα Νέα παίζουν Δευτέρα είδηση «ΣΥΡΙΖΑ: Άρχισαν δραχμοπόλεμο» όπου διαβάζουμε «Σκληραίνει η αντιπαράθεση στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ για την παραμονή ή μη στο ευρώ μετά τις επιθετικές δηλώσεις Λαφαζάνη». Στο ίδιο πνεύμα, το πασοκόψυχο Έθνος ανακαλύπτει την ίδια είδηση. [...] Είναι συγκινητική η προσπάθεια των δύο παραμάγαζων να μην κατεβάσουν ρολά [...] Έτσι έχουν μάθει οι φυλλάδες. Την κουλτούρα διαλόγου σε ένα κόμμα την θεωρούν σύγκρουση. Την κουλτούρα νυφοπάζαρου 58 αυλικών του μνημονίου την θεωρούν αφετηρία. Προσοχή, λοιπόν, όταν συζητάτε σοβαρά για το μέλλον του ευρώ. Θα έρθουν οι πασοκόψυχοι να σας διασπάσουν. (Ανφόλο).
  3. Κάποιοι άλλοι πασοκόψυχοι είχαν πάει παλιότερα στο λιμάνι και πετούσαν ντομάτες στους απεργούς ναυτεργάτες, για να λύσουν την απεργία. (Σφυροδρέπανο).

Και από τη στιγμή που το Πασοκιστάν έγινε μνημονιστάν, τότε ο πασοκόψυχος είναι (σύμφωνα με τους χρησιμοποιούντες την έκφραση) ο άνθρωπος με διπλή ηθική, αυτός που υποκρίνεται την κοινωνική ευαισθησία, ενώ είναι σοσιαληστής που δεν διστάζει να ακολουθήσει σοσιαληστρικές πολιτικές όπως κάθε άλλος, συνεχίζοντας ταυτοχρόνως την κλάψα και τον καζαντζιδισμό. Αυτός που θέλει να κερδίσει και το σώμα και την ψυχή του, θέλει και την πούτσα στο μουνί στη Μιμή και την ψυχή στον παράδεισο.

Διαχρονικό χιτάκι

Μετά, λοιπόν, την επισκήψασα πόλωση του πολιτικού σκηνικού, όταν το ΣΥΡΙΖΟΚ είναι το νέο Πα.Σο.Κ., ο πασοκόψυχος είναι ο σοσιαλδημοκράτης (ως πολιτικό μπινελίκι χρησιμοποιείται πλέον), ή ακόμη χειρότερα, ο σοσιαλφιλελές, ο χιπστεροφιλελές ή χιπστεροναζί (το ίδιο κάνει), ο ντεκαφεϊνέ κεντροαριστερούλης που ακολουθεί το ο,τιδήποτε, δυνάμενος να επιβιώσει (έστω πασοκοποιηθείς) μέσα σε οποιαδήποτε συνθήκη καθώς ως ασπόνδυλο μαλάκιο δεν έχει καμία πολιτική ραχοκοκαλιά. Αν προσθέσουμε και τον όψιμο ευρωπαϊστικό προσανατολισμό του Πα.Σο.Κ., τότε μιλάμε για έναν Ευρωτσολιά ναιναί οφατζή.

  1. Δεν μπορεί να είστε ένθερμοι Έλληνες αλλά ταυτόχρονα και λίγο φιλελεύθεροι πασοκόψυχοι αντιφασίστες. Διότι τότε είστε απλά γραφικοί. (Olympia).
  2. Το Ποτάμι του Κιέβου και οι πασοκόψυχοι των Αθηνών. (Εδώ).
  3. Πασοκόψυχοι πρώην Δημαρίτες νυν Ποταμίσιοι σαν κατσαρίδες μετά από πυρηνική καταστροφή. (Από το Twitter).
  4. Ο συγκεκριμμένος δεν είναι πασοκόψυχος, είναι σαν αυτές τις αερινες πολύχρωμες φυσαλίδες πού βγαίνουν από αυτό το παιγχνίδι πού πουλάνε στα περίπτερα. (Ολύμπια).

Μην ξεχνάτε, όμως: Υπάρχει ένα μόνο πράγμα χειρότερο από μια πασοκοψυχή κι αυτό είναι ένα πασοκοχούι.

Disclaimer: Το παρόν λήμμα αντικατοπτρίζει τις απόψεις αποκλειστικά και μόνο των χρησιμοποιούντων την έκφραση, για την οποία ο συντάκτης ενδιαφέρεται καθαρά και μόνο για γλωσσικούς λόγους.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τσάτρα πάτρα απόδοση του αμερικλάνικου, κατά βάση, motivated = ο έχων κίνητρο, ή κινητοποιημένος, αυτός, δηλαδή, που παρακινείται στη δράση με ισχυρή και αρκούδως εσωτερικευμένη παρώθηση, ώστε να μοιάζει ενθουσιώδης κάνοντας πράγματα τα οποία δύσκολα σε κινητοποιούν από μόνα τους και δύσκολα αποκτούν/ εύκολα χάνουν το όποιο προσωπικό νόημα.

Εμείς τον θέλουμε τον πωλητή μοτιβαρισμένο, αλλιώς πάει στον πελάτη και κλαίνε κι οι δυο μαζί.

Ο όρος μάλλον ακούγεται πολύ στο χώρο των επιχειρήσεων, ειδικά των πωλήσεων, ενός εργασιακού πεδίου έτσι κι αλλιώς ουγκα μπουγκα από την άποψη στρες και ανταγωνισμού, που γενικά τραβάει χαοτικό ζόρι με την κρίση και χρειάζεται κανείς να είναι (δηλαδή, να φαίνεται, δηλαδή, να είναι) κάργα μοτιβαρισμένος για να ελπίζει στον επιούσιο, αλλιώς, ελπίζει στον πούτσο που κλαίγανε.

Αλλά ακούγεται γενικώς, όχι πολύ, ευτυχώς.

ΤΕΡΜΑ ΜΟΤΙΒΑΡΙΣΜΕΝΟΣ, ΤΕΡΜΑ ΑΝΕΒΑΣΜΕΝΟΣ, ΤΕΡΜΑ BESTΑΡΙΣΜΕΝΟΣ! AT FUNDUM! ‪#‎MotivationWeekendBEST‬ πηγή

Έπρεπε να το αναποδογυρίσεις αμέσως για να φύγει έξω το όποιο υγρό υπήρχε [...]. Η αν είσαι ποιο μοτιβαρισμενος να τον άνοιγες με την βοήθεια διαφόρων site (ifixit) η βίντεο στο youtube, όπως προανέφερε και ο φίλος από πάνω, και να το σκουπίσεις (απορροφήσεις) το υπόλοιπο με μια χαρτοπετσέτα, η με ένα ελαφρά υγραμένο πανάκι! πηγή: πώς να καθαρίσετε το mac σας αν είστε ή αν δεν είστε μοτιβαρισμένος.

Μια ακόμη ερώτηση που πρέπει να προετοιμάσεις είναι το πού φαντάζεσαι τον εαυτό σου σε 5 χρόνια. Αυτή ειναι μια καλή ερώτηση και για σένα. Η δουλειά που θα κάνεις θα επηρεάσει το πού θα εισαι σε 5 χρονια. Σου κάνουν αυτη την ερώτηση για να δουν αν θα εισαι μοτιβαρισμένος για αρκετό χρόνο. Αν τους πεις πως σε 5 χρονια θέλεις να πας στο φεγγάρι, ίσως να μην σε προσλάβουν σε τηλεφωνικό κέντρο. Αν τους πεις, όμως, πως θέλεις να γίνεις εκπαιδευτής ατόμων που εργάζονται σε τηλεφωνικό κέντρο, η θέση μάλλον θα είναι δική σου. πηγή: βρες δουλειά στο εξωτερικό.

Και επειδή σε μεγάλη πλειοψηφία ο άνθρωπος είναι "κοκο" και φοβάται την αλλαγή και την εξέλιξη γενικώς συνεχίζει είτε να καταστρέφει τον κόσμο, είτε να κατατστρέφει τα παιδιά του, είτε να θεωρεί την οικογένεια ένα σόου που πρέπει να κάνει κι αυτός με αποτέλεσμα να μην υπάρχει η παραμικρή παιδεία και προυπόθεση να ερθει στον κόσμο ενα παιδί αλλά να έρχεται απλά γιατι ήρθε η ώρα (έλεος), είτε να ψηφίζει και πάλι τους ίδιους που μοιράζουν στις τράπεζες δις όταν δεν μοιράζουν σε κανέναν το εφάπαξ. Απλά γιατι ο άνθρωπος πλέον έχει γίνει λίγο απάνθρωπος. Μοτιβαρισμένος και συμβιβασμένος. πηγή

ΠΟΡΩΜΕΝΟΣ = "Μοτιβαρισμένος"(από μόνος του) και Αποφασισμένος(20 πάντα) για τη νίκη. ΑΣΥΜΒΙΒΑΣΤΟΣ = 'Ακαμπτος, Αλύγιστος, Ασυνεπής, 'Ατοπος, Αυτός που δεν συμμορφώνεται. πηγή: συζήτηση σε φόρουμ για το παιχνίδι football manager με θέμα τη μετάφραση αγγλικών όρων στην ελληνική βερσιόν (driven, motivated, κλπ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βγάζω (το ψυχολογικόν)

Το ρήμα βγάζω + αντικείμενο (λ.χ. βγάζω θυμό) τείνει να γίνει σλανγκικό ρήμα αναφοράς στην περιγραφή ψυχολογικών νοημάτων. Σήμερα, κατά κόρον βγάζουμε όλο και πιο ψυχολογικά πράματα, όπως:

βγάζω παράπονο, βγάζω πόνο, βγάζω θυμό, βγάζω αυτοπεποίθηση, ακόμα ακόμα: βγάζω ψυχολογία (σε ποδοσφαιρικά συμφραζόμενα σημαίνει επίσης αυτοπεποίθηση), βγάζω ανασφάλεια/ες, βγάζω άγχος, βγάζω (κατά)θλιψη, βγάζω ψυχαναγκασμό, βγάζω εμμονή/ές, βγάζω φοβία/ίες, βγάζω στέρηση και σε πολύ προχωρημένη γιαλομοποίηση, βγάζω ενοχή/ές, βγάζω άμυνα/ες (ο ενικός είναι πιο ψυχανάλα φάση).

Η συγκεκριμένη μορφή με το βγάζω + δεν περιορίζεται στα ψυχολογικά νοήματα, αλλά χρησιμοποιείται γενικά για να περιγράψει ανθρώπινες ποιότητες - ηθικές, αισθητικές κ.λπ. Πιθανόν, άλλωστε, τέτοιες χρήσεις να προηγήθηκαν και να έγιναν η "μήτρα" για τις πιο ψυχολογίστικες. Π.χ. τα βγάζω κακία, βγάζω ζήλεια (περισσότερο με την ηθική έννοια) ή τα βγάζω (μια) αρχοντιά, βγάζω (μια) γυφτιά/βλαχιά/κακομοιριά μοι φαίνονται κάπως πιο παλιά, όπως και ένα σωρό άλλα, ηθικοψυχολογικοαισθητικά: βγάζω εγωισμό, βγάζω σνομπισμό, βγάζω ερωτισμό κ.λπ.

Τώρα πια, όμως, είναι σαφές ότι το μεγαλύτερο μερίδιο στην αυξημένη πίτα χρήσης του βγάζω (με τις πάμπολλες περιφράσεις του βγάζω +, που αν ήμασταν δεξιούρες θα λέγαμε ότι είναι κατάχρηση, ισοπέδωση της γλώσσας κ.λπ.) το έχουν οι ψυχολογικές περιγραφές, οι οποίες ακριβώς συνετέλεσαν στη μεγέθυνσή της.

Όπως ίσως έχετε ήδη παρατηρήσει ή σκεφτεί, υπάρχουν...

2 + 1 βασικές σημασίες του ψυχολογικού βγάζω.

(1) Νιώθω κάτι ή εμφορούμαι από κάτι. Από τις δόκιμες έννοιες που καταγράφει ο Τριαντάφυλλος, το βγάζω εδώ είναι πιο κοντά στην έννοια του εμφανίζω, με την βιολογική έννοια. Στις ψυχολογικές χρήσεις, θα λέγαμε ότι εννοείται: βγάζω προς τα πάνω, στην (ψυχική) επιφάνεια.

H Τασία βγάζει (μια) απελπισία όταν μιλάει για τη δουλειά της! Τη βλέπω να τα παρατάει.

(2) Εκδηλώνω ή αποπνέω κάτι (ηθελημένα ή αθέλητα, συνειδητά ή ασυνείδητα). Αυτό που νιώθω βρωμάει από μακριά, "αναδούδει". Το βγάζω, σημαίνει βγάζω προς τα έξω, στις διαπροσωπικές σχέσεις ώστε οι άλλοι το καταλαβαίνουν.

Βγάζει τόσο θυμό στην αδερφή του, που σε λίγο θα παίζουν ξύλο, αν δεν το κάνουν ήδη!

Αλλά υπάρχει και μια 3η σημασία (που θα χρειαστεί και λίγο περισσότερη γραμματική ανάλυση, βλ. πιο κάτω):

(3) Προκαλώ στον άλλο ψυχολογικά κάτι, και συνήθως αυτό που και ο ίδιος νιώθω. Από τις δόκιμες τριανταφύλλιες χρήσεις, το βγάζω εδώ σημαίνει περισσότερο παράγω, δημιουργώ.

Έβγαλε πολλή ενοχή που δεν πρόσεξαν το παιδί, και τώρα λέει κι αυτός τα ίδια.

Περαιτέρω Σημασιολογική Ανάλυση

Θα μπορούσαμε να πούμε ότι σημασία του βγάζω + κάτι ψυχολογικό κυμαίνεται κάθε φορά ανάμεσα στις 3 παραπάνω περιπτώσεις, και να τελειώνουμε. Αλλά δεν. Θα το κουράσουμε περισσότερο. Ουσιαστικά, η γενικευμένη χρήση του βγάζω αφορά σε μια εξίσωση του (1) βγάζω στην επιφάνεια με το (2) εκδηλώνω/αποπνέω/βγάζω στις σχέσεις. Τέτοια πράματα εξισώνονται εύκολα σε μια κοινωνία που το αυτο- και ετεροψυχοψάξιμο θεωρείται δεδομένο, σχεδόν καταναγκαστικό στοιχείο, κοινωνία στην οποία, δηλαδή, οι σχέσεις έχουν ψυχολογιοποιηθεί. Αυτοματισμός-εξίσωση, δηλαδή: Τό νιωσες; -> Τό βγάλες -> το βγάλες στον άλλο -> το βγαλες και από τον άλλο... και λοιπές παραλλαγές.

Το τσιμέντωμα έρχεται με την παραπέρα εξίσωση των (1)-(2), με το (3), δηλαδή με το προκαλώ στον άλλο το συναίσθημά μου. Γιατί, όμως; Νιώθω και βγάζω προς τα έξω δε σημαίνει απαραίτητα και προκαλώ στον άλλο, πέρα από την απαραίτητη για την αλληλοκατανόηση στοιχειώδη ενσυναίσθηση - συμπάθεια, ε; Χμμμ, αυτά λαστ γίαρ. Σήμερα υπάρχει κάτι σαν, ας μοι επιτραπεί, το συναισθηματικό αποτύπωμα - emo(tional) - footprint θα το έλεγα αν ήμουν αγγλοσάξων πουλ μουρ - αλλά δεν είμαι. Γιατί ο σύγχρονος άθρωπας οφείλει να είναι υπεύθυνος, τρόπον τινά, και για το συναίσθημα που συμβάλλει στην κοινωνία, και αν αυτό είναι αρνητικό, είναι και υπόλογος για την επιβάρυνση - των άλλων όλων. Είναι πρωθύστερα όλ' αυτά, ασφάλουσλυ, και προκύπτουν ως εξής: ο άνθρωπος (τείνει προς το να) θεωρείται αποκλειστικά υπεύθυνος για τον εαυτό του, γενικά, φουλστοπ. Τι άλλο μπορούμε να του καταλογίσουμε; Μα και το αρνητικό του συναίσθημα, φυσικά... Άρα, στη βάση του να αναζητούμε τι (μας) βγάζει ο άλλος συναισθηματικά, όλοι βιώνουμε ένα ενσυναισθητικό... αλληλοχώσιμο, έναν τούρμποεκφυλισμό ακριβώς της ενσυναίσθησης ως εκδημοκρατισμού της ψυχολογίας/ψυχολογιοποίησης.

Περαιτέρω γαμοσλανγκοτέτοια (σλανγκογραμματική) Ανάλυση

Οι σημασίες που - σχηματικά πάντα - σημειώσαμε πιο πάνω γίνονται πιο περίπλοκες όταν, όπως πολύ συχνά γίνεται, το βγάζω + κάτι ψυχολογικό συντάσσεται με μια γενική, που είναι μυστήριο τρένο, γιατί εκεί κρύβεται και η ψυχολογιοποίηση του όλου πράματος. Με την ίδια φράση, μπορούμε να λέμε και να εννοούμε διαφορετικά πράματα:

(α) ο Γιάννης μου βγάζει θυμό = ο Γιάννης με θυμώνει με αυτά που κάνει, ο Γιάννης με κάποιο τρόπο κάνει να βγάζω θυμό από μέσα μου.
(β) ο Γιάννης μου βγάζει θυμό = εγώ προκαλώ στο Γιάννη θυμό με αυτά που του κάνω, εγώ με κάποιο τρόπο κάνω τον Γιάννη να βγάλει θυμό από μέσα του.
(γ) ο Γιάννης μου βγάζει θυμό = ο Γιάννης μου δίνει την εντύπωση ότι είναι θυμωμένος, ότι έχει μέσα του θυμό, ακόμα κι αν δεν το δείχνει καθόλου ή αν το δείχνει αναιμικά.

Τελικά, έχω την εντύπωση ότι οι παραπάνω σημασίες τείνουν να κυμαίνονται/συμφυρόνται σε ένα ψυχολογίστικο αμάλγαμα όπως το παρακάτω:

(δ) ο Γιάννης μου βγάζει θυμό = ο Γιάννης μου δίνει την εντύπωση ότι είναι θυμωμένος (γ) μαζί μου (β), επειδή με θυμώνει (α) - άρα/επειδή ο ασυνείδητος στόχος του είναι να μου δείξει το θυμό του, ενδεχομένως προκαλώντας θυμό σε μένα παθητικοεπιθετικώ τω τρόπω.

[Και μπορεί ο θυμός να είναι ένα ιδιαίτερο παράδειγμα, αλλά παρόμοιας πολυπλοκοτητας - συχνά ασυνείδητα - ψυχοσημασιολογικά δυναμικά (τ' είπες τώρα!) υπάρχουν και στις άλλες χρήσεις του γενική + βγάζω + κάτι ψυχολογικό.]

Η γενική αυτή συντακτικά είναι έμμεσο αντικείμενο, αλλά με διαφορετικούς τρόπους: στην περίπτωση (α) η γενική δηλώνει τρόπον τινά τον αποδέκτη του συναισθήματος. Στην περίπτωση (β), η γενική δε δηλώνει τον αποδέκτη αλλά εκείνον από τον οποίο το συναίσθημα κατά κάποιο τρόπο αποσπάται. Και η περίπτωση (γ) αυτόν στον οποίο δίνεται η εντύπωση περί του συναισθήματος-άμεσου αντικειμένου.

Είμαστε εδώ, σε αυτό το γκλαμουροκατασκότεινο γραμματικό βασίλειο της μυστικοποίησης των σχέσεων. Τι να πούμε, λοιπόν, για την περίπτωση (δ) της διαπλοκής των σημασιών, η οποία έστω ως σπάνιο νόημα ή ως υποθετική κατασκευή θεωρώ ότι υπερκαθορίζει / διαποτίζει και τις άλλες σημασίες; Γιατί εκείνος που αποκομίζει την εντύπωση περί του συναισθήματος είναι και εκείνος που τρόπον τινά το υποκινεί (αφού το συναίσθημα είναι σχεσιακό πράμα) και το δέχεται. Νομίζω ότι μέσα στην casual πολυσημία της καθομιλουμένης, η γενική από έμμεσο αντικείμενο σταδιακά κινείται σημασιολογικά προς μια από αυτές τις "προαιρετικές" γενικές που δηλώνουν το ενδιαφερόμενο πρόσωπο (σύμφωνα με την Γραμματική Φιλιππάκη-Warburton έτσι σημαίνεται ένα φιλικό ενδιαφέρον, π.χ. τι μου κάνεις κ.λπ.). Θα λέγαμε παραπέρα ότι σχετίζεται σημασιολογικά με αυτό που θα ονομάζαμε γενική του πατροναρίσματος (βλ. κάτι σχετικό στο μη μπερδεύεσαι), η οποία ας πούμε ότι δηλώνει ειρωνικό, διαχειριστικό, ελεγκτικό, ή άσπονδα φιλικό (!) ενδιαφέρον.

Ωστόσο, στην περίπτωσή μας εδώ (μου βγάζει + κάτι (κυρίως) αρνητικό ψυχολογικό) η γενική δεν έχει να κάνει τόσο με άμεσο πατρονάρισμα, αλλά περισσότερο με έμμεσο, υπόρρητο κανονιστικό ψόγο για κάποιον/α που η ψυχολογία του/της μας χαλάει τη "συλλογική" συναισθηματική σούπα. Όταν λες ότι κάτι/κάποιος μου βγάζει ανασφάλεια, θυμό, ενοχή κλπ δε λες ότι απλά σου φαίνεται έτσι, αλλά διατυπώνεις υπόρρητα και μια κρίση ότι αυτό (σου) είναι πρόβλημα. Με άμεσο πατρονάρισμα αυτή η γενική μπορεί να έχει σχέση όπως απαντά στη jargon των ψι επαγγελματιών (βλ. παρακάτω).

Τι σας βγάζει όλο αυτό που γράφω; Εμένα μου κάνει σε θυμό.

Περαιτέρω ψιλο-σκόρπια ανάλυση...

Επαγγελματική jargon
Ξεκινώντας από το προαναφερθέν, πολύ συχνά όταν αλληλοbriefαρονται επαγγελματίες από ψι επαγγέλματα και συναφή, μπορεί να λένε πράγματα όπως:

i. Του έκανα νωρίς την ερμηνεία και μου έβγαλε άμυνες.
ii. Ο πατέρας [ενν.:του περιστατικού] μου βγάζει παράπονο όταν μιλάμε για τη δική του μητέρα.
iii. Σε κάτι τέτοια θα σου βγάλει εκλογίκευση.

Και άλλα τέτοια. Σε αυτές τις περιπτώσεις είναι δύσκολο να διακρίνει κανείς πού ξεκινά και που τελειώνει η μετοχή του πρόσωπου που δηλώνεται με αντωνυμία σε γενική στην ενέργεια που δηλώνεται με το ρήμα. Εδώ είναι πιο ξεκάθαρο το - τεχνικά, βεβαίως (;), νοούμενο - πατρονάρισμα τ. μεταβίβαση - αντιμεταβίβαση κ.τ.ο. Ποιος, όμως, μπορεί να πει και πού αρχίζει και πού τελειώνει η ψυχολογία και η ψυχολογιοποίηση;

Άλλες μορφές

I. μου βγαίνει/δε μου βγαίνει: εδώ δεν έχουμε το βγάζω αλλά το αμετάβατο βγαίνω, υποκείμενο του οποίου ήταν κάποτε συνήθως κάποιος "λόγος-λόγια" που εδυνάμεθα ή όχι να ξεστομίσουμε, αλλά τώρα είμαστε ένα κλικ πριν από αυτό, μας βγαίνει ή δε μας βγαίνει το συναίσθημα που σε δεύτερο χρόνο θα μας επιτρέψει να πούμε ή να κάνουμε κάτι. Είναι η πιο συναισθηματική εκδοχή του μού' ρχεται/δε μού' ρχεται.

i. Θέλω να του πω ότι τον αγαπώ αλλά δε μου βγαίνει.
ii. Μου βγαίνει να του πω ότι είναι καριολόπουστας

II. Μου βγαίνει σε...: και πάλι μία χρήση του βγαίνω, με σλανγκικό ενδιαφέρον, και πιο όψιμη, είναι όταν ένα εσωτερικό, μύχιο συναίσθημα, εκδηλώνεται ως κάτι άλλο.

Δε θέλω να μου βγαίνει σε ανασφάλεια το σαλτάρισμα. Και δεν ειναι δικαιολογία το ότι κόλλησα. πηγή

III. Βγάζω συναίσθημα... Ιδιαίτερη φράση είναι όταν κάποιος βγάζει συναίσθημα σε κάτι που κάνει, π.χ. όταν τραγουδάει, όταν μιλάει δημοσίως, ή και σε μια κοινωνική σχέση ή και απλή αλληλεπίδραση. Αυτό που προφανώς εννοείται είναι ότι το συναίσθημα - asset ή liability - μπορεί και να μην υπάρχει, έχει, δηλαδή, νοηθεί ως κάτι εντελώς διακριτό που μπορεί κάλλιστα και να λείπει εντελώς τελείως από αυτά που βιώνουμε ή κάνουμε.

Όταν η Ροκ σου βγάζει συναίσθημα τότε ακούς της Χρύσα και τα "Μουσικά Ταξίδια στον χρόνο". πηγή.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αλλιώς ο μπατσόκαρδος, δηλαδή αυτός που βαθιά στην ψυχή του πουστάρει αστυνομία, μπάτσους, ησυχία, τάξη και ασφάλεια, εξουσία. Κι αν είναι πολιτικός, όπως λέει ο Χότζας, υποθάλπει αυθαιρεσίες αστυνομικών.

  1. θα ηθελα ολη εσεις να ειστε στην θεση του πρωτου μπατσοψυχοι και φασιστες, δεμενοι και κλωτσιες στην μουρη θα σας αρεσε???? ουστ φασιστες. (Εδώ).
  2. Ο μέσος Συριζαίος του Φουμπού: Με δύο ποστ τη μέρα αυτομαστιγώνεται για τον Πάνο Καμμένο. Με τρία ποστ την μέρα θυμάται τον Άρη Βελουχιώτη και την ρήξη. Με τέσσερα ποστ θυμάται πως πρέπει να μείνουμε στο ευρώ και κάνει RealPolitik. Με δέκα ποστ βρίζει τον Πανούση, τον μπατσόψυχο. Κάνει λάικ σε σελίδα Θανάση. Κάνει λάικ σε σελίδα Μπερλίνγκουερ. Μία φορά την μέρα (αργά νύχτα) ποστάρει Μανόλη Αναγνωστάκη. Μία φορά την μέρα ποστάρει φωτό από κάμπινγκ σε Σχοινούσα. Μια φορά την μέρα ποστάρει φωτό με τσίπουρο χωρίς γλυκάνισο, αμπαλαέα. Κάνει λάϊκ σε σελίδα Στάθη Δρογώση. (Από το Φέισμπουκ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που στο κεφάλι του έχει σκατά αντί για μυαλό, ο σκατόμυαλος. Η έμφαση είναι περισσότερο στο ότι έχει χαλάσει το μυαλό του, επειδή είναι και σκατόψυχος, είναι ένας κακός άνθρωπος, και λιγότερο σε μια σκατά εμφάνιση, όπως έχει ο σκατομούρης σκατομούτσουνος με σκατόφατσα. Σε σχέση με το σκατόψυχος, όμως, σημαίνει και ότι ως συνέπεια της σκατοψυχίας του, έχει χαλάσει το μυαλό του, έχει χάσει την πνευματική του διαύγεια, ας πούμε. Δεν είναι δηλαδή μόνο θέμα ψυχικής διάθεσης, το έχει κάψει το μυαλό του. Στον γούγλη διαπιστώνω ότι λέγεται συχνά για ανθρώπους που έχουν σκατά πολιτική τοποθέτηση, και λόγω αυτής γίνονται σκατόψυχοι, είτε είναι ναζίδια,

είτε έχουν κάποια άλλη πολιτική τοποθέτηση, όποια, με την οποία διαφωνούμε. Αγγλιστί λέγεται shithead και είναι πολύ διαδεδομένη βρισιά.

Υπάρχει επίσης ένα παιχνίδι με τράπουλα με το ίδιο όνομα, το οποίο έχει έρθει και στην Ελλάδα (δες).

  1. Ο αναρχοάπλυτος σκατοκέφαλος Σακελλαρίδης φώναζε "μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι". (Εδώ).
  2. Εντελώς ωμά και με αδιάσειστα πλέον στοιχεία, ο Αντώνης Σαμαράς είναι ένας σκατοκέφαλος. (Εδώ).
  3. Αυτός ο ματσωμένος σκατοκέφαλος που έθεσε σε κίνδυνο το μισό αυτοκινητόδρομο για να κάνει φιγούρα στη γκόμενα είναι ακόμα ελεύθερος; (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βικτίμια ή βικτιμάδες αποκαλούνται τα εκούσια θύματα των τάσεων της μοδός, της ποπ κουλτούρας, της τρέντι πολιτικής, γουατέβα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα οι ορδές σούργελων με Juicy Cuture γιομάτα τρουκς και γελοίες μπότες Ugg (το ένα χέρι στο iPhone και το άλλο στις «50 αποχρώσεις του γκρι») που παρελαύνουν έφιππες σε επινοημένα αλόγατα με υπόκρουση το ώπα γκάγκναμ στάιλ (φωτογραφία από τις αρχές του´13).

Οι γιαλόμες θεωρούν ότι κραδαίνοντας επώνυμα αγαθά (ή μαϊμούδες αυτών), το βικτίμι ελπίζει ότι θα αποσπάσει θαυμασμό και ρισπέκ ανάλογο προς τη πραγματική (ή φαινομενική) αξία τους, και καταντά έτσι θύμα της κενόδοξης ανασφάλειας του. Αλλά ποιος τις χέζει τις γιαλόμες, είναι οι χειρότερες βικτιμούδες όλων.

Εκ του fashion victim (λεξιπλασία του Oscar de la Renta).

1. Το παλιό συνυπάρχει με το καινούριο, το καλόγουστο με το κιτς, οι αντίκες με τα παλιατζίδικα, οι πλανόδιοι πωλητές (κερασι τραγανοοοοοοοοοοοοό) με τα επώνυμα καταστήματα, οι φλώροι με τους ντιζαϊνάτους, οι ψαγμένοι με τα βικτίμια

2. Εκεί όλοι ανήκαν σε κάποια φυλή, υπήρχαν χίπιδες, βικτίμια, ροκαμπιλάδες, μέταλα, αναρχικοί και φυσικά γότθοι, οι οποίοι ήταν πιο κομψοί απ’ όλους

3. Το γαλλικο νυχακι κι εγω για ασπρο το'χω, αλλα μπορει να εχει προχωρησει η επιστημη, δεν ξερω. Μια βικτιμού στη δουλειά, μου ειχε στειλει μαιλ για το νεο μανικιούρ Loubouten (δεν ξερω αν γραφεται ετσι, χεστηκα). Απεξω κοκκινο και απο μεσα μαυρο. Αστα, μην ρωτησεις καν......

4. επισκέφτηκα το γνωστό «σκακιστικό» βιβλιοπωλείο στα Εξάρχεια, πέφτω πάνω σε κάτι πιτσιρικάδες και «να’σου το Γκρέιχοκ» και «έτσι ο Γκρέιχοκ» και μόνο τη λέξη Γκρέιχοκ άκουγα. Ααα, λέω (σαν κλασικός μάρκετινγκ βικτιμάς) νά λοιπόν το νέο μου φαρμακερό βέλος που θα προστεθεί στην ποικιλώνυμη σκακιστική μου φαρέτρα… πάω σε μια κοπέλα υπεύθυνη και ζητάω λοιπόν το «άνοιγμα Γκρέιχοκ» ή τον σκακιστικό συγγραφέα Γκρέιχοκ… « Το Γκρέιχοκ είναι ρόουλ πλέινγκ γκέιμ, κύριε!» με κατακεραύνωσε. Για τα σκακιστικά, στο ραφάκι στο βάθος.»…έφυγα σα βρεγμένη γκρίζα γάτα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η διαίσθηση, το ένστικτο.

Απευθείας απόδοση του αμερικάνικου spider-sense ήδη στις παλιές ελληνικές εκδόσεις, προέρχεται από την αραχνοαίσθηση του Σπάιντερμαν, την υπερφυσική του προαίσθηση, την ικανότητά του να αντιλαμβάνεται επερχόμενους κινδύνους και πιθανές απειλές.

Λέγεται κυρίως από γνώστες και χομπίστες των κόμιξ, αλλά έχει διαδοθεί ευρύτερα χάρη στη δημοφιλία του συγκεκριμένου υπερήρωα.

  1. – O Michael Moorcock επιστρέφει με ένα βιβλίο Dr. Who! Πρόκειται να κυκλοφορήσει στις 14 Οκτωβρίου απ'ότι λέει το Amazon: Dr Who: The Coming of the Terraphiles
    – Η αραχνοαίσθησή μου λέει: πατάτα! αλλά θα το πάρω όπως και δήποτε.
    (από εδώ)

  2. Εκεί που προχωρούσα αμέριμνος και ρέμβαζα το τοπίο.... σε ανύποπτο χώρο χρόνο και χωρίς να προειδοποιήσει η αραχνοαίσθηση μου για τον ερχόμενο κίνδυνο.... Πλατς... μου κολάει στην ζελατίνα μου μια .... πράσινη κάρτα !!!! (από εδώ)

  3. – ήθελα να πω The Seventh Seal,αλλά η αραχνοαίσθηση μου μου λέει ότι ίσως είναι HIDALGO.
    – Α ρε δαλάη.... επιμενεις να εμπιστευεσαι το ενστικτο, σου το'χω πει πως δε θα πας μπροστά έτσι....
    (από εδώ)

βλ. και ψυχανεμίζομαι

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άτομο που εκφράζεται με πληθωρικά μελοδραματικούς μανιερισμούς προκειμένου να στρέψει όλα τα λέιζερ πάνω του.

Αντίθετα με την επικρατούσα άποψη, οι ντραμακουινισμοί δεν είναι προνόμιο των γυναικών και των ΛΟΑΤ.

Εκ του αγγλικανικού drama queen.

- Καλή συνέχεια!
(αποχώρηση του Pavlea χωρίς ντραμακουινισμούς από το σλανγκρρ, εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φαινομενικά πάμψυχρη γυναίκα. Αυτή η οποία, από το βλέμμα της μέχρι τα τρίσβαθα του κόλπου της, δείχνει ακίνητη σα μαρμαρωμένη -και κρύα σαν το μάρμαρο. Από τις πιο σπάνιες περιπτώσεις χαρακτήρων (έχει δει κανείς ποτέ;). Προσοχή: όχι η μπλοκέ γυναίκα που είναι σεξουαλικά ψυχρή ή που είναι αντικοινωνική και κρύβεται πίσω από μια ανέκφραστη όψη. Μιλάμε πάντα για αξιοπρέπεια, κύρος και απόλυτο έλεγχο.

Ο παραμυθένιος αυτός χαρακτηρισμός δεν βγάζει λοιπόν απέχθεια, ούτε καν μπορεί να καταχωρισθεί ως Πρόστυχος ή Σεξιστικός. Είναι τίτλος. Εγείρει το δέος και τον σεβασμό, ακριβώς όπως και το μάρμαρο -ως πέτρωμα, ως αξία, ως χρήση.

Μια μαρμαρομούνα είναι μεγάλη πρόκληση. Αν σε δεχθεί (όχι «υποκύψει»!), έχεις καταφέρει όσα λίγοι. Και αξίζεις πολλά. Άρα η μαρμαρομούνα είναι κάτι ανώτερο και της αρχοντομούνας, θα λέγαμε ο υπερθετικός βαθμός της. Το δε παγόμουνο είναι εντελώς τελείως άλλη κλάση, όπως λέει ο jonas στο λήμα-ασίστ ice queen.

Τι γίνεται τώρα κάτω από την μαρμάρινη αυτή όψη και πόζα, δεν μπορούμε να ξέρουμε. Οι λίγοι που μάθανε δεν μπορούν να εξηγήσουν.

Παραθέτω και το χότζειο σχόλιο του ice queen:

Ιταλικά λέγεται fica di marmo = μαρμαρομούνα. Ως «βασίλισσα του χιονιού» λέγεται και στα τούρκικα, αλλά δε θυμάμαι πώς.

- Ρε συ, έχει χαθεί ο Στέλιος, έχεις μάθει νέα του, είναι καλά;
- Δεν ξέρω, είναι τελειωμένα ερωτευμένος με μια μαρμαρομούνα, το παλεύει, γράφει ποιήματα κι ετς τώρα.

(από Khan, 19/05/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified