Further tags

Πηχάκι που χρησιμοποιείται ως πρόχειρο μέτρο από τους καραβομαραγκούς. Μεταφέρει ουσιαστικά τη μέτρηση από ένα τμήμα του σκαριού στο άλλο και μετά πετιέται. Απαντάται στις αρχές του 15ου αιώνα σε Ιταλικά ναυπηγικά κείμενα ως morello.

Για να βρεις σωστά το βιάρισμα της κουπαστής καλό είναι να πάρεις μερικά μορέλλα πρώτα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Η τουαλέτα, εκ του Αλβανικού hale. Προφέρεται με βαρύ σαλονικιώτικο λ για να είναι πιο χορταστικό. Παρότι η λέξη δεν είναι χυδαία, το άκουσμά της προκαλεί αποτροπιασμό στους «καθωσπρέπει» γύρω μας. Είναι αυτό που λεν οι Άγγλοι «crude expression». Ιδανική η χρήση του όταν θέλουμε να συγχύσουμε καμιά θείτσα.

  2. Το χαμένο κορμί, ο τίποτας, το ρεμάλι, το κατακάθι, ο τελευταίος. Συνήθως άεργος, παράσιτο της κενωνίας, πότης, τζογαδόρος και ό,τι άλλο κουσούρι μπορεί να φανταστεί κανείς. Μία λέξη τα καλύπτει όλα.

  1. Η θεία: - Πού πας αγόρι μου;
    Το οργισμένο νιάτο ανηψιός: - Στο χαλέ πάω ρε θειά! Θες να 'ρθείς;
    Η θεία:- Τσ τσ τσ! Τί εκφράσεις θεέ μου...

  2. - Τα'μαθες; Κόψαν το ρεύμα στο σπίτι του Τάκη.
    - Τελέρε! Έχει δυσκολίες ο Τάκης;
    - Τι δυσκολίες μωρέ; Το ρεμάλι έπαιξε το μισθό του στο στοίχημα.
    - Α καλά μιλάμε για μεγαααααάλο χαλέ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όπως γράφει κι αλλού, κυριολεκτικά σημαίνει στολίζω κάποιον με την ιαχή άι σιχτίρ: άντε γαμήσου δηλαδή (για τους συμβατικούς ετυμολόγους), ή σε οικτίρω (για τους εσπεριδοειδίζοντες).

Πέον όμως να καταγραφεί και μια διαφορετική νυάνς του το λήμμαν αποκτά στον αόριστο χρόνο: σιχτίρισα σημαίνει απηύδησα, έγκωσα, χτύπησα μπιέλα, έβγαλα φλύκταινες εξαιτίας κάποιας κωλοσιχτιροκατάστασης. Το ότι έφτασα και στο σημείο να αναφωνήσω σιχτίρια δεν είναι παρά δευτερογενές σύμπτωμα.

1.
ΣΤΗΝ ΤΡΙΤΗ EΒΔΟΜΑΔΑ ΠΟΥ ΣΙΧΤΙΡΙΣΑ ΝΑ ΠΕΤΑΩ

2.
Τη μία είχε κατάθλιψη το ζιγκλέρ και δεν έπαιρνε μπρος, την άλλη δάκρυζε η τσιμούχα, την τρίτη πόρδιζε η φλάντζα, ε, όσο και εάν την αγαπούσα κάποτε κουράστηκα, σιχτίρισα. Η Norton αποστρατεύτηκε με δόξα και τιμή, κι επειδή η τιμή τιμή δεν έχει, δεν την πούλησα ποτέ, την έχω ακόμη και τη βλέπω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το τουμπελέκι ετυμολογούμενο εκ του τουρκικού tumbelek είναι ένα κρουστό όργανο χωρίς λαβή που χρησιμοποιείται στην παραδοσιακή, λαϊκή και ρεμπέτικη μουσική. Όπως βρίσκω στην Βίκυ «είναι ανοικτό από κάτω και καλυμμένο με τεντωμένο δέρμα από πάνω. [...] Παίζεται με τα χέρια, καθώς το δεξί χέρι »μαρκάρει« τους ισχυρούς χρόνους και το αριστερό τους ασθενείς και συχνά περιλαμβάνει και κουδουνάκια περιμετρικά κρεμασμένα».

Το σλανγκικό ενδιαφέρον έγκειται στο ότι βρίσκουμε πολλές παραλλαγές του ονόματος, όπως τουμπερλέκι, τσουμπερλέκι, ντουμπελέκι, ντουμπερλέκι. Πολλές φορές το τσουμπερλέκια στον πληθυντικό, που καταχώρισε στο Δ.Π. ο Professor, το βρίσκουμε να σημαίνει όχι μόνο τα κρουστά όργανα, αλλά ευρύτερα ένα είδος απροσδιόριστων αντικειμένων τα οποία βασικά μπορούν να παραγάγουν θόρυβο, σαματά, τζέρτζελο, είναι άβολα και ανοικονόμητα, τα σέρνει κάποιος παρέα με τον κύριο εξοπλισμό του χωρίς να ξέρει σε τι ακριβώς θα του χρησιμεύσουν. Μπορεί επίσης να χαρακτηριστούν έτσι σκεύη ή άλλα φορητά μέρη εξοπλισμού. Γενικότερα, δηλαδή, θαρρώ πως τα τσουμπερλέκια κατέχουν θέση αινικτικού σλανγκικού πράγματος, ένα πράμα όπως τα μπλιμπλίκια, τα καβλιτζέκια, τα ματζαφλάρια και τα κρεμαντζόλια, όλα δηλαδή εκείνα τα τεχνολογικά, τεχνικά, χρηστικά (;) αντικείμενα τα οποία δεν ξέρουμε τι ακριβώς είναι και πρέπει να υπαχθούν σε ένα κοινό σουρεάλ όνομα για να συνεννοούμαστε. Περισσότερα στα παραδείγματα. Το χαρακτηριστικό των τσουμπερλεκίων είναι κυρίως ότι είναι (δυνάμει) φασαριόζικα.

Πάσα (Δ.Π.): Professor.

  1. Έτσι ξαφνικά κανόνισα να πάω στους Stomp (ξέρεις καλέ αυτούς με τα τσουμπερλέκια που μαζεύουν κάθε είδους αντικείμενα και βγάζουν μουσική). (Κοντά στην δόκιμη σημασία εδώ).

2. Όταν σουρούπωνε μαζεύαμε τα τσουμπερλέκια και πέρναμε τον κατήφορο για την δική μας γειτονιά.

  1. Θερμη παρακληση προς τον fisherman να του στειλει πακετο με αγκιστρια βαρυδια και τα υπολοιπα τσουμπερλεκια. (Από σάιτ για ψάρεμα).

  2. σουζες ισχυος σε καθε εξοδο........οχι οπως τωρα που για να δουμε σουζα πρεπει να πεσει η καρο σημαια και να «κοροιδεψουμε» τα ηλεκτρονικα τσουμπερλεκια!!!!!! δειτε τι σημαινει φλερτ με highsiding. (Εδώ με σημασία κοντά στο μπλιμπλίκια).

5. Το ξημερωμα τις Κυριακης βρισκει τους θωρακες, τα κρανη και τα υπολοιπα «τσουμπερλεκια» να λιαζονται ψηλα για να μην τα φτανει η αλεπου.

6. Τελικά την πάτησα νηστική θα μείνω. Έψαχνα τις αποδείξεις από τις κατσαρόλες και τα μίξερ και όλα μου τα τσουμπερλέκια.

Got a better definition? Add it!

Published

Χαρακτηρισμός μιας άκρως βαρετής καταστάσης, πληκτικής και κοψοφλεβίτικης φάσης, που λίγο πολύ έχουμε όλοι μας συναντήσει. Θα μπορούσε να χαρακτηρίσει και μια κακή ταινία.

Ξενερουά ματ: δίνουμε έμφαση στην ξενέρα, όταν μάλιστα ακολουθείται από απανωτά και όχι τόσο ευχάριστα γεγονότα!

  1. Κόντεψε να με πάρει ο ύπνος στο σινεμά, ξενερουά ματ η ταινία, άσε που μετά με τραβολογούσαν από τις καφετέριες στα μπαράκια.

  2. Η συνάντηση παλιών συμμαθητών ήταν ότι πιο ξενερουά, ήμασταν ό,τι να 'ναι, σαν άγνωστοι, σαν χαμένοι συγγενείς. Βαρέθηκα τη ζωή μου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για επαγγελματικό εξοπλισμό κοπτοραπτικής εικόνας ή ήχου. Χρησιμοποιείται για την επεξεργασία ταινιών, τηλεοπτικών σειρών, εκπομπών, και ταλιμπάν, προκειμένου να περικοπεί ή να αλλάξει η σειρά των σκηνών κατά το δοκούν (για περισσότερα, βλ. εδώ).

Πιο αδόκιμα (αλλά και πολύ πιο ξύλινα), η μονταζιέρα φοριέται ολοένα και συχνότερα στο (παρα)πολιτικό ντισκούρ αναφορικά σε όσα «κέντρα» θέλουμε να επιδίδονται σε σταλινογκεμπελσικές μηχανορραφίες, χαλκεύοντας, κατασκευάζοντας και μοντάροντας ειδήσεις δίκην (μικρο)κομματικής προπαγάνδας.

Αυτό δηλαδή που εμείς οι σλάνγκοι αποκαλέσαμε μοντουλοκατυνιά, μπηφόρ ιτ γουός κουλ.

1.
- Σκληρή επίθεση εναντίον του Αντώνη Σαμαρά εξαπέλυσε ο ΣΥΡΙΖΑ χαρακτηρίζοντας τον «ως πρωθυπουργό της μονταζιέρας» και τον κατηγόρησε ότι για μια ακόμη φορά στην ΔΕΘ προσπάθησε να εξαπατήσει τους πολίτες με σωρεία ψεμάτων.

2.
- Μέχρι στιγμής το σύνηθες ήταν να χρησιμοποιείται για τα γραφεία των πολιτικών κομμάτων, για παράδειγμα, η μονταζιέρα του Μαξίμου ή η μονταζιέρα της Συγγρού, η μπλέ μονταζιέρα. Το γεγονός ότι η Κουμουνδούρου απευθύνθηκε με αυτόν τον χαρακτηρισμό στο πρόσωπο του ίδιου του πρωθυπουργού, υποδηλώνει μια ευθεία επίθεση με ιδιαίτερα αιχμηρή προσβολή για το πρόσωπό του...

3.
- ΣΥΡΙΖΑ: Οι δηλώσεις της εβραϊκής ένωσης θυμίζουν - «μονταζιέρα» της Συγγρού.

4.
- Η Τσαλιγοπούλου διαψεύδει τη μονταζιέρα Ιστοσελίδας: «Εγώ πάντως θα ψηφίσω ΣΥΡΙΖΑ»

5.
- Εντάξει! Η εμπάθεια τους έχει καταγραφεί. Και το μίσος τους επίσης. Οι μπλέ - κόκκινο - ροζ μονταζιέρες σε φωτογραφίες της ΧΡΥΣΗΣ ΑΥΓΗΣ, δίνουν ρεσιτάλ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ελληνοσλανγκοποίηση του αμερικλανικού blockbuster με την προσθήκη του γαμοσλανγκοτέτοιου -ιά. Αναφερόμεθα σε πληθωρικές υπερπαραγωγές τ. χολιγουντιανή αμερικλανιά που σπάνε τα ταμεία.

Η μπλοκμπαστεροσύνη μιας ταινίας καθορίζεται αποκλειστικά και μόνον από το γκισέ. Ναπασταδιάλα η πχοιότητα. Ωσεκτουτού, οι πέντε μεγαλύτερες μπλοκμπαστεριές όλων των εποχώνε (βάσει της αποπληθωρισμένης αξίας κεκομμένων εισιχτηρίων) είναι: Forrest Gump, Toy Story 3, Toy Story 2, Jaws, The Lord of the Rings: The Fellowship of the Ring.

Εκ της βόμβας blockbusterτου Β' παγκοσμίου πολέμου που ισοπέδωνε ολάκερα τετράγωνα.

Βλ. επίσης τα πιο κινηφιλικά καλτιά, ταραντινιά, τρασιά.

1.
- Toy Story 3: Με διαφορά η καλύτερη αμερικάνικη μπλοκμπαστεριά του πρώτου μισού του 2010, σαρώνει στο box office και κερδίζει τις καρδιές όλων των αμερικανών κριτικών αλλά και του κοινού...

2.
- Demolition Man: Βλέποντας την ταινία 20 χρόνια μετά, αυτό που σε κάνει λίγο να τρομάζεις, είναι το πώς, αν και mainstream μπλοκμπαστεριά, είναι μπουκωμένη στη βία. Η οποία τονίζεται ακόμα περισσότερο, από την καθωσπρεπική αποστείρωση των ταινιών που βλέπεις στις αίθουσες τα τελευταία χρόνια.

3.
Ο… βασιλιάς της meth εναντίον του βασιλιά των τεράτων στην χορταστική, «καταστροφική» μπλοκμπαστεριά που ανασταίνει μία θρυλική απειλή για την ανθρωπότητα! Ο Godzilla επιστρέφει

4.
Rise of the Planet of the Apes: Πρόκειται για μια γαμάτη ταινία με λίγα λόγια (εννοείται πως και αυτή αδικήθηκε από τις υποψηφιότητες των oscars) και μακάρι να ήταν έτσι όλες οι μπλοκμπαστεριές και να μη νιώθαμε πως υποτιμούν τη νοημοσύνη μας...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ξέρω, ξεχασμένος γαλλισμός είναι, τι νομίσατε ρε, ότι βγαίνανε βόλτα οι κοπελιές στη Φραγκιά με το απαυτό ανά χείρας; Έλα Παναγία μου, χαρτοφύλακα βαστάγανε les chaperdones, άντε ανοίχτε κάνα ντιξιοναίρ να ξεστραβωθείτε.

Τεσπα, από το παράδειγμα υπ' αρθιμόν ένα ανθιζόμεθα ότι η λέξη ήταν αν μη τι άλλο κατανοητή, τουλάχιστον σε ελληνικό μεσοπολεμικό αστικό περιβάλλον (για παραέξω δεν το κόβω). Κι όσο για τις χειροποίητες σερβιέτες υγειονομικού ενδιαφέροντος, αν θυμάμαι καλά σκέτο(;) πανιά τις λέγανε ανά την επικράτεια.

  1. Από πού βγήκανε και ξεχυθήκαν αυτά τα πλήθη των γυναικών στο Παρίσι; [...] Γυναίκες φοιτήτριες, υπάλληλες, μιντινέτες, γκαρσόνες [...] Γυναίκες, που βαστάνε στην αμασκάλη ή στο χέρι μια σερβιέτα με βιβλία ή νότες, βιολιά μέσα στη θήκη τους, παλέτες ή πινέλα [...]

(Χωρίον ανερυθριάστως κατσικωθέν από το βιβλίο «Κώστας Βάρναλης. Γράμματα από το Παρίσι», εκδ. Αρχείο 2013 ).

  1. Ο ανόητος μεταφραστής των «Καπετάνιων» του Ντομινίκ Έντ περιγράφει το αρχείο του Άρη τυλιγμένο σε μια πετσέτα, επειδή η γαλλική λέξη serviette έχει διττή σημασία (: πετσέτα, πεσκίρι, και, χαρτοφύλακας ).

Η. Πετρόπουλου «Ο κουραδοκόφτης», εκδ. Νεφέλη.

  1. Σερβιέτα φοράνε στη Σερβία. Στη Ρωσία φοράνε σοβιέτα.

«Είτε παίδες Ελλήνων, είτε παίδες βαρβάρων»
Δ. Ν. Μαρκόπουλος, Αθήνα 1994.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Νεόκοπο σλανγκομιμήδι του (προ)εφηβικού πιπιναριού νέας κοπής, εκ της σύντμησης του αγγλικάνικου «you only live once» (YOLO). Carpe diem, όπως έλεγαν και οι αρχαίοι ημών λατίνοι, αλλά όχι με την καλή έννοια.

Το γιόλο μεταδίδεται (ταγκαρισμένο ή αμένσιοτο) από καβλαντιζόμενα σβαγκουροπρεπή μειράκια τ. μπιλήμπερ, ντιρέκτιονερ, στάνερ (και δεν συμμαζεύεται), μέσω τοιουίτερ, φατσομπουκιού, ασκεφέμ, ιμάτζιν, κ.ταλ.

Πέον να σημειωθεί ότι τα γιόλο είναι επικίνδυνα για τους νέους μας καθώς συχνά συνεπάγονται ριψοκίνδυνα καφριλίκια. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το ραπερόνι Ervin McKinness που τιττύβισε το εξής κύκνειο τσίου πριν αφήσει το τελευταίο του yo! στην άσφαλτο: «Drunk af going 120 drifting corners #FuckIt YOLO.»

1
Και επειδή όλοι γνωρίζουμε ότι ο κόσμος θα καταστραφεί σε λίγες μέρες... γιόλο.

2.
- Γιόλο. - Ποιος ήρθε;
- Γιόλο λέω. - Τι είναι γιόλο; Ξέρω τη Γιόλου το χωριό στα ακάμωτα της Πάφου, ξέρω τη Γιόλα της θεία μας που έχουμε να δούμε από πριν γεννηθείς, κεσκεσέ Γιόλο, παιδί μου;

3.
Αναβάζει η άλλη σέλφι στο αμάξι και γραφει γιόλο και στο επόμενο φανάρι τρακάρει και πεθαίνει.

4.
Γιόλο, γιόλο, κι όλο γιόλο, Ο άντρας μου θα φάει ανφόλο

5.
Τώρα δε λέει ο κόσμος ''πάμε γι'άλλα'' αλλά ''πάμε γιόλο''.

6. «Χέιτερς γκοννα χέιτ. Γιόλο. Σουάγκ. Μπιτς πληζ .» Τσεκουριά στο γόνατο, μπετόβεργα στο σβέρκο. Όχι κατ'ανάγκη με αυτή τη σειρά.

7.
Σιγά ρε γιόλο, που για να κάνεις μπάντζι τζάμπινγκ είχες καταπιεί εφτά ηρεμιστικά.

Got a better definition? Add it!

Published

Νεόκοπη εξελληνισμένη εκδοχή της σέλφι (άκα αυτοφωτογραφίας).

Η σέλφικη υπονοεί το ουσιαστικό «φωτογραφία» και ως added bonus έχει και πληθυντικό (σέλφικες ή, για τους ναζί τση γραμματικής, σελφικές).

1.
Το άκουσα κι ως σέλφικες φωτό.

2.
- Ελάτε, παιδιά, μαζευτείτε προς τα εδώ, να βγάλουμε σέλφικες.
- Στη νεανική αργκό. Γιατί σε πιο λόγιες διατυπώσεις θα λέμε μια σελφική, μερικές σελφικές.

3.
Αυτή η δεύτερη, πάντως, μάλλον σαν υποβοηθούμενη σέλφικια μοιάζει. Δεν παρουσιάζει τη γνωστή παραμόρφωση των σέλφικων. Άγνωστο γιατί είναι συνοφρυωμένη η Όλγα μας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified