Further tags

Το χρηματικό αντίτιμο γενικότερα, σε κάθε του μορφή. Συχνά και στον πληθυντικό: παράδες.

Από την ομώνυμη τούρκικη νομισματική μονάδα.

Επίσης μπαγιόκο, φράγκα, γκαφρά, μπακίρι, μουρμούρια, μπακοτσέτουλα, αργύρης, χρήματα, λεφτά, όβολα, τάλαρα κλπ κλπ.

-Με κείνη τη δουλειά τότενες, κονομίσαμε καλές παράδες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Διεθνής όρος, που αναφέρεται στη κινηματογραφική βιομηχανία της Ινδίας, και ιδιαίτερα σε αυτήν της Βομβάης, που ασχολείται με τα ινδικά μιούζικαλ. Ο όρος προέρχεται από το όνομα της πόλης Bombay και το Hollywood. Η ειδικότητα της συγκεκριμένης βιομηχανίας είναι τα δακρύβρεχτα τετράωρα μιούζικαλ, που αποτελούν το φτηνό λαϊκό θέαμα του Ινδού.

Για τους αμύητους, σας δίνω ένα παράδειγμα. Φανταστείτε ένα επεισόδιο της σειράς «Λάμψη». Φορέστε σε όλες τις γυναίκες σατινοειδή πολύχρωμα φορέματα, και σε όλους τους άντρες σκουρόχρωμες ινδικές χλαμύδες. Στους πιο μεγάλους βάζετε και τουρμπάνια (προαιρετικό). Είμαστε στην κορύφωση της πλοκής, όπου ο Δράκος λέει στον φτωχό υπάλληλό του, ότι η κόρη του δεν είναι για κείνον. Και τι λέτε ότι ακολουθεί; Ο σκηνοθέτης ζουμάρει στο μάγουλο του Javeeda, όπου ένα δακρυ κυλάει... Αλλά μες στον οδυρμό του, γυρίζει και ως ένας Ινδός Sάκης χορεύει το «this is our night», με ένα από μηχανής μπαλέτο, που μέχρι πρότινος, δεν υπήρχε στη σκηνή.

Τώρα, αυτά τα χορευτικά κρατάνε γύρω στα πέντε λεπτά, και συνήθως υπάρχουν δεκαπέντε από αυτά σε μια ταινία. Επίσης όλες αυτές οι ταινίες διακατέχονται από μία πολύ βαριά στολισμένη χλιδή. Φανταστείτε τώρα, ότι στους δυτικούς, που ούτως ή άλλως η ινδική αισθητική είναι λίγο βαριά, τι συμβαίνει με το αποκορύφωμα της, που είναι αυτές οι ταινίες.

Και ενώ στην κυριολεξία, ο όρος «Μπόλιγουντ» αναφέρεται σε αυτήν την κερδοφόρο βιομηχανία της Ινδίας, στη διεθνή σλανγκ τείνει να αντικαταστήσει τον όρο «κιτς». Βέβαια, για να πούμε τη μαύρη αλήθεια, όπως και κάθε λαϊκό θέαμα, έτσι και το μπόλιγουντ έχει την κρυφή γοητεία του...

- Τι έγινε με τη Σούλα;
- Τι να γίνει; Ξενέρωσα... - Έλα ρε... Το γκομενάκι είναι λίγο λαϊκό, αλλά από κορμοστασιά, φυσάει ρεεε... - Άσε με ρε, πήγα από το σπίτι της προχθές και ξενέρωσα. Μια μπουχάρα στον τοίχο, φούξια αμπαζούρ, αφίσα του Σάκη στο σαλόνι και λαχανί εσώρουχα... Πολύ μπόλιγουντ κατάσταση. Και με το που σκάει με το λαχανί γουνάκι, μαλάκα, μου έπεσε ο γαργαλάτσος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αποκλειστικά τουριστικό μέρος, θέρετρο, κατάστημα, εστιατόριο, αλλά και προϊόν (φωτογραφία, ντοκιμαντέρ, ρούχο, κόσμημα, αντικείμενο κλπ).

Είναι συνώνυμο της μέτριας έως κακής (και πάντως κιτς) πχιόττας.

- Πάμε να φάμε προς Πλάκα μεριά;
- Μπα, αηδίες είναι όλα εκεί, πολύ τούριστ.
- Ε κάτι θα βρούμε, δε μπορεί.

Got a better definition? Add it!

Published

Όταν οι χωρικοί τσακώνονται μεταξύ τους, λέει ο ένας τον άλλο παλιοζάγαρο.

Από την αραβική λέξη ''ζακαρ'': κυνηγάρικο σκυλί, βάζει τη μύτη παντού και μυρίζει.

Τι είπε ου Μήτσουμ; Καλά, δεν ακούς ρε Χάιδω; Όρε ζαγάρι... πρρρρ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην Ελληνοαμερικανική διάλεκτο το κοράκι αναφέρεται στο νόμισμα των 25 σεντς (quarter = 1/4 τού δολαρίου). Επειδή είναι σχετικά νόμισμα μικρής αξίας, πήρε μορφή στα Ελληνικά ως «κουωρτεράκι» και συντομεύθηκε ως «κοράκι».

Ρε Χρήστο, για δες αν σου περισσεύει κανένα κοράκι να το βάλω στο παρκόμετρο για να μη μας γράψουν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αριστερομπαμπαδισμός των εβδομήνταζ για την τηλεόραση. Ίδιας κοπής με τα κουτί και χαζοκούτι. Λέξεις που χρησιμοποιήθηκαν πολύ από όσους απαρνούνταν το (τότε) νέο αυτό υλικό αγαθό.

Είναι το ίδιο (αλλά επί το υποτιμητικότερον) με τη λέξη «τιβί» (ενν. από το αγγλικό t/v).

Βραδια που γυρναω σπανια βλεπω τουβου.Εβλεπα τα ''Υπεροχα πλασματα'' και Singles αλλα και παλι το χω ριξει στις ταινιες και τα χανω.Το πρωι που ξυπναω ανοιγω τουβου και πινω καφε αλλα μετα διαβασμα και παλι δεν παρακολουθω.
(από το νέτι)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το τμήμα του αμαξώματος που βρίσκεται κάτω από τις πόρτες του αυτοκινήτου και χρησιμεύει για να πατά κανείς το πόδι του καθώς μπαίνει και βγαίνει. Στις μοτοσυκλέτες λέγεται η προεξοχή όπου οι επιβάτες στηρίζουν τα πόδια τους. Από το γαλλικό marche pied. Απαντάται συνήθως ως ουδέτερο, αλλά δεν είναι σπάνιος και ο ελληνοποιημένος τύπος, ο μαρσπιές.

- Κι εκεί που παίρνω τη στροφή φουλαριστός φέτα με το Χαγιαμπούσα, βρίσκουν κάτω οι μαρσπιέδες και βγάζουν σπίθες!
- Τί λε ρε φίλε; Και μετά ξύπνησες;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αφενός το μουσικό και μη σουξεδάκι και αφεδύο η τζούρα κανναβινοειδούς ή άλλης ουσίας, κυρίως από μπονγκ ή πίπα.

Εκ του αγγλικανικού hit.

- Παίξτε και κανα χιτάκι. Όλο κάτι b-sides παίζετε...
(εκεί)

- Ε, λοιπόν κι εσείς οι ποιοτικοί τα ίδια σκατά είστε. Νούμερο ένα χιτάκι ήταν οι τσοντίτσες της greek erotica! Και μάλιστα οι τσοντίτσες που σύμφωνα με τις επιστημονικές έρευνες του Bouldela.com είναι το τοπ ελληνικού γούστου: λεσβιακά.
(εδώ)

- Μπρε Μανωλιό, πιε ένα χιτάτσι και φεύγει το φαρμάτσι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το χαλίκι (οδοποιίας / οικοδομής) ή μείγμα με αυτό. Από το τουρκικό çakıl (χαλίκι).

  1. ...για να καταλάβουν τη γλύκα να είσαι δημότης σε μία πόλη που η δημοτική της αρχή δεν τολμά να ρίξει ένα φορτηγό τσαΐλι να φράξει δύο λακκούβες.

  2. ... το ανώμαλο έδαφος στον αύλειο χώρο του φρουρίου, που έχει καλυφθεί όπως-όπως με τσαΐλι, ενώ την ίδια στιγμή «παραμονεύουν» δεκάδες λακκούβες-παγίδες για τους ανυποψίαστους επισκέπτες.

  3. Όταν παραπονέθηκα ο μαστρο Νίκος με έστειλε στην μπετονιέρα. Καλή δουλειά αυτή. Έμαθα να κάνω πολύ καλό χαρμάνι. Τρία άμμο νταμαρίσια, δύο θαλάσσης, ένα τσουβάλι τσιμέντο, (χωρίς ασβέστη μόλις είχε βγει το ασβεστομίξ) και χαλίκι. Τσαΐλι όπως το έλεγαν οι άλλοι μαστόροι.

  4. Η αλήθεια είναι πως οι περισσότερες κούνιες είναι σπασμένες και ένα παιδί έπεσε προχθές κι έσπασε το χέρι του· είναι και λίγο βρώμικα, στο τσαΐλι βρίσκουμε, και τί δε βρίσκουμε...

  5. Με συμβουλεψαν για φέτος να βρω έναν δρόμο με τσαΐλι και με το ποδηλατο και τον σκύλο από το λουρί να τον κάνω να τρέχει για κανα 15λεπτο τη μέρα για μια εβδομάδα. (εδώ που μένω υπάρχει πρόβλημα δεν βρίσκω βράχια με αποτέλεσμα ο σκύλος να είναι γυμνασμένος αλλά με τα πέλματα μαλακά).

(από το νέτι)

Got a better definition? Add it!

Published

Που έχει σχέση ή θυμίζει ή αρμόζει σε κλαμπάκι.

Κλαμπίσιο λέμε συνήθως ένα συγκεκριμένο είδος μουσικής, ως προς το ύφος και τον ήχο του (δηλ. να χαρακτηρίζεται από έντονο και χορευτικό μπιτ και να έχει μεγάλη διάρκεια, ή έστω να έχει ηχητικά εφέ που χαρακτηρίζουν συνήθως ένα τέτοιο κομμάτι).

Λέμε όμως και τον ήχο αυτό καθεαυτόν που βγαίνει από ηχεία τα οποία «φωνάζουν», δηλ. προορίζονται για τις παραπάνω μουσικές και όχι πχ για τζαζ ή κλασική, οι οποίες έχουν μεγαλύτερες απαιτήσεις (όγκο, βάθος, ευκρίνεια κλπ)

Κλαμπίσιο λέμε και το ύφος ενός μαγαζιού ή μια φωνή ή, τέλος, ένα στυλ ντυσίματος που συνηθίζεται στα κλάμπζζζ, δηλ. σέξυ, φανταχτερό, αποκαλυπτικό κλπ.

Από το αγγλικό club.

Σπανίως λέγεται και για κλαμπ με την έννοια της λέσχης (βλ. παρ. 7).

  1. Ζορικο ειναι,κλαμπισιο.Ραδιοφωνικο δε θα το λεγα,εχει κάπως ένα undergroud υφακι. Γερμανικό electro gothic μου κάνει σαν ατμοσφαιρα

  2. Ευτυχώς η μουσική προχωράει και εξελίσσεται σε άλλα μέρη του κόσμου οπότε δεν στερούμαστε μουσικών ακουσμάτων...και ναι φίλε μου, ακόμα και. «κλαμπίσια»

  3. Ο δισκοθέτης επέλεγε μουσική κλαμπίσια, αισθητικώς ανώτερη των γραικυλικών αλυχτισμάτων.

  4. Σκέφτομαι να στήσω ένα συστηματάκι ηχείων κλαμπίσιο για να έχω «εικόνα» ήχου στυλ club

  5. Όπα ρε μάστορα θα μου πείτε(με το δίκιο σας) και απο ποιότητα τί γινεται;Άμα είναι απλά να φωνάζουν πάω και αγοράζω 2 κλαμπίσια ηχεία και ξεμπερδέυω.

  6. Τόπος συνάντησης της πολιτικής και οικονομικής εξουσίας το Villa Mercedes, έδωσε στο Γκάζι την κλαμπίσια αίγλη που χρειαζόταν.

  7. Οι Llumar Titanium μπήκαν σήμερα, στο κατάστημα Ψυχικού. Όλα καλά και τιμή κλαμπίσια...
    με γεια σου σταυρο! σου ζήτησαν κάρτα μελους ή απλα ειπες οτι εισαι απο το club;

Kλαμπίσιο σάντουιτς (από Vrastaman, 18/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified