Further tags

Αγγλιά που σημαίνει πάτος, με λινκ ή χωρίς. Είναι το αντίθετο του τοπ, οπότε αντιστοίχως σημαίνει:

  1. Τον γκέι που υφίσταται την πρωκτική διείσδυση, τον «παθητικό» γκέι. Στην ελληνική σλανγκ έχει περάσει και ως μποτομιέρα και μποτομιέρα του ελέους. Για να παραφράσω τον Πιλαλί: Την μποτομιέρα μην κατηγοράς, αυτή σου δίνει για να φας.

  2. Αυτόν /-ήν που έχει το «παθητικό» ρολάκι σε ένα σαδομαζοχιστικό παίγνιο.

  3. Στο μπικίνι είναι το κάτω μέρος, που περιβάλλει την πατούρα.

Trivium: Ενδιαφέρον παρουσιάζει ο αγγλικός όρος topping from the bottom που σημαίνει ότι ο παθητικός ερωμένος ελέγχει την σεξουαλική δραστηριότητα πιο κυριαρχικά από αυτόν που επιτελεί την διείσδυση. Στα σαδομαζοχιστικά παίγνια είναι σχήμα οξύμωρο καθώς μιλάμε για κάποιον που είναι ταυτόχρονα μαζόχας, αλλά θέλει και να κυριαρχεί στο παιχνίδι.

  1. Γράφω ότι είμαι Μπότομ/βερς, γιατί αν γράψω ότι είμαι μόνο Μπότομ, θα με κράξουνε ως παθητικιά τελειωμένη, και το χάσαμε το παιχνίδι. Βασικά είμαι Μπότομ, αλλά δεν έχω ανακαλύψει ότι απόλαυση μπορώ να πάρω και από τους δύο ρόλους!
    (προβληματισμός κάπου στο Διαδίκτυο).

  2. Όσον αφορά στη σεξουαλικότητα, δεν είναι μόνο η επιλογή σεξουαλικού συντρόφου (και σίγουρα όχι μόνο με το άν έχει πούτσο ή μουνί ή τίποτα ή και τα δύο ανάμεσα στα πόδια, αν μοιάζει με άντρα ή γυναίκα ή ενδιάμεσο, αν εκφράζει αρρενωπότητα ή θηλυκότητα). Έχει να κάνει με συμπεριφορές όπως «τοπ και μπότομ» (που άλλοτε θεωρείτο ότι αρμόζουν μόνο σε άντρα και γυναίκα αντίστοιχα), bdsm πρακτικές, πολυσυντροφικότητα και πολυγαμικότητα (που παραδοσιακά θεωρούνται 'αποκκλίσεις' από τον υποτιθέμενο σωστό τρόπο να ζεις τη ζωή σου, δηλαδή τη μονογαμία). Όλα αυτά εξετάζονται κάτω από το queer βλέμμα, για να δεις αν είναι αλήθεια ή απλά κοινωνικές κατασκευές.
    (εδώ)

  3. Οταν ήμουν πιο νέα και πιο ωραία, πέταγα στη παραλία το τοπ και το μπότομ στο λαιμό! (εδώ)

(από Khan, 16/04/13)(από patsis, 17/02/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ιντερνέτι, το Διαδίκτυο. Ελληνοποίηση του αγγλικού net.

Κοίταξα λιγάκι μερικές τιμούλες για κάρτες στο νετι, όχι για το κινητό, κυρίως για το psp την θέλω. (δες)

Got a better definition? Add it!

Published

Μας έρχεται κατευθείαν από την γαλλικήν μέσω της φωτογραφίας και του κινηματογράφου (flou, με λατινική ρίζα απ’ την οποία προέρχονται πλείστες λέξεις πολλών ευρωπαϊκών γλωσσών σχετικές με ρευστότητα, ρευστά, υγρά).

Σημαίνει:

  1. Κυριολεκτικά: ασαφής, αμυδρός, θαμπός, θολός, ρευστός.

  2. Μεταφορικά: αβέβαιος, μη καλά καθορισμένος, χαλαρός.

  3. Όταν πρόκειται για φωτογραφία ή ταινία: α) κακή εστίαση του φακού σε φωτογραφία (βλ. μήδι) ή κατά τη διάρκεια κινηματογραφικής προβολής, εξού και η περίφημη κραυγή του κοινού: «(Μάστορα, νετάρισε) είσαι φλου (ρε)!!» προς τον μηχανικό προβολής προκειμένου να ρεγουλάρει το φακό. Επίσης για ταινία, όταν λέμε πως ο ποιητής «άφησε το τέλος φλου» εννοούμε πως το τέλος: Ι. ήταν αόριστο, ανοιχτό σε διαφορετικές ερμηνείες, ή ΙΙ. πως μας την έσπασε η καλλιτεχνική δηθενιά.
    β) το εσκεμμένο εφετζίδικο θάμπωμα σε μια φωτογραφία, οπότε και η φωτογραφία είναι «φλουταρισμένη».

  4. Όταν πρόκειται για ρούχα: τα ριχτά.

  5. Όταν πρόκειται για κομμώσεις: τα φουσκωτά, τα κρεπαρισμένα, αλλά και τα φλιπαριστά μαλλιά.

6α. Όταν πρόκειται για καταστάσεις ή φάσεις χρησιμοποιούνται οι φράσεις:
«Η κατάσταση είναι (πολύ / λίγο) φλου»: δεν μπορούμε να πούμε με ακρίβεια τι παίζει / πού πάει το πράγμα. «…στο φλου»: στο γενικά κι αόριστα, στο έτσι κι έτσι.
«Το πήρε / άφησε στο φλου»: δεν το πολυσκέφτηκε / καρατσεκάρησε, το «πέρασε επάνω – επάνω», «δεν το έψαξε βαθιά», αψήφησε το ρίσκο, δεν έκανε σωστή εκτίμηση της κατάστασης. «Πετάω κάτι στο φλου»: «ρίχνω άδεια να πιάσω γεμάτα».

6β. Ειδικά για γκομενοκαταστάσεις, σημαίνει πως τα πράγματα είναι πολύ χλιαρά κι απ’ τις δυο πλευρές, «ούτε ζέστη, ούτε κρύο», μ' αποτέλεσμα το πράγμα να τραβάει σε μάκρος, χωρίς να ξεκαθαρίζει, μπερδεύοντας όχι μόνο τους γύρω αλλά και τους άμεσα εμπλεκόμενους που, όμως, δείχνουν βολεμένοι σ’ αυτή τη λούπα.

7α. Όταν πρόκειται για άτομα εννοούμε κάποιον που είναι χαλαρός, που παίρνει τα πράγματα όπως έρθουν, που δεν το πολυψάχνει, είναι «ό,τι βρέξει ας κατεβάσει», φιλοσοφημένος, αποστασιοποιημένος (ο περίφημος «Μπάμπης ο φλου» του Σιδηρόπουλου από τον δίσκο «Φλου»), που δεν μπορείς να τον κατηγοριοποιήσεις γιατί είναι sui generis και βέβαια παίζει εκτός συμβάσεων παντός είδους.

7β. Υπάρχει κι η όψη του «δήθεν φλου», αυτού που είναι «κι έτσι και γιουβέτσι», που δεν μπορείς να στηριχθείς επάνω του γιατί «ψαρεύει σε θολά νερά», «αγοράζει μα δεν πουλάει», στυλάκι «δε βαριέσαι» / «δε γαμείς;», προσπαθεί να είναι καλός με όλους κι όλα, αποφεύγει να πάρει θέση σε ο,τιδήποτε γύρω του. Δεν είναι δυσάρεστους για τους πολλούς αλλά στην ουσία είναι ντεκόρ. Πλείστες γκόμενες διατηρούν τέτοια στάση καραδοκώντας το κελεπούρι.

  1. Η άχρηστη πληροφορία της ημέρας: φλου είναι το υποκοριστικό της Φλουμινένσε (Fluminense), Βραζιλιάνικης ποδοσφαιρικής ομάδας με έδρα το Γεναριάτικο Ποτάμι.

  2. Για το φλου αρτιστίκ o ironick τα λέει σένια.

  1. «… Αφήστε με να τα λέω «φλου», είπε (ο sir Βασίλειος Μαρκεζίνης) σε κάποια στιγμή, εννοώντας ότι αποφεύγει τα ονόματα, αλλά όχι τις αλήθειες και τα γεγονότα που μας οδήγησαν σ' αυτό το δύσβατο σημείο της ιστορίας μας…» (από εφημερίδα)

  2. «Δυστυχώς το θέμα με τις διαφημίσεις είναι λίγο φλου στην Ελλάδα» (αγορασμένο)

3.α.Ι. ...Ωραίο επεισόδιο, αν και εμένα δε μου αρέσουν τα φλου τέλη. Μυρίζει συνέχεια...
(αγορασμένο)

6.β. ...Μου έχει τύχει να βγαίνω με άτομα του άλλου φύλου επί μήνες και να μη συμβεί απολύτως τίποτα, γιατί δε μου έβγαινε κάτι ερωτικό γι' αυτούς και ήμουν μαζεμένη, τυπική κλπ και φυσικά αυτοί το εισέπρατταν και δεν είχαν πάτημα να προχωρήσουν. Έτσι η κατάσταση παρέμενε φλου και ημιτελής!...

7.β. – Θα’ ναι κι η Φούλα;
- Ποια Φούλα;
- Η καστανή, που όλο χαμογελάει.
- Ααα!! Πολύ φλου ρε μαλάκα, τι την σέρνουμε; - «Εξεύρω τα έργα της, ότι ούτε ψυχρή εί ούτε ζεστή. Είθε να ήτο ψυχρή ή ζεστή. Ούτως, επειδή εί χλιαρή και ούτε ψυχρή ούτε ζεστή, μέλλω να την εξεμέσω εκ του στόματός μου».
- Νταξ. Το ‘λαβα το μήνυμα.

Ο Μπάμπης ο φλου (Παύλος Σιδηρόπουλος)

Μια ιστορία θα σας πω για το Μπάμπη το Μπάμπη τον φλου που του 'λεγες βρε Μπάμπη τι τρέχει εδώ σού 'λεγε φλου, φίλε μου όλα είναι φλου

Πάντα πιωμένος κι άνεργος ήταν ωραίος ο Μπάμπης ο φλου μουρμούραει μόνος και διαρκώς σού 'λεγε φλου, φίλε μου όλα είναι φλου

Πείραζε όποιον του 'ρχότανε χωρίς να το σκεφτεί κι άμα ψιλοβαριότανε άραζε όπου 'βρισκε να λιαστεί

Πείραζε όποιον του 'ρχότανε χωρίς να το σκεφτεί κι άμα ψιλοβαριότανε άραζε όπου 'βρισκε να λιαστεί

Πείραζε τις μελαχρινές ήταν ωραίος, ο Μπάμπης ο φλου τσιμπολογούσε τις ξανθές ήταν ωραίος, ο Μπάμπης ο φλου

Κι όταν τον μπουζουριάζανε ψόφιος κοριός ο Μπάμπης ο φλου κι αν τον πολυρωτάγανε σού 'λεγε φλου, φίλε μου όλα είναι φλου

Πείραζε όποιον του 'ρχότανε χωρίς να το σκεφτεί κι άμα ψιλοβαριότανε άραζε όπου 'βρισκε να λιαστεί

Παίδες!! Δε γουστάρω γκρίζες διαφημίσεις. Αλλά αφού το τραβάει η ψυχή σας: Flu σντση της γρίπης (αγγλιστί) (από sstteffannoss, 25/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επιβεβαιώνω, από το εγγλέζικο confirm = επιβεβαιώνω.

Επίσης κομφιρμάρω.

Θρυλείται ότι η διάχυση του λήμματος προήλθε από τον επιχειρηματικό κόσμο.

Στέλλα, επικοινώνησε σε παρακαλώ με τον κ. Σκορδοπούτσογλου, να κομφιρμάρεις τη παραγγελία του.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πληθυντικός: μπαρτέντες. Απ’ το αγγλικό bartender.
Ειρωνικά μειωτικό λογοπαίγνιο που αποδίδεται σε μπάρμαν για τον πούτσο.

Άμπντάλης, ζημιάρης, αφηρημένος, άλλα λες - άλλα ακούει - άλλα σερβίρει, καρμίρης στα παρελκόμενα και το κέρασμα, συνήθως γκάβακας στο σπορ, μια κι αντικαθιστά κάποιον αξιότερο. Μπορεί νά ‘χει στυλάκι Τομ Κρουζ στο «Κοκτέιλ» και να παραμελεί τους μόνιμους πελάτες για να κερνά γκομενάκια.

- Φωνάξτε ρε γαμώτο, τον μπαρτέντα, και κάνω τον τροχονόμο τόση ώρα.
- Άσ' τονα. Προσεύχεται.
- Και τι; Θα τη βγάλω με αμίτα;

Ο Σαϊντολόγος σερβίρει (από sstteffannoss, 28/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ντελικατέσεν έδεσμα ή κατάστημα. Συντόμευση κατά το μπίο.

Γουστάρω, άνοιξε ένα ντέλι στη γειτονιά, τώρα δεν χρειάζεται πια να γαμιέμαι να τρέχω στου διαόλου τη λελέ για να ψωνίσω μπινελίκια!

Got a better definition? Add it!

Published

Στην ναυτική ορολογία ο μπουλμές είναι ο τοίχος μέσα στο πλοίο.

Χτύπαγα το κεφάλι μου στον μπουλμέ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το παράδοξο πτηνό γνωστό και ως νερομπαμπλέκι ήταν αναμενόμενο να εμπνεύσει την σλανγκομούσα.

Από Έλληνες το έχω ακούσει με δύο σημασίες:

  1. Στην στρέιτ εκδοχή, η φλαμινγκομούνα είναι τύπος τσολιά με ατέλειωτα λεπτά πόδια, που τα επιδεικνύει φορώντας πολύ στενά παντελόνια, τ. σωλήνας (αν είναι τζηνς) ή άλλα. Αυτό της προσδίδει ένα εύθραυστο δώσε Μπόνο στυλάκι ταλαιπώριας, που επιτείνεται από τον γενικότερο ακκισμό (το ροζ του πράγματος) στο περπάτημα και ευρύτερα. Η αναγεννησιακή φλαμινγκομούνα έχει και στητό και σφριγηλό αθλητικό ζυβί.

  2. Μιλώντας για ροζ, το φλαμίνγκο χρησιμοποιείται και για γκέι ερωμένους, που το χώνουν το πόδι στα πούπουλα, δηλαδή γαργαρότεκνα με μακριά πόδια και χαριτωμένο εύθραυστο περπάτημα, με μια λέξη αβροβάτες. Το φλαμίνγκο είναι γενικότερα από τα σύμβολα που πανηγυρίζεται και από την ίδια την γκέι κοινότητα ως χαρακτηρισμός, καθώς δεν έχει κάτι ιδιαίτερα μειωτικό, ενώ ως σύμβολο έχει και ωραίο χρωματάκι, σιροζάκι. Έτσι μπορεί να χρησιμοποιηθεί και ως γουτσιστική προσφώνηση τρυφερότητας μεταξύ γκεουλαίων.

Όταν βέβαια περιγράφει κανείς το φλαμίνγκο κινδυνεύει να περιπέσει σε τουκανισμό παρόμοιο με αυτόν του Βέλγου φυσιοδίφη που περιέγραψε το τουκάν ως το πτηνό με το χαρακτηριστικό μαύρο τρίχωμα παραβλέποντας την μύτη. Έτσι εστίασα στα πόδια και την εντύπωση εύθραυστης ισορροπίας που προκαλεί, ενώ το φλαμίνγκο έχει μια σειρά από αξιοπρόσεκτα χαρακτηριστικά. Στα αμερικλάνικα, όπως μπορούμε να μάθουμε από το urban dictionary και από αλλού στο νέτι, το φλαμίνγκο λόγω των σωματικών του ιδιαιτεροτήτων έχει και άλλες σημασίες, που όμως δεν έχω ακούσει από Έλληνες, και έτσι τις παραθέτω ως trivia εκτός κυρίως ορισμού:

  1. Το να έχει λαιμό φλαμίνγκο, κατά το λαιμός καμηλοπάρδαλης είναι ένα πλεονέκτημα για τον ερώμενο /-η.

  2. Ενίοτε το flamingo effect προκαλείται όχι μόνο όταν κάποιος έχει λεπτά πόδια, αλλά και όταν έχει χοντρό κορμό, δηλ. όταν έχει σώμα τ. μηλαρού. Οπότε η έκφραση μπορεί να χρησιμοποιηθεί για εύχοντρο συμπολίτη μας, που δεν έχει ομοιόμορφα κατανεμημένο βάρος, αλλά έχει χοντρή κοιλιά / κορμό και λεπτά πόδια, δίνοντας αίσθηση ασταθούς ισορροπίας.

  3. Παρομοίως, λέγεται στα αμερικλάνικα για μπιλντέρι τύπου κάβουρας, που έχει γυμνάσει δυσανάλογα πολύ τα χέρια, πλάτες, ώμους του, ενώ έχει αμελήσει τα πόδια του, όχι σπάνιο φαινόμενο μεταξύ των μπιλντερίων.

  4. Σεξουαλικές στάσεις που για κάποιον λόγο στηρίζεσαι μόνο στο ένα πόδι, όπως κάνουν τα φλαμίνγκο, που στηρίζονται μόνο στο ένα πόδι. Αυτά τα σκέφτονται μόνο κάτι καμένα αμερικανάκια που ποστάρουν στο ούρμπαν.

  5. Ενίοτε η εύθραυστη ισορροπία οφείλεται σε ψηλοτάκουνα. Ειδικότερα αποτελεί τύπο ροζ ψηλοτάκουνου stripper-slipper, βλ. μήδι.

  1. - Απόψε δεν μπορώ, θα βγω με τον τσολιά στο Γκάζι.
    - Μην τα λες έτσι, γιατρέ μου, θα σε παρεξηγήσουν...
    - Και πώς να την πω με τα πόδια και το περπάτημα που έχει; Κλεψυδρομούνα μια φορά δεν είναι...
    - Πες την φλαμίνγκο.
    - Ου, το σώσαμε τώρα...

  2. - Τι γίνεται Βασίλειε; Πολύ χαρούμενο σε βλέπω σήμερα. Γελάνε και τα μουστάκια σου!
    - Φαίνεται, ε; Έχω ραντεβού με το φλαμίνγκο απόψε...

Φλαμινγκοτάκουνο (από Khan, 04/12/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι η λύση, η θεραπεία.

Από το τούρκικο çare που σημαίνει ακριβώς το ίδιο.

  1. - Θα παιδευτούμε λίγο, αλλά στο τέλος θα βρούμε τσαρέ με δαύτον.

  2. - Τόσα χρόνια προσπαθώ, και δε μπόρεσα να βρω τσαρέ.

  3. - Θα πάω στο εξωτερικό μπας και βρω τον τσαρέ μου.

Ασθενής, απευθυνόμενος σε νοσοκόμα:Θέλω θεραπεία--Νοσοκόμα: Που τσαρές; (Που να σε θεραπεύσω;)   (από GATZMAN, 06/12/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ανακεφαλαιώνοντας και συμπληρώνοντας:

Προέρχεται απ’ το βλάχικο čiona που σημαίνει σπουργίτι. (άσχετο: στ’ Αρβανίτικα τσόνι= βρίσκω -παθητική φωνή, τσόνεμ= βρίσκομαι)

Είναι το στρουθιόμορφο πουλί σπίνος - σπίζα η άγαμος - (επίσης πίπιζα και τσουνάς). Ακριβώς επειδή είναι στρουθιόμορφο και λόγω ετυμολογίας, πολλές φορές σημαίνει και το σπουργίτι και γενικότερα ένα οποιοδήποτε πουλάκι.

Καθότι μικρό, χαϊδευτικά «τσόνι μου»: μικρό μου / πουλάκι μου / παιδάκι μου.

Σημαίνει:

  1. Τον έξυπνο και συνετό άνθρωπο, που αποφεύγει τις παγίδες και ξέρει να επιβιώνει. Ειρωνικά, το ντεμέκ τζένιο που σ’ ό,τι μπλέκεται «τα χέζει» / «τα γαμάει τη μάνα» (βλ & 6).

  2. Σε κυνηγετικά σινάφια: μικρό θήραμα χωρίς αξία, που δεν γεμίζει το μάτι, ένα τίποτα.

  3. Η τσουτσούνα (της παιδικής slang) οπότε και το πέος.

  4. Στην Λαρισαίϊκη έκφραση – γείωση «Τρία π’λιά (πουλιά) κι ένα τσόν» σημαίνει ό,τι και τα: «Άσχετο», «άλλ’ αντί άλλων», «από την πόλη έρχομαι και στην κορφή κανέλα», «Τι κάνεις Γιάννη; Κουκιά σπέρνω» στην καλύτερη εκδοχή - και στη χειρότερη: «μιλούνε όλοι, μιλούν κι οι κώλοι» για κάποιον που πετάγεται σαν πούτσα / πορδή εκεί που δεν τον σπέρνουν.

  5. Στην έκφραση: «Μυαλό από τσόνι» σημαίνει ό,τι και το «μυαλό κουκούτσι» κι αναφέρεται σε βλάκες, ουγκ, στόκους δηλώνοντας κάτι που δεν υπάρχει και μοιάζει πολύ με το «Μαλλιά από τσόνια, και γάλα από χελώνες» (βλ σχόλιο του krepsinis στον έτερο ορισμό)

  6. Σε πιο slang χρήσεις μπορεί να σημαίνει (συνήθως υποτιμητικά):
    α) τον σφίχτερμαν / μπρατσαρά (απ’ το μπρατσόνι),
    β) τον μπάτσο (απ’ το μπατσόνι) των ΜΑΤ.

Αναφέρω παραδείγματα όπου γίνεται παιχνίδι με πολλές έννοιες ταυτόχρονα.

  1. - Εγώ λέω μπήκε ένα τσόνι κάτω απ’ τη σέλα ... λίγο πιο πάνω απ’ τη μπαταρία περίπου και κελαηδάει σε κάθε αλλαγή ταχύτητας γιατί γουστάρει τα γκάζια!!! πάντως ειλικρινά... δεν έχω καταλάβει τίποτα γι’ αυτό το θόρυβο... γι’ αυτό δεν μπορώ να δώσω σοβαρότερη απάντηση. Πάντως ψάξε και για το τσόνι, ποτέ δεν ξέρεις!
    - Τι είναι το τσόνι; Εδώ στο χωριό μου δεν τα ξέρουμε αυτά!
    - Χα χα χα!! Από πού είσαι;
    - Ανήκω στην φυλή των δρομιάρηδων. Εμείς δεν έχουμε τέτοια πράγματα. Μόνο γράσο, λάδι και καμένο λάστιχο!
    - Το ξέρεις το τσόνι! Σίγουρα! Είναι αυτό που κελαηδάει ανάμεσα απ’ τα πόδια σου όταν είσαι με κοπέλα! Εκτός αν είσαι απ’ το χωριό Συκιές. (αγορασμένο)

  2. - Κι αν είναι προβοκάτσια που λες, μη την ψάχνεις σε ξένες πρεσβείες! Αν ήταν τέτοια, θα την έστηνε μια χαρά ο Κ..κος, που ψάχνει εναγωνίως διάψευση ότι η ΝΔ του Σαμαρά, τον οποίον έτρεξαν να στηρίξουν τα πρώην τσόνια που τον είχαν προτιμήσει για τους λόγους που περιγράφονται, αρνείται την ανάγκη υπεράσπισης και τον ανένδοτο αγώνα για το όνομα!
    - Όχι ρε φίλε! Τσόνι είμαι! Πάω όπου μπορώ να σταθώ! Κοιτώντας αν μου παρέχουν ενδιαίτημα! Όχι Ξόβεργες! (από εφημερίδα)

  3. – Χτύπησες τίποτα;
    - Μπα!! Ούτε τσόνι, γαμώ την γκαντεμιά μου.

  4. «Μιλώντας ο υφυπουργός άκουσε τον Γ. Τ..κη να τον διακόπτει λέγοντας κάτι άσχετο με την ομιλία. Έτσι, λοιπόν, επιστράτευσε κάτι που λένε στην πατρίδα του για να του «κόψει τον αέρα». «Στη Λάρισα λέμε “τρία πλιά κι ένα τσόνι” κυνηγάνε τον Αντώνη»! (προσαρμοσμένο από το δίχτυ)

  5. – Μωρό μου; Γουστάρεις τις καινούργιες μου γόβες - στιλέτο;
    – Πού θα τις βάλεις μωρή;
    - Στην εκδρομή.
    - Στο Καϊμάκ για σκι; Ε!! ρε!! μυαλό από τσόνι.
    - Κλαψ! Λυγμ!. Κι εγώ που άκουσα ξεσκί.
    - Νταξ!! Μ’ αρέσει ο τρόπος που …ακούς.

  6. α. «…Ο C…la δεν είναι άγνωστος παίχτης αλλά είναι αστείο να αναφέρεται σαν λύση, επειδή είναι τσόνι και ντούκι! Ο τύπος είναι κοκάκιας και μπασκετικά δεν είναι και τίποτα σπουδαίο! Αλλά το μπάσκετ θέλει μυαλό και μετά μούσκουλα!...» (από μπλογκ)

ένα τσόνι  (από sstteffannoss, 07/12/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified