Further tags

Η τριτούζα είναι η ελληνική απάντηση στο γαλλικό Ménage à trois.

Πρόκειται για λεξιπλασία του αρχικού τρι-, όπως λέμε τριήρης, τρίαινα, τριγλυκερίδια, τριζόνι, και του γαλλικού του partouze. Αντί λοιπόν να πούμε τρι-παρτούζα ή να γράφουμε ολόκληρη γαλλική νουβέλα (Μαντάμ Μποβαρύ) και να πούμε partouze à trois, λέμε ένα τριτούζα και καθαρίζουμε.

Σε μία τριτούζα τέταρτος δε χωρεί. Έχουμε λοιπόν τις εξής δυνατότητες.

  1. Τρεις γυναίκες κάνουνε λεσβιακό. Αφήστε τη φαντασία σας ελεύθερη.

  2. Ένας άντρας και δύο γυναίκες. Πρόκειται για την απόλυτη φαντασίωση κάθε αρσενικού όντος σ' αυτόν τον πλανήτη. Γιατί να είναι δύο και όχι παραπάνω;... Εδώ χωράει πολύ ψυχανάλυση. Μάλλον οι τρεις απαιτούνε υπεράνθρωπες αντοχές, ενώ οι δύο βολεύονται.

  3. Δύο άντρες και μια γυναίκα. Δεν πρόκειται, επαναλαμβάνω, δεν πρόκειται για την απόλυτη φαντασίωση κάθε θηλυκού όντος σ αυτόν τον πλανήτη, είτε γιατί οι δύο είναι πολλοί, είτε γιατί είναι λίγοι...

  4. Τρεις αδερφές.

- Είσαι για τριτούζα;
- Μέσα. Θα φέρεις τη δικιά σου;
- Εγώ δεν έχω καμία. Εσύ;
- Τι μαλάκας που είσαι;! ...Ούτε εγώ έχω.
- Τότε ας παίξουμε ένα τάβλι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ξεπερνάω τον εαυτό μου. Αγγλιά ολκής.

Επίσης, αν δεν απατώμαι (διορθώστε με), είναι όρος στο Στοίχημα.

  1. Ο Μάκης που δε μιλάει ποτέ, έκανε όβερ χθες το βράδυ και όλη νύχτα της τα έσουρε της Σάσα κανονικότατα.

  2. Αφού έκανες όβερ μέχρι και τη Μπουλόν, δεν έχεις να φοβάσαι τίποτε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μην τα ξαναλέμε, μπαντιέρα (ή παντιέρα) σημαίνει σημαία.

Οι εκφράσεις είναι:

Σηκώνω μπαντιέρα = επαναστατώ (επειδή κάθε επανάσταση εκκινεί τύποις με το σήκωμα της σημαίας της).

Αλλάζω μπαντιέρα = αλλάζω άποψη, στάση, φρόνημα, στρατόπεδο, τακτική, όλ' αυτά -και σας γαμώ. Πρβλ. σηκώθηκαν τα αγγούρια να γαμήσουν τον μανάβη. Αλλάζω τροπάριο, δηλαδή.

Το τελευταίο θα μπορούσε να είναι και συνώνυμο με το το γυρίζω (από τη μη σεξιστική άποψη είναι, ούτως ή αλλέως).

Κάνω (κάτι) μπαντιέρα: το καθιστώ σύμβολο και, ξεφτιλίζοντας την (όποια) αξία του, το υψώνω φάτσα φόρα στα μούτρα του άλλου και του κάνω πλύση εγκεφάλου. Κάπως συνώνυμη είναι η πιπίλα, ή η καραμέλα.

Παντιέρα ρόσα: κόκκινη σημαία, παραπέμπει στον κομμουνισμό. Είναι και τραγουδο-ύμνος, τ. Αβάντι πόπολο, Μπέλα Τσάο, Διεθνής κλπ.

Γενικά, μπαντιέρα είναι η άποψη, η κοσμοθεωρία, τα πιστεύω κάποιου.

  1. ...και κει που τον είχαμε για ήσυχο, σήκωσε μπαντιέρα κι έγινε της κατακαριόλας!

  2. Σήκωσε «μπαντιέρα» ο Κόκε
    «Τριγμοί» στο εσωτερικό του Άρη, λίγο πριν τη μεγάλη κόντρα με την Μάντσεστερ Σίτι για το Europa League...

  3. «Παντιέρα» τραπεζιτών κατά. μνημονίου!!!
    Η χθεσινή ημέρα, λίγα μόνο 24ωρα μετά τα «πανηγύρια» στο ΧΑ για την πρόταση συγχώνευσης της Εθνικής με την Alpha, επιβεβαιώνει ότι η ισχυρότερη ομάδα πίεσης της ελληνικής κοινωνίας, που εξακολουθεί να αγωνίζεται κατά των πολιτικών του μνημονίου –όταν αυτές θίγουν τα στενά συμφέροντά τους…- είναι οι τραπεζίτες, που έχουν σηκώσει τη δική τους «παντιέρα», έναντι των πιεστικών απαιτήσεων της τρόικας για συγχωνεύσεις.

  4. Δε μας τα λες καλά φίλε... Τεεε έγινε, αλλάξαμε μπαντιέρα;

  5. Φυσικα η χουντα του Παπαδοπουλου εκανε παντιερα το Πατρις, Θρησκεια, Οικογενεια.

  6. Παντιέρα Ρόσα
    Είναι η στιγμή που οι 33 συνδικαλιστές ηγέτες από 17 χώρες μπαίνουν στο γήπεδο. Στο πρόσωπό τους οι εργαζόμενοι της Ελλάδας υποδέχονται δεκάδες εκατομμύρια εργατών από όλες τις ηπείρους. Ολοι όρθιοι. Μια γυναίκα ανοίγει διάπλατα την κουβανική σημαία. Ο άντρας δίπλα της έχει υψώσει τη γροθιά του. Τα παιδιά σηκώνουν σημαία κόκκινη. Τα συνθήματα γίνονται διάλογος των εργατών του κόσμου. Στα χείλη το «Παντιέρα ρόσα τριομφερά» (Η κόκκινη σημαία θα θριαμβεύσει). Και αμέσως μετά: «Αλληλεγγύη στην πάλη των λαών, κάτω η νέα τάξη των ιμπεριαλιστών».

  7. Φωνάζει ο Γιωργάκης για εκλογές, ο Κωστάκης παίζει Playstation, η Παπαρήγα ονειρεύεται μπαντιέρα ρόσα με σφυροδρέπανα αντί για δέντρο κι ο Τσίπρας θέλει να παραστήσει τον σοσιαλιστή Ομπάμα της Ελλάδας με …ψήφο στα 16χρονα!

  8. Εμένα που με βλέπεις, μόλις κατάλαβα τη ζωή, κορόιδο δεν μ' έπιασε κανένας. Εχω δική μου παντιέρα, δική μου κυβέρνηση εγώ. Δεν χειροκροτώ τίποτα, γιατί τίποτα δεν μου 'δωσε το δικαίωμα να το χειροκροτήσω. Ψέματα ήταν όλα.

Όλα, πλην των 1 και 4, από το δίχτυ.

το σιγουράκι τεσπά... (από Desperado, 31/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παιδική σειρά βασισμένη σε παιδικά παιχνίδια της Hasbro, η οποία έβαλε το δικό της στίγμα στην ένδοξη εϊτίλα από κοινού με τα GIJOE, τα Στρουμφάκια, το φουντωμένο τέζα μαλλί περμανάν και τον Ανδρέα Παπανδρέου. Ήρωες είναι εξωγήινα ρομπότ που μετατρέπονται κατά βούληση άλλοτε σε οχήματα και άλλοτε σε ανθρωποειδή, εξ ου και ο τίτλος (μετατρεπόμενοι στα αγγλικά). Μέσω του σινεμά μας απασχολούν μέχρι πρόσφατα.

Σλανγκικώς, οι Τρανσφόρμερς μας ενδιαφέρουν ως συνδεόμενοι με την γκέι & τρανσέξουαλ κουλτούρα. Στα ελληνικά υπάρχει ένας ασθενής σύνδεσμος του όρου με τις τρανσέξουαλ. Μην ξεχνάμε ότι οι τρανσέξουαλ ως μεταλλαγμένες και εγχειρισμένες βγάζουν κάτι το πολύ high-tech, σαν να έρχονται από ένα μέλλον, όπου καθώς περιγράφει η Donna Haraway τα όρια μεταξύ ανθρώπου και μηχανής θα έχουν χαθεί τελείως και θα είμαστε όλοι μοντιφαρισμένα cyborg. Λ.χ. μια πλακοβύζα αντί να βάζει κονάτα, θα βάζει γονίδια αγελάδας και του Lars Ulrich για να αποκτήσει τουμπανόβυζα, ενώ ένας σαλιγκαροψώλης θα αλλάζει τα γονίδια σαλιγκάρου με γονίδια γαϊδάρου για να την έχει γαϊδουρίσα. Προτυπώσεις αυτής της θαρραλέας φουτουριστικής εποχής έχουμε και σήμερα με τις Τρανσέξουαλ, που αλλάζουν το φύλο τους γιατί μπορούν θυμίζοντας μελλοντολογικές αμερικλανιές. Πάντως το σλόγκαν της σειράς Transformers, more than meets the eye παραπέμπει μάλλον σε τραβεστί.

(- Πώς λέγεται το τραβεστί που διαβάζει Ελύτη;
- ...;
- Άξιον τραβεστί!
Άσχετο...).

Στην Αμερική οι Τρανσφόρμερς συνδέονται επίσης με την γκέι κουλτούρα, αν και αρκετά ασθενώς. Μάλλον προϋπήρχε της σειράς το λογοπαίγνιο με το transformer ως μηχανισμό ηλεκτρικής ενέργειας. Πρβλ. φις - πρίζα. Κατά το urban dictionary, έτσι λέγεται και ο ενεργοπαθητικός που και γαμεί και γαμιέται, ή και ο μπάι (ο παλιός ο χρόνος). Πάντως και η σειρά, το κόμικ και η ταινία με τα ρομπότ Τρανσφόρμερς είναι από τις μαρβελιές που τις έχει κατ' εξοχήν οικειοποιηθεί η γκέι κουλτούρα, όπως και τον Spiderman.

Πάσα: Έμαθα μπαλίτσα από τον Ολιζαντέμπε.

- Καλά, καταβαίναμε χτες τον παράδρομο της Συγγρού και τι είδαν τα ματάκια μας! Πάλι πολεμούσανε οι Ντεσέπτικονς τους Ότομποτς, το έλα να δεις γινότανε με τους Τρανσφόρμερς...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το διαδίκτυο, το ίντερνετ.

Πρόκειται για μετάφραση του αγγλικού net. Η πορεία του όρου είναι η εξής (σε παρένθεση ο ελληνικός αντίστοιχος): internetwork > internet (διαδίκτυο) > net (δίκτυο/δίχτυ).

Ως προς την διάκριση από τον «παγκόσμιο ιστό» (world wide web), η αγγλική wikipedia τα λέει πολύ κατατοπιστικά, συμβαίνει δε να υφίσταται το ίδιο ακριβώς ζήτημα και στα ελληνικά:

Οι όροι Διαδίκτυο και Παγκόσμιος Ιστός χρησιμοποιούνται στην καθομιλουμένη χωρίς ιδιαίτερη διάκριση. Ωστόσο το Διαδίκτυο και ο Παγκόσμιος Ιστός δεν είναι ένα και το αυτό. Το Διαδίκτυο είναι ένα παγκόσμιο σύστημα επικοινωνίας δεδομένων. Πρόκειται για μια υποδομή σε υλικό και λογισμικό που παρέχει συνδεσιμότητα μεταξύ των υπολογιστών. Αντίθετα, ο Παγκόσμιος Ιστός είναι μια από τις υπηρεσίες που «τρέχουν» πάνω στο Διαδίκτυο. Πρόκειται για μια συλλογή διασυνδεδεμένων εγγράφων και άλλων πόρων, που συνδέονται μέσω υπερσυνδέσμων και διευθύνσεων URL. Wikipedia, μετάφραση

Και οι δύο όροι οπτικοποιούν αυτήν την διασύνδεση μεταξύ σημείων που μοιάζει με φανταστικό δίχτυ, τώρα πια γιγαντιαίο και τρισδιάστατο (βλ. εικόνες).

  1. Από εδώ:
    Φίλε ψάξε στο δίχτυ και βρες το τηλέφωνο και αγόρασε το από τον ΤΙΜ Ιταλίας με 599€ επίσης, εάν συγκρίνουμε Μενού και εξωτερική εμφάνιση Vodafone με ΤΙΜ.. Κοπριά με άρωμα..

  2. Από εδώ:
    Το έψαξα και το βρήκα στο δίχτυ αυτό το ποίημα, τώρα που τα ανθυπο-προνήπια κάνουν εργασίες για την ελιά, τον τρύγο, το φθινόπωρο κτλ και μαζεύαμε υλικό.

Συνώνυμα: διαδίχτυα, ιντερνέτι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προσωνύμιο του τέως βασιλέα Κωνσταντίνου (του 2ου). Αφότου εξέπεσε του αξιώματός του, μέγας ντόρος δημιουργήθηκε για το πώς θα αποκαλείται, καθότι επισήμως δεν έφερε κάποιο επώνυμο. Άκρη δεν βγήκε (με την Ελλάδα) κι έτσι, για να μπορεί να ταξιδεύει, χρησιμοποιεί κάποια Δανέζικα διπλωματικά έγγραφα (μιας κι η οικογένεια του έχει ρίζες εκεί), που όμως τον αναφέρουν ως Constantino de Grecia (ισπανικά). Από την στιγμή που έγινε γνωστό αυτό στα ελληνικά μίντια, δεν ήθελε και πολύ να του το κοτσάρουν, δίπλα στα επίσης γλαφυρά Κοκός, Τέως, Εξαδάκτυλος.

Κατά τα άλλα, ο κ. Ντεγκρέτσια επιθυμεί διακαώς η παράδοση του Τατοΐου να γίνει επίσημα και με τη μεγαλύτερη δυνατή δημοσιότητα, παρουσία τηλεοπτικών συνεργείων και δημοσιογράφων.
(από εδώ))

(από Khan, 25/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το γαλλικό brutal, που σημαίνει κτηνώδης. Είναι ο ωμός, ο βίαιος, ο κτηνώδης, ο ζωώδης. Συχνά λέγεται μπρουτάλ τύπος κατά το κουλ τύπος. Επίσης, συχνή είναι η έκφραση μπρουτάλ καταστάσεις, ενώ σπάνια μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για γυναίκα.

Ως σεξουαλική συμπεριφορά είναι ο ωμοσέξουαλ ή ρετροσέξουαλ / ρετρό, που αρέσει σε κάποιες /-ους ως ουάν χάντρηντ περσέντ αρσενικόου, που κάνει άγριο σεξ ρίχνοντας διάφορα χαστούκια και σκαμπίλια, όπως πουτσοσκάμπιλα και κωλοχτύπες. Ο ιδεώδης μπρουτάλ είναι αυτός που δέρνει την γυναίκα για το καλό της σχέσης, και μετά αυτή γυρίζει σ' αυτόν νιώθωντας καυλύτερα. Ντοντ' τράι ιτ ατ χόουμ αν είστε φλωράκι, τρέντουλας ή χλεχλές. Ορισμένα συμπτώματα του μπρουτάλ τύπου δίνονται εδώ: «συνεργείο, οικοδομή, χασάπικο, σκυλάδικο, πένθος στο νύχι, και πόδι που σκοτώνει κατσαρίδα χωρίς να την πατήσει, με τη μυρωδιά μόνο, ξυνισμένη μασχάλη και τσιγκελωτό μουστάκι». Η διαφορική διάγνωση του μπρουτάλ, ωστόσο, έγκειται στο αν χέζει στο δάσος.

Ωστόσο, διαδικτυακές ψηφοφορίες δείχνουν ότι οι γυναίκες σήμερα επιθυμούν έναν άντρα à la carte, ο οποίος σε ένα βασικό υπόβαθρο τρεντισμού και γουτσισμού θα έχει και μερικές μπρουτάλ στιγμές για να ανάψουν τα αίματα και για ξεκάρφωμα.

Επίσης, ο όρος χρησιμοποιείται για να καυτηριάσει φαλλοκρατικές, σεξιστικές ή και ρατσιστικές δηλώσεις και παρουσίες που προσβάλλουν το κοινό αίσθημα.

Βλ. και μπρουταλίνη.

  1. Γκάλοπ εδώ:
    Πώς μας προτιμούν οι γυναίκες;
    Τρεντάκια 23%, Κάγκουρες 23%, Ψώνια 8%, Φλωράκια 8%, Κουλτουριάρηδες 23%, Λαϊκούς

- Κανονικά θα έπρεπε να τα επιλέξω όλα γιατί θέλουν τα πάντα να είμαστε όποτε το θέλουν αυτές. Από κει και πέρα το περισσότερο που επιθυμούν από έναν άντρα είναι ο τρεντισμός του. Άσε τα όσα λένε ότι θέλουν τους άντρες μπρουτάλ.Φλώρους τους θέλουν και που και που να ρίχνουν και κανένα χαστούκι σε αυτές προκειμένου να δείξουν λίγο αντρίλα.

  1. Όταν η γυνακεία κακοποίηση γίνεται κακόγουστο αστείο: η περίπτωση της Έφης Σαρρή.

Σε κάποιες γυναίκες αρέσουν οι “μπρουτάλ” άντρες και δέχονται την κακοποίηση ως επιβεβαίωση του σπουδαίου ανδρισμού τους. Είναι επίσης γνωστό ότι οι Αφρικανοί έχουν έντονα δευτερογενή ανδρικά χαρακτηριστικά και αποτελούν σεξουαλική φαντασίωση αρκετών γυναικών. Δεν είναι άξιον απορίας λοιπόν μία γυναίκα που την ελκύουν οι άνδρες που ρίχνουν ξύλο να νομίζει ότι όσοι άνδρες έχουν έντονα δευτερογενή ανδρικά χαρακτηριστικά ανήκουν στην κατηγορία των ανδρών που ρίχνουν ξύλο.
(σχόλιο στον στίχο «αφρικανέ αφρικανέ/τη μούρη μου ‘κανες πανέ» εδώ)

  1. Καταρρέει ο μύθος του Μπρουτάλ Αγοριού της ΟΝΝΕΔ! (εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάτι το εξαιρετικής ποιότητας, όπως θεωρούνται ότι είναι πάντα τα αυτοκίνητα της ομώνυμης Γερμανικής μάρκας.

Έλα να πάρεις! Οι φράουλες είναι μερσεντές! (από τη λαϊκή αγορά στη Φυλής)

Got a better definition? Add it!

Published

Σκακιστική σλανγκ.

Αυτός που μένει στάσιμος στη μετριότητα. Ο έμπειρος μεν, αλλά ανεπίδεκτος μαθήσεως.

Από το γαλλικό mazette, άσχημο άλογο.

Άντε ρε καραμαζέτα, θα μάθεις σκάκι επιτέλους, ή να σε μαμήσω ν' ασπρίσεις!!

(από drunkard, 23/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην Ελληνοαμερικανική διάλεκτο το κοράκι αναφέρεται στο νόμισμα των 25 σεντς (quarter = 1/4 τού δολαρίου). Επειδή είναι σχετικά νόμισμα μικρής αξίας, πήρε μορφή στα Ελληνικά ως «κουωρτεράκι» και συντομεύθηκε ως «κοράκι».

Ρε Χρήστο, για δες αν σου περισσεύει κανένα κοράκι να το βάλω στο παρκόμετρο για να μη μας γράψουν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified