Further tags

Ένα ηλίθιο παιχνίδι συναναστροφής, παρόμοιο με την μπουκάλα, το οποίο παιζόταν κατά κόρον στα παιδικο-εφηβικά πάρτυ των Εβδομήνταζ κι έπειτα, αλλά οι παλιμπαιδίζοντες -καθότι εν απογνώσει- μεσόκοποι μπάκουροι όλων των φύλων το παίζουν ακόμα στις μέρες μας, όπως και την μπουκάλα...

Δεν είναι τόσο "διασκεδαστικό" όσο η μπουκάλα όμως, παίρνει πιο πολύ χρόνο κ δεν έχει το σασπένς της ρώσικης ρουλέτας... Τέλος πάντων από την παρέα όλοι κάνουν εκ περιτροπής την Πυθία, τουτέστιν ως Πυθία κάθονται σε μια καρέκλα με τα μάτια δεμένα για να μην βλέπουν αλλά μόνο να μαντεύουν την απάντηση του ηλίθιου ερωτήματος του κοινού: "Τι θα κάνει ο Κύριος στην Κυρία;"

Ο Κύριος και η Κυρία (κάθε φορά κι άλλοι, δηλ. ερώτημα και ζευγάρι) είναι επιλεγμένοι από τον βοηθό της Πυθίας (εδώ κάτι δεν θυμάμαι, όποιος ξέρει ας δώσει στοιχεία...) και ακολουθούν υποχρεωτικά τις συμβουλές της Μύστριας. Λέει λοιπόν η Πυθία, σε ύφος τρανς: "Θα τον φιλήσει στο στόμα με γλώσσα και με σάλιο" ή "η Κυρία θα δείξει τα βυζιά της στον Κύριο" και τέλος πάντων τέτοια. Ε και ο Κύριος και η Κυρία δεν έχουν άλλη επιλογή, κάνουν προς μεγάλη τους ευτυχία ή δυστυχία όσα επιτάσσει ο λόγος της Πυθίας.

Στην καλύτερη περίπτωση βγάζεις γκόμενο ή γκόμενα, ή ικανοποιείς τα απωθημένα σου (η Πυθία είναι μιλημένη συνήθως, όπως γινόταν σε όλα τα σοβαρά μαντεία) ή, αν σου κάνουν καζούρα επειδή ξέρουν πόσο σιχαίνεσαι τον Τάδε για έτερο ήμισυ, μένεις πχ με μια γεύση ανεπιθύμητου σάλιου για τα επόμενα 39862643713 χρόνια της ζωής σου.

Τέτοια πράγματα συνέβαιναν και συμβαίνουν. Και άλλα πολύ πιο εξτρήμ επίσης, αλλά αυτά σε επόμενο λήμμα.

  1. λάιβ παράδειγμα εδώ

  2. ΕΖΗΣΑ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΠΟΥ χορεύαμε μπλουζ στα πάρτυ, παίζαμε μπουκάλα και Πυθεία

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λεσβία στα καλιαρντά από το γκουνιότα. Είναι επίσης εμβληματική περιοδική έκδοση.

Μαντάμ Γκου. Λεσβιακή περιοδική έκδοση (Δες εδώ).

Πολύ αργότερα, το 1995, μια παρέα γυναικών χωρίς να είναι ενταγμένη σε κάποια συγκεκριμένη ομάδα αλλά με ευρύτερες συνδέσεις, αναφορές και ενδιαφέρον για το λεσβιακό χώρο και χωρίς προγενέστερη εκδοτική εμπειρία αποφασίζει να βγάλει τη Μαντάμ Γκου. Λεσβιακή Περιοδική Έκδοση. Μαντάμ Γκου σημαίνει «λεσβία» στα καλιαρντά.

«Ψάχναμε για κάποιο όνομα που να μην έχει ξαναχρησιμοποιηθεί» θα μου πει η κύρια εμπνεύστρια του εγχειρήματος. «Είχαμε περάσει από διάφορα «πέτρα», «σχισμή». Τα βρίσκαμε πολύ χρησιμοποιημένα και αρχίσαμε να ψάχνουμε στο λεξικό, στα καλιαρντά βέβαια. Γιατί στο άλλο λεξικό, τι να βρεις; Ή λεσβία θα βρεις ή ομοφυλόφιλη θα βρεις, τι άλλο να βρεις. Και βρίσκουμε το Μαντάμ Γκου. Και μας άρεσε. Μας πήγαινε λίγο ξέρεις και στο Μαντάμ Φιγκαρό που είναι γυναίκες που προσέχουν, ετεροφυλόφιλες. [Επιδιώξαμε] μια αντίθετη, δηλαδή, σχέση με τα πρότυπα που προσφέρουν αυτά τα περιοδικά».

Στην πρώτη σελίδα του πρώτου τεύχους παρουσιάζεται το προφίλ της έκδοσης:

Η Μαντάμ Γκου είναι το αποτέλεσμα της προσπάθειας μιας παρέας λεσβιών να εκφραστεί και να δημιουργήσει ένα αμφίδρομο κανάλι επικοινωνίας. Μετά από χρόνια εκδοτικής απουσίας της λεσβιακής κοινότητας, νιώσαμε περισσότερο ευαισθητοποιημένες απέναντι στο συνεχιζόμενο ρατσισμό που δεχόμαστε και θελήσαμε να κάνουμε κάποια βήματα σε σχέση με την ανεύρεση μιας ταυτότητας και την αίσθηση περηφάνιας που οφείλουμε στο άτομό μας».

Η Μαντάμ Γκου είναι ένα περιοδικό που δεν ανήκει σε κάποια πολιτικοποιημένη ομάδα αλλά δημιουργήθηκε από μια μικρή ομάδα επτά συνολικά γυναικών που θέλησε να καλύψει το εκδοτικό κενό της δεκαετίας του ’90. Η ομάδα παρέμεινε κλειστή ως προς τη σύστασή της, αλλά ανοιχτή απέναντι στην ανταλλαγή ιδεών, κειμένων και τη δημιουργία επαφών. Από το φθινόπωρο του 1995 ως τον Νοέμβριο του 1997 η Μαντάμ Γκου θα εκδόσει πέντε συνολικά τεύχη καλύπτοντας ένα ευρύ φάσμα θεμάτων, όπως πρωτότυπα θεωρητικά κείμενα, μεταφράσεις, αλληλογραφία, νέα, κόμικ, χρηματιστήριο λεσβιακών αξιών.

Στα «κλειστά» χρόνια όμως της δεκαετίας του ’90 η ανταπόκριση από τις αναγνώστριες όσον αφορά την αποστολή κειμένων, την έκφραση απόψεων, την ανταλλαγή ιδεών υπήρξε περιορισμένη. Δύο ακριβώς χρόνια μετά την έκδοση του πρώτου τεύχους, τον Νοέμβριο του 1997, η Μαντάμ Γκου αποχαιρετά τις αναγνώστριες της: [Τ.5.σ.1.]

«Για σας με αγάπη. Να ‘μαστε πάλι εδώ για τελευταία ίσως φορά. Τα θέματα με τα οποία πρέπει να ασχοληθούμε δεν τελείωσαν, ούτε ίσως η ζωή των λεσβιών στην Ελλάδα άλλαξε μετά το πέρασμα την Μ.Γ., αν και θέλουμε να πιστεύουμε ότι βάλαμε και εμείς ένα ακόμη λιθαράκι, όμως η δική μας αντοχή εξαντλήθηκε. Οι ισορροπίες σε μια ομάδα είναι λεπτές και η ενέργεια χρειάζεται διαρκή επαναφόρτιση, που δυστυχώς δεν ήταν δυνατή ούτε από μέσα ούτε απ’ έξω. Ελπίζουμε, αν δεν βρούμε αργότερα το κουράγιο να συνεχίσουμε, κάποιες άλλες να το κάνουν για μας. Αυτό το τεύχος το αφιερώνουμε στις γυναίκες που μας έδειξαν την υποστήριξή τους στέλνοντάς μας τα κείμενα, τα ποιήματα και τα γράμματά τους».

Got a better definition? Add it!

Published

Η Χοντρή του Θησαυρού ήταν δημοφιλής γελοιογραφία που δημοσιευόταν στο ελληνικό περιοδικό ποικίλης ύλης Θησαυρός. Επρόκειτο για μια παχύσαρκη κυρία, η οποία καταπίεζε τον μικροκαμωμένο σύζυγό της Ζαχαρία. Πρόγονος της συγκεκριμένης γελοιογραφίας υπήρξε η Αντζουλίνα, μια προπολεμική εικονογραφημένη καρικατούρα του τουρκικού εντύπου Ράμιζ, που μεταφέρθηκε στην Ελλάδα από το σχεδιαστή Μιχάλη Γάλλια. Αργότερα το ζευγάρι συνέχισε να γελοιογραφείται και από άλλους γελοιογράφους, όπως ο Βασίλης Χριστοδούλου και ο Αρχέλαος στο περιοδικό Οικογενειακός Θησαυρός μέχρι το 1967. Χρησιμοποιείται για να δηλώσει παχύσαρκη γυναίκα, η οποία μάλιστα επιβάλλεται με τον όγκο της.

Τη Χοντρή του Θησαυρού πήγε και παντρεύτηκε ο κακομοίρης! Ποιος τον σώζει τώρα! Θα φάει πολλή παντόφλα.

Got a better definition? Add it!

Published

Την περίοδο της χούντας των συνταγματαρχών (1967-1974) και λίγο μετά, ήταν απαξιωτικός χαρακτηρισμός για χριστιανό, ο οποίος υποστήριζε το χουντικό καθεστώς ή, μετά, τη δεξιά και τον καπιταλισμό.

'Αστο ,χριστιανέ, και μην το κουράζεις. Αστοχριστιανέ που λοξοκοιτάζεις καπιταλιστικά μη με παραμυθιάζεις. Πάνω απ΄το Ευαγγέλιο την κονόμα βάζεις. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published

Έκφραση που χρησιμοποιείτο κυρίως στις δεκαετίες 1960 και 1970, για να στιγματίσει τη συμπόρευση χριστιανών με τη χούντα των συνταγματαρχών και την άκρα δεξιά ή, ευρύτερα, με τον καπιταλισμό εν γένει.

Σε ανάλογη κατεύθυνση ιδρύθηκε το 1953 και η Χριστιανική Δημοκρατία, από τον Νίκο Ψαρουδάκη, η οποία κάποιες φορές επιδίωξε και την εκλογική της καταγραφή, αν και χωρίς σημαντικά αποτελέσματα. Φυσικά, δεν είχε καμιά απολύτως σχέση με τα συντηρητικά χριστιανοδημοκρατικά κόμματα της δυτικής Ευρώπης, τα οποία η Χριστιανική Δημοκρατία χαρακτήριζε «αστοχριστιανικά». Οι χριστιανοσοσιαλιστές εκείνων των χρόνων είχαν ανοιχτό μέτωπο κατά των παραεκκλησιαστικών οργανώσεων («Ζωή», «Σωτήρ» κ.ά.), που στελεχώθηκαν, κυρίως, από ακροδεξιούς ιερωμένους και θεολόγους, συγκροτώντας κινήσεις χριστιανών επιστημόνων, νέων κ.ά., πρωτοστατώντας στον αντικομμουνιστικό ιδεολογικό αγώνα του μετεμφυλιακού καθεστώς, το οποίο πρόβαλλε ως ιδεολογικό πρόσημό του τα «ελληνοχριστιανικά ιδεώδη» και ως μέσα για την προώθησή τους χρησιμοποιήθηκαν τα σχολεία, τα κατηχητικά, ο στρατός, το ραδιόφωνο κ.λπ. (Iskra).

Got a better definition? Add it!

Published

Συντομογραφία της λέξης προκατασκευασμένος, αλλά και της λέξης προκατεψυγμένος. Κάτι το προκάτ δεν είναι ποτέ «ορίτζιναλ» και απευθύνεται στην λαϊκή κατανάλωση, καθότι φτηνότερο ποιοτικά και οικονομικά. Είναι η εύκολη λύση. Προκάτ, κατ' επέκταση, χαρακτηρίζουμε οτιδήποτε ετοιματζίδικο, είτε είναι τρόφιμο, είτε είναι σπίτι, είτε είναι κατάσταση (στην τελευταία περίπτωση είναι συνώνυμο του «σικέ»).

Συλλογικό σύμπτωμα που καλά κρατεί ακόμα και χρονολογείται από την αντίστοιχη μανία της δεκαετίας του '70 για ετοιματζίδικα πράγματα (κονσέρβες, κατεψυγμένα, προκάτ εξοχικά, κλπ). Εξάλλου η ίδια η λέξη παραπέμπει στις περίεργες συντομογραφίες από φίρμες της δεκαετίας αυτής: σόφτεξ, πυρκάλ, χρωπεί, μπυράλ, κλπ

  1. - Μπράβο, μαλάκα. Σε ωραία ταβέρνα μας έφερες. - Γιατί ρε, τι σού 'φταιξε πάλι; Μια χαρά είναι το μαγαζί.
    - Ταβέρνα που σερβίρει προκάτ πατάτες, ρε μαλάκα; Δε μας πήγαινες στα μακντόναλντζ καλύτερα;

  2. - Ωραίο σπιτάκι αυτό, ε; Ένα τέτοιο θα ήθελα για εξοχικό.
    - Σιγά το ωραίο ρε μαλάκα, προκάτ είναι, δεν το βλέπεις; Μια να δώσεις στον τοίχο θα πέσει όλο...

  3. - Είδες, τελικά, που ήταν γραφτό να τα φτιάξουν ο Μιμίκος και η Μαίρη;
    - Ε όχι και γραφτό, καραπροκάτ ήτανε, μήνες το έστρωνε η μάνα της...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση ολ τάιμ κλάσσικ κατα τα σέβεντις και την ένδοξη δεκαετία, που ακουγόταν στα ουφάδικα και τα ποδοσφαιράκια όταν γίνονται ομηρικές μάχες μεταξύ δύο παικτών ποδοσφαιραq ή τριμπάλου μπιλιάρδου (Γαλλικού).

Στις περιπτώσεις αυτές πλήρωνε μόνον όποιος έχανε και ποτέ ο νικητής. Έτσι μετά από κάθε σετ του παιχνιδιού, ο νικητής με περισσή περηφάνια και με στεντόρια φωνή, και καλούα μονολογούσε: «ο χάνων χύνει».

Υστεριόγραφο: Ολόκληρη η έκφραση ως πρωτοσλανγκίζουσα ήταν: «Ο χάνων χύνει μέταλλο» (κοσάρι). Αφ' ης στιγμής όμως αντικειμενικοποιήθηκε ως αυτόνομος σλανγκισμός, κόπηκε το «μέταλλο» ως ευκόλως εννοούμενον.

- Ρε πστ τι κωλοφαρδία έχεις σήμερα; Κόντρα στο μπανιστήρι και μέσα;
- Χα χα, θα σου περάσει, ο χάνων χύνει!

το μέταλλο (από perkins, 12/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι βέβαια ο «ερωτικά ακόρεστος και με μεγάλες επιδόσεις εραστής» (ορισμός Σενέκα), αλλά κυρίως είναι ο φαλακρός υπεργαμιάς / ούμπερ-γαμίκουλας, δηλαδή ο φαλακρός και φαλλακρός, σύμφωνα με την φαλλογοκεντρική κατασκευή που λέει ότι η φαλάκρα οφείλεται σε υπερβολή τεστοστερόνης, οπότε οι φαλακροί είναι οι καυλύτεροι γαμιάδες.

Βλ. και την σπαραξικάρδια υπαρξιακή αναφορά του Νίκου Πιπ. στο Ξυπόλυτο Σκαλπ: «η τραγική ειρωνεία μιας φύσης που σου δίνει έξτρα τεστοστερόνη για να πηδάς περισσότερο, αλλά φροντίζει αυτή να σου ρίχνει τα μαλλιά για να μη βρίσκεις γκόμενα». Αυτά βέβαια δεν ισχύουν για τους Γκουσγκούνηδες, οι οποίοι βρίσκουν πάντα γκόμενα χωρίς ποτέ να φλερτάρουν (ο Κώστας Γκουσγκούνης είχε δηλώσει σε συνέντευξη ότι δεν είχε ποτέ φλερτάρει στην ζωή του, καθώς φλερταριστό μουνί, ξινό γαμήσι), αλλά όποτε έπρεπε να πει παραπάνω από τρεις ατάκες εγκατέλειπε την γκόμενα και τράβαγε γι' άλλη).

Ο Γκουσγκούνης, λοιπόν, ως έκφραση είναι το ελληνικό αντίστοιχο των Γιουλ Μπρίνερ και κότζακ συν το γαμιάς. Η έκφραση κυκλοφορεί και ως γιος του Γκουσγκούνη, κατά το του κοκακόλα ο γιος. Στην γουτσιστική εκδοχή κάνει και γκουζγκούνινγκ.

- Καλά πώς την έχει δει ο γλόμπος και τραβάει το θεόμουνο! Τελικά τα μουνιά και τα μοτέρια βρίσκονται σε λάθος χέρια ρε φίλε!
- Άκυρο. Λένε ότι το αβγό είναι προικισμένο! Του Γκουσγκούνη ο γιος ένα πράμα.
- Ας μην είχε την βιοτεχνία του μπαμπά στη Νέα Ιωνία και σού 'λεγα εγώ...

Επικαιροποίηση της γκουζγκούνειας φαλάκρας. (από Khan, 14/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αριστερομπαμπαδισμός των εβδομήνταζ για την τηλεόραση. Ίδιας κοπής με τα κουτί και χαζοκούτι. Λέξεις που χρησιμοποιήθηκαν πολύ από όσους απαρνούνταν το (τότε) νέο αυτό υλικό αγαθό.

Είναι το ίδιο (αλλά επί το υποτιμητικότερον) με τη λέξη «τιβί» (ενν. από το αγγλικό t/v).

Βραδια που γυρναω σπανια βλεπω τουβου.Εβλεπα τα ''Υπεροχα πλασματα'' και Singles αλλα και παλι το χω ριξει στις ταινιες και τα χανω.Το πρωι που ξυπναω ανοιγω τουβου και πινω καφε αλλα μετα διαβασμα και παλι δεν παρακολουθω.
(από το νέτι)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ελληνικό ροκ συγκρότημα της δεκαετίας 1970 με αρχηγό τον γνωστό μετέπειτα σκυλά Χρήστο Κυριαζή. (Λέτε να κατάγεται από εκεί η μόδα προκάκι μαλλί της δεκαετίας του 90;)

Π**ΟΛΛΟΙ
**Ρ
ΟΚΑΔΕΣ ΟΜΩΣ ΚΑΝΕΙΣ ΕΙΛΙΚΡΙΝΗΣ ΣΥΝΘΕΤΗΣ

- Είμαι ροκάς, γουστάρω Πρόκες...
- Κι' εγώ επίσης, αλλά προτιμώ Procol Harum

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified