Further tags

Κορυφαία, all time classic ατάκα, προερχόμενη από ένα εξίσου διάσημο και υπέρ-καλτ film, τον Ταξιτζή (Taxi Driver, 1976) του Martin Scorsese, με πρωταγωνιστές τον τιτανοτρισμεγιστοτεράστιο Ροβέρτο Δε Νίρο και το καυλοπίπινο τότε Jodie Foster.

H ατάκα, καθώς και η όλη σκηνή στο πλαίσιο της οποίας εκστομίζεται, θεωρούνται από τα πλέον αναγνωρίσιμα σύμβολα του παμφάγου, μαζοποιητικού και τερατώδους μηχανισμού που ακούει στο όνομα Ποπ Κουλτούρα. Αποτελούν στερεότυπα μοτίβα της εικονογραφίας της. Πανηγυρική επιβεβαίωση των παραπάνω, η ψήφισή της το 2005 ως της δέκατης καλύτερης κινηματογραφικής ατάκας όλων των εποχών, και η συνακόλουθη αναβίβασή της ως αυτοτελούς λήμματος στη Βικούλα.

Σε τι στο μπούτσο αναφέρεται τελοσπάντων αυτή η ατάκα; Για να απαντήσουμε, ας θυμηθούμε λίγο τα συμφραζόμενα: πρόκειται για την περίφημη σκηνή του Καθρέφτη, προς τον οποίο ο φρικαρισμένος και σε φάση δεν-την-παλεύω-κάστανο Travis Bickle εξαπολύει έναν αριστουργηματικό, εμβριθέστατο και ποιητικό μονόλογο.

[I]«You talkin' to me; You talkin' to me; You talkin' to me; Then who the hell else are you talkin' to; You talkin' to me; Well I'm the only one here. Who the fuck do you think you're talking to;»[/I]

Ο Travis, ο μοναχικός, πορνόβιος και ψιλοαϊζενχάουερ ταρίφας, προβάρει το λογύδριο αυτό στον καθρέφτη του, προπονούμενος ψυχολογικά για αχαλίνωτους τσαμπουκάδες / μανούρες / ξυλίκια και λοιπά ζοριλίκια στους κακόφημους δρόμους της Πόλης-που-ποτέ-δεν-Κοιμάται (Νέα Υόρκη). Εξασκείται στο να παίρνει το κατάλληλο ψαρωτικό ύφος και τη μαγκιόρικη φωνή, πράγματα που θα του χαρίσουν το τακτικό πλεονέκτημα έναντι του αντιπάλου του στο αναμενόμενο street fighting πατιρντί.

Η πλάκα είναι πως, σύμφωνα με το σεναριογράφο του φιλμ, η συγκεκριμένη ατάκα δεν υπήρχε πουθενά γραμμένη στο σενάριο, το οποίο απλά προέβλεπε - γενικώς και αορίστως - «τον ήρωα να μιλά στον καθρέφτη του». Τυπική λοιπόν περίπτωση υποκριτικού αυτοσχεδιασμού, που συνέβαλε ουκ ολίγον στο χτίσιμο του μύθου που λέγεται Ντε Νίρο.

To Αre you talking to me λοιπόν, γεννιέται και καθιερώνεται ως μια αυθεντικά street έκφραση, που χρησιμοποιείται ως προανάκρουσμα κάποιου τσαμπουκαλίδικου σκηνικού / κλοτσοπατινάδας. Γίνεται το motto κάθε προκλητικού μαλάκα κάγκουρα / αλητάμπουρα / τσογλαναραίου που έχει βγει στο δρόμο καυλωμένος και ψάχνεται εναγωνίως για φασαρίες, για να μας αποδείξει πόσο άντρακλας και γαμίκλας είναι...

Αυτά στην αρχή. Διότι κάπου στο δρόμο, το σημαινόμενο (τσαμπουκάς / ξυλίκι / αναίδεια / προκλητικότητα κλπ) εξαφανίστηκε. Κι απέμεινε η έκφραση μονάχη της, ξεκρέμαστη και ξεκάρφωτη, αποκομμένη απ' το ορίτζιναλ context της, να ακολουθεί μια δική της αυτόνομη πορεία, άλλο ένα ορφανό σημαίνον μέσα στη φαντασμαγορία των σημαινόντων και τη χρυσόσκονη των φαινομενικοτήτων μιας μεταμοντερνιάρικης εποχής...

Ήταν αναπόφευκτο να συμβεί αυτό; Μάλλον ναι, τη στιγμή που η ταινία - αλλά και ο Σκορσέζε γενικότερα - εμπίπτουν σ' αυτό που λέμε κουλτουριάρικη προσέγγιση. Παρεμπίπταμπλυ, ο υποφαινό δε γουστάρει ιδιαίτερα ούτε την ταινία ούτε το σκηνοθέτη, που κατά την ιδίαν ημών άποψη είναι αργός, βαρετός, ψιλοκοιμήσης, τούφας...

Που / πώς / πότε παίζει να ακούσεις την ατάκα today; Μάλλον ως ένα τιραμισουρεάλ πασπαρτού που πάει με όλους και με όλα, κατά κανόνα σε φάση παρεΐστικου χαβαλέ κι έτσι. Η «σοβαρή» χρήση της έχει εκλείψει, αν το επιχειρήσεις θα θεωρηθείς γραφικός, για τα πανηγύρια. Συνήθως το πετάμε ως αποστομωτική - τηλεγραφική απάντηση σε κάποιο φίλο που μας ζαλίζει τ' αρχίδια με τις επίμονες / ανούσιες ερωτήσεις του. Του καθιστούμε έτσι σαφές πως τον γράφουμε οριστικά στα βυζιά μας, πως δεν πρόκειται να ασχοληθούμε άλλο με την πάρτη του και πως καλά θα κάνει να μας ξεφορτώσει και να βρει άλλο βιολάκι...

Allivegp: - Δημόσια διαπόμπευση με κουδούνι καβάλα σε γάιδαρο ανάποδα υπέστησαν ο Αυτοκράτωρ Ανδρόνικος Κομνηνός αλλά και ο ήρως του Μακεδονικού Αγώνα Τέλλος Άγρας (Σαράντος Αγαπηνός). Θλιβερή ιστορία... Γι΄αυτό ...no mercy στους Σλαβοβουλγαροσκοπιανούς.

Ιronick: (με άψογους ελληνικούς χαρακτήρες)
- αρ γιου τόκιν του μί;;;

Allivegp:
- @ iron: μου το σπάς σε κέρματα γιατί δεν τό 'πιασα;

(Από τα σχόλια στο λήμμα κουδουνάτος)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Διαφημιστικό σλόγκαν από τις αρχές της δεκαετίας του '70 - στην πλήρη μορφή του ήταν «για πλύσιμο στο χέρι, η θεία Όλγα ξέρει».

Η θεία Όλγα ήταν μια ώριμη κυρία, εκεί στα 55-60, που περιφερόταν αποφασιστικά σ'έναν αγρό και μετέφερε την πείρα της σε καμμιά πενηνταριά νέες νοικοκυρές που είχαν βάλει μπουγάδα στο χέρι εκεί, έτσι σ' ένα υπαίθριο. «Θεία Όλγα» ήταν ακριβώς και το όνομα του απορρυπαντικού που χρησιμοποιούσαν (είχε και λαμπρυντικούς κόκκους). Δεν θα ήταν παράτολμο να πούμε ότι η διαφήμιση απεδείχθη απείρως πιο επιτυχημένη από το απορρυπαντικό - αν και, βέβαια, είναι λίγο οξύμωρο αυτό. Τέσπα, δείτε το βίντεο.

Το σλόγκαν έχει ψιλοεπιβιώσει - στο slang.gr έχει ήδη αναφερθεί εν παρόδω τουλάχιστον δυο φορές στα λήμματα ακριβώς, γιαγιά Ευτυχία... και μα ποιος είσαι, η ΔΟΜΗ;. Χρησιμοποιείται που και που ως ατάκα για να καθησυχάσουμε το συνομιλητή μας ότι η δουλειά του θα γίνει αν τ'αφήσει το θέμα επάνω μας αλλά καλύτερα να μην ρωτάει και πολλές λεπτομέρειες.

Το όνομα της ηθοποιού που υποδυόταν τη θεία Όλγα δεν παραδίδεται. Ξέρουμε, όμως, σε ποιόν ανήκει η πατρότητα του σλόγκαν αυτού όπως και του άλλου αξέχαστου «θαύμα φαγητό θα γίνει, με Φυτίνη, με Φυτίνη». Είναι ο Μίμης Ραβάνης-Ρεντής (1925-1996), πολυγραφότατος συγγραφέας θεατρικών έργων, αστυνομικών μυθιστορημάτων και παιδικών βιβλίων, και από τους βασικούς συντελεστές της κλασικής ραδιοφωνικής σαπουνόπερας «Το Σπίτι των Ανέμων». Α, ναι, και δημοσιογράφος του Ριζοσπάστη, υπεύθυνος πολιτισμού της ΕΠΟΝ και ο στιχουργός των τραγουδιών «Παιδιά σηκωθείτε να βγούμε στους δρόμους» και 'Ο Μπελογιάνης ζει«. Η θεία Όλγα του προέκυψε γιατί επί χούντας δούλεψε στη διαφήμιση επειδή δεν μπορούσε να δουλέψει αλλού. Απίστευτος τύπος, κυρίως διότι παρά τα όσα έκανε κατάφερε να παραμείνει κατά βάση ανώνυμος.

«Η θεία Όλγα ξέρει» ήταν και ο τίτλος επεισοδίου του 1990 από την τηλεοπτική σειρά »Οι Τρεις Χάριτες« - με Άννα Παναγιωτοπούλου στο ρόλο της Όλγας Χαρίτου.

Aσταδγιάλα, retromaniax.gr καταντήσαμε δω μέσα.

- Άσε, ρε μαλάκα ... δε σε πιστεύω ... δηλαδή, τι θα της πεις της Ευλαμπίας και θα την ψήσεις νάρθει ... - Άστο, αγόρι μου ... άστο πάνω μου ... η θεία Όλγα ξέρει ... εσύ πλύνε το πουλί σου - ξες, έτσι καλά ... με κάτι που νάχει και λαμπρυντικούς κόκκους ... έτσι, για ν' αστράφτει - και για τ'άλλα μη σε νοιάζει ... σου λέω, η θεία Όλγα ξέρει ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το παρόν λήμμα δεν έχει άλλο λόγο ύπαρξης ειμή αυτόν της προσπάθειας καθορισμού της ηλικίας ορισμένων σλανγκικών εκφράσεων, πολλές από τις οποίες όχι μόνο χρησιμοποιούνται ευρύτατα και στις μέρες μας, αλλά δείχνουν να έχουν και λαμπρό μέλλον μπροστά τους καθώς συνεχίζουν ακάθεκτες από στόμα σε στόμα, κηπ γουόκιν ένα πράμα.

Η ηλικία των όποιων σλανγκισμών είναι, κττμγ, ένα στοιχείο που σε γενικές γραμμές (μη δαγκώνετε, το ξαναλέω: σε γενικές γραμμές) απουσιάζει από τα λήμματα του φιλότιμου σάητος. Κατανοώ βεβαίως τις τεράστιες αντικειμενικές δυσκολίες που παρουσιάζει το εγχείρημα. Μιλάμε για προσπάθεια βασισμένη στην προσωπική μνήμη, σε μαρτυρίες παλιότερων, ή σε προσφυγή σε λογοτεχνικές κυρίως πηγές. Δεν μπορώ να γνωρίζω την έκταση της βιβλιοθήκης του καθενός, αλλά η καλή μνήμη, το ευαίσθητο αυτί, η εμμονή στη λεπτομέρεια και (εννοείται) η έντιμη καταγραφή είναι εκ των ων ουκ άνευ.

Ανατρέχω στο κάτωθι κατονομαζόμενο πόνημα όχι ως βιβλιοκριτικός, αλλά ως δεινοσαυράκι στον ανθό της νιότης του κατά την ύπνε-που-παίρνεις-τα-παιδιά δεκαετία του '80, για να βεβαιώσω ότι, τις περισσότερες τουλάχιστον από τις εκφράσεις που κατέγραψε ο συγγραφέας, τις χρησιμοποιούσαμε όντως ευρύτατα, τουλάχιστον στα Δυτικά Προάστια.

Από την άλλη, μπορεί να παρατηρήσει ο οιοσδήποτε ότι η γονιμότατη και δημοφιλέστατη έκφραση «τα παίρνω στο κρανίο» απουσιάζει παντελώς από το λεξιλόγιο της εποχής, για τον απλούστατο λόγο ότι δεν είχε ακόμα επινοηθεί / εκστομιστεί. Επί τω λόγω της δεινοσαυρικής μου τιμής βεβαιώνω από μνήμης το χριστεπώνυμον πλήρωμα του σλανγκρ ότι, πιθανότατα μέχρι και το τέλος των '80 αυτή η περιγραφή του θυμού δεν είχε ακόμα σκάσει μύτη στην πιάτσα. Θα ήθελα να γνωρίσω τον άνθρωπο που επινόησε αυτήν την σαρωτικής παραστατικότητας έκφραση.

Επί της ουσίας λοιπόν, το λήμμα αποτελεί αναίσχυντη (και σχολιασμένη) παράθεση στοιχείων από το βιβλίο του Γιώργου Τουρκοβασίλη «Τα Ροκ Ημερολόγια», που εκδόθηκε τον Μάρτιο του 1984 και ανάγει την προέλευση / διάδοση των εν λόγω εκφράσεων στα μετά την ίσα-μωρή-Λουκία! Μεταπολίτευση χρόνια. Προς επίρρωσιν, να προσθέσω πως, ούτε από μεγαλύτερους σε ηλικία είχα ακούσει ποτέ αυτές τις εκφράσεις, ούτε έχω εντοπίσει καμιά τους στην προχουντική πχ λογοτεχνία.

Τέλος, να επισημάνω ότι κρατάω πάσα επιφύλαξη σχετικά με την περιοχή και την ευρύτητα του κύκλου ανθρώπων στον οποίο γινόταν χρήση αυτών των κακών λέξεων. Μιλάω για τα Νέα Λιόσια (το νυν Ίλιον καλούμενον), το κέντρο Αθήνας και για 15χρονα του 1980 (και αργότερα βεβαίως, αυτές οι λέξεις δεν έσκασαν μύτη όλες μαζί μια ωραία πρωία...).

[...] οι εκφράσεις αράζω, γουστάρω, την ψάχνω, τη βρίσκω, την κάνω, του την πέφτω, τον πάω, το παίζω, την έχω δει, με τρέχουν, φάση, κουφό κλπ [...] από άτομα περιθωριακά [...] πριν οκτώ χρόνια ήταν η γλώσσα ενός μικρού κύκλου ατόμων, απλώθηκαν σιγά σιγά [...] η γλώσσα των «αλητόβιων ροκάδων» πέρασε σιγά σιγά στους κυριλέδες [...]
(Σ.Σ. τουλάχιστον οι λέξεις «αράζω» και «γουστάρω» είναι πολύ παλιότερες).

[...]το πασίγνωστο να τη βρω, εξελίσσεται στο να τη δω, να την ακούσω (θες να σου δώσω κάτι να την ακούσεις ;).
Το έπαθα πλάκα έγινε σαλτάρισα, τάχω παίξει, μου 'φυγε η ψυχή, έπαθα μουνόπλακα ή μουνίλα, μουνόπαθα, κωλόπαθα.

[...]πέντε τουλάχιστον λέξεις επανέρχονται επίμονα: άτομο, κωλώνω, σωστός, ξενέρωτος και αντιδραστικός. Δε λένε «κάποιος πέρασε», αλλά «πέρασε ένα άτομο» [...] αντί «τον βλέπω», «βλέπω το άτομο» [...] υποδηλώνεται ένας σεβασμός για την προσωπικότητα [...] Όταν δεν κωλώνεις είσαι σωστός [...] είναι αυτός που δεν ξεπουλιέται και δεν ξεφτιλίζεται [...] ξενέρωτος [...] βρίσκεται σε πρόσκαιρη στέρηση [...] μεταφορικά ο άκεφος, άσχετος σε μιά παρέα ή σε μιά κατάσταση [...] συναισθηματικά αμέτοχος [...] Αντιδραστικός [...] έχει πάρει αντίθετη σημασία [...] προοδευτικός, επαναστάτης που αντιδρά [...]
(Σ.Σ. η λέξη «κωλώνω» είναι πολύ παλιότερη. Πρόχειρο παράδειγμα το κείμενο «Σκούρα» του Ιωάννη Κονδυλάκη. Τη λέξη «αντιδραστικός» με αυτή την έννοια ούτε την άκουσα στις παρέες μου, ούτε τη χρησιμοποίησα ποτέ).

[...]Το σκαπουλάρω έγινε την κάνω, την πουλεύω (τον πούλο! = δρόμο!, ενώ πήρα τον πούλο= με ρίξανε).
(Σ.Σ. Εν τούτοις, το ρήμα «πουλεύω» = πεθαίνω καταγράφεται από τον Χρόνη Μίσσιο ως έκφραση του υποκόσμου ήδη από τα χρόνια του Εμφυλίου. Όσο για το παλιό «σκαπουλάρω», θυμάμαι ότι το χρησιμοποιούσαμε αποκλειστικά με την γνωστή έννοια ξεφεύγω, διαφεύγω, την οποία έχει άλλωστε και το ταυτόσημο ιταλικό scapolare. Επικουρικώς, υπήρχε και ο τύπος τη γλύταρα, αντί του ορθού τη γλύτωσα).

[...]Το μπανίζω έγινε κοζάρω. Το με καμία κυβέρνηση έγινε ούτε με σφαίρες κλπ.

[...]Καλοκαίρι του '82: A: «Τι μουσική είναι αυτή ;» Β: «Μουσική τρόμπα, τι θες να 'ναι ;» Γ: «Είναι νιού γουέηβ. Ροκ». Β: «Το νιού γουέηβ δεν είναι ροκ, είναι τρόμπα ροκ!» [...]
(Σ.Σ. δες και διάφορα σχόλια εδώ).

[...] οπότε κάνει αυτός «επειδή μας πρήξατε, θα σας βαβουριάσουμε τώρα!» [...]
[...]To '76 πρωτάκουσα τη λέξη βαβούρα, που σήμαινε θόρυβο, φασαρία [...] υπάρχει ορχήστρα με αυτό το όνομα [...] είναι σήμερα όρος μουσικός [...] «το μεγάφωνο κατεβάζει πολλή βαβούρα» [...] «παλιά άκουγα βαβούρα» κι εννοούν heavy metal.
(Σ.Σ. θα ήταν ενδιαφέρουσα μια καταγραφή της διαδρομής της μεσαιωνικής, μη σλανγκικής λέξης «βαβούρα» από τα χρόνια του Βιτσέντζου Κορνάρου, ή και πιό πριν, μέχρι τη Μεταπολίτευση, από την οποία και μετά η λέξη έχει αποκλειστικά αργκοτική απόχρωση. Ίσως ο φερώνυμος Τζώνυ και το συγκρότημά του; Βδγ, ρήμα στον Ερωτόκριτο: βαβουρίζω. Ρήμα της τελευταίας 30ετίας: βαβουριάζω. Κατ' αναλογία προς το ήδη ρεμπέτικο «μανουριάζω»;).

[...] και κάναν όλοι μαζί ουά, ουά...κάτι σβομπίλοι εκεί πέρα[...]
(Σ.Σ. Την αγνώστου ετύμου, ξεχασμένη πλέον λέξη «σβομπίλος» τη χρησιμοποιούσαμε, τουλάχιστον μέχρι το '80-'81 με την σημασία: χαζός, μαλάκας. Ξαναδιαβάζοντας το βιβλιαράκι την ανέσυρα από τα πλέον κονισαλέα ερμάρια της μνήμης μου, και ο παντεπόπτης γούγλης απέδωσε απίστευτα αποτελέσματα. Κατόπιν τούτου, τι να πω κι εγώ ο φτωχός ;. Η λέξη πάντως υπήρχε, και μάλιστα η κλητική της ήταν σε -ο: Άντε ρε σβομπίλο!)

[...]Ενδιαφέρον έχουν και οι παρακάτω φράσεις:
στανιάρησα = μαστούρωσα, χόρτασα (Σ.Σ. δεν θα χαρακτήριζα ακριβή την ερμηνεία)
ξενέρωσα = συχάθηκα, βαρέθηκα
είμαι νεκρός = δεν έχω λεφτά (Σ.Σ. χρησιμοποιούσαμε επίσης την έκφραση είμαι τσέτουλα= άφραγκος, η οποία είναι βεβαίως πολύ παλιότερη, όπως μας πληροφορεί ο Πονηρόσκυλος).
είμαι στην πείνα = μου λείπει κάτι για καιρό
κάνω κεφάλι = στανιάρω (Σ.Σ. πάλι κομματάκι φάλτσο)
κολλητά = τώρα αμέσως
τανζανιάρης = άτακτος (Σ.Σ. με προβληματίζει το -ν-, αν δεν πρόκειται περί τυπογραφικού λάθους. Αποκαλούσαμε ταρζανιά την ριψοκίνδυνη και επιδεικτική συμπεριφορά. Για τους βιρτουόζους επιδειξίες σε μπιλιάρδο, μπάλα κλπ χρησιμοποιούσαμε, λίγο, το προφανούς ετυμό ρήμα ζιγκολάρω και, πολύ λιγότερο, την έκφραση ζογκλερικές ενέργειες).
λινάτσα, λέζος, λινός = κωλόπαιδο, κουφάλα (Σ.Σ. αν θυμάμαι καλά, είχε περισσότερο την έννοια του φλώρου. Τη λέξη «λέζος» την αγνοώ).
ρύζι = κορόιδο (Σ.Σ. αγνοώ την έκφραση)
ποίημα = ψέμα (Σ.Σ. έχει να κάνει περισσότερο με το χαφιεδιλίκι και δη εντός φυλακής, όπως μας διαβεβαιώνει ο Πετρόπουλος).
παραμύθα = ηρωίνη
γαμιστερός = ωραίος.

[...]γι αυτούς που πηγαίνουν στις ντίσκο [...] λέγαμε βουτυρόπαιδο, σοκολατόπαιδο (Σ.Σ. λέξη που εμφανίζεται σε τραγούδι του Σαββόπουλου στο μεταπολιτευτικό «Δέκα χρόνια κομμάτια»). Μετά έγινε καρεκλάς. Μετά έγινε κυρίζι (Σ.Σ. βλέπε σχόλια ΜΧΣ και Χότζα εδώ) , κυριλές, κυριλόβιος, ξενέρωτος, ξενέρι, φλώρος, ντισκάς, ντισκόβιος, γκίραπας ή γκιράπης, τυρί, φλούφλης, και τσινάρι (ειδικά στη Θεσσαλονίκη). Οι ντισκάδες λέγανε τους ροκάδες αλήτες, λεχάρια, φρικιά [...] Η λέξη αυτή (φρικιό) έχει [...] πέντε καταλήξεις: φρικιό, φρικιάρης, φρίκος, φρικάς, φρίκουλος.
[...]με τις καταλήξεις θα δημιουργούσαμε [...] φρικιά, χιπιά, πανκιά, φλώρια, τσόλια, φρικάς, ροκάς, ντισκάς, σοουλάς, μπλιτσάς, χεβυμεταλάς, σκυλάς [...] κλεφτρόνι, πρεζόνι, πουστρόνι, γυφτρόνι, παιχτρόνι. Ενώ κατά το παλιό καφενόβιος: μηχανόβιος, αλητόβιος, κυριλόβιος, λαϊκόβιος, ντισκόβιος, πανκόβιος, στρατόβιος, φυλακόβιος, μπλακσαβατόβιος...
(Σ.Σ. στη λέξη «τυρί» δίναμε την έννοια: πλαδαρός, αγύμναστος φλώρος. Ενδιαφέρουσα αντίστιξη με το ψωμί, που επίσης χρησιμοποιούσαμε).
........................................................................................................
Αυτά (ουφ!). Τι με κάνατε και θυμήθηκα ρε μπαγάσηδες... και πόσα λίνκια... (δ)ράκος έγινα... Αιτούμαι πενθαήμερος αγροτική άδεια για να μαζέψω τα κομμάτια μου. Όσο θα λείπω, εσείς δείτε εϊτίλα και ογδόνταζ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τώρα που είναι καλοκαίρι, αλλά και όταν δεν είναι καλοκαίρι, κάποιοι που έχουν τσακωθεί με το σαπούνι, αλλά και κάποιοι που δεν έχουν τσακωθεί με το σαπούνι όμως έχουν ορμονικό ή τιστοδιάλο πρόβλημα, βρωμάνε ιδρωτίλες. Δεν υπάρχει λόγος να σας απαριθμήσω τις ιδρωτίλες, ούτε χώρος, είναι απίστευτη η ποικιλία τους και οι αποχρώσεις τους.

Το πρώτο πράγμα που, με το που θα οσμιστεί την ιδρωτίλα του διπλανού του, σκέφτεται κάποιος που γαλουχήθηκε με τις διαφημίσεις της παλιάς ελληνικής τηλεόρασης, είναι η ατάκα «κάποιος πρέπει να του / της μιλήσει για το Ρεξόνα». Δηλαδή να του / της πει με τρόπο ότι βρωμοκοπάει κι ότι καλό θα ήταν να πα να ψωνίσει κανα αποσμητικό μπας και κάνει έστω κι ένα γαλλικό ντους. Ρεξόνα λοιπόν = αποσμητικό. Εξάλλου υπάρχει ακόμα στα ράφια των κάθε είδους Χόντων.

Εις μνήμην μιας πεθαμένης φιλίας, να αναφέρω ότι ο εν λόγω φίλος χρησιμοποιούσε μια παραλλαγή της έκφρασης και έλεγε: «Κάποιος πρέπει να σου μιλήσει για το Κομπλεξόνα», προσπαθώντας να πει διακριτικά στον συνομιλητή του ότι είναι μια κομπλεξάρα ολκής.

- ΠΩ ρε πούστη γαμημένε!
- Τι 'ναι πάλι;
- Καλά δεν καταλαβαίνεις τίποτα; Μποχάει εδώ μέσα!
- Ε και τι να κάνουμε, κάτσε κοντά στο παράθυρο...
- Θα μας πεθάνει αυτός ο μαλάκας, κάποιος πρέπει να του μιλήσει για το Ρεξόνα!
- Το ποιο;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο του νύχτα το πήρες; Δηλαδή όταν κάποιος είναι παντελώς ανάξιος κάποιου τίτλου που κατέχει (λ.χ. δίπλωμα οδήγησης, πτυχίο, δικτατορικό, κατάταξη Τοπ 10 στο σλανγκρ), και ακόμη κι αν αυτό το χαρτί είναι κωλόχαρτο, υποθέτουμε ότι το κέρδισε ανοίγοντας γαριδάκια, δηλ. ότι πρόκειται για ένα από αυτά τα χαζοδώρα τα εγκλειόμενα στα γαριδάκια, που δελεάζουν τα νήπια τ. Kinder έκπληξη.

Λέγεται και γενικότερα, για οποιοδήποτε αντικείμενο ή πρόσωπο είναι κατώτερο των περιστάσεων / προσδοκιών, ή πολύ αλλόκοτο / εκκεντρικό / ξεφτιλισμένο.

Πάσα: Οπτός Ανήρ.

  1. Από το Τρωκτικό:

    Britney Spears: Στα γαριδάκια το βρήκε το τατουάζ της;

  2. Η αποδόμηση του Άρχοντος των Δαχτυλιδιών από την Φρικηπαίδεια:

    Ο Σμήγκολ δέχτηκε και ο Σάουρον του έδωσε ένα δαχτυλιδάκι της πλάκας που το βρήκε στα γαριδάκια για να κοροϊδέψει με αυτό τους ανθρώπους.

  3. Στα ντορίτος την βρήκε; (Φρικηπαίδεια, encore):

    Η Ντόρα Μητσοτάκαινα-Μπακογιάννη (όπως Funny Πάλι-Πετραλια) είναι κόρη του κόμη Βλάντ Μητσοτάκουλα. Την βρήκε στα γαριδάκια δρακουλίνια ως δώρο στην Αλβανία και όταν ρώτησε τι ήταν του είπαν σε αλβαμνική προφορταά ντώρα και ο ίδιος ως ανορθόγραφος το σημείωσε στο ημερολόγιό του vw Ντόρα.

  4. Από φλώρουμ:

    Όταν το θέμα σου είναι η μετανάστευση των Ευρωπαίων στη διάρκεια του 16ου και του 19ου αιώνα, είναι δυνατόν να μην αναφερθείς στον ευρωπαϊκό ιμπεριαλισμό; [...] Επιπλέον, το σχόλιο του καθηγητή ήταν «που το βρήκες αυτό το πράγμα;» (απάντηση 1η «στα γαριδάκια!», απάντηση 2η «στη διεθνή βιβλιογραφία, ρε καραγκιόζη!» - διαλέγεις και παίρνεις όποια από τις δύο προτιμάς)...

  5. Από τα Νέα:

    Το ότι τολμάτε, εσείς οι ... ανύπαρκτοι, να ζητάτε την αποπομπή εκλεγμένων αντιπροσώπων του ελληνικού λαού, δείχνει τη ... σταλινική σας αντίληψη περί δημοκρατίας. Αλέκο, να χαίρεσαι τους νέους σου συνοδοιπόρους! Ήθελα να ''ξερα, που τους βρήκες, στα γαριδάκια;

Μεχρι να βρω διαφήμιση Μπόζο... (από Vrastaman, 12/06/10)

Δες και στα Λιντλ σε ψωνίσανε;.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ευφυέστατο διαφημιστικό σλόγκαν της πίπας Νταιάνα τη δεκαετία του '70.

- Θα επιστρέψουμε στην εκπομπή μας «Εκκλησία και νέοι» μετά το σύντομο διαφημιστικό διάλειμμα.
(Αρχίζει η διαφήμιση της πίπας Νταιάνα)
«Για να σταματήσετε να τον παίρνετε από πίσω πάρτε του μία πίπα... μια πίπα Herb.»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Διαχρονικό και επίκαιρο σύνθημα της μεταπολίτευσης.

- ΨΩΜΙ ΠΑΙΔΕΙΑ ΜΠΟΥΤΙΑ ΓΥΝΑΙΚΕΙΑ!
- Σεξιστή!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είμαι μετά του γκομενέτου.
Παρέα με το γκομενί, τα γκομενάκια, τις γκομενάρες.

Προέρχεται κι αυτό (όπως και το ντελαμαγκέν), από την υπερσλανγκική Ζαγωραία βαρυμπομπία, "Έντε λα μαγκέτε Bοτανίκ" (1975), που είναι η γαμάτη διασκευή του ρεμπέτικου "Ο μάγκας του Βοτανικού" (1933, 1η εκτέλεση Κασιμάτης).

♪♫ Άντε α λα φουμέντο
και μαστουριόρε
με τε γκομενέτε ο ντεκέ
και οι αγγέλω πατημέντο,
φλόκο ντ' αργιλέ.
♪♫

μετάφραση:
Άιντε τη φουμάρει,
και μαστουριάζει
Με τη γκόμενά του στον τεκέ
Κι η Αγγέλω τους πατάει
Φωτιές στον αργιλέ
(εδώ)

Σπύρος Ζαγοραίος, Έντε λα μαγκέτε Bοτανίκ

  1. Είναι και αυτός ο ζαγοραίος έρωτας.. με τε γκομενέτε ο ντεκέ ρε πούστη μου. (εδώ)

  2. Μικρός ειναι ο κόσμος όταν συναντας παλιό φίλο στο εξωτερικό, κανονιζεις για καφε με τε γκομενετε κι έρχεται με μια πααααααρα πολύ γνωστή σου (εδώ)

  3. Ουφ δεν μπορω το βραδινο τουιτερ, δεν ειστε με τε γκομενετε και αρχιζετε τα καψουροτραγωδοτουι, καληνυχτα (εδώ)

  4. Τι "με τε γκομενέτε" και βλακείες ρε. Ας μετονομαστεί ο στίχος σε "χαζογκομενέτε" να ταυτιστεί λαός.

  5. Και όχι τίποτις άλλο αλλα εσείς οι μετεγκομενετε στα καλά παιδιά το παίζετε δύσκολες και πάτε και πηδιεστε με κάτι χλιμιτζιρολυγούρια... (εδώ)

  6. Να εδώ με τον κιθαρίστα μου θάβουμε τε γκομενέτε (εδώ)

  7. Τώρα αλήθεια...O Mεϊμαράκης δεν είναι ο "άιντε λα φουμέντο και μαστουριόρε με τε γκομενέτε ο τεκέ" σε άνθρωπο; #ERTdebate2015 #debate (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σε κάποιο σκετς πριν από χρόνια, νομίζω Χάρρυ Κλυνν, είναι μια γιαγιά με τον γιο της και βλέπουν αρχαία τραγωδία στα γερμανικά σε φεστιβάλ. Ακούγονται πολύ βίαιοι ήχοι και κλαπατσίμπαλα, και σε κάποια φάση μέσ' από Γερμανικά που θυμίζουνε Ναζί, ακούγεται κι ένα «Ορέστη». Κι ο πρωταγωνιστής λέει «Σώπα ρε μάνα, του την έδωκε του Ορέστη»! Την λένε από τότε πολλοί για πολλή κουλτούρα που δεν καταλαβαίνεις τίποτα. Και για καταστάσεις που είναι πολύ άγριες και κοιτάει ο καθένας πώς να την βολέψει και πώς να την πουλέψει...

- Πας μέχρι το περίπτερο να μου πάρεις ένα Γκλάμουρ;
- Κάτσε αγάπη μου, δεν βλέπεις; Τα ΜΑΤ ορμούν! Του την έδωκε του Ορέστη!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται για να πειράξουμε κάποιον επειδή είναι / μας φαίνεται πολύ χαρούμενος. Προέρχεται από τη γνωστή διαφήμιση που λέει: «Είμαι κεφάτη, ψωνίζω απ 'τον Βερόπουλο».

- Επ, Παυλάκο, γιατί τέτοια κέφια; Ψώνισες από τον Βερόπουλο;

Μα πόσο ευτυχισμένοι ήταν οι άνθρωποι τότε... (από vikar, 19/08/08)(από Khan, 13/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified