Selected tags

Further tags

Ναρκοσλάνγκ για τον μικρό σωλήνα, συνήθως από τυλιγμένο χαρτονόμισμα, που χρησιμοποιείται σε μύτινγκ για το σνιφάρισμα κοκού ή (σπανιότερα) ηρωίνης. Οι ξιπασμένοι άρχοντες της νύχτας και οι καγκουρογιάπηδες τση πούτσας χρησιμοποιούν χρυσά ή πλατινένια γιούφι.

Γιούφι αποκαλείται και ο αυτοσχέδιος σωλήνας από αλουμινόχαρτο που χρησιμοποιείται για το κάπνισμα ηρωίνης (βλ. 4ο παράδειγμα).

Βλ. επίσης: γιουφ, σνιφάρω, ♪♫ κι αν τα ρουθούνια μου μείνουν μισά, κανένα πρόβλημα, θα βάλω χρυσά ♪♫.

1.
Τα νεαρά χέρια μου μεταμορφώθηκαν πρόωρα σε χέρια υπερήλικης μαστροπού. Εκδίδω τα θηλυκά σοφίσματα που γεννούν οι απειροελάχιστες συνευρέσεις με το κοκό πολύ πριν ενηλικιωθούν. Οι ψευδαισθήσεις μου ροφούν την νεότητά τους με γιούφι φτιαγμένο από σελίδα της Βίβλου. Τελικά η ζωή μου είναι διεστραμμένη, όχι εγώ.

2.
Υπουργός “σνιφάρει”;; Ε όχι ρε παιδιά! Εμείς τι θα έπρεπε να κάνουμε δηλαδή; Θα μας τρελλάνει τελείως το dream team τις Πασοκάρας που μας έριξε στα νύχια του ΔΝΤ. Βγαίνει τώρα ότι υπάρχει υπουργός της κυβέρνησης που έχει “αναπνευστικά προβλήματα” και ακολουθεί θεραπεία με “γιούφι” στα ρουθούνια.

3.
♪♫ για να σε εκδικηθώ
σου βρέχω τα χαρτάκια
σου πίνω το κοκό
το γιούφι που αγαπούσες ♪♫

4.
Για το κάπνισμα, η ηρωίνη τοποθετείται σε ένα αλουμινόχαρτο ή ένα λεπτό κομμάτι μέταλλο. Ένας κωνικός σωλήνας σε μέγεθος τσιγάρου ή στιλό, από αλουμινόχαρτο επίσης (το λεγόμενο “γιούφι”) μπαίνει στο στόμα και κρατιέται πάνω από το ναρκωτικό. Μία φλόγα κρατιέται κάτω από το μέταλλο, η ουσία θερμαίνεται και βγάζει καπνό και ο χρήστης κυνηγά τον καπνό που ανεβαίναι με το σωλήνα. Μετά από μερικές χρήσεις, σημαντική ποσότητα ουσίας κρυσταλλώνεται μέσα στο γιούφι, το οποίο χρησιμοποιείται πλέον ως βάση, με ένα άλλο γιούφι.

Γιούφι από χαρτονόμισμα (από σφυρίζων, 08/07/13)Ο John Lennon σε λολοπαιγνιώδη διάθεση σκιφάρει κόκα (από σφυρίζων, 08/07/13)Γιούφι για κάπνισμα ηρούς (από σφυρίζων, 08/07/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αρσενικό δενδρύλλιο ινδικής κάνναβης, η φούντα του οποίου περιέχει ελάστιχη τετραϋδροκανναβινόλη και ωσεκτουτού δεν κάνει κεφάλι. Κατ' επέκταση, κάθε χόρτο ή ναρκωτικό της πούτσας.

Πηγή: Το λεξικό της ντάγκλας, Λ. Χρηστάκη και Ν. Επάρατου (Εκδόσεις Opera 1995).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όψιμη χασισλάνγκ: όταν την ακούς χάλια και κάνεις «βαρύ κεφάλι» μετά από κάπνισμα κακής πχοιότητας χασισακίου.

Προϋπήρχε ως ιατρικός όρος από τότε που βγήκαν οι λάσπες (βλ. πρώτο παράδειγμα), κυρίως με την μορφή καρηβαρία.

Ετυμολογείται εκ των κάρα (κεφάλι) και βαριά· η παρουσία του γαμοσλανγκενεργού «καρά-» είναι παντελώς συμπτωματική.

1. ... ἀνακαίνισις καὶ καραβαρία καὶ σκάτωσις καὶ ρῖχος περὶ τήν κεφαλήν ...
(Συμεών Μάγιστρου και Φιλοσόφου του Αντιοχέως, «Φιλοσοφικά και Ιατρικά», Βερολίνο, 1842)

2.
Το «Τραγούδι της Μορφίνας»
Αυτός είμαι εγώ…
Αυτός είσαι εσύ…
Αυτό είναι το Παν.
Στοιχειωμένοι..
Παιδιά του δρόμου. ..
Έξω όλη νύχτα..
Καραβαρία
Μπερδεμένα όλα…

  1. Καραβαρία: αποχαύνωση μετά το κάπνισμα κακής ποιότητας χασισιού.
    (Λεωνίδα Χρηστάκη και Μάρκου Επάρατου, «Το λεξικό της Ντάγκλας», εκδόσεις Όπερα 1995)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρεμπέτικη φρασεολογία για το λαθρεμπόριο και τον κοντραμπατζή, αντίστοιχα. Επί τουρκοκρατίας, μια μεγάλη μερίδα Ρωμιών θησαύριζε διακινώντας λαθραία καπνά. Οι σύγχρονοι κατσιρματζήδες διακινούν λαθραία τσιγάρα με κακοτάξιδα πατατάδικα.

Ως ναρκοσλάνγκ, κατσιρματζής αποκαλείται επίσης το βαποράκι που (συχνά εν αγνοία του) μεταφέρει πράμα (βλ. εδώ).

Εκ του τουρκικού kaçırma / kaçırmasi (απαγωγή). Στην γουγλογραφία εμφανίζεται κι ως κατιρματζής.

1.
Επαγγελματίες βαρκάρηδες, ξεμπαρκάρανε τους επιβάτες από τα μεγάλα βιαστικά βαπόρια, τα ποστάλε, που δεν μπαίνανε μες στο λιμάνι, μόνο αράζανε μισό η κι ένα μίλι στ' ανοιχτά. Κοντά σ' αυτό, λίγο ψαράδες, λίγο κατσιρματζήδες, λίγο νταβατζήδες στα καφέ σαντάν και τα καφέ αμάν του λιμανιού. Ποτισμένοι άρμη, ψημένα παλικάρια κι από τις δυο μεριές.

  1. ♪♫ Μες τα Βουρλά κατιρματζής
    αντάμης και κοντραμπατζής
    και της τουρκιάς ο τρόμος
    καβάλα σε λιγνό φαρί
    το μάτι του θόλο βαρύ
    πατούσε κι έτρεμε ο δρόμος

Είχε σκοτώσει τσαντιρμά
Όταν περνούσε κατσιρμά
Μπροστά απ’ το καρακόλι
Για να γλιτώσει τα καπνά
Σκαρφάλωσε από τα βουνά
Και τα φευγάτισε στην Πόλη ♪♫ («Ο μπάρμπας μου ο Παναγής», Μιχ. Ζαμπέτας)

3. Κατιρματζής είναι ο λαθρέμπορος. Επί Οθωμανών υπήρχε ένας τεράστιος υπόκοσμος που ζούσε από το λαθρεμπόριο καπνών για το οποίο υπήρχε αυστηρότατος έλεγχος. Οι Έλληνες της ανατολής πρωτοστατούσαν σε αυτή τη δραστηριότητα.

(από Khan, 19/06/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σαπιοκάραβα φορτωμένα έως τα μπούνια με λαθραία τσιγάρα, στην αργκό των κατσιρματζήδων (λαθρεμπόρων) τσιγάρων. Τα πατατάδικα ανήκουν σε μαϊμού ναυτιλιακές εταιρείες και φέρουν τριτοκοσμικές σημαίες· μπαρκάρουν από λιμάνια τση Αιγύπτου, τση Συρίας, τση Τουρκίας και τση κατεχόμενης Κύπρου και συχνά αρμενίζουν κοντά σε ακτές σε αναζήτηση αγοραστώνε.

Εναλλακτικά: τσιγαράδικο, μαμή, μάνα (βλ. εδώ).

1. Η Υπηρεσία Ειδικών Ελέγχων Περιφερειακής Διεύθυνσης Αττικής είχε πληροφορίες για την αλλαγή ρότας του πλοίου στην ακτή του Καλοχωρίου της Θεσσαλονίκης και η συντονισμένη επιχείρηση των αρχών στήθηκε στις 3 τα ξημερώματα. Το «Svesa», με 7μελές πλήρωμα, μετέφερε 2.024 κιβώτια (master cases) που περιείχαν 1.012.000 πακέτα τσιγάρων. Είχε αποπλεύσει από την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου με προορισμό το Μπουργκάς Βουλγαρίας όπου σύμφωνα με τα παραστατικά θα ξεφόρτωνε τα τσιγάρα. Αντ’ αυτού, βρέθηκε στον Θερμαϊκό και σύμφωνα με τα στοιχεία της Διεύθυνσης Ασφαλείας του Λιμενικού Σώματος είναι στην κατηγορία των γνωστών «πατατάδικων», των μικρών σαπιοκάραβων που διασχίζουν τη Μεσόγειο μεταφέροντας για λογαριασμό εικονικών ναυτιλιακών εταιρειών ποσότητες λαθραίων τσιγάρων.

2.
Ακρίβυναν τα τσιγάρα και στο ελληνικό αρχιπέλαγος ξαναεμφανίστηκαν τα γνωστά και ως «πατατάδικα» μικρά πλοιάρια, που φορτωμένα χιλιάδες κούτες λαθραίων τσιγάρων περιμένουν μεσοπέλαγα ή σε κάποια ερημική ακτή τον αγοραστή, ο οποίος αφού τα παραλάβει τα διοχετεύει στην εγχώρια αγορά.

3.
«Τσιγαράδικο» ή «Πατατάδικο» είναι το εκτός νόμου μικρό φορτηγό πλοίο που πριν αρκετά χρόνια δρούσε σε Ιόνιο και Αδριατική κουβαλώντας λαθραία, κυρίως τσιγάρα στην Ιταλία τότε που υπήρχε απαγόρευση των ξένων τσιγάρων στην γειτονική χώρα. Είναι προφανές ότι αυτοί που δούλευαν σε τέτοια πλοία δεν ήταν τα καλύτερα παιδιά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σλανγκιά της φυλακής για την ηρωίνη, δόση σε μικρό σακουλάκι μπαλάκι, τουτέστιν σα βυζάκι. Όσες και όσοι είδαν το oz, θα το καταλάβουν.

- Μάγκες ήρθε η καινούργια παραλαβή..
- Πιάσε δυο βυζάκια!

(από σφυρίζων, 18/06/13)gimme some fuckin tits (από bright, 18/06/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εντελώς-παραπολύ χυδαίο σλανγκογραφικό παράγωγο του μουνιού που, inter alia, αφορά:

Πιο εκλεπτυσμένα: μουνότρυπα, μουνοτρυπίδα.

1.
- Kane spam ec malaka.. polu asxoli8ika me anorima anegkefala zwakia ante na trabi3eis kamia malakia gt dn se blepw kala !! ainte bravo k aftn tn hip hop klika p kouvalas peta tn sta skoupidia gt sapise k s xalaei t profil palio malaka albaniari gamw to kefali s0o gamw :@
- Ρε ξες ποιος ειμαι εγω;;;;;;;;!!!!!!!!!!!!!! εγω ειμαι ο τραμπουκος Νο2 του γκραφιτι σεκτιον....ειμαι το ΜΠΛΕ ΑΝΤΙΦΑΣΙΣΤΙΚΟ ΔΟΝΤΙ.....ΑΜΑ ΞΑΝΑΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΕΘΝΙΚΟ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟ ΩΣ ΠΡΟΣΒΟΛΗ.... ΤΟ ΜΟΥΝΟΤΡΥΠΙΔΙ ΣΟΥ ΘΑ ΓΙΝΕΙ ΣΑ ΧΛΑΠΑΤΣΑ ΑΠ ΤΑ ΓΑΜΗΣΙΑ......το καταλαΒΕΣ!!!!!!!;;;;;;

2. Βρε σαλτα γαμήσου ρε αριστερο μουνοτρυπίδι και ασε μας ήσυχους,καθαρμα που θα μας το παίξεις και υπεράνω και οτι δε βρίζεις...

3.
- Επικότατο φέηλ... Εχθές είχαμε βγει κι έγινα ΜΟΥΝΟΤΡΥΠΙΔΙ στο μεθύσι, και μου 'σβησε το κιν απο μπαταρία. Όταν γύρισα σπίτι λοιπόν έβαλα το κινητό μου να φορτίσει... και δεν το άνοιξα. Έτσι λοιπόν δεν χτύπησε το γαμίδι κι έχασα την πτήση μου. - Πρωτον: RESPECT. Τωρα τι θα κανεις; δευτερον: Καλα ρε μαλακα, ποτε μεθυσες; συνεχισατε μετα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καψίδι, οι κυριότερες κατηγορίες:

Το καψίδι έχει συχνά ολέθριες συνέπειες, sans plaque: άλλοι αφήνουν την τελευταία τους πνοή στο πληκτρολόγιο μετά από 72 ώρες συνεχούς Diablo, άλλοι βιάζουν και σκοτώνουν την μάνα τους όταν αυτή επιχειρεί να τους πάρει το Call of Duty.

1.
- φοιτητής έφυγε απο την ζωή, εξαιτίας της φλεβικής θρόμβωσης που προκλήθηκε απο μεγάλο χρονικό διάστημα ακινησίας ενώ έπαιζε συνεχόμενα επί δώδεκα
- Αντε ρε, τόσες ώρες καψίδι στο Football manager και δεν έχω πάθει τίποτα! Φήμες! Αμα ήταν έτσι κάθε κυριακή που στήναμε Pro θα είχαμε μακελειό!

2. χαχαχα!!!! από και κλείεται!!! κάθε καρυδιάς καψίδι θα συναντήσεις σ' αυτη τη χώρα...

3. Εμείς τουλάχιστον flaggάρουμε,παίρνουμε θέση,και αποδεχόμαστε και την όποια κριτική-καζούρα. Εσύ τρελίτσα-πλακίτσα και κανά 2-3-5 ωρίτσες καψίδι στο Diablo

4.
- http://www.se-eida.com/ η αρχικη ιδεα του φανζιν athens voice στο ιντερνετ
- τρελό καψίδι

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η καύλα που προκαλεί η εισπνοή-βινάρισμα γάρου ή ναργιλέ και σου ευφραίνει το φυλλοκάρδι.

Όπως μας πληροφορεί εδώ ο αγαπητός sarant, το λήμμαν ετυμολογείται εκ του τουρκικού nefes (ανάσα, αναπνοή). Η φίλη και σύμμαχος γειτόνισσα με την σειρά της το δανείστηκε από το αραβικό nafas (نفس). Οι καθ' ημάς ψεκασμένοι πορτοκαλισταί το αποδίδουν στο νέφος.

Στην μαρτυριάρικη μεγαλόνησο, το νεφέσι λαλείται με την τούρκικη έννοια τση αναπνοής.

1.
Ο λουλάς και το καλάμι
μ' έφεραν σ' αυτό το χάλι
Ο λουλάς και το νεφέσι
μ' έφεραν σ' αυτήν τη θέση
ο λουλάς και το χασίσι
μ' έφεραν σ' αυτή τη κρίση
(δημοτικό Μικράς Ασίας)

2. σε καλύπτω μέσ' τη τζούρα απ' το νεφέσι στο στενάκι κάθε πενιά είναι φωτιά στα τέλια με λόγια φαρμάκι ξεκαβατζώνομαι κι αφήνω σειρά στο γιωργάκη

3.
Για την απονιά σου Ρίτα ντερβισάκι θα γενώ
το νεφέσι θα φουμάρω τον καημό μου να ξεχνώ

  1. Νεφέσι: η ευχαρίστηση που δημιουργεί η ρουφηξιά τσιγάρου με χασίς.
    (Λεξικό της Ντάγκλας, Λεωνίδα Χρηστάκη και Μάρκου Επάρατου, εκδόσεις Opera, 1995)

Got a better definition? Add it!

Published

Πίνω βαθιές ρουφηξιές ναρκωτικής ουσίας (τσιγαριλίκι, κρακ, κρίσταλ μεθ, κ.ταλ.) και φτιάχνομαι.

Χασισλάνγκ αβέβαιης ετυμολογίας με καταβολές από τα καλιαρντά.

1.
Ανάλω νταμίρα
η ντάνα η μοίρα
τα μπουτ μου αβέλει κουλά
Αβέλω μια φούμα
βινάρω την ντούμα
κι αρχίζω σερσέ για τουλά

  1. Βινάρω: καταπίνω, πίνω τον καπνό από το τσιγαριλίκι και τη βρίσκω, την ακούω πιο γρήγορα, το γνωστό που ακούγεται: Πίνω χασίς!
    (Λεξικό της Ντάγκλας, Λεωνίδα Χρηστάκη και Μάρκου Επάρατου, εκδόσεις Opera, 1995)

(από Khan, 28/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified