Selected tags

Further tags

Ενεστώτας του «έφαγα φρίκη».

Η έκφραση «Έφαγα φρίκη», όπως και σχεδόν όλα τα τρώω (πακέτο, φλας κλπ) έχει τις ρίζες της στη χρήση ναρκωτικών ουσιών και συγκεκριμένα στα βρώσιμα ναρκωτικά - χάπια. Προκύπτει από το γεγονός ότι πολλά χάπια τύπου έκσταση δεν έχουν πάντα τις ίδιες παρενέργειες στον οργανισμό και ειδικότερα στον εγκέφαλο και στα συναισθήματα. Έτσι όταν κάποιος χρήστης «τρώει« ένα χάπι που στη συνέχεια του δημιούργησε δυσάρεστα συναισθήματα, τρόμο, ταραχή, δυσάρεστες παραισθήσεις κ.λ.π., έλεγε χαρακτηριστικά ότι »έφαγε φρίκη«.

Αντίστοιχης λογικής είναι και το »έφαγα φλας« που αναφέρεται στην αναλαμπή το »έφαγα πακέτο« που περιέχει όλο το πακέτο (φρίκη, φλας) κ.λ.π.

Σταδιακά η έκφραση έφυγε από τον κύκλο των χρηστών και υιοθετήθηκε από τους νέους για να αποδώσει καταστάσεις κατά τις οποίες τα πράγματα πήραν δυσάρεστη τροπή, η για να δείξουν ότι συνειδητοποιήθηκε κάτι απότομα.

  1. Χαρακτηριστικό παράδειγμα που άκουσα από χρήστη πολύ πριν γίνει της μόδας η έκφραση είναι το εξής:

- Είχα κάνει ένα τατού και είχα πιει πρέζα. Έφαγα φρίκη ότι σάπιζε το χέρι μου και έξυνα το τατου συνέχεια, με αποτέλεσμα να το καταστρέψω.

  1. Χτες εκεί που οδηγούσα πετάχτηκε μια γάτα. Έφαγα τρελή φρίκη.

  2. Τι φρίκη έφαγες ξαφνικά και άρχισες να μαλώνεις με τον Γιάννη;

Δες και ρίχνω, τρώω, πέφτω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

-> Ο μπάφος είναι ένα τσιγάρο το οποίο καπνίζεται και ανήκει στα ελαφριά ναρκωτικά. Δηλαδή τα μη ιδιαίτερα εθιστικά.

-> Αποτελείται από κανονικό καπνό για στρίψιμο ενός απλού καθημερινού τσιγάρου και κάνναβη. Η κάνναβη είναι το χασίσι, αλλά και η μαριχουάνα, δύο συγγενικά φυτά. Μπορεί να καπνιστεί είτε με μαριχουάνα δηλαδή, είτε με χασίς. Η διαφορά των δύο αυτών είναι πως το χασίς είναι 5 φορές δυνατότερο από τη μαριχουάνα και εντάσσονται στα λεγόμενα «ελαφριά ναρκωτικά» τα μη ιδιαίτερα εθιστικά δηλαδή.

->Ο μπάφος (καπνός+χασίς) ή αλλιώς φούντα, ή νταφού (το «φούντα» ανάποδα), ή μαύρο ή [βρομά] (το «μαύρο» ανάποδα) ή τσιγαριλίκι ή γάρο ή χόρτο ή grass, είναι ακριβώς τα ίδια πράγματα.

->Η λεγόμενη τζιβάνα είναι αυτό που χρησιμοποιούμε αντί για φίλτρο. Μπορείς να τη φτιάξεις τυλίγοντας ένα μικρό σκληρό χαρτάκι (π.χ. κόβοντας λίγο χαρτάκι από το κουτί με τα τσιγάρα).

->Οι τιμές ποικίλλουν. Με 10 ευρώ, συνήθως βγαίνουν περίπου 5 δίφυλλα τσιγαριλίκια και ίσως και παραπάνω.

->Τι συμβαίνει πραγματικά όταν πίνεις μπάφους όμως; Ντάξει έχεις κατ' αρχάς τα κλασσικά: κόκκινα μάτια, στεγνό στόμα / λαρύγγι, αίσθηση πως ο χρόνος κυλάει γρήγορα ενώ κυλάει κανονικά, διεσταλμένες κόρες, ονειρική αίσθηση (όχι πάντα καλή), αρχικά νευρικό ασταμάτητο γέλιο, πιθανόν άγχος ή θλίψη. Το βασικό πράγμα που κάνει είναι όπως κ αν νιώθεις ψυχολογικό, ό,τι κι αν είναι αυτό, να το κάνει πιο έντονο με ήρεμο τρόπο. Αν για παράδειγμα όταν κάνεις το τσιγαριλίκι σου είσαι χαλαρός και νιώθεις ήρεμος, θα νιώσεις μια ευφορία, μια χαρά, ένα άκυρο αλλά χαρούμενο συναίσθημα να περιβάλλει την ψυχή σου. Άμα όμως είσαι αγχωμένος, το μόνο που θα κερδίσεις είναι να αγχωθείς περισσότερο ή και να σε πιάσει κρίση πανικού!

->Τα συμπτώματα διαρκούν 4-5 ώρες για την πρώτη φορά, και 2-3 ώρες τις επόμενες. Το ΤΗC (η ουσία που προκαλεί αυτήν την ονειρική κατάσταση) μπορεί να βρεθεί στο σώμα σου σε εξετάσεις τις επόμενες 4-6 βδομάδες (ωστόσο τα παραπάνω συμπτώματα επιδρούν πάνω σου για το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα που ανέφερα). Μετά τις 4-6 βδομάδες εξαφανίζεται από το αίμα.

->Πολλοί πιστεύουν πως η κάνναβις αποτελεί το πρώτο βήμα σε ένα μονοπάτι πολύ επικίνδυνο. Στο μονοπάτι των ναρκωτικών. Προσωπικά πιστεύω πως το μυστικό είναι να έχεις τα μάτια σου ανοιχτά. Ο μπάφος δεν βλάπτει. Αλλά άμα στα 14 σου πίνεις μπάφους, πολύ πιθανό θα ναι στα 19 σου να είσαι πρεζάκιας, σωστά; Γιατί όταν ξεκινάς από μία ελαφριά ουσία, την επόμενη φορά, αναγκάζεσαι να πάρεις μία μεγαλύτερη δόση ώστε να έχεις αντίστοιχα αποτελέσματα μ' αυτά που είχες και την προηγούμενη φορά. Κάποια στιγμή λοιπόν, η συγκεκριμένη ουσία θα πάψει να σε καλύπτει πια κι έτσι θα πέσεις σε πιο σκληρά / εθιστικά ναρκωτικά, και στο τέλος θα χάσεις τον ίδιο σου τον εαυτό.

Ο πυργιώτικος μπάφος ή μαύρο ή πυργιώτικη (καλαματιανή) φούντα εξάγεται σε περισσότερες από 50 χώρες με μεγαλύτερη εξαγωγή στην Ολλανδία. Κύριο μέσο εξαγωγής είναι τα καράβια (σαν της φωτογραφίας) γνωστά και ως «βαποράκια».

(από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η δόση κόκας ή ετέρας εισπνεομένης ναρκωτικής σκόνης, επιμελώς τεμαχισμένη με ξυραφάκι, σουγιαδάκι ή πιστωτική κάρτα και ευθυγραμμισμένη, επί καθρέπτου ή άλλης λείας επιφανείας, έτοιμη προς εισπνοή δια κολλαριστού χαρτονομίσματος ή ειδικού καλάμου, το ένα άκρο του οποίου τοποθετείται εις τον ρώθωνα και το άλλο σύρεται επί της κόνεως, ενώ ο χρήστης παίρνει βαθιά εισπνοή, αποφράσσοντας ταυτοχρόνως δια του δακτύλου τον έτερο ρώθωνα. Συνεκδοχικά η δόση σκέτο.

- Άντε, θα φύγουμε; Περιμένουν τα κορίτσια. - Κάτσε να πιούμε καμιά γραμμή ακόμα και φύγαμε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εισπνεόμενες ναρκωτικές ουσίες, σκόνες, ηρωίνη και κοκό.

- Θα τρομάξεις να το γνωρίσεις το Λάκη. Έμπλεξε εδώ και κάνα χρόνο με κάτι πλουσιόπαιδα και έχει εξελιχθεί σε καλλιτέχνη των μυριστικών.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μαγειρευτό μοσχαρίσιο κρέας.

Στην ελληνική κουζίνα εννοείται κρέας κατσαρόλας, κάτι σαν ραγού, με λαχανικά - σκόρδα, σβήσιμο με κρασί κλπ.

Αν πάτε έξω και δη στην Αγγλία και το παραγγείλετε θα λάβετε απλώς ένα ψητό μοσχάρι (μισοψημένο), αν καταλάβουν βέβαια τι τους ζητάτε, γιατί η ετυμολογία της λέξης είναι από την γαλλική παραφθορά της αγγλικής ονομασίας «roast beef».

sac voyage...

ροζμπίφ παραδοσιακό (sic) σε βιβλία συνταγών

Ροσμπίφ (από nikolaosvlas, 15/10/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ντίρλα, στουπί στο μεθύσι, λιώμα, λιάρδα, ίσα με το χώμα. Διαλεκτική χρήση, μόνο στην Κρήτη θα ακούσετε αυτή τη λέξη. Ακόμη ένα δημοφιλές κρητικής προέλευσης αργκοσύνθετο με το πρόθημα «ολο-» είναι και το ολοψόφιστος.

Βλέπε και σχετικό λήμμα για ολομέθυστος στο τρανσλάτουμ.

Ρε σεις τούτος δω είναι ολομέθυστος, πάρτε του το κουμπούρι πριν αρχίσει τσι μπαλοθιές και φάει κανένα κοπέλι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύνηθες υποκοριστικό για τον τοξικομανή, τον ντρογκάτο, ή, δευτερευόντως, και για την ίδια τη ντρόγκα, δηλαδή τη ναρκωτική ουσία.

  1. Τι θα γίνει με την ντρογκαρισμένη νεολαία που εγκαταστάθηκε λόγω της αδιαφορίας των αρχών στο πλάι του Πολυτεχνείου (μεταξύ Πατησίων και Μπουμπουλίνας) αποτελώντας πια εστία λύπης, απόγνωσης κι ενίοτε αγανάκτησης των ανθρώπων της γειτονιάς, καθώς ντρογκάκια, βαποράκια, μαυράκια και παρατρεχάμενοι κάθε λογής λύνουν και δένουν. [...] Άλλωστε η κρίση που περνάει η χώρα είναι το καλύτερο μέσο για να βγάλει όνομα η περιοχή, να πάρουν των ομματιών τους οι κάτοικοι κι έτσι να μπουν τα φιλέτα στο μεγάλο τηγάνι.
    (Παπαγιώργης, Κωστής, «Οδός Τοσίτσα και πέριξ». Εν: Αθηνόραμα, Β΄593).

  2. Αλήθεια, όταν βλέπουν οι τηλεθεατές τον κ. Πέτρο Κωστόπουλο να μοστράρει στις οθόνες τους το ξεθυμασμένο μεν αλλά πάντα δηλητηριώδες λαϊφοστυλάδικο ντρογκάκι του, γνωρίζουν ότι την ίδια ώρα απολύει εργαζόμενους από τη δική του επιχείρηση, την «Imako», από την υπεραξία των οποίων χαίρεται τα κοστούμια του και τα σπίτια του; Κι αν το γνωρίζουν αυτό οι τηλεθεατές, το ενθυμούνται καθώς χαυνώνονται κι αποχαζεύουν παρακολουθώντας (ως παρακολουθήματα) το κυρίαρχο βλαχομπαρόκ κυριλίκι της ημιθανούς μας νεοπλουτιάς; (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άτομο υπό την επιρροή μεγάλης ποσότητας χαπιών. Κυρίως αναφέρεται σε χαπάκηδες, αλλά και σε ντοπαρισμένους αθλητές ή και σε ασθενείς.

  1. John Galliano: «Ήμουν πιωμένος και χαπακωμένος! Που να θυμάμαι;» Ο Βρετανός σχεδιαστής μόδας οδηγήθηκε ενώπιον του δικαστηρίου του Παρισιού για να απολογηθεί για τη φραστική επίθεση κατά ξένων σε καφέ της γαλλικής πρωτεύουσας.εδώ
  2. (Ο Usain Bolt) εκτός από χαπακωμένος όπως όλοι άλλωστε, είναι και γελοίος μια γραφική φιγούρα στον κόσμο του στίβου.
    εδώ

Got a better definition? Add it!

Published

Περιληπτική ονομασία των αναβολικών, στο ιδίωμα μπιλντεράδων και άλλων γυμναστηριάκηδων.

Stricto sensu, τα αναβολικά σε μορφή χαπιού (oral) - βλ. σχετικά και λήμμα καργιόλια.

Lato sensu, τα παντός είδους αναβολικά, ενέσιμα και μη, καθώς και τα διάφορα συμπληρώματα διατροφής: σκόνες, χάπια, αλοιφές, σνακ πρωτεΐνης, αμινοξέα υγρής μορφής, διαλύματα κλπ.

Ο όρος εκφράζει με επιτυχία την αμφίθυμη διάθεση (ambivalence) των χρηστών έναντι των ανωτέρω σκευασμάτων, τα οποία, ναι μεν βοηθούν στην εκπλήρωση του ποθούμενου, αφετέρου εγκυμονούν κινδύνους σε περίπτωση αλόγιστης κατανάλωσης. Όταν μιλά κανείς για διαόλια, καργιόλια κττ, δηλώνει εμμέσως πλην σαφώς ότι διατηρεί τον πλήρη έλεγχο επί της διαδικασίας λήψεώς τους. Ότι παίζει τα «μυστικά» τους στα δάχτυλα. Ότι γνωρίζει καλά τις παγίδες και τις ενδεχόμενες παρενέργειές τους, αλλά επειδή είναι μάγκας και ωραίος και εμπειρίκος ξέρει να προστατεύεται από αυτές. Δεν είναι κανάς ανίδεος, κανάς χτεσινός που του πούλησαν παραμύθι οι επιτήδειοι κι έπεσε με τα μούτρα στη ντρόγκα χωρίς να ξέρει που παν τα τέσσερα.

- Μ' αυτά τα διαόλια που θα σου φέρω θα γίνεις φιτίλια, θα σε βλέπουν στην παραλία και θα τρέχουν να φορέσουν κελεμπία.

Τον πιάσαν τα διαόλια του. (από Vrastaman, 17/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ονομάζεται έτσι το υλικό που προκύπτει από την σύνθλιψη και άλεση ασβεστόλιθου (~80%) με άργιλο (αργιλικός σχιστόλιθος ~20%) κατά την διαδικασία παραγωγής τσιμέντου.

Το υλικό αυτό θερμαίνεται στους 1450°C σε περιστροφικούς κλιβάνους, όπου υφίσταται διάφορες πολύπλοκες χημικές μεταλλάξεις και μετατρέπεται σε ένα άλλο υλικό που ονομάζεται κλίνκερ. Η λεπτή άλεση του κλίνκερ μαζί με μικρή ποσότητα γύψου δημιουργεί το τσιμέντο.

Παρά τη σχετική του ονομασία το υλικό αυτό δε φουσκώνει μόνο του και πιθανότατα πήρε την ονομασία του λόγω του ωχρού λευκού χρώματος που θυμίζει το αλεύρι.

(κι άλλες λεπτομέρειες.)
(σ.σ.: ο ορισμός γράφτηκε με μια μικρή βοήθεια.)

Φτου ρε πούστη μου δουλειά...
Είναι κάτι μέρες που γυρίζω απ' το εργοστάσιο και καθόμουν και σκεφτόμουν: τι σκατά καθόμασταν και φτιάχναμε εκεί πέρα, κάθε μέρα τσιμέντο, χιλιάδες τόνοι τσιμέντο, τσιμέντο δηλαδή να μπούμε μέσα...
Πάω στο φούρνο, του λέω : «λίγο αλεύρι»
Μου λέει: «απλό ή φαρίνα
Άκουσε να δεις φίλε αν νομίζεις ότι μου κάνεις πλάκα...
τι σκατά θα το κάνουμε τόσο τσιμέντοοοο;

σε υποστήριξη του επικού παραδείγματος. (από jesus, 17/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified