Selected tags

Further tags

Η αρρώστια του χαρμάνη, ήτοι η ολέθρια ψυχοσωματική κατάσταση, στην οποία περιέρχεται ο εξαρτημένος χρήστης εθιστικής ουσίας όταν έχουν τελειώσει τα αποθέματά του και δεν μπορεί να τ' ανανεώσει: το σύνδρομο στέρησης.

- Τι πήξιμο είναι αυτό ρε πστ μου, τα 'χω παίξει εντελώς. - Έχω κάτι σιρόπια στην καβάτζα. Πάμε να τα πιούμε να φύγει η χαρμάνα.

Spiderman is having you for dinner tonight - χαρμάνα al\' Anglais (από HODJAS, 16/09/11)Χαρμάνα αλα-Γκρέκ (από HODJAS, 16/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύντμηση - υποκοριστικό του αντιβηχικού σιροπιού Dovavixin.

Γευστικό απεριτίφ για την κουζίνα του χαπάκια. Το δραστικό συστατικό του καλείται ζιπεπρόλ, έχει ελαφρά ψυχοτρόπο δράση σε συνδυασμό με βαρύ ζάβλακα.

Από το ΔΠ: AN21.

- Πού ήσουν χτες ρε μαλάκα και δεν απαντούσες στα τηλέφωνα; - Είχα πιει μια ντόβα και δεν μπορούσα να κουνήσω τα πόδια μου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ετυμολογικά, απ’ τη «ντρόγκα» που μας ήρθε απ’ την ιταλική «droga» κι αυτή απ’ το αβέβαιης προέλευσης γαλλικό «droge»: προμήθεια, στοκ, εφόδιο. Πιθανώς απ’ το ολλανδικό «droge-vate»: ξηρά βαρέλια ή το «droge waere»: ξηρό υλικό.

Παρεμπιπτόντως, το ξηρό αυτό υλικό συσχετίστηκε λανθασμένα με το περιεχόμενο των βαρελιών που ήταν εμπορεύματα, κυρίως μπαχαρικά και αποξηραμένα βότανα. Όμως τα τότε φάρμακα αποτελούνταν κυρίως από αποξηραμένα βότανα. Έτσι, προήρθε ένας συσχετισμός με φάρμακα και χημικά συστατικά (14ος αιώνας), κατόπιν με δηλητήρια (16ος αιώνας) και μόνο στα τέλη του 19ου αιώνα έγινε συσχετισμός με ναρκωτικά και οπιούχα.

Σημαίνει τον φαρμακωμένο από κάθε είδους φαρμάκι είτε αυτό είναι ντρόγκα, είτε ντόπα, είτε οποιοδήποτε άλλο χημικό κατασκεύασμα που εξασφαλίζει παροδικά είτε επιπλέον αντοχή στην καθημερινή παράνοια, είτε καταστολή των παρενεργειών της (π.χ. κατάθλιψη).

Έτσι, κάποιοι δύστυχοι απόγονοι του homo sapiens παραμένουν στους κόλπους της πολιτισμένης πλην κακούργας κοινωνίας τους προσπαθώντας είτε να της ξεφύγουν έστω και για λίγο, είτε να φανούν αντάξιοι των προδιαγραφών της, είτε να ανταπεξέλθουν τόσο στους απάνθρωπους ρυθμούς της, όσο και στους υπεράνθρωπους στόχους επιτυχίας και κοινωνικής καταξίωσης που αυτή θέτει.

Για το θηλυκό ακούγεται το «ντρογκάτα».

1.
…εδώ τα πράγματα έχουν αρχίσει να σοβαρεύουν, πριν κάνα μήνα είχαμε τους «σουηδούς» που κυκλοφορούσαν με μαχαίρια στην παραλία της πόλης, μετά γεμίσαμε από κλεφτρόνια και ντρογκάτους, τελικά μήπως θα πρέπει να πάρει η πολιτεία-δήμος δραστικά μέτρα, πριν αρχίσουμε να φτάνουμε σε σημεία αυτοδικίας για να προστατέψουμε τις οικογένειές μας;

2.
Αν ζούσαν σήμερα και ήταν κάτι ανάλογο με αυτό που ήταν τότες, ο Γκαίτε θα ήταν νεοταξίτης υπουργός της Μέρκελ και ταυτόχρονα εστέτ συγγραφέας, και πολύ καθίκι της άρχουσας τάξης, ενώ ο Ντασταιέφκσι, θα ήταν ντρογκάτος, αλκοόλας, πανκ άρτιστ στη Μόσχα, αβανγκαρντίστας που θα τον καταλάβαιναν οι συντηρητικοί φιλότεχνοι όσο καταλαβαίνω εγώ από μανδαρίνικα.

3.
όταν α) έχεις το σημαντικότερο παιχνίδι της ιστορίας σου στην Ευρώπη, σε 4 μέρες, β) παίζεις αποδεκατισμένος, χάριν της ελληνικής διαιτησίας, γ) δεν παίρνεις ούτε τα τσόφλια μέσα στο γήπεδό σου, είναι αστείο να συζητάμε για πάθος, αγωνιστικότητα, καλή μπάλα και τα τοιαύτα. Εκτός και είσαι ντρογκάτος σαν τα αστέρια των ουσιών της ιβηρικής.

(Όλα απ’ το δίχτυ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το νταλαβέρι, το ντιλεριλίκι, εμπόριο ναρκωτικών ουσιών. Ο πληθυντικός παραπέμπει προπαντός στο μικρεμπόριο που κάνει το βαποράκι, προς εξασφάλιση της δόσης και τέρψη των φίλων του. Μεταγενέστερη είναι η εισαγωγή του ντιλ στον ενικό, που υιοθετήθηκε εδώ και καμιά δεκαετία νομίζω, το οποίον αναφέρεται σε νταλαβέρι εκατοντάδων εκατομμυρίων Ευρώ και άνω, υπάγεται στο χώρο του μεγάλου οργανωμένου οικονομικού εγκλήματος, με πολιτικούς, μίζες κλπ. και όχι της μικροπαραβατικότητας.

(Απελπισμένος χαρμάνης προς την τρίτη κατά σειρά άκρη που απευθύνεται:)
- Έλα ρε, τι γίνεται; Χαθήκαμε. - Ε, ναι, καλά όλα, ησυχία. Έχει πέσει πολλή δουλειά, δε βγαίνω πολύ. Τα ’χω κόψει και τα ντίλια.
- (Λυγμ!) Α, μάλιστα, καλά ρε συ, να βρεθούμε καμιά φορά...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το γραμμάριο, ως μονάδα μέτρησης πρωτίστως σκονών. Βέβαια, αν η πρέζα έδινε φτερά, τότε τα πρεζόνια θα 'ταν νυχτερίδες.

-Πόσο; -Ένα τζι. -Αχ, το τζι το φτερωτό...

(από Vrastaman, 08/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κυπριακή λέξη για την παλάντζα - ζυγαριά. Ναρκοσλανγκικώς νοείται η ζυγαριά ακριβείας που ο ντίλερ συμπεριλαμβάνει στον επαγγελματικό εξοπλισμό του, προκειμένου να είναι ακριβοδίκαιος στις δοσοληψίες του.

-Όχι και λίγο ρε συ, όχι και λίγο, δέκα τζι! Όπως κάθε φορά. Όλα σε μια πιλάντζα πάνω γίνανε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φούντα ή μαύρο αρίστης ποιότητος.

Ήπιαμε ένα σύρμα χτες και γίναμε καϊνάρια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αξίζει να σημειωθεί πως οι κατεξοχήν μπουκοφσκικοί, από αλκοόλ προτιμούν μπύρα και δη Kaiser - ένα ακόμη αιώνιο μπυροερώτημα, όπως και το γιατί άραγε οι μεταλλάδεςπίνουν αποκλειστικά Amstel.

(Χ Μπουκοφσκικός σε φίλο του:)
- Χθες πέρασα καταπληκτικά: όλο το βράδυ διάβαζα το «Άνθρωπος για όλες τις δουλειές» του Χανκ και έπινα Kaiser! Και όλο το πρωί ξερνοβολούσα... ααααχ, αυτό είναι ζωή!

...beer is all there is... (από Vrastaman, 23/08/11)"Hey Dennis..." (από vikar, 23/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η διαδικασία pot-σης κατά την οποία δύο ή περισσότεροι pot-ες είναι συνδεδεμένοι με κάμερα μέσω διαδικτύου και πίνουν χόρτο. Η φράση αυτή έχει ως γλωσσική βάση της τον όρο cyber sex.

Cyber pot βέβαια, να πίνουν μόνοι τους, οπότε μπαίνουν on-line και πίνουν με φίλους τους από άλλες πόλεις ή χώρες. Το σωστό cyber pot προϋποθέτει όσοι είναι on camera να πίνουν. Ε, τι; μισές δουλειές θα κάνουμε;

- Ήμουν χθες Skype και μιλούσα με την Inga, τη φίλη μου από τη Σουηδία. Δυο ώρες κάναμε cyber pot, λιώσαμε!
- Α, δηλαδή πάθατε υπερχόρτωση!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατάσταση κατά την οποία η κατανάλωση υπερβολικής ποσότητας κάνναβης έχει εξαντλήσει πλήρως τους εκάστοτε pot-ες. Υπό αυτή την κατάσταση δεν είναι σε θέση να κάνουν ο,τιδήποτε άλλο, παρά να κουνήσουν τις κόρες των ματιών τους - με εξαντλητική προσπάθεια - και να γελάνε ασταμάτητα, από μέσα τους.

Σπάνια κάποιος φτάνει στα επίπεδα της υπερχόρτωσης στη σύγχρονη Ελλάδα λόγω ανεργίας, που ως αποτέλεσμα έχει την εξαιρετικά περιορισμένη αγορά κάνναβης και φυσικά την προσεκτική κατανάλωσή της. Παρ' όλα αυτά, όλοι οι pot-ες κάποτε φτάσανε στην απόλυτη αυτή κανναβική νιρβάνα.

Η λέξη είναι βέβαια συνδυασμός των: υπερφόρτωση + χόρτο.

Τιμή και Δόξα στη Μπιζελόσουλα, δημιουργό της λέξης αυτής.

- Στρίψε ακόμη ένα τρίφυλλο ρε!
- Μαλάκα θες κι άλλο; Εγώ δεν την παλεύω πια, έπαθα υπερχόρτωση!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified