Selected tags

Further tags

Επιφώνημα. Χρησιμοποιείται μετά από παρατεταμένη, ακούσια και, τρόπον τινά, αιφνιδιαστική διάχυση σπαραξικάρδιου ήχου ερυγής, γουργουρίσματος ή βεβιασμένης εισπνοής που οφείλεται σε απότομη σύσπαση του διαφράγματος (λόξιγκας).

Συνοδεύεται από παιγνιώδες βλέμμα, που υπονοεί τη σύλληψη του «εν τω πράττεσθαι εγκλήματος» (in flagrante delicto) και χαμόγελο συνωμοτικής κατανόησης για το μάταιο της ύπαρξης.

Ρίκα: γκράου, χικ, μπρρρ...
Ρίκος: μότσκοτς!1

Λογοπαίγνιο με το μόσχος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο γκρούβαλος της Νισύρου. Πρόκειται για τους χίπηδες που επισκέπτονται και διαμένουν το καλοκαίρι στη Νίσυρο, όπου και προβαίνουν σε σειρά από καφρίλες υπό τη συνεχή επήρεια ναρκωτικών ψυχοτρόπων ουσιών. Έχουν πάρει την ονομασία τους από την ηφαιστειογενή απομονωμένη παραλία ονόματι Παχιά Άμμος ή σκέτο Παχιά στην ανατολική Νίσυρο. Στη συγκεκριμένη παραλία οι παχιανοί διοργανώνουν κάθε χρόνο ελεύθερη κατασκήνωση γυμνιστών.

1) - Ήρθαν οι παχιανοί φέτος στο πανηγύρι;
- Σιγά μη δεν έρχονταν! Χάνουν αυτοί τζάμπα φαΐ;
2) Πήγαμε για μπάνιο στην Παχιά. Είχε πολλούς παχιανούς που μας κοιτούσαν περίεργα γιατί φορούσαμε μαγιό.
3)- Νομίζω χθες το βράδυ είδα δύο φαντάσματα!
- Άντε ρε... Παχιανοί θα ήταν που θα γύρναγαν στην Παχιά και θα τους πήρε το βράδυ.

Η Παχιά Νισύρου με τη χαρακτηριστική άμμο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συμπτώματα στέρησης από ουσίες, παράνομες, οπιούχα κυρίως, από αλκοόλ, αλλά και, κατ' εξοχήν, από ορισμένα ψυχοφάρμακα. Απαντά κυρίως στη φράση έχει μαμούνι, και περιγράφει την ψυχολογική διάσταση της στέρησης που εκδηλώνεται ως αναζήτηση τέτοιων ουσιών από τους χρήστες μετά τη θελημένη ή αθέλητη διακοπή, ή κατά τις προσπάθειες διακοπής της ουσίας.

Η στέρηση λένε αυτοί που ξέρουνε εμφανίζει δυο στάδια, το οξύ σύνδρομο, και το παρατεταμένο σύνδρομο (prolonged ή post - acute withdrawal syndrome). Το οξύ που κρατάει λιγότερο έχει περισσότερο σωματικά συμπτώματα. Το παρατεταμένο είναι η δεύτερη φάση χαρμάνας που κι αυτή είναι γάματα, κατά την οποία κυριαρχούν συμπτώματα όπως ψυχοκοινωνική δυσλειτουργία, ανηδονία, ευερεθιστότητα, έλλειψη συγκέντρωσης και διαύγειας, προβλήματα ύπνου, μνήμης, κινητικού συντονισμού, πανικούς, να είσαι δηλαδή σα γαμώ τη μαύρη καταδίκη σου, γαμώ, ΓΑΜΩ! κλπ - you get the picture.

Το μαμούνι, λοιπόν, στη , επιχειρεί να περιγράψει την αναζήτηση του ναρκωτικού, του οποίου η λήψη ως αστραπή, ως σπίθα και κατά κύματα (έτσι το περιγράφουν και επιστημονικά μοντέλα) περνά από το νου του πρώην χρήστη, φαντάζοντας ως ο τρόπος να απαλλαγεί από όλα αυτά τα ψυχολογικά και παρατεταμένης διάρκειας, "ανθεκτικά" συμπτώματα.

(Πολλάπλά ενδιαφέρον, όπως μας πληροφορεί η βικούλα για το σύνδρομο αυτό, το παρατεταμένο, σε αντίθεση με το οξύ, είναι το ότι δεν έχει αναγνωριστεί επισήμως στα διαγνωστικά εγχειρίδια. Φαντάζομαι έχει να κάνει με τα therapy/rehab politics: αφενός πόσο γάμησέ τα είναι να γνωρίζει αυτός που προσπαθεί να απεξαρτηθεί ότι έχει να περάσει κανονικά και με τη νόρμα έναν τέτοιο μακράς διάρκειας γολγοθά, αφού περάσει τα σωματικά συμπτώματα, αφεδύο πόσο μειωτικό για την ίδια την ψυχιατρική είναι το να παραδέχεται ότι η κατάσταση στην οποία προσηλώνεται - αποχή από την ουσία - μπορεί για πολύ καιρό να είναι βασανιστική. Αλλά ας μην γινόμαστε συμπερασματάκηδες...).

Τα παραπάνω - όλα - με επιφύλαξη ως προς τις λεπτομέρειες τουλάχιστο, γιατί είναι και ευαίσθητα θέματα τα οποία και δεν τα κατέχομε τόσο καλά.

Κλαψιάρικος διάλογος ανάμεσα σε - αντάρηδες χρήστες σε παγκάκια έξω από κέντρο απεξάρτησης.

- Γιατί ρε μαλάκα δεν ψουψουψου...;
- Γιατί ρε μαλάκα κι αυτό έχει μαμούνι και θα με φάει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποτιθέμενη ουσία (τ. συμπληρώματα διαστροφής) ή "ορμόνη" που κάνει κάποιον φουσκωτό μπιλντέρι. Λέγεται μάλλον υποτιμητικά για να δηλώσει ότι κάποιος το κορμί που έκανε δεν το χρωστάει μόνο στην ατέλειωτη γυμναστική αλλά και σε ουσίες. Βλ. και τουμπανίνη.

  1. H φουσκωτίνη και η συνακόλουθη έλλειψη στύσης θα πηγαίνουν σύννεφο, υγεία και ευρωστία μάι αςς (Από το Facebook).

  2. Τους δινει και λιγη φουσκωτινη για να τονωσει την αυτοπεποιθεση τους και προχωρει αναλογα με τις εντολες που παιρνει. (Από σχόλια στο Youtube για τα "παλλικάρια της Χρυσής Αυγής")

  3. Εδώ: Ποσοι εχουν τετοια "τρελλα" ωστε να κανουν ατελειωτες οδυνηρες προπονησεις και να ακολουθουν μια ιδιαιτερη διατροφη στερουμενοι πολλα σε ολο το τροπο ζωης τους ωστε να αποκτησουν το σωμα που επιθυμουν? [...] Ενα ματσο χαζα βλεπω καθε μερα που για να κανουν μπρατσα να μη τους κολαει κανεις η να κανουν κοιλιακους για τη παραλια θα επερναν και φουσκωτινη και τουμπανίνη και σουπερμαντολινη οπως αναφερθηκαν. Στο κατω κατω δε ζηταμε ενα γυμναστηριο με 5 πορωμενους μεσα και μενα να χτυπιομαστε αφου τετοιο γυμναστηριο παει για φουντο,αλλα ενα γυμναστηριο που...ΟΚ να μην ειναι ολοι σα και μας αλλα οχι να μας κοιτανε και περιεργα ρε παιδια επειδη θελουμε να γυμναστουμε με εναν συγκεκριμενο τροπο και πανω απ ΟΛΑ:να μπορουμε να κανουμε τη προπονηση μας οπως πρεπει και οπως θελουμε.

Φουσκωτοί Dangerous

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποτιθέμενη ουσία ή "ορμόνη" που βοηθάει κάποιον/αν να γίνει φουσκωτός-τούμπανο ή γκόμενος/γκόμενα- τούμπανο. Το λέμε είτε για να θαυμάσουμε κάποιον/αν ότι είναι τουμπανάϊζερ είτε για να υπαινιχθούμε ότι έχει πάρει συμπληρώματα διαστροφής. Συνώνυμο: φουσκωτίνη.

  1. Ο ηλιος πεφτει και μπρατσομενοι απο τη χειμερινη τουμπανινη χρυσαυγιτες, αδειαζουν τις παραλιες... ο αγωνας για μαυρισμα θα συνεχιστει αυριο Κυριακη ΥΓ. φημες λενε οτι καποιοι αγωνιστες παραμενουν στους αμμοδερους πρωμαχωνες του καλοπισμου και ψαχνουν διακαως αντιηλιακο νυχτος (Από το Φέισμπουκ).

  2. Παει... τους εκαψε η τουμπανινη το μυαλο και τα οργανα... τουλαχιστον παυσιπονα τους κανουν??? να μη βασανιζονται... (Από το γιουτούμπ).

  3. ρε κοπελιά, τί σε ταϊζανε όταν ήσουν μικρούλα και έγινες έτσι τούμπανο;. ... τουμπανίνη; :) (Από το Badoo).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προτεινόμενος τίτλος περιοδικού «αφόσον» γίνει νομιμοποίηση των ουσιώνε από την κυβέρνηση. (Κατ' αντιστοιχίαν προς τα «Μαστορέματα»).

Επίσης έτσι ονομάζονται οι ρεματιές κοντά στα «Μαστουροχώρια».

«Μόνο στα Μαστουρέματα: - Φτιάξτε μόνοι σας τους καλύτερους home made αργιλέδες !
- Όταν καπνίζει ο λουλάς... Τι προσέχουμε.
- Πάτα τόνε κι άναφ' τόνε. Πέντε Tips για... ένα αργιλέ αφράτο. »

«Κάτω στα μαστουρέματα εγώ θα σ' ανημένω τσαι θά'χω τσ' ένα τρίφυλλο ζια χάρη σου αναμμένο»
Μαντινάδα Ζωνιανών

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λιωσίδι, οι κυριότερες κατηγορίες:

Ανάδοχος εκ του δουπού: Γαλαδριήλ.

1. Στο σταθμό της Ομόνοιας μπήκε ένα λιωσίδι (καμμένος), που έστριβε σα τζέτλεμαν το τσιγάρο του, και έκατσε στην απέναντι απο εμένα τετράδα. Το λιωσίδι αυτό έμελλε να παίξει καίριο λόγο στην ιστορία μας. Αφού ξεκίνησε ο συρμός, άρχισα να τρώω ξανά το σαντουιτς μου, το οποίο πια είχε φτάσει στη μέση του. Τότε συνέβη το εξής.

2. Οι Wolf είναι κατά την ταπεινή μου γνώμη, η καλύτερη Heavy/Power Metal μπάντα της προηγούμενης δεκαετίας. το δε Black Flame ο καλύτερος δίσκος του είδους. Ο αριθμός ακροάσεων του δίσκου είναι σε γελοία νούμερα, λιωσίδι κανονικό.

3. Αρνείσαι ότι είσαι λιωσίδι. Ναι σε σένα μιλάω, που όταν σου το λένε, πάντα έχεις μια φθηνή δικαιολογία του στιλ: «Τώρα μπήκα για να στείλω ένα μήνυμα». Όταν είσαι έξω, κάθεσαι όλη την ώρα με το κινητό στο χέρι και τσάκα τσούκα στη home screen να δεις (όλοι ξέρουμε τι..). Βγάλε τώρα το Facebook (fb) από home page στον browser σου, πάτα log out μετά από λίγο και μην μπαίνεις κάθε 10'. Μετά έλα να το αρνηθείς..

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το κολλαγόνο έχει ευεργετική επίδραση ακόμη και στη slang!
Κολλαγονάκιας είναι
α) αυτός που κολλογουστάρει κολλαγόνο. Με την έννοια ότι κάποιοι το θέλουν πολύ, πάρα πολύ. Και είναι έτοιμοι να κάνουν τα πάντα για να το αποκτήσουν! β) ο σεσημασμένος κλέφτης κολλαγόνου, ο οποίος πάει στα φαρμακεία με αποκλειστικό στόχο να τσουρνέψει το κολλαγόνο το επιούσιο.
γ) ο παράνομος πωλητής κολλαγόνου που και σου γίνεται κολλιτσίδα στο δρόμο, σε επαγγελματικούς χώρους, ακόμα και σε μπαρ, να το αγοράσεις.

Αυτές οι δύο τελευταίες κατηγορίες, αλλά μήπως και η πρώτη, μπορεί να συμπίπτουν στο ίδιο άτομο.

- Κολλόρακο, κολλαγόνο με ρακί έχεις πιει;
- Έ, είσαι μεγάλος κολλαγονάκιας.

- Εγώ τον είδα ότι είναι κολλαγονάκιας, μπαίνει στο φαρμακείο με τις σακούλες και μου ζητάει ντεπόν από την είσοδο. Έλα στον πάγκο άνθρωπε μου, να σ' εξυπηρετήσουμε!
- Αίσχος, Μάιρη μου. Θες κολλαγόνο, κύριε; Δούλεψε να το πάρεις!

- Πήρα 4 με 25 ευρώ το μπουκάλι, μου τα πούλησε ένας κολλαγονάκιας... - Από αυτούς του ιατρικούς επισκέπτες;
- Όχι, γύφτος.

Κολλαγονάκιας: Ο τουκανιστής που στη φωτό αυτή λιγουρεύεται το κολλαγόνο. (από Khan, 21/03/15)Πριν και μετά το κολλαγόνο (από σφυρίζων, 21/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ως γνωστόν, την ώρα που οι άλλοι ανακάλυπταν το κρέας εμείς στο Τζατζικιστάν διοργανώναμε οργιώδη φεστιβάλ χοληστερίνης.

Η παράδοση συνεχίζεται και στις μέρες μας στην Πλατεία Χοληστερίνης, τόπος προσκυνήματος στα Καλύβια Αττικής όπου μπορείτε κι εσείς να κατεβάζετε γατοκέφαλα συνοδεία ταβερνέ sauvignon σε επικά μπριζολάδικα όπως το Τρίγωνο, ο Μουρούζης, και ταλιμπάν. Οι χιπστεροκάγκουρες την αποκαλούν και Πλατεία Hollister.

Σλανγκασίστ: GATZMAN.

1.
Εσωκομματικές ισορροπίες στην «πλατεία Χοληστερίνης» στα Καλύβια Αττικής

2.
Υπάρχει και ο Χριστόφορος με την καλύτερη προβατίνα και τις μεγάλες μερίδες (μπιφτέκι σε μέγεθος βάρκας), ενώ καλά κρέατα θα βρεις και στην Πλατεία Χοληστερίνης στον Μουρούζη.

3.
Πλατεία χοληστερίνης στα Καλύβια Θορικού Αττικής (...) η περιοχή είναι γεμάτη ταβέρνες που σερβίρουν ντόπιο κρέας καλό κρασάκι και μεζεδάκια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Και «τσούρο». Το λένε και για τον μπάφο. Δε γνωρίζω από πού προέρχεται, λογικά από το τσιγάρο χωρίς το «γα». Για να μην σε παίρνει πρέφα ο κόσμος το λες και έτσι, ή τσούρο.

- Θα πιω μετά.
- Έλα ρε! Έχεις τσίρο σπίτι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified