Further tags

Μειωτικό πρόθημα της αργκό και της καθομιλουμένης. Δεν είναι βαρύ, χρησιμοποιείται κυρίως με χιουμοριστικό και ειρωνικό ύφος, εκτός κι' αν το δεύτερο συνθετικό από μόνο του χοντραίνει τα πράματα (βλέπε παραδείγματα 4 και 5).

Πρόκειται για μία απ' τις πιο διαδεδομένες κληρονομιές της στρατιωτικής ζαργκόν στην ελληνική αργκό και καθομιλουμένη, καθώς είναι παρμένο από βαθμούς στρατιωτικής ιεραρχίας (ανθυπολοχαγός, ανθυποπλοίαρχος, ανθυποσμηναγός και λοιπά, βλέπε πιχί εδώ), ενώ κατά τ' άλλα στην τυπική γλώσσα εμφανίζεται εξαιρετικά σπάνια (δείτε τα σχετικά λήμματα στην Πύλη).

  1. Λέξεις που υπάρχουν ήδη στο σλανγκ τζι αρ: ανθυποαρβυλοφύλακας, ανθυποκωλοδάκτυλο, ανθυπομαλάκας, ανθυποτεράστιος, ανθυποτίποτας

  2. Μας είπε οτ' είναι πρωταγωνίστρια κειμέσα και κάν' οτι θέλει. Ενώ αμα μας έλεγι' οτ' είναι ανθυποκομπάρσα... (Γιάννης Δαλιανίδης, «Κορίτσια για φίλημα», 1965)

  3. Λοιπόν , το ελληνικό metal γενικά έχει ένα μεγάλο ελάττωμα κατά τη γνώμη μου : Λείπουν οι καλές φωνές.Είναι εκνευριστικό και γελοίο να ακούς μια καλή δουλειά από μια ελληνική μπάντα και ο ανθυπο-Bruce Dickinson τραγουδιστής να καταστρέφει όλη τη δουλειά.Οι παραφωνίες και η άθλια τεχνική είναι πολύ συχνές. (από εδώ)

  4. Αν δεν ήταν ανθυποσούργελο και ήξερε τι σημαίνει υπηρεσία, αλλά και τι σημαίνει υφυπουργός, δεν θα παρίστανε τη δημοσιογράφα που παίρνει συνέντευξη στον υψηλό καλεσμένο, θα φρόντιζε να έχουν ασφαλίση και να μην σκοτώνοπνται οι υπάλληλοί της. (από εδώ)

  5. Mαλακες μου, εχετε καει απ'τα πολλα τα «Ε» που πινετε!!! Γαμω τον PowerHellas τον ΚΑΤΣΙΚΟΓΑΜΙΑ και ολους τους τ-ΕΛ-ειωμένους ανθυπο-κατσικογαμιάδες! (Εσας δηλαδή).Γιδια!!!! (από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται όταν θέλουμε να τονίσουμε την τάση ενός ατόμου να προδίδει. Το καρφί, ο δοσίλογος.

- Του είπα τι έγινε χθες και το μοιράστηκε με όλο τον κόσμο ο Αρτέμης Μάτσας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο προδότης, ο χαφιές.

Αρτέμης Μάτσας σε ταινίες Β' ΠΠ: -Παραδώστε τα όπλα σας, οι Γερμανοί μας αγαπούν, είναι φίλοι μας.

- Μη πεις του Μάτσα οτι ξενοπηδάω γιατί θα με δώσει στη δικιά μου.

(από Τσακ εις την μέσην, 12/12/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι το μειράκιο που παριστάνει τον μεγάλο, το μουστάκι του θυμίζει τρίχες απ' τ' αρχίδια, αφού.

Δες εδώ τον αρχιδομούστακο που μου θέλει και γκόμενα!

Σημείωση: Το παράδειγμα είναι από προφορική επικοινωνία.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που χρησιμοποιείτο κυρίως στις δεκαετίες 1960 και 1970, για να στιγματίσει τη συμπόρευση χριστιανών με τη χούντα των συνταγματαρχών και την άκρα δεξιά ή, ευρύτερα, με τον καπιταλισμό εν γένει.

Σε ανάλογη κατεύθυνση ιδρύθηκε το 1953 και η Χριστιανική Δημοκρατία, από τον Νίκο Ψαρουδάκη, η οποία κάποιες φορές επιδίωξε και την εκλογική της καταγραφή, αν και χωρίς σημαντικά αποτελέσματα. Φυσικά, δεν είχε καμιά απολύτως σχέση με τα συντηρητικά χριστιανοδημοκρατικά κόμματα της δυτικής Ευρώπης, τα οποία η Χριστιανική Δημοκρατία χαρακτήριζε «αστοχριστιανικά». Οι χριστιανοσοσιαλιστές εκείνων των χρόνων είχαν ανοιχτό μέτωπο κατά των παραεκκλησιαστικών οργανώσεων («Ζωή», «Σωτήρ» κ.ά.), που στελεχώθηκαν, κυρίως, από ακροδεξιούς ιερωμένους και θεολόγους, συγκροτώντας κινήσεις χριστιανών επιστημόνων, νέων κ.ά., πρωτοστατώντας στον αντικομμουνιστικό ιδεολογικό αγώνα του μετεμφυλιακού καθεστώς, το οποίο πρόβαλλε ως ιδεολογικό πρόσημό του τα «ελληνοχριστιανικά ιδεώδη» και ως μέσα για την προώθησή τους χρησιμοποιήθηκαν τα σχολεία, τα κατηχητικά, ο στρατός, το ραδιόφωνο κ.λπ. (Iskra).

Got a better definition? Add it!

Published

Την περίοδο της χούντας των συνταγματαρχών (1967-1974) και λίγο μετά, ήταν απαξιωτικός χαρακτηρισμός για χριστιανό, ο οποίος υποστήριζε το χουντικό καθεστώς ή, μετά, τη δεξιά και τον καπιταλισμό.

'Αστο ,χριστιανέ, και μην το κουράζεις. Αστοχριστιανέ που λοξοκοιτάζεις καπιταλιστικά μη με παραμυθιάζεις. Πάνω απ΄το Ευαγγέλιο την κονόμα βάζεις. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published

Ο καημένος άνθρωπος, ο άνθρωπος για λύπηση.

Δεν τον αντέχω άλλο τον Γιώργο! Αφού χώρισε έχει γίνει σκέτος Βασιλάκης Καΐλας και όλο γκρινιάζει!

Τότε (από GATZMAN, 03/10/09)Τωρα (από GATZMAN, 03/10/09)(από Khan, 13/12/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ταλαίπωρος, ο άνθρωπος που τρέχει και δε φτάνει, που το φυσάει και δε λέει να κρυώσει. Πάντα ολοκληρώνει κάτι ακριβώς κατά την εκπνοή της προθεσμίας και πάντα έχει κάτι ακόμα να κάνει.

Ο χαρακτηρισμός προφανώς προκύπτει απ' τον δημοφιλή ηθοποιό Θανάση Βασιλείου Βέγγο, ο οποίος στις περισσότερες ταινίες του πρέπει να θρέψει 17 στόματα, να παντρέψει 12 αδερφές, να κατεβάσει τη γάτα της γειτόνισσας απ' το δέντρο, να τρέξει λίγο γύρω από μια κολόνα προσπαθώντας να βρει το δρόμο του, να ανέβει σε ένα τρακτέρ ανάποδα και να ψάχνει το τιμόνι, να τον κυνηγήσει ο ιδιοκτήτης του σπιτιού του για το νοίκι και να βγει στο δρόμο με σακάκι, λουστρίνι κι από κάτω ριγέ σωβρακοφανέλα χωρίς καλό λόγο.

- Πετάξου μετά τη δουλειά να δεις αν είναι έτοιμα τα ρούχα στο καθαριστήριο. Και πάρε ντομάτες και ψωμί απ' το σούπερ μάρκετ. Και πήγαινε και δίπλα στη ΔΕΗ να πληρώσεις το λογαριασμό. Κι όπως έρχεσαι φέρε και τα παιδιά απ' το σχολείο.
- Αμάν ρε Σούλα, Βέγγος έχω γίνει! Πού να τα προλάβω όλα αυτά; Εσύ τι θα κάνεις δηλαδή;
- ΓΚΡΙΝΙΑ Τι θες να πεις;! Ότι δεν κάνω τίποτα; Ποιος καθαρίζει εδώ μέσα; Ποιος μαγειρεύει; Ποιος... ΓΚΡΙΝΙΑ
- Καλά καλά... πάω. Κι ευχαριστώ ε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σχετικό με τη προσφιλή προσφώνηση του αείμνηστου ηθοποιού μας Διονύση Παπαγιανόπουλου σε γνωστό σήριαλ.

- Ουρανίααααααα!

Εννοεί κοροϊδευτικά τον αφηρημένο ή τον ξεχασιάρη ή αυτόν που πετάει συνεχόμενες μαλακίες.

Χρησιμοποιείται από άτομα μεγαλύτερης ηλικίας (συνήθως 50 και άνω).

- Βρε Ουρανία, αφού σου είπα να πάρεις το μπλε στυλό και όχι το μαύρο...

(από GATZMAN, 28/09/09)από τον κρόνο, τρίτο δακτύλιο, όλο αριστερά... (από BuBis, 28/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ἀκρωνύμιο τῶν λέξεων Γαμᾶμε ,τι Βροῦμε κτὸς Πούστηδων.

Στὴ δεκαετία τοῦ ᾿60 στὸ Κολλέγιο Ἀθηνῶν ὑπῆρξε σύλλογος (ἄτυπος φυσικά) μαθητῶν μὲ τὸν τίτλο αὐτόν. Ὁ ΓΟΒΕΠ ὑπῆρξε ἀντίπαλος τοῦ ἄλλου «συλλόγου» τοῦ ἰδίου σχολείου, μὲ τίτλο ΓΟΒ (ἡ ἑρμηνεία περιττεύει). Ὁ ΓΟΒΕΠ ἦταν ἐξ ὅσων γνωρίζω πολυπληθέστερος τοῦ ΓΟΒ.

Πρβλ. καὶ σαβουρογάμης

- Μαλάκες, μετὰ τὸ φαγητὸ θὰ συνεδριάσῃ ὁ ΓΟΒΕΠ. Ἔχουμε νέο μέλος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified