Η (συνήθως χοντρή και άσχημη) γκόμενα που έχει τεράστια, μα τεράστια βυζιά.
(το παράδειγμα, άλλη ώρα)
Η (συνήθως χοντρή και άσχημη) γκόμενα που έχει τεράστια, μα τεράστια βυζιά.
(το παράδειγμα, άλλη ώρα)
Got a better definition? Add it!
Α. Προέρχεται απ’ το αργκοτικό αγγλικό dukes: γροθιές (επίσης, ο τίτλος ευγενείας «Δούκας» στον πληθυντικό).
Σημαίνει:
Το μπουνίδι, το άγριο ξύλο, τις μπουκετιές.
Όταν μιλάμε για άντρες:
Η έκφραση «είμαι ντούκι», όταν δεν συνάδει με τον υπεράνω φαινότυπο, σημαίνει πως από υγεία είμαι τετράγερος / τσιλίκι.
Όταν μιλάμε για πράγματα (συνήθως μηχανοκίνητα -αλλά όλο και συχνότερα αναφέρεται και σε κάθε είδους ηλεκτρονικό εξοπλισμό κι όχι μόνο) σημαίνει πως είτε κάτι είναι πειραγμένο, είτε μοντιφαρισμένο, είτε ενισχυμένο με πρόσθετα, οπότε το μέγεθος ή η απόδοσή του να είναι εντυπωσιακή.
Λέγεται και για πανέμορφες, σεξουάλες γυναίκες που ξυπνάνε το θηρίο μέσα μας.
Β. Από την φημισμένη φίρμα (και αγωνιστικών) μοτοσικλετών Ducati που κατοικοεδρεύει στην Bologna της Ιταλίας. Σημαίνει, χαϊδευτικά, μια μηχανάρα της συγκεκριμένης φίρμας.
Γ. «ντούκια», από το βενετσιάνικο ducia.
Σημαίνει:
Στα ναυτικά σινάφια: σπείρες, κουλούρες σκοινιού ή συρματόσκοινου. Το «ντουκιάρω» σημαίνει: διπλώνω, μαζεύω, κουλουριάζω, τακτοποιώ (ώστε να μην μπερδεύονται), ασφαλίζω (για να μην λυθούν κατά λάθος) τα σχοινιά ώστε να ‘ναι έτοιμα για επόμενη χρήση. Επίσης, και σαν «ντουκάρω». Εμφανίζεται και σαν συνώνυμο του νετάρω, καθαρίζω, ξεθαμπώνω.
Ο άρρωστος, ο κλινήρης (στα Κεφαλλονίτικα και τα Λευκαδίτικα).
Ο ύπνος. Υπάρχει και το ντουκάρω : αποκοιμιέμαι (στα Κερκυραίϊκα).
Δ. Σύμφωνα με το Φουρνιώτικο Γλωσσάρι, η έκφραση «πιάνω ντούκια» σημαίνει φτάνω το βυθό της θάλασσας με βουτιά (ελεύθερη κατάδυση) και σαν απόδειξη, φέρνω πάνω μια χούφτα άμμο, φύκια ή κάποια πέτρα.
Ε. Στα λατομικά σινάφια: οι τρύπες μετά από διάτρηση σε νταμάρια.
Α.1.α. Δεν ξέρω τι λέτε, αλλά το άτομο του έδωσε και γαμώ το ντούκι!! Νοκ-ουτ κατευθείαν! (απ’ το δίχτυ)
1.β. – Ρε ‘συ; Κανά ντούκι πέφτει ή μόνο βρίζεστε;
- Από πού λες ρε μαλάκα να κονόμησα τα ράμματα;
- Ε! πάρε κι από μένα το παράσημο της ανοιχτής παλάμης να μη στο χρωστάω.
Α.2.i.
– Καλώς τ' αρχίδια μας τα δυο. Βρε αμάν!! Ποιος σου κατέβασε τη μάπα;
- Μου ‘στησαν χωσιά κάτω απ’ τη γέφυρα τα τσογλάνια που ντεμέκ τους χρωστάει το καρντάσι μου.
- Και την έβγαλες καθαρή μ’ όλα τα κόκαλα σωστά; Δεν πα να ξουριστείς λέω ‘γω;
- Στο παραπέντε για το θανατάδικο τη σκαπουλάρισα ρε μαλάκα! Να ‘ναι καλά δυο ντούκια που σκάσαν μύτη απ’ το πουθενά.
- Και καθάρισαν αυτοί για σένα;
- Ανοίξανε κεφάλια, φτύσαν δόντια.. γάμησέ τα, βγάζαν γούστα οι λεβέντες!! Χέστηκα μην έχουμε όλοι τίποτε τραβήγματα και ίσα που τους σταμάτησα πριν τους κάνουν γκράφιτι.
- Κέρασες τίποτα;
- Θεούς τους έκανα για κανά ξίδι αλλά είναι πολύ μπίο. Με Αμίτα τη βγάλαμε!!!
Α.2.ii. βλ 1ο μήδι (τα λόγια είναι περιττά)
Α.3. Ι. «…Κάναμε τα τσεκάπ μας και αφού ο καρδιολόγος μας είπε ότι είμαστε ντούκια, ντυθήκαμε κι επιστρέψαμε στο Κέντρο.…»
ΙΙ.«Δεν λαχανιάζω, είμαι ντούκι εγώ.»
(απ’ το δίχτυ)
Α.4.Ι.
«Τερατούργημα το ντούκι. Τι τα ταΐζετε ρε εκεί στον Παγασητικό;» (βλ. μήδι την ψαρούκλα)
ΙΙ. «Τα αργεντίνικα κρέατα είναι ντούκια, κάτι πρέπει να τα ταΐζουν» (για τις πελώριες φημισμένες αργεντίνικες μπριζόλες)
(απ’ το δίχτυ)
Α.5. Ι. Άσε ρε μαλάκα! Κόζαρα ένα μωρό και δεν πήρα χαμπάρι ότι οι μπροστινοί μου φρενάρανε... στον πόντο τη γλίτωσα την τράκα.
- Ρίξε περιγραφή.
- Ντούκι 20χρονο καστανό πρασινομάτικο, απ 'αυτά που κλείνουν σπίτια, εταιρείες, εκκλησίες, μοναστήρια. Έπρεπε να τρακάρω και να κατέβω να τη ζητήσω για γκαφέ σαν αποζημίωση για τη συμμετοχή της στο ατύχημα.
(αγορασμένο και προσαρμοσμένο)
ΙΙ. «… ΥΓ: αυτή η δημοσιογράφος είναι ΝΤΟΥΚΙ!» (βλ. μήδι τη δημοσιογράφο(!!;;!!) Christina Pedroche) (αγορασμένο)
Β. «..Όμορφο και στριφτερό όπως όλα τα ντούκια, με άψογη οδηγική συμπεριφορά...» (Σχόλιο θαυμαστή του 4ου μηδιού)
Γ.1.β.
«…Λουστραδόροι τεχνίτες θεωρούνται οι εργαζόμενοι που γνωρίζουν τα διάφορα βερνίκια, ξέρουν να χρησιμοποιούν πιστόλι, να ντουκάρουν και λουστράρουν ξύλινες επιφάνειες και παλιά ή καινούργια έπιπλα στα πλοία …»
(απ’ την κωδικοποίηση διατάξεων συλλογικών ρυθμίσεων των εργατοτεχνιτών που απασχολούνται σε ξυλουργικές εργασίες στη ναυπηγοεπισκευαστική ζώνη)
Γ.1. Σπουδή Θαλάσσης (του Καββαδία)
Αγνάντευε απ' το κάσσαρο τη θάλασσα ο «Πυθέας»
κι όλο δεξιά και αριστερά σκουντούφλαγε βαριά.
Κι απάνω στο άρμπουρο, ο μουγγός, ο γιος της Δωροθέας,
είχε κιαλάρει δυο γυμνές γυναίκες στη στεριά.
Τότε στην Πίντα κλέψαμε του Αζτέκου την κορνιόλα.
Τραγίσιο δέρμα το κορμί και μέσαθε πουρί.
Φορτίο ποντίκια και σκορπιοί τσιφάρι, στα πανιόλα.
Στο Πάλος κουβαλήσαμε το αγιάτρευτο σπυρί.
Και προσκυνώντας του μεγάλου Χάνου τ' αποκείνα
καβάλα στις μικρόσωμες Κινέζες στις πιρόγες,
-μετάξι ανάριο τρίχωμα, τριανταφυλλένιες ρώγες-
φέραμε κείνον τον κλεμμένο μπούσουλα απ' την Κίνα.
Δεμένα τα ποδάρια μας στου Πάπα τις γαλέρες
κουρσεύαμε του ωκεανού τα πόρτα ή τα μεσόγεια.
Σπέρναμε όπου περνούσαμε πανούκλα και χολέρα
μπερδεύοντας με το τρελό μας σπέρμα όλα τα σόγια.
Όπου γυναίκα, σε ναούς, καλύβα ή σε παλάτι,
σε κάσες με μπαχαρικά ή πίσω από βαρέλια,
μας καθαρίζαν τις παλιές πληγές από το αλάτι,
πότε ντυμένες στα χρυσά και πότε στα κουρέλια.
Απίκου πάντα οι άγκυρες και οι κάβοι πάντα ντούκια.(*)
Ορθοί πάντα κι αλύγιστοι στην ανεμορριπή,
μασώντας, σαν τα ζωντανά, μπανάνες και φουντούκια,
κατάβαθα πιστεύοντας: αμάρτημα η ντροπή.
Στα όρτσα να προλάβουμε. Τραβέρσο και προχώρα.
Να πάμε να ξοδέψουμε την τελευταία ριξιά
σε κείνη την απίθανη σ' όλο τον κόσμο χώρα
που τα κορίτσια το 'χουνε στα δίπλα ή και λοξά.
(*) εννοεί: τα σκοινιά πάντα τυλιγμένα σε κουλούρα, άρα όχι τεντωμένα, άρα το καράβι δεν είναι δεμένο σε λιμάνι, αλλά αρμενίζει.
Γ.2. - Πού ‘σαι τζόγια μου; - Ρεμεντιάρω τη νόνα που ‘ναι ντούκια απ’ το Σαββάτο.
Δ. - Πιάνεις ντούκια ρε, εδωνά;
- Σου φέρνω και μια γοργόνα.
Ε. «…Κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται η όρυξη οριζόντιων ή παραοριζόντιων διατρημάτων (ντούκια) μόνο στις περιπτώσεις της αρχικής διαμόρφωσης των βαθμίδων, της εξόρυξης όγκων μαρμάρου με χρήση πυρίτιδας …».
(από τον κανονισμό μεταλλευτικών και λατομικών εργασιών)
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Χρησιμοποιείται επίσης για να καταδείξει τον κόλπο γεννητικού οργάνου κοινής ή ελαφρών ηθών γυναικός, του οποίου το μέγεθος είναι πέραν του κανονικού.
Αυτό μπορεί να συμβεί από την κατάχρηση του κόλπου για σεξουαλική ευχαρίστηση, με τη χρήση αντρικών μορίων, ομοιωμάτων αυτών ή άλλων αντικειμένων.
Το αποτέλεσμα είναι ο ευμεγέθης αυτός γυναικείος κόλπος να φέρνει στο νου την διάμετρο μιας εξίσου ευμεγέθους ζάντας, όπως για παράδειγμα αυτής της καλογυαλισμένης ζάντας 21'' που αναφέρει ο φίλος deusxt παραπάνω.
Βλέπε και της έκανα το μουνί πηγάδι.
- Και εγώ σου λέω ότι και ως πόλεμος του κόλπου μπορεί να θεωρηθεί και ο πόλεμος στην Τροία.
- Στην Super 3;
- Τη λε ρε βρομοσκούληκο! Της Τροίας εννοώ, με τον Πάρη και την ωραία Ελένη, η οποία είναι γυναίκα και η οποία διαθέτει...
- Ε, τι; δε ξέρω...
- Διαθέτει κόλπο βρε όργιο, μουνί πως να στο πω, εξ ου και πόλεμος του κόλπου!
- Ζάντα της το είχανε κάνει δηλαδή!
Got a better definition? Add it!
Και τα θηλυκά αντιστοίχως στρογγυλοκώλα, στρογγυλόκωλη. Έχουν κυρίως τις παρακάτω δυο-τρεις αλληλεπικαλυπτόμενες σημασίες:
Κάπως πιο κυριολεκτικά, ο έχων ή έχουσα στρογγυλόν κώλον. Βλ. τουρλοκώλα, τουρλοκωλίαση, μπουζουκόκωλος κ.τ.ό. Γενικά μπορεί να θεωρείται καυλό και σέξι, αν πρόκειται για αναγεννησιακὀ/ή μπουζουκόκωλο/α ή για προκλητικό/ή τουρλοκώλη/α που τουρλοκωλιάζεται επιδεικτικά. Μπορεί, όμως, η στρογγυλοκωλίαση να οφείλεται απλώς σε υπερβολικό πάχος που έχει αποθηκευτεί στην περιφέρεια, οπότε πα τελμάν γκαυλουάζ εκτός κι αν χρειαζόμαστε love-handles.
Αυτός που γίνεται στρογγυλόκωλος από το πολύ καθισιό, οπότε μπορεί να είναι καναπεδάτος, καναπεδάκιας, ή, αν «εργάζεται» καθήμενος, τρυφερόκωλος γραβατάκιας.
Όπως φαίνεται στα παραδείγματα, μπορούμε να το βρούμε και για αυτοκίνητα ή άλλα οχήματα με μεγάλα άγαρμπα οπίσθια, ή για τις ειδικές πολυθρόνες που είναι φτιαγμένες ειδικά για στρογγυλόκωλους.
1. Συγκρινεται η γερμανικη στρογγυλοκωλα γκεσταπιτισσα με μια ιταλιδα top model; Δεν προχωρω σε καμιια συγκριση,τεχνικων και λοιπααλλα ρε παιδια απο την εμφανιση και μονο κρινω!Το ενα σου φτιαχνει τη μερα με το που το βλεπεις!! :) Εγω με τα ελαχιστα που ξερω για αμαξια πιστευω οτι τα αυτοκινητα καθρεφτιζουν σε μεγαλο βαθμο και το λαο που τα φτιαχνει... Βλεπεις τωρα πχ Ιταλια στο Μουντιαλ,και ολες οι γκομενες καυλωνουν με τζιλαρντινο,μπουφον,τονι κλπ και οχι αδικα αφου ειναι και ωραια παιδια...ε αυτοι οι ανθρωποι κατασκευαζουν και αμαξια-μοντελα...ferrari,lambo,maserati,alfa romeo.... Και απο την αλλη εχουμε τους απογονους του Αδολφου που και μονο τις φατσες τους να δεις,δεν σου σηκωνεται για 40 χρονια!ξενερωτοι,οπως και τα αυτοκινητα τους....α!τι σημαινει στα γερμανικα ''σβαινσταιγκερ'',οπως λεγεται ενας ποδοσφαιριστης τους; Γουρουνογαμης!!!!
3. ΔΗΜΑΡΧΟΣ....και ΟΧΙ σαν ΣΤΡΟΓΓΥΛΟΚΩΛΗΣ σε μια δερματινη πολυθρονα σε ενα γραφειο στο δημοτικο μεγαρο που υπαγεται υπευθυνος!
4.Και εδω βρισκεται το κολπο χαμπουγκερατε υπερεπαναστατη της στρογγυλοκωλης πολυθρονας σου.
Got a better definition? Add it!
Ο ''οπίσθιος'' εξοπλισμός μιας γυναίκας (κοινώς, η κωλάρα.)
Επίσης, ώς έκφραση, «με διπλό διαφορικό», τονίζει την αντοχή και την άνεση, γενικά τις υψηλές επιδόσεις της στο κρεβάτι.
Και στις δύο περιπτώσεις υποδηλώνεται ο παραλληλισμός γυναίκας και οχήματος.
Got a better definition? Add it!
Πέραν της γνωστής φίρμας με φορτηγά, εδρεύουσας στην Αθήνα, αποτελεί και μειωτικό χαρακτηρισμό για παχουλή γυναίκα που έρχεται με φόρα.
Μιχάλη στη μπάντα, θα σε περάσει κοντοσούβλι ο γιαμαρέλλος.
Got a better definition? Add it!