Selected tags

Further tags

Έκφραση που έγινε διάσημη από το θρυλικό βιντεάκι Το Σαραντατρίο, όπου νταλικέρης διεκτραγωδεί την κακοτυχία του διανθίζοντάς την με πολλές εκφράσεις από την αργκό των φορτηγατζήδων αλλά και με τοπικούς ιδιωματισμούς της Νοτιοδυτικής Πελοπονν-j-ήσου. Πλέον φοριέται αρκετά αντί του σιγά σιγά ως χαριτωμενιά που θυμίζει τον θρυλικό νταλικέρη, για περιπτώσεις που κάτι γίνεται αργά αλλά σταθερά.

Πάσα (Δ.Π.): Τσακω

1.Του 'χω βάνει του 'χω φορτώσει το σαραντατρίο μπακαλική από την Τρίπολη για Θεσσαλονίκη, για πάνου Μακεδονία και έχω ξεκινήσει σιγούλια σιγούλια, και μόλις έχω φτάσει καλή ώρα Πελασγία και έχω πληρώσει τα διόδιά μου «κύριος», του 'χω βάνει τη δύο, μαλακωσιά πολύ γιατί το αμάξι ήταν βαρύ και του 'χα βάνει κανά 60άρι τόνοι φορτίο απάνου, και του 'χω βάνει την δύο, την τέσσερα, την έξι, την εφτά, την οχτώ, του 'χω καρφώσει και την εννιά και το πάω μαλακωσιά τ' αμάξι τώρα, 85 χιλιόμετρα στις 2.350 γιατί έχω βήμα γρήγορο πολύ, κι έτσι όπως πήγαινα σιγούλια σιγούλια εκοιτώ στο είδωλο κι έρχονται κάτι Τριπολιτσιώται... σου μιλάω για μαλλιά με καμιά εκατοστή χιλιόμετρα, εκοπάναγε και το ελευθέρας στο ντουβάρι που 'χει κείθε, και μου περνάνε μαλλιά, κι έχω κοκκινίσει, την έχω ψωνίσει, σου λέω σαν τη μελιτζάνα... και του 'χω καρφώσει την δέκα, σανίδα το γκάζι, όρθιο σου λέω τώρα και το σαραντατρίο να 'χει κόψει καπίστρι, να 'χει σηκώσει πανί, και να σανιδώνει τώρα να δίνει. Τούφα το ντουμάνι! Εζυγώνω τον πρώτονε, τον επερνάω και μόλις έχω φτάσει στο δεύτερο, κείθε απάνου στους Αγίους Θεοδώρους, στο καρφί το καλό, Τον εζυγώνω, τον εζυγώνω, τον επερνάω και μόλις βγάνω φλας να μπω δεξά, όλη την αριστερή τετράδα τα πιστόνια και τον στρόφαλο τα πήρα στη μασχαλ'. Ε μα σου λέω για ολική καταστροφή! Ήμουνα κανά δυάρι μέρες εκεί απάνου, πήρε να χαλάσει το φασόλι, πήρε να μαραζώσει το λεμόνι, η πιπεριά γαμήθηκε, σου λέω για αμάξι και φορτίο τα 'χω πληρώσει ο κούκος αηδόνι.«

  1. Τι ωραια που ξυπνατε ολοι σιγουλια σιγουλια. Αντε πιειτε καφε, σε λιγο αρχιζει το εργο. (Από μπουρδελοσάιτ)

3. Τζαμι στην Αθηνα. Και σιγουλια-σιγουλια σ'ολη την Ελλαδα.

4. Η ακροδεξια ανερχεται σιγουλια σιγουλια και στην Ευρωπη των δημοκρατων.

5. και τι μας ειπε αυτος ο παπαρας ΤΜΗΜΑΤΙΚΑ λεει η καταβολη των χρηματων,οκευ μεγαλε απο δευτερα και εμεις στο παιχνιδι,και πως θα το παιξουμε ; οτι μπορειτε πληρωνετε σιγουλια σιγουλια, χαλαρα σε εφοριες,τραπεζες,ταμεια,δεη,νερα,να βογκηξουν να παρουν 10 ευρω,η ισχυ μας ας ενωθει ειμαστε εκατομμυρια δεν μπορουν να κανουν τιποτα πρακτικα,ΟΓΑΝΩΜΕΝΗ ΑΝΟΡΓΑΝΙΣΙΑ.τους βαλαμε τα δυο ποδια σε ενα παπουτσι.

(από Khan, 28/10/14)

Got a better definition? Add it!

Published

Σε σχέση με τον ορισμό του καρφί που δίνει ο Vikar («αμέσως, γρήγορα, με μεγάλη ταχύτητα, κατευθείαν», συνώνυμα: σφαίρα, ντουγρού, με τη μία), είναι το μέρος εκείνο ενός δρόμου, που είναι απολύτως ευθύ, χωρίς στροφές και ίσιο ή και ελαφρώς κατηφορικό, οπότε ο οδηγός μπορεί να αναπτύξει μεγάλη ταχύτητα και να κάνει προσπεράσεις, γενικότερα να το σανιδώσει, να πάει μαλλιά, μαλλιοκούβαρα, πατημένος και ταλιμπάν.

1. Του 'χω βάνει του 'χω φορτώσει το σαραντατρίο μπακαλική από την Τρίπολη για Θεσσαλονίκη, για πάνου Μακεδονία και έχω ξεκινήσει σιγούλια σιγούλια, και μόλις έχω φτάσει καλή ώρα Πελασγία και έχω πληρώσει τα διόδιά μου «κύριος», του 'χω βάνει τη δύο, μαλακωσιά πολύ γιατί το αμάξι ήταν βαρύ και του 'χα βάνει κανά 60άρι τόνοι φορτίο απάνου, και του 'χω βάνει την δύο, την τέσσερα, την έξι, την εφτά, την οχτώ, του 'χω καρφώσει και την εννιά και το πάω μαλακωσιά τ' αμάξι τώρα, 85 χιλιόμετρα στις 2.350 γιατί έχω βήμα γρήγορο πολύ, κι έτσι όπως πήγαινα σιγούλια σιγούλια εκοιτώ στο είδωλο κι έρχονται κάτι Τριπολιτσιώται... σου μιλάω για μαλλιά με καμιά εκατοστή χιλιόμετρα, εκοπάναγε και το ελευθέρας στο ντουβάρι που 'χει κείθε, και μου περνάνε μαλλιά, κι έχω κοκκινίσει, την έχω ψωνίσει, σου λέω σαν τη μελιτζάνα... και του 'χω καρφώσει την δέκα, σανίδα το γκάζι, όρθιο σου λέω τώρα και το σαραντατρίο να 'χει κόψει καπίστρι, να 'χει σηκώσει πανί, και να σανιδώνει τώρα να δίνει. Τούφα το ντουμάνι! Εζυγώνω τον πρώτονε, τον επερνάω και μόλις έχω φτάσει στο δεύτερο, κείθε απάνου στους Αγίους Θεοδώρους, στο καρφί το καλό, Τον εζυγώνω, τον εζυγώνω, τον επερνάω και μόλις βγάνω φλας να μπω δεξά, όλη την αριστερή τετράδα τα πιστόνια και τον στρόφαλο τα πήρα στη μασχάλ'. Ε μα σου λέω για ολική καταστροφή!

(από Khan, 02/11/14)

Got a better definition? Add it!

Published

Ψιλορατσιστικός πλην μάλλον δικαιολογημένος χαρακτηρισμός για τους Γάλλους (άκα κουτόφραγκοι, πουρκουάδες).

Mπάκακες (frogs) αποκαλούν τους Γαλλαίους και οι αγγλοσάξονες ενώ βατραχοφάγους τους αποκαλούν οι φρίτσηδες (froschfresser), οι Δανοί (frøæder), οι Eσθονοί (konnasööja), οι Ρώσοι (lyagushatnik), οι Πολωνοί (żabojad) και οι Ούγγροι (békazabáló) (περισσότερα ici).

Ασίστ από το δουπού: ο ύποπτος για cryptobatracophagie Khan

1.
το προβλημα ειναι οτι το αμαξι ειναι ΓΑΛΛΙΚΟ. βατραχοφαγοι δεν κανουν για ποιοτικες κατασκευες.

2.
Γαλλία. Παρατσούκλια: Τρικολόρ, Πετεινοί, Κότες, Βατραχοφάγοι, Κλέφτες, Cheese-eating surrender monkeys

3.
το προβλημα με την προφορα των αγγλικων το «ελυσα» μιλωντας τα με γαλλικο accent μιας και ειμαι μισος Γαλλος. Ετσι στα αυτια των Αγγλων ,αντι να ειμαι ενας καραβλαχος Λαρισαιος με αθλια προφορα αγγλικων,ημουν ενας βατραχοφαγος Γαλλος με γοητευτικη «εξωτικη» προφορα.

Cuisses de grenouille à la provençale (από Khan, 04/11/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όπως λέμε Nissan Navarra έτσι λέμε Nissan papara.

Πούλησα το Nissan taspai και πήρα το Nissan papara.

(από xar03, 08/11/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πολυγαμημένος και ταλαιπωρημένος γυναικείος κόλπος, ο οποίος από τα πολλά πουτσίδια έχει ανοίξει και έχει χαλαρώσει σαν ξεφούσκωτη σαμπρέλα. Ο όρος χρησιμοποιείται και απαξιωτικά για τη γυναίκα που αλλάζει συχνά εραστές.

  1. Τι να γαμήσω ρε Γιώργο από τη γυναίκα μου πλέον; Σα σαμπρέλα είναι το μουνί της!

  2. Μ' αυτή τη σαμπρέλα πήγες και παντρεύτηκες; Νά μαλάκα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Στην Auto/moto σλανγκ είναι ό,τι και η κωλιά ή το κωλίδι, δηλαδή «η αποσταθεροποίηση του πίσω μέρους του αυτοκινήτου πάνω σε στροφή ή σε κυκλική πλατεία με αποτέλεσμα την προσωρινή πλαγιολίσθηση. Επιτυγχάνεται συνήθως με τη χρήση χειροφρένου ή με συνδυασμό απότομης τιμονιάς και παιξίματος με το γκάζι». Παρομοίως και για πλαγιολίσθηση με μηχανάκι.

  2. Στην ιδιόλεκτο του σλανγιωτάτου ποιητού Ανδρέου του Εμπειρίκου, αποτελεί γουτσιστική προσφώνηση προς καυλόπαιδα, ήτις έχουσα απωλέσει και την ετέραν αυτής παρθενίαν, ήτοι έχουσα υποκύψει σε πρωκτογάμευσιν τε και πρωκτοσυνουσίαν (κατά τους εμπειρίκειους όρους) δύναται πλέον να αποκληθεί τρυφερώς υπό του σκυλογαμεύσαντος αυτήν ουχί μόνον Μουνίτσα, αλλά και Κωλίτσα και Κωλέττα.

1.α. Από Κηφισιά προς Πολιτεία στη διχάλα Πολιτεία ή Κοκκιναρά παλιά που ήταν πολύ πιο άνετη έμπαινα με ολίγον κωλίτσα (προέκυπτε με το ζόρι με τιμονιά). Μια φορά με κάτι τραγικά Goodyear Allweather στην παλιά Μερσεντές η όλη κατάσταση είχε ξεφύγει ελέγχου (εκκρεμοειδείς κινήσεις της ουράς από απανωτές υπερδιορθώσεις). Βλέπω και κάποιον πεζό με την άκρη του ματιού και λέω ας μην ρισκάρω και παραδέχομαι την ανεπάρκειά μου. Πατάω φρένο ολοκληρώνοντας εντυπωσιακό τετακέ. Βρέθηκα ωραιότατα παρκαρισμένος δίπλα στο πεζοδρόμιο της δικής μου κατεύθυνσης, απόλυτα παράλληλος και χωρίς να χτυπήσω στο πεζοδρόμιο απλά κοιτώντας ανάποδα! Από αυτά που κάνουν κάτι κασκαντέρ!

β. Εκτός κι αν με το μπαντιλίκια εννοούμε καμιά κωλίτσα ίσα να φύγει λίγο η ουρά, ή έχουμε τέτοιες χερούκλες που μπορούμε να ντριφτάρουμε με τη φόρα (κι αρκετα χιλιόμετρα) οπότε τα καταφέρνουμε (σχετικά) και χωρίς μπλοκέ.

γ. πλάκα πλάκα με κανα εξατμισόνι τόγκα ξετάπωτο κάνει μινι-κωλίτσα στο ανοικτό παράθυρο του θύματος κ κολλάς το γκάζι μέχρι να ακούσεις τη φωνή του να καλύπτει το σκάσιμο του κόφτη.

  1. «Ἄααχ! Ὤωωχ!... Μὰ τι ὡραῖα ποὺ τὰ λὲς καὶ ποὺ τὰ κάνεις ὅλα!... Θὰ δεῖς τι ὡραῖα ποὺ θὰ περάσουμε στὴν καμπίνα μου, μαζύ, γλυκειὰ Μουνίτσα μου, πού... ποὺ ἔγινες τώρα καὶ Κωλίτσα μου... καὶ Κωλέττα μου... Θὰ δῆις, θὰ δῆις χρυσό μου κοριτσάκι...» (Μέγας Ανατολικός, Τόμος 1, σ. 240).

(από Khan, 20/12/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που οδηγεί μοτοσικλέτα τύπου chopper ή custom, και είναι τρόπον τινά σαν να κάθεται σε καρέκλα ή έστω κάθισμα.

Άλλο χαρλεάς, άλλο καρεκλάς. Μπορεί και οι δύο να οδηγούν μοτοσυκλέτες κλάστομ ή τσόπερ αλλά ο καρεκλάς δεν έχει το «αυθεντικό». Δημοφιλής μοτοσυκλέτα για καρεκλάδες (καμία σχέση με αυτούς που άκουγαν disco το ’70) είναι η Yamaha Virago. (Εδώ).

(από Khan, 27/12/14)

Got a better definition? Add it!

Published

  1. Στην Auto/moto σλανγκ, είναι η πλαγιολίσθηση του πίσω μέρους του οχήματος (κώλος) πάνω σε στροφή, η οποία επιτυγχάνεται με παίξιμο με το γκάζι και με ξαφνικές τιμονιές, συνήθως και με χρήση χειροφρένου (χειροφρενιά). Αγγλιστί fishtailing είναι η καθαυτό κωλιά (και καλά η κίνηση μοιάζει με το πλάγιο πηγαινέλα της ουράς του ψαριού), ενώ drifting είναι η συνολική πλαγιολίσθηση (δες εδώ αναλυτικώς για την ορολογία του drifting και εδώ για την πλαγιολίσθηση). Στη Λεξιλογία βλέπω ότι το fishtailing στα ελληνικά λέγεται και φιδάκι ή και ψαράκι. (Ανάλογα ισχύουν και για τις μηχανές).

  2. Κάπως πιο κυριολεκτικά, είναι ένα χτύπημα που δίνουμε με τον κώλο μας, λ.χ. για να κλείσουμε την πόρτα. Μια ειδική περίπτωση αποτελεί η κωλιά στο μπάσκετ, που πρόκειται για ένα αντικανονικό σκριν, όπου ο αμυνόμενος προσπαθεί να μπλοκάρει με τον κώλο τον επιτιθέμενο ή και να τον γαμήσει με τον κώλο. Είναι φάουλ, αλλά δεν δίνεται πάντα. Εδώ το δίνει και με τη σημασία του «χτυπήματος της παλάμης στους γλουτούς», πρόκειται δηλαδή για το γνωστό μας κωλοσκάμπιλο ή κωλοχτύπα, που συνηθίζουν οι καφροσέξουαλ επίδοξοι γαμαωδέρνουλες, όμως δεν το έχω ακούσει ή βρει στο γούγλη με αυτή τη σημασία.

1.α. Και του φεύγει μαλάκα πάνω στην κωλιά, και καρφώνεται στην κολόνα μπροστά στο καφέ. Να μας έχει φύγει όλους το κλαπέτο μιλάμε... (Βικάρειο παράδειγμα στα σχόλια στο κωλίδια).

β. Ο νεοέλλην και το αυτοκίνητο – Σπουδή. Οταν το αυτοκίνητο εισέβαλε στη ζωή του νεοέλληνα ( με κωλιές, παντιές, και τούμπες και σπιναρίσματα…).

γ. (Ινσέψιο εδώ):
Ο Κόλλιας κάνει «κωλιές». Όλα τα είχε τούτη η χώρα, δήμαρχο-καμικάζι όχι. Ο λόγος για τον πρώτο πολίτη της Τριφυλίας Κώστα Κόλλια, ο οποίος κάθε βράδυ, αφού βγάλει το κομψό και σικ δημαρχιακό του «κοστούμι», πετάξει και τη γραβάτα, βάζει κάτι πιο ανάλαφρο και τρέχει στους δρόμους του δήμου του για να δώσει την εκκίνηση σε κόντρες μηχανόβιων. Απορία στήλης: Αν συμβεί κανένα δυστύχημα (ατύχημα με νεκρό, Κώστα μου), θα πάρετε καμιά ευθύνη, ή από δήμαρχος-καμικάζι θα το παίζετε «Κινέζος»;

δ. Δείτε το σπάνιο βίντεο με τις κωλιές του διαστημικού οχήματος στη σελήνη. Έτσι εξηγούνται τα αποτυπώματα ρόδας που βλέπουμε με το τηλεσκόπιο.

2.α. Το ότι πετάει κωλιές ο Μπατίστ δεν αθωώνει τους υπόλοιπους παίκτες να κάνουν ό,τι θέλουν στα σκριν. (Από μπασκετικό φόρουμ).

β. Τον πλάκωσε στις κωλιές.

γ. -Αηδίαααα, αυτή δεν τρίβει τον κώλο της, του ρίχνει κανονικιές κωλιές στα μούτρα!! Θα συμφωνήσω με την Μπέτυ, παρακινδυνευμένος ο χορός. :lol: -Υπαρχουν και κοπροφιλοι,να σεβαστουμε την ιδιαιτεροτητα τους.

Διαστημικές κωλιές (από Khan, 03/01/15)

Got a better definition? Add it!

Published

Μερικές σημασίες ακόμη:

  1. Ο δρόμος με πάρα πολλές στροφές που με λίγη φαντασία μοιάζει με το ελισσόμενο σώμα ενός φιδιού. Λέμε περισσότερο ότι ο δρόμος κάνει φιδάκια. Συχνά συμβαίνει σε βουνά και σε περιοχές με πολύ μεγάλη κλίση του εδάφους.

  2. Κλασικό παιδικό παιχνίδι, αγγλιστί snakes and ladders. Φαίνεται ότι έχει ινδική προέλευση. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί και μεταφορικά για περιπτώσεις μεγάλης εναλλαγής τύχης λόγω απρόβλεπτων περιστατικών και προς το καλό και προς το κακό.

  3. Στη Λεξιλογία το βλέπω ως αντίστοιχο του fishtailing δηλαδή της πλαγιολίσθησης του πίσω μέρους του οχήματος (βλ. κώλια) που με λίγη φαντασία θυμίζει κίνηση ψαριού ή φιδιού.

  1. Οδηγούσε καλά, αλλά μόλις άρχισε ο δρόμος τα φιδάκια ήταν άτσαλος στις στροφές και κοντέψαμε να ξεράσουμε.

  2. Ένα φιδάκι είναι η ζωή, πότε σε εκτοξεύει στα ουράνια, πότε σε ρίχνει στα τάρταρα.

Got a better definition? Add it!

Published

Α) Ανορθόγραφο υποκοριστικό του γνωστού «κρόσσι»: νηματοειδής απόληξη του στημονιού της ύφανσης, ως διακοσμητικό τελείωμα χαλιών, υφασμάτων κτλ. όπως διαβεβαιώνει ο Τριαντάφυλλος εδώ.

B) Στα σινάφια των μηχανόβιων, χαϊδευτικό – υποκοριστικό για μηχανάκι για διαδρομές εκτός ασφάλτου (χώμα, λάσπη, ανώμαλος δρόμος, φευ! επαρχιακές οδοί).

Δεν υπάρχει έφηβος, κι όχι μόνο, με το πειραγμένο γονίδιο που να μην το πόθησε κολασμένα, συχνά περισσότερο κι από τη γκόμενα που έβαζε να καθίσει στο παπί του. Κάτι η εκτοξευμένη σε άλλη πίστα εκτίμηση των γύρω με τα ίδια μυαλά, κάτι η εντύπωση μιας επικίνδυνης αλητείας που σε πάει παντού και κυρίως, η σιγουριά που δίνει το μουγκρητό ανάμεσα στα σκέλια, πως το αντριλίκι αυξάνει με τα σκονισμένα χιλιόμετρα, δεν είναι και λίγα σαν ανταπόδοση μιας επένδυσης που κόστισε κάμποσες λιγότερο ή περισσότερο μίζερες εργατοώρες εδώ κι εκεί.

Προφανώς, από το αγγλικό «motocross»: αγώνες ανώμαλου εδάφους.
Συμπληρωματικό / εναντιωματικό: «στριτάκι».

Γ) Στα σινάφια μπουρδελιάρηδων και δη, όσων τους αρέσουν τα ξινά, νεαρός (συνήθως)… αρτιμελής έως αρτιμελέστατος, που τη βρίσκει με το να δίνει κώλο (αλλά και για το γάμιστρο) ντυμένος από ξέκωλο έως θεόμουνο, αντίστοιχο στοκάρισμα, περούκα και ανάλογα κοσμήματα, φρου φρου κι αρώματα.
Ασφαλώς, οι θηλυπρεπείς με τον αντίστοιχο… αέρα πείθουν περισσότερο ανεβάζοντας (μάλλον) τη… διάθεση.

Προφανώς από το αγγλικό «crossdresser»: παρενδυτικός.
Συνώνυμα: «τραβεστί» (συγκριτικά, σχεδόν κυριλέ), τραβέλι (συγκριτικά, κάπως πιο μπρουτάλ - υποτιμητικό).
Να μην συγχέεται με το τρανς.
Συντομογραφία: «cd».

  1. Επιεικώς γελοίο το βίντεο όμως.
    Έστω και διαφημιστικό που ήταν θα μπορούσαν να ετοιμάσουν το μηχανάκι (τακούνια καμιά ανάρτηση) να γυρίσουν κάνα πλάνο της προκοπής. Όχι να βάλουν τα SS και τα κροσάκια να σέρνονται για να φανεί ότι το στρώμα πάει. Και να πηδάει και 20 πόντους lol

(Η κριτική για το εδώ βίδεο).

  1. Είμαι 41 χρονών 1.85 υψος,110 κιλά, γυμνασμένος καθαρός και θα ήθελα να γνωρίσω ένα κροσάκι πολύ θηλυπρεπή (…sic) να ντύνεται με ρούχα γυναικεία, να έχει ωραίο σώμα, και να με βγάλει ωραία γούστα στο κρεβάτι. Είναι πρώτη φορά που βάζω αγγελία δεν έχω ξαναβάλει πότε. Και τέλος θα ήθελα να είναι μικρής ηλικίας.

(Όλα απ’ το δίχτυ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified