Selected tags

Further tags

Εναλλακτικά: στέλνω για τσάι, κερνάω τσάι.

Όρος του ευγενούς μηχανοκίνητου αθλητισμού και δη των αυτοσχέδιων αγώνων (τις λένε και κόντρες). Το θέμα είναι απλό: αυτός που τσαγιάζει είναι ο νικητής. Ο άλλος, που το ήπιε, καλά θα κάνει ν' αράξει και να απολαύσει το τσαγάκι στο του σπιτάκι του, σε κανά ΚΑΠΗ, ή (αλίμονο!) σε κανά Ίδρυμα Αποκατάστασης Αναπήρων (έτσι κουλάδι που είναι).

Τσάγια σερβίρονται παντού και πάντα, εκεί που δε το περιμένεις. Μια λοξή ματιά σ' ένα φανάρι αρκεί ενίοτε για να στηθεί μια κοντρίτσα ως το επόμενο. Αν είσαι καυλόγκαζος φίλε μου, θα το ρουφήξεις το αφέψημα κάποια στιγμή. Δε το γλιτώνεις ούτε με σφαίρες. Όπως δεν υπάρχει δίκυκλο που να μην έχει φάει σαβούρα, έτσι δεν υπάρχει και οδηγός που να μη τον έχουν τσαγιάσει.

  1. ΣΕΡΒΙΡΩ ΖΕΣΤΟ ΤΣΑΓΑΚΙ (αυτοκόλλητο στο πίσω τζάμι πειραγμένου τουμπανιάρικου αμαξίου)

  2. - ... κι εκεί που γκαζώνει που λες ο χοντάκιας και κωλοχαίρεται, του πατάω ένα κατεβασματάκι κι έφαγε τη σκόνη μου... Ο μαλάκας ο γιάπωνας με τον καρνάβαλο!
    - Σα να λέμε ρε φίλε τον τσάγιασες κανονικά!...
    - Σερβιτόρος καριέρας, αγορίνα μου... Έχω κεράσει εγώ γενιές και γενιές!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κλασικός έλληνας που οδηγεί αυτοκίνητο τύπου sedan. Tα σεντάν έχουν κατά κανόνα 4 πόρτες και είναι πιο παππουδίστικα (σε αντίθεση με τα κουπέ που είναι και καλά πιο νεανικά).

Ο σεντανάκιας είναι γενικά ο τυπικός ελληνάρας σε όλες της ζωής του τις εκφάνσεις, και με ευλάβεια τηρεί του γένους τα πατροπαράδοτα. Περήφανος οικογενειάρχης που αραδιάζει κάθε σουκού παιδιά σκυλιά στο αμάξι και πάνε στη Λούτσα για μπάνιο. Στάνταρ κάνει Πάσχα στο χωριό όπου μεταβαίνει και πάλι συν γυναιξί και τέκνοις και συν όλοις τοις συμπραγκάλοις του. Φορτώνει το σεντάν μέχρι μαλακίας σαν κάτι γύφτους που τιγκάρουν το ντάτσουν με πατάτες και η καρότσα γλείφει την άσφαλτο (αν είχε μιλιά το αμαξάκι θα τον άρχιζε στα καντήλια).

Το καλοκαίρι κυκλοφορεί με ανοιχτό πουκάμισο να φαίνεται η τριχάρα η ιδρωμένη, καθώς και με ανοιχτό παπουτσάκι να μοστράρει τα κρινοδάχτυλά του (διότι τα τελευταία χρόνια έχει εκτρεντιστεί κάπως, δημιουργώντας ένα νέο είδος, τον γυφτοτρέντι).

Ο σεντανάκιας συνήθως υπερασπίζεται με πάθος την επιλογή του για το συγκεκριμένο αμάξι, που ''σέβεται την τσέπη του''. Τρώει κόλλα με το θέμα της παθητικής ασφάλειας, κι ας βάζει τα παιδιά στο μπροστινό κάθισμα (κάπως έτσι πριν μερικά χρόνια χιλιάδες ζουλάπια πήγαν κι αγόρασαν με το κιλό κάτι μπανιέρες των 60 ίππων, μόνο και μόνο επειδή είχαν και καλά χοντρές λαμαρίνες).

Ο σεντανάκιας διακατέχεται από διακοσμητικό οίστρο, καθώς φορτώνει στο αμάξι διάφορα μπιχλιμπίδια/γκατζετιές: ο κλασικός σταυρός στο καθρεφτάκι, θέση για ποτήρι φραπέ, το κλασικό βεντουζάτο κουκλάκι στο πίσω τζάμι κλπ.

Και σταματώ εδώ (αν και θα μπορούσε κανείς να γράψει διδακτορική διατριβή για τον εν λόγω ανθρωπότυπο).

Υ.Γ. Προσοχή Προσοχή!!!

α. Ο σεντανάκιας είναι συνήθως γιαπωνέζος στις προτιμήσεις του. Οδηγεί Χιουντάι, Χόντα, Τογιότα (τιμημένη Κορόλα!). Έναν που καβαλάει Mercedes CLS 350 δεν τον λες σεντανάκια όσο να' ναι.

β. Το αμάξι του τυπικού σεντανάκια είναι τουλάστιχον πενταετίας, με εμφανή τα σημάδια του χρόνου στο πετσί του (τρακαρισματάκια, γρατσουνιές κλπ). Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν και νέοι που παν κι αγοράζουν απ' την κούτα κάτι βάρκες τύπου VW Passat: αυτοί έχουν γεράσει πριν την ώρα τους και μας το παίζουν κι ιστορία από πάνω.

(στα διόδια της Ελευσίνας, Μεγάλη Παρασκευή, διάλογος μηχανόβιων)

- Πω ρε φίλε κίνηση!...
- Ναι ρε συ... Τους λυπάμαι όλους αυτούς που πήζουν μες τ' αμάξια...
- Ποιους ρε, τους μαλάκες τους σεντανάκηδες; Στ' αρχίδια σου, τα θέλουν και τα τραβάνε.
- Δίκιο έχεις. Τώρα που θα περνάμε με τα μηχανάκια μέσα απ' τις ουρές σαν να σκίζουμε κωλοτρυπίδα, να δεις τι καύλα θα είναι...

Το τουτούνι είναι κάμπριο, αλλά ο οδηγός είναι σεντανάκιας (από Khan, 18/12/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τυπάκος που ζει τον απόηχο των '90s καβαλώντας την αδάμαστη πάπια του με το μπροστινό τσουλούφι να κυματίζει. Piercing, φωσφοριζέ gadget, αλανιάρικη συμπεριφορά και τουπέ του δρόμου συνηθίζεται. Ο μπρακατσελάκος είναι φορέας σεξισμού και μερικές φορές μισογυνισμού. Είναι κάτι σαν καγκουρορέηβερ πριν αποκτήσει την οικονομική άνεση για να αγοράσει «κούρσα» ή πριν πάει φαντάρος για να ταξιδέψει, οπότε και μετρατρέπεται σε κάγκουρα με παρελθόν.

Αθάνατη μπρακατσέλικη ατάκα: «Άκου ρε φίλε, άκου πρωτοσέλιδο. Βρέθηκε λέει το χάπι για την πρόωρη εκσπερμάτωση... Είδηση είναι αυτή. Τι με νοιάζει εμένα ρε, που δεν τελειώνει η βλαμμένη; Εγώ έχω το πρόβλημα ή αυτή που θέλει να κουνιέται μια ώρα πάνω κάτω. Να πάρει αυτή χάπι να τελειώνουμε!»

(Βλέποντας μια συμμορία που κάνει βόλτα με μηχανάκια τύπου πάπια, τσουλούφια και φουλάρια στα γκάζια)

- Όπα, κάνουν παπιοπεριπέτειες τα μπρακατσέλια.

(από mafie, 16/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Γίνομαι φραπόγαλο»: ταρακουνιέμαι πολύ (από την άτσαλη οδήγηση κάποιου, από το καράβι όταν έχει κύμα, από κενά αέρος κατά την πτήση κλπ.).

Μην το πας από τις λακκούβες ρε Γιάννη, φραπόγαλο γίναμε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι παλαιότεροι θα θυμούνται ότι το σλόγκαν αυτό ακούστηκε σε όλη την Ελλάδα το 1985, όταν ο Κ. Μητσοτάκης υποσχέθηκε, προεκλογικά, πιο φθηνά αυτοκίνητα.

Πρόκειται για μια από τις πολλές παραλλαγές του «καλύτερα μιας ώρας ελεύθερη ζωή» που έχει εκστομίσει το Ελληνικό πόμολο ανά τους αιώνας.

Πριν από τις εκλογές του Ιουνίου του ’85, ο τότε πρόεδρος της ΝΔ Κ. Μητσοτάκης είχε επιχειρήσει να δελεάσει τους ψηφοφόρους υποσχόμενος φθηνότερα αυτοκίνητα. Τότε, απ’ άκρου σε άκρον της χώρας, ακούστηκε το σύνθημα «Καλύτερα παπάκι παρά τον Μητσοτάκη!» (...) ως γνωστόν, η ιστορία επαναλαμβάνεται ως φάρσα (...) το «καλύτερα παπί παρά Καραμανλή» είναι το σύνθημα που θα ακολουθήσει ...
(από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κωλοφτιαγμένο αμάξι, το γκαζώνεις και ξηλώνει την άσφαλτο.

Ετυμολογείται εκ του ''κτήνος'', του οποίου συνιστά προφανώς κάποιου είδους υπερθετικό. Εννοείται ότι το απλό ''κτήνος'' δύναται να χαρακτηρίζει, εκτός των αμαξιών, και σωματώδεις ανθρώπους, τεράστια κτίρια ή πλεούμενα κ.ο.κ.

Μόνο τα άλογα (η καθαρή ισχύς δηλαδή) δεν αρκεί για να χαρακτηρισθεί ένα τετράτροχο ως κτηνάρι. Επιβάλλεται να έχει πέσει και το καθιερωμένο στους κύκλους των καγκουροειδών ''φτιάξιμο'' (οι Αμερικάνοι το λένε και customizing).

Mια Ferrari είναι μάλλον απρεπές να την πεις ''κτηνάρι'' (διότι αυτόν που θα είχε τα φράγκα να την αγοράσει δύσκολα τον λες κάγκουρα, όπως και να 'χει). Θα την πεις απλά κι αγαπημένα ''κτήνος'', χρησιμοποιώντας παράλληλα κι άλλες κλισεδιάρικες εκφράσεις όπως π.χ. ''η καρδιά του κτήνους'' (όταν αναφέρεσαι στον κινητήρα) κ.λπ.

Δηλαδή τώρα δε φτάνουν όσα είπα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κοριτσίστικη ή παιδική έκφραση, ισοδύναμη τής «αλλάζω τα φώτα (κάποιου/κάποιας)». Παράλληλα με τις έννοιες που εκεί αναλύονται, εκφράζει μια οργή ή απειλή απέναντι στον συνομιλητή μας. Ίσως η αρχική έκφραση είναι πολύ χάρντκορ για τις πιανίστριες.

Αυθεντικά ακουσμένη σλανγκιά που έπρεπε να καταγραφεί, sad but true.

  1. - Μαμάαα, ο Νίκος πάλι κατεβάζει ταινίες από το ίντερνετ!
    - Ρε μικρέ ρουφιάνε θα σε σκίσω, θα σου γ...
    - Νίκοοοο!
    - Θα σου αλλάξω τα λάδια ρε αμα σε πιάσω!

  2. - Τους έχω πει χιλιάδες φορές να μη μου τα στέλνουν χύμα αλλά με επιστολή! Νισάφι πια!
    - Άσ' τους ρε Ελένη, ξεκόλλα.
    - Θα σου πω εγώ, αν μου ξαναστείλουν έτσι έγγραφα θα τους τηλεφωνήσω και θα τους αλλάξω τα πετρέλαια!

(από Galadriel, 09/09/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Με μεγάλη ταχύτητα, του σκοτωμού, κομμάτια, σπασμένος. Επίσης: μαλλιοκούβαρα, κουβάρια.

  1. Κατεβαίναμε χτες τη Συγγρού με τον Κωστάκη, μαλλιά σου λέω... Βελάξανε τα μηχανάκια φίλε, τους ήπιαμε το αίμα.

  2. - Ρε φίλε, το έμαθες με τη νταλίκα που έπεσε σε στάση λεωφορείου; Χτύπησε μια γιαγιά κι έγινε πουλάκι...
    - Αφού πήγαινε μαλλιοκούβαρα ο μαλάκας ο οδηγός, τι ήθελες δηλαδή;

(από pvnrt, 27/01/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εξάρτημα του αυτοκινήτου που εισήχθη αρχικά ως αξεσουάρ πολυτελείας και από το '40 και μετά αποτελεί τμήμα του βασικού εξοπλισμού. Μέχρι το '70 τις υπηρεσίες του γυαλοκαθαριστήρα απολάμβανε μόνο το παρμπρίζ αλλά μετά επεκτάθη η χρήση του και στο πίσω τζάμι, στους προβολείς καθώς και στα γυαλιά του Ελτον Τζον.

Διάφορες προσπάθειες έγιναν για αντικατάσταση του κλασικού μηχανισμού από εξελιγμένα συστήματα (υπερήχους, αεροπίδακες κ.α.) αλλά απέτυχαν γιατί δεν μπορούν αυτά τα νεωτερίστικα συστήματα να αποθαρρύνουν τον Πακιστανό στο φανάρι, να μας πλύνει το τζάμι με το ζόρι. Αντιθέτως ο παραδοσιακός μηχανισμός, άπαξ ενεργοποιηθεί καταλλήλως μπροστά του, τον κάνει να νιώθει παντελώς άχρηστος και πεμπτοκοσμικός, ιδιαίτερα αν συνοδεύεται από το χαρακτηριστικό ειρωνικό μειδίαμα ανωτερότητος, οδηγώντας τον μετανάστη στην οριστική απόσυρση από τον επιβουλευόμενο στόχο.

Μεταφορικά ως χαρακτηρισμός ανθρώπου, γυαλοκαθαριστήρας λέγεται αυτός που αλλάζει συνεχώς θέση και άποψη με μιά φυσικότητα στην κίνηση, που θα ζήλευε μέχρι και το Μαράκι το Δαμανάκι.

- Ρε, θα μας τρελλάνει ο Μάνος; Αυτός δεν είχε πρωτοεισάγει το νόμο που χάριζε το 2% του τζίρου στους εκδότες; Τώρα βγαίνει και κάνει δήθεν αγώνα για την κατάργησή του;
- Μιλάμε και για γαμώ τους γυαλοκαθαριστήρες το άτομο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο άντρας εραστής που έχει καλή εκκίνηση και επιτάχυνση στις πρώτες ταχύτητες. Δηλαδή μπορεί εύκολα να (ξανα)περιέλθει σε στύση και να είναι μάχιμος. Ακόμη και μετά από κόκκινα φανάρια, δηλ. αντικούκου καταστάσεις ή και από πολλαπλούς οργασμούς.

Η ιδιότητα αυτή είναι αναγκαία συνθήκη για να είσαι καλός εραστής, αλλά όχι επαρκής. Πολλές φορές, αυτός που φτάνει γρήγορα ως την πέμπτη έχει άλλες παρενέργειες, λ.χ. γρήγορη εκσπερμάτιση, μη συντονισμό με την παρτενέρ κτλ. Αλλά αυτό είναι άλλης σλανγκομούνας Πουτσοπόλιταν.

Ανασεισιφάλλων διάλογος (σ.ς.: αν οι κορασίδες είχαν άνεση στη σλανγκική):
Σούζι: Ποιον μαλάκα να χτυπήσουμε; Τον ψηλό ή τον χοντρό;
Λαρίσα: Πάρε εσύ τον χοντρό. Σ.: Μα του έχεις ήδη χτυπήσει τέσσερεις φραπέδες κι έναν ποδό-.
Λ.: Άλλο εκείνο, δεν έχει να κάνει! Έχει άνεση στις πρώτες- δεύτερες! Να δεις για πότε θα τα καταφέρει!
Σ.: Και τότε γιατί δεν τον παίρνεις εσύ;
Λ.: Έχει υπερβολική άνεση! Ούτε ένα τραγούδι δεν περνάει κι έτοιμος ο φραπουτσίνο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified