(Μαγειρική) Ο φόβος μήπως καθαρίσεις υπερβολικά πολλές, ή υπερβολικά λίγες πατάτες, όταν θέλεις να τηγανίσεις πατάτες ή να φτιάξεις πουρέ.

Πηγή: Λύο Καλοβυρνάς.

Με είχε πιάσει γεωμηλοφοβία, αλλά τελικά οι πατάτες ήταν όσες έπρεπε για τους καλεσμένους...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λέμε όταν πιάνει τον άλλο ακατάσχετη φλυαρία. Από το ότι η κατανάλωση του φυτού της γλυστρίδας προκαλεί διάρροια, που συνοδεύεται από χαρακτηριστικούς ήχους προς τους οποίους παρομοιάζεται η κουβέντα του φλύαρου.

- Μα καλά γλυστρίδα έφαγες;
- Ρε σύ τώρα που το λες, άραγε να έχει δει ποτέ κανείς πράγματι γλυστρίδα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο του κλάνω μέντες, δηλαδή διακατέχομαι από μεγάλη τρομάρα. Οι μπάμιες ως δύσπεπτες προκαλούν αέρια, οπότε η χρήση τους εδώ μάλλον είναι επιτατική, δηλαδή κλάνω πάρα πολύ (από τρόμο).

Πάσα: Μπίφτεξ, Πονηρόσκυλο.

  1. Ε ετσι πρεπει να παιζεται το Σκοτεινο Δωματιο.Να ακουει ο αλλος «σειρα σου» και να κλανει μπαμιες. (Εδώ).

  2. Μου παν πως είσαι μπελαλής
    άντρας σκληρός και ντερτιλής
    μα σαν τον παίρνεις και γελάς
    κλάνεις μπάμιες και πονάς. (Ποίηση).

  3. nikolaki θα το παρω μια μερα να σε παω λαμπαδα να κλασεις μπαμιες. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κοκάρι λέγεται και το πολύ μικρό κρεμμυδάκι (πλάτος περίπου 2 εκ., μήκος περίπου 3-4 εκ.) - προτιμάται για την παρασκευή ενός καλού στιφάδου...

(Τα κοκάρια μέχρι στιγμής τα έχω συναντήσει μόνο στη Μυτιλήνη).

Κυρ Μανώλη βάλε μου μισό κιλό κοκάρια θα φτιάξω στιφάδο σήμερα...

Κοκκάρια (από poniroskylo, 10/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι χαρακτηρίζουν μανάβηδες κηπευτικά, όσπρια ακόμη και μανιτάρια που εμπορεύονται για να διαφημίσουν την ανώτερη ποιότητά τους, αλλά και νοικοκυρές, κυρίως παλιάς κοπής, που τα μαγείρεψαν για να παινέψουν τη νοστιμιά τους.

Μόνο σε νυν χορτοφάγους από επιλογή μπορεί να ακούγεται οξύμωρος ο χαρακτηρισμός.

Η ετήσια κατά κεφαλήν κατανάλωση κρέατος αποτελεί έναν από τους δείκτες του βιοτικού επιπέδου ενός πληθυσμού και πενήντα χρόνια πριν οι Έλληνες καταναλώναμε κατά μέσο όρο περίπου τέσσερις φορές λιγότερο κρέας απ’ ό,τι σήμερα λόγω ανέχειας.
Και μάλλον από εκείνα τα χρόνια επιζεί ο χαρακτηρισμός, όταν σε κάποιους η μικρή κατανάλωση κρέατος προκαλούσε διαφορετικά προβλήματα υγείας απ’ ό,τι σήμερα.

Αν δεν πρόκειται για επιβίωση, αλλά αναβίωση… δεν θέλω ούτε να το σκέφτομαι.

-Για ντομάτες κοιτάει η κυρία;
- Ναι… Τι λέν’ αυτές;
- Κι αυτές των Τρικάλων καλές, αλλ’ αυτές οι υδροπονικές της Δράμας είν’ άλλο πράμα… Κρέας!!
(sic)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Με τι αρχίδια, με τι μούτρα.

Συνήθως λέγεται για να αμφισβητήσει έντονα την πιθανή επιτυχή έκβαση μιας απόπειρας ή για να αποδοκιμάσει μια πράξη που κάνει ένα άτομο χωρίς να έχει το κατάλληλο υπόβαθρο.

Βλ. και πού πας ρε Καραμήτρο;

  1. - Λέω να πάω να την πέσω στη Λίλιαν, με γκαβλώνει πολύ.
    - Με τι καρύδες ρε μαλάκα; Δεν ξέρεις ότι την κολλάει ο ρουμάνος; Θα σου γαμήσει τα ράμματα άμα το μάθει!

  2. - Κοίτα το τρίμπαζο τι φοράει...
    - Καλά με τι καρύδες φοράει και κολλητά ρε! Δεν της έχει πει κανένας ότι είναι 800 κιλά και μοιάζει με όρκα;

(από notheitis, 06/06/10)(από notheitis, 06/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που τσέκαρα ότι λεγόταν στα νάιντηζ τουλάστιχον σε διάφορα Βόρεια Προάστεια της Αθήνας. Η λογική είναι περίπου η εξής:

Ο Ποπάι τρώει σπανάκι.

Η ελληνική βερσιόν του τρώει σπανακόρυζο που είναι πιο ελληνικό, περμαθουλώδες και ξενερουά.

Ergo, ο μισή μπουκιά σπανακόρυζο είναι ο κοντός και μικρὸς τὸ δέμας (καθώς κάμποσοι ομηρικοί ήρωες) τυπάς, που προσπαθεί να υπεραναπληρώσει την φυσική του μειονεξία με το να μετατραπεί σε μπιλντέρι σφίχτερμαν. Πλην δεν πείθει κανέναν, και οι άλλοι εξακολουθούν να τον θεωρούν ως άνθρωπο-μισή μερίδα-μισή χαψιά, σπανακορύζου εν προκειμένω.

Τι να κλάσει μωρ' ο μηδέν βαθμοί, ο μισή μπουκιά σπανακόρυζο;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα βυζιά που, ακόμα και σε πολύ νεαρή ηλικία, είναι κακοσχηματισμένα και πεσμένα, έχουν ασπριδερή, φαρδιά και καθόλου πεταχτή ρώγα και στο προφίλ θυμίζουν, λέμε τώρα..., το σχήμα της μπανάνας. Στο ξαπλωτό δείχνουν πολύ καλύτερα. Στο πισοκωλλητό δεν θες να τα δεις, άρα μακριά από καθρέφτες. Σουτιέν τύπου Ουόντερμπρα τα βοηθούν να εμφανιστούν αξιοπρεπώς. Με μπαγαποντοπλαστικές όμως, γίνονται μια χαρά.

- Δεν σε βλέπω πολύ κεφάτο μετά τα χτεσινά, τι έπαιξε;
- Γάμησέ τα, θυμάσαι αυτή τη μουνίτσα που γούσταρα; Ε χθες έπεσε φίκος και τι να δω... τα πέρκια, που λέγαμε... μπανανόβυζα μεγάλε, γάμησέ τα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν ο φοσμπά αποδεικνύεται πολύσπορος με αποτέλεσμα στο κάψιμο να αποδίδει μια μυρωδιά καμμένου κρέατος στην πεινασμένη μύτη του πότη. Χαρακτηρίζει νταφού χαμηλής ποιότητας.

-Η φούντα που αγοράσαμε τις προάλλες είναι για τον πούτσο...
-Γιατί ρε τι έγινε;
-Έστριψα ένα μονετάκι ρε φίλε και μπριζόλιασε όλο το δωμάτιο να πουμε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το βρώσιμο βλαστάρι ενός υδρόφιλου κισσο-ειδούς με την επιστημονική ονομασία Tamus communis Ο βλαστός μοιάζει λίγο εμφανισιακά με το σπαράγγι αλλά διαφέρει και το φυτό και η γεύση. Είναι μάλλον πικρές και συνήθως τις μαγειρεύουν με κρεμμύδι για να ξεπικρίσουν λίγο. Συνήθως φυτρώνουν σε ποταμιές και συχνά είναι δύσκολο να τις μαζέψει κανείς.

Στην ποταμιά θα βρεις οβριές αλλά πρόσεχε τα φίδια.

Άστες, δεν αξίζει να σπάσεις κανένα πόδι για δυο οβριές.

Got a better definition? Add it!

Published