Selected tags

Further tags

Είναι η σιχαμερή λευκή ουσία, γνωστή επιστημονικά και ως σμήγμα, που πιάνουμε στην πούτσα όταν έχουμε να αλλάξουμε σώβρακο 2 βδομάδες. Χαρακτηριστικό της είναι η λευκή σαν τυρί υφή της και η απαίσια μυρωδιά της.

Το φετέισον προέρχεται από το temptation (μεγάλη επιτυχία του Arash) και την ελληνική φέτα.

  1. Πω ρε μαλάκα, έπιασα φετέισον στην πούτσα μου... Θες λίγο;

  2. - Έχω να κάνω μπάνιο 2 εβδομάδες και όχι μόνο αυτό, την παίζω και χύνω στο σώβρακο.
    - Ω ρε φίλε, θα έχεις πιάσει τρελό φετέισον.

KAVLI dick-cheese spread - το φέρνει και ο Βασιλόπουλος (από Vrastaman, 19/01/09)Φέτα is sexy και δεν πα να λέτε ό,τι θέλετε :-P (από Galadriel, 22/03/09)

Συνώνυμα: τυράκι. Σχετικά: τυρί, ούρδα, αλμυρόπουτσα, μυτζήθρα. Δες και -έισον, -έισιον.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν ο όρος «γαριδάκι» χαρακτηρίζει το πέος, διαθέτει αμφισημία. Βλ. παράδειγμα.

Μπόμπος: Μπαμπά, μπαμπά, το πουλάκι του Κωστάκη είναι σαν γαριδάκι!
Μπαμπάς, έκπληκτος: Τι εννοείς, παιδί μου; Μικρό;
Μπόμπος: Όχι, αλμυρό!
Μπαμπάς: ..........................

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο χοντρός τύπος, εμφανίζεται κυρίως σε ανύποπτο χρόνο στις παραλίες τα καλοκαίρια χωρίς μπλουζάκι, με μαγιώ που του μαζεύεται ανάμεσα στα πόδια ενώ περπατάει, ενώ ταυτόχρονα προβάλει νοερά από πίσω η τριχωτή κωλοχαράδρα...

Ρε μαλάκα, σταμάτα να σαβουριάζεις λες και δεν υπάρχει αύριο, έχεις γίνει βόδι. Έχεις δει πρόσφατα τη κοιλάρα σου πως κουνιέται σα ζελεδάκι Γιώτης;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι η κρεπερί που κάνει και γαμώ τις κρέπες.

Ρε μαλάκα. Πάμε να φάμε καμιά κρέπα της προκοπής στην Γαμησερί.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παράγωγο του ρ. μουνουχάω, αναφέρεται στο ευνουχισμένο νεαρό κριάρι, που αποτελεί εκλεκτό μεζέ.

Σε πολλά χωριά, ο ευνουχισμός του αρσενικού ζώου εφαρμόζεται με στόχο τον έλεγχο των ορμονών, οι οποίες ως γνωστόν, προσδίδουν έντονη και δυνατή γεύση - μυρωδιά στα αρσενικά σφαχτάρια. Το μουνούχι, ευνουχισθέν γαρ, έχει σφιχτό κρέας αλλά λιγότερο έντονη γεύση και μυρωδιά, κοινώς γνωστή και ως βαρβατίλα.

Απόσπασμα από blog:
Παραμονή τ’ Αι Λιά στη Σαρακινάδα και το μουνούχι που ξεκοκαλίσαμε εξαιρετικό. Εορτάζων και Αμφιτρύων, ο Λιας Τσαμάκος και το σφαχτάρι, από τη στάνη του Κώστα Μερκούρη. Στο μαγείρεμα όμως, απ’ ότι έμαθα, έβαλε το χεράκι του, ο Σωτήρης ο Νικολόπουλος και σκέφτομαι σοβαρά, να τον προτείνω για αρχισέφ, σε γνωστή χασαποταβέρνα. Όλα εξαιρετικά, και του χρόνου πατριώτη, μόνο που θα ξανάρθω, με αυτοκίνητο που θα έχει μουσική, γιατί η χορωδία που είχε στο πίσω κάθισμα ο αντιδήμαρχος, παραήταν φάλτσα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ιδιοφυές μαγειρικό παρασκεύασμα για τις δύσκολες οικονομικά ώρες.

Η θρεπτικότητά του, καθώς και η νοστιμάδα του, αλλά και η φιλοσοφία «δεν πετιέται τίποτα» το έχουν καταστήσει δημοφιλές σε νοικοκυριά, από φοιτητές που δεν βγάζουν το μήνα, ως τη μάνα που ταΐζει λόχο.

Πρόκειται, φυσικά, για την τροποποιημένη φασολάδα που έμεινε από χθες, ξαναβρασμένη με μια χούφτα ρύζι.

- Πω ρε πούστη μου, μας βλέπω να τη βγάζουμε με βουτυρόμελο σήμερα. Αύριο θα 'χω λεφτά... και αν! - Τη φασολάδα από χθες την πέταξες; - Όχι, αφού η κουζίνα είναι σαν το Περλ Χάρμπορ μετά την επιδρομή από τα Τζαπόνια. Δεν μπαίνω εκεί μέσα. - Τέλεια, θα σου φτιάξω ένα φασουλόρυζο να στανιάρεις, και θα τη βγάλουμε Ζαγοράκης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απλάδα είναι η πιατέλα. Η λέξη χρησιμοποιείται και για τα πολύ μεγάλα βρακιά, συνήθως βαμβακερά, που φοράνε ακόμα και σήμερα οι γιαγιάδες και ενίοτε οι πολύ χοντρές.

Είδες την μπουγάδα που άπλωσε η Τασία; Οι απλάδες της δεν έχουν ταίρι!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτό κάνουν οι updated κυρα-περμαθούλες ή κυρα-περμαθούλες νέας κοπής, αντί να απλώνουν φύλλο για πίτες.

-Πού 'σουν γιόκα μ' κι άργησες, κι εγώ είχα απλώσει φύκι, για να φας σούσι που σ' αρέσουν;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φωτοσοπιά, δηλαδή η επεξεργασία φωτογραφίας με photoshop, που λειτουργεί ως σουπιά, δηλαδή πονηρά, ύπουλα και «θολώνοντας τα νερά» και καλλιεργώντας ψεύδη.

Μεγάλη φωτοσουπιά η Πάμελα Άντερσον!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο παχύς και μαλθακός. Βλέπε και μοσχάρι.

- Άρχισε κανα γυμναστήριο, τελευταία έγινες λαπάς από το πολύ φαϊ και καθησιό!

"Και σ\' έπιασα στα πράσα μια πρωία με κάποιον μικρομέγαλο λαπά!". (από Hank, 08/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified