Υποκοριστικό του γύρου, χρησιμοποιείται συχνότατα στο στρατό για αναφορά στο γνωστό και φτηνό έδεσμα.
- Ψαράδες είστε εξοδούχοι σήμερα. Θα μου φέρετε κανένα γυρόνι επιστρέφοντας;
- Έγινε! Χωρίς κρεμμύδι έτσι;
Υποκοριστικό του γύρου, χρησιμοποιείται συχνότατα στο στρατό για αναφορά στο γνωστό και φτηνό έδεσμα.
- Ψαράδες είστε εξοδούχοι σήμερα. Θα μου φέρετε κανένα γυρόνι επιστρέφοντας;
- Έγινε! Χωρίς κρεμμύδι έτσι;
Got a better definition? Add it!
Πετάω σε κάποιον γιαούρτι, συνήθως στη μάπα του. Συνήθως το θύμα είναι κάποιο γνωστό πρόσωπο (π.χ. πολιτικός) που δε χωνεύει κάποιος.
Ο Ψωμιάδης γιαουρτώθηκε και μετά τραγούδησε Καζαντζίδη για να βγάλει τον πόνο του.
– Το πρώτο τραγούδι ήταν «θα κλάψω πικρά μα θα ξεχάσω με τον καιρό, καινούργια ζωή θα χαράξω να μην πονώ».
Το επόμενο ήταν «πέφτουν τ’ άστρα μες στη λασπουριά».
– Ήταν τόσο το πάθος και η συναισθηματική φόρτιση του Πανίκα, που δεν αντιλήφθηκε τις σπόντες των εσωκομματικών του αντιπάλων που αμφισβήτησαν τα ιερά και τα όσια του με το άσμα «έχεις κορμί αράπικο και μαύρα μάτια πλάνα, η μάνα που σε γέννησε θα ήτανε τσιγγάνα».
πηγή: www.epohi.gr
Got a better definition? Add it!
Ο παχύς και μαλθακός. Βλέπε και μοσχάρι.
- Άρχισε κανα γυμναστήριο, τελευταία έγινες λαπάς από το πολύ φαϊ και καθησιό!
Συνώνυμα του μαλθακός: άβγαλτος, αΐδρωτος, βουτυρομπεμπές, βουτυρόπαιδο, κολεγιόπαιδο, λάκης, λαπάς, μαμάκιας, μαμόθρεφτο, μπουκμαμάς, παπαδάκι, πούδρας, σουβλίτσα, σοφτ, τρυφερό πόδι, φλούφλης, φλώρος, χαλβάς.
Got a better definition? Add it!
Η φωτοσοπιά, δηλαδή η επεξεργασία φωτογραφίας με photoshop, που λειτουργεί ως σουπιά, δηλαδή πονηρά, ύπουλα και «θολώνοντας τα νερά» και καλλιεργώντας ψεύδη.
Μεγάλη φωτοσουπιά η Πάμελα Άντερσον!
Got a better definition? Add it!
Αυτό κάνουν οι updated κυρα-περμαθούλες ή κυρα-περμαθούλες νέας κοπής, αντί να απλώνουν φύλλο για πίτες.
-Πού 'σουν γιόκα μ' κι άργησες, κι εγώ είχα απλώσει φύκι, για να φας σούσι που σ' αρέσουν;
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Απλάδα είναι η πιατέλα. Η λέξη χρησιμοποιείται και για τα πολύ μεγάλα βρακιά, συνήθως βαμβακερά, που φοράνε ακόμα και σήμερα οι γιαγιάδες και ενίοτε οι πολύ χοντρές.
Είδες την μπουγάδα που άπλωσε η Τασία; Οι απλάδες της δεν έχουν ταίρι!!
Got a better definition? Add it!
Ιδιοφυές μαγειρικό παρασκεύασμα για τις δύσκολες οικονομικά ώρες.
Η θρεπτικότητά του, καθώς και η νοστιμάδα του, αλλά και η φιλοσοφία «δεν πετιέται τίποτα» το έχουν καταστήσει δημοφιλές σε νοικοκυριά, από φοιτητές που δεν βγάζουν το μήνα, ως τη μάνα που ταΐζει λόχο.
Πρόκειται, φυσικά, για την τροποποιημένη φασολάδα που έμεινε από χθες, ξαναβρασμένη με μια χούφτα ρύζι.
- Πω ρε πούστη μου, μας βλέπω να τη βγάζουμε με βουτυρόμελο σήμερα. Αύριο θα 'χω λεφτά... και αν! - Τη φασολάδα από χθες την πέταξες; - Όχι, αφού η κουζίνα είναι σαν το Περλ Χάρμπορ μετά την επιδρομή από τα Τζαπόνια. Δεν μπαίνω εκεί μέσα. - Τέλεια, θα σου φτιάξω ένα φασουλόρυζο να στανιάρεις, και θα τη βγάλουμε Ζαγοράκης.
Got a better definition? Add it!
Παράγωγο του ρ. μουνουχάω, αναφέρεται στο ευνουχισμένο νεαρό κριάρι, που αποτελεί εκλεκτό μεζέ.
Σε πολλά χωριά, ο ευνουχισμός του αρσενικού ζώου εφαρμόζεται με στόχο τον έλεγχο των ορμονών, οι οποίες ως γνωστόν, προσδίδουν έντονη και δυνατή γεύση - μυρωδιά στα αρσενικά σφαχτάρια. Το μουνούχι, ευνουχισθέν γαρ, έχει σφιχτό κρέας αλλά λιγότερο έντονη γεύση και μυρωδιά, κοινώς γνωστή και ως βαρβατίλα.
Απόσπασμα από blog:
Παραμονή τ’ Αι Λιά στη Σαρακινάδα και το μουνούχι που ξεκοκαλίσαμε εξαιρετικό. Εορτάζων και Αμφιτρύων, ο Λιας Τσαμάκος και το σφαχτάρι, από τη στάνη του Κώστα Μερκούρη. Στο μαγείρεμα όμως, απ’ ότι έμαθα, έβαλε το χεράκι του, ο Σωτήρης ο Νικολόπουλος και σκέφτομαι σοβαρά, να τον προτείνω για αρχισέφ, σε γνωστή χασαποταβέρνα. Όλα εξαιρετικά, και του χρόνου πατριώτη, μόνο που θα ξανάρθω, με αυτοκίνητο που θα έχει μουσική, γιατί η χορωδία που είχε στο πίσω κάθισμα ο αντιδήμαρχος, παραήταν φάλτσα.
Got a better definition? Add it!
Είναι η κρεπερί που κάνει και γαμώ τις κρέπες.
Ρε μαλάκα. Πάμε να φάμε καμιά κρέπα της προκοπής στην Γαμησερί.
Got a better definition? Add it!
Ο χοντρός τύπος, εμφανίζεται κυρίως σε ανύποπτο χρόνο στις παραλίες τα καλοκαίρια χωρίς μπλουζάκι, με μαγιώ που του μαζεύεται ανάμεσα στα πόδια ενώ περπατάει, ενώ ταυτόχρονα προβάλει νοερά από πίσω η τριχωτή κωλοχαράδρα...
Ρε μαλάκα, σταμάτα να σαβουριάζεις λες και δεν υπάρχει αύριο, έχεις γίνει βόδι. Έχεις δει πρόσφατα τη κοιλάρα σου πως κουνιέται σα ζελεδάκι Γιώτης;
Βλ. και liposan, αβοκάντο, αρκούδα, βόιδαγλας, βους, βυζόχερος, εύχοντρος, θωρηκτό Ποτέμκιν, ιπποπόταμος, κινητό χασάπικο, κουμπαράς, κρεοπωλείο η αφθονία, Μπίλιας, μπόγος, ντουλάπα, ξίγκι, Οβελίξ, πατσοκοιλιάς, σμπόκος, τόφαλος, χοντρολίπαρος, χοντρομπαλάς
Got a better definition? Add it!