Selected tags

Further tags

Παλιοσχολίτικη έκφραση των 90's εμπνευσμένη από τις διαφημίσεις για τα γκοφρετάκια amaretti η οποία θέλει να δηλώσει ότι κάποιος δείχνεται υπερβολικά η ότι την βλέπει κάπως που δεν θα έπρεπε.

- Θα βγούμε με τον Νίκο σήμερα;
- Όχι ρε γάμησε τον. Βγαίνει με μια πατσαβούρα και την έχει δει amaretti να πούμε.

- Τι έχει πάθει αυτός τις τελευταίες μέρες.
- Ασ' τον, την είδε amaretti!

(1997) Διαφημιστικό / Amaretti

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πατσατζίδικο, όπου μπορεί να φάει κανείς πατσά, λέγεται κι έτσι ως ειρωνικό ψευδογαλλικό, κατά τα σουβλακερί, ουκρανιζερί κ.τ.ό.

  1. Ζήλεψε και παντρεύτηκε για δεύτερη φορά την ίδια γυναίκα ο μονόφρυδος γόητας συμφοιτητής. Ρε εδώ άλλοι παντρεύονται μία φορά και φτύνονται, εσύ πόσο μαζόχας είσαι; Και εκεί καλά περάσαμε πάντως, με γκεστ σταρ την σαβούρδα του estarian στο πεζοδρομιο (!) την οποία δυστυχώς έχασα καθώς έψαχνα για πατσαδερί. (Εδώ).
  2. Άκου πατσαδερί !!!! Μαλλον ηταν απο κανενα ξενυχτι...& θα πειναγε.... αλλα πατσα???? Δεν υπάρχει λέμε!!!!! (Από Φέισμπουκ).
  3. Τό χαλαρό αυτό πρόγραμμα έκλεισε στην πατσαδερί ''Τσαρούχας'' όπου και καταναλώθησαν γύρω στις 15 σούπες πάσης φύσεως (πατσάδες). (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στη γυμναστηριακή σλανγκ, ο γυμναζόμενος δηλώνει με αυτή τη φράση ότι βρίσκεται σε αυτό το στάδιο του γυμναστικού προγράμματος, κατά το οποίο αυξάνεται ο μυϊκός όγκος.

  1. Σε βλέπω πολύ δυνατό, σφίχτερμαν κανονικός έχεις γίνει!
    - Εδώ και δύο μηνές φορτώνω κρέας. Το καλοκαίρι θα είμαι τζετ!
  2. Πόσο καιρό θα μου πάρει να φορτώσω κρέας;
    - Αναλόγως του πότε θα κόψεις τις πίτσες..

Ορισμένες φορές η φράση διατυπώνεται ως "φορτώνω καλό κρέας". Όπου "καλό κρέας" υποδηλώνεται ο μυϊκός όγκος σε αντιδιαστολή με το "κακό κρέας", που σημαίνει το λίπος.

  1. Δεν μου κάνει πια καμία μπλούζα, αλλά χαίρομαι γιατί έχω φορτώσει καλό κρέας!
  2. Πήγα διακοπές και έχω πέσει. Άσε... φόρτωσα και κακό κρέας... σκατά όλα, σου λέω..

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο όρος αναφέρεται στον ανθρώπα-ταγάρι, κάτοικο του βλαχοδουκάτου, που συνδέεται με βαθειούς οσφρητικούς δεσμούς με την ξινίλα. Είναι δηλαδή ο βλαχοξινιόλας. Γράφεται με υ, αλλά και με ι και φυσικά προέρχεται από το δροσιστικό -πάλαι ποτέ βουκολικό- ποτό, ξινόγαλα.

-Συγνώμη κυριε ποιος ειστε και τι θετε?? :-P
γαλατας...!
ξινόγαλος είσαι, αλλά ας μη το κάνουμε θέμα..
-ΑΣΤΑΔΙΑΛΑ μαρη που θα με πεις και Ξυνογαλο!!
-ΕΙΣΑΙ ΜΩΡΗ ΞΙΝΟΜΑΡΙΑ
-σκατα να φας!!
-ΓΟΥΣΤΑΡΩ
-το ξερω ... σκατιαρα!!
-Μου'φτιαξες τη μέρα

Πηγή εδώ

Όμως έτσι λέγονται και οι Θεσσαλοί, όπως με τρυφερότητα φαίνεται στο 4ο παράδειγμα.

  1. Είναι & κάτι άτομα που όλα τους πειράζουν ... ξυνόγαλοι ... (εδώ)

  2. Πολύ δυνατός Έλληνας ο @EUROTSOPANIS τραχανοπλαγιάς Ξυνόγαλος, ούτε ξέρει τι του γίνεται, είναι στο μοτίβο "είπα-ξείπα χέζω την παρόλα μου". (εδώ)

  3. Καλά έκανε κι ευχαρίστησε και τον Καμμένο. Ο μόνος που τον στήριξε. Όχι σαν τις κακιασμένες τσούχτρες, τους ξινόγαλους τους άλλους.

  4. -Κι όπως λέμε εμείς οι θεσσαλοί, υπάρχουν οι χαζοί, οι μισοχαζοι αλλά οι χειρότεροι είναι οι χαζομισοχαζοι. Beat that Einstein
    -πατρίδα ρε κ ας είμαστε κ ξινόγαλοι!! (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το υπερθετικό της φέτας, δηλ. η πανάσχημη γυναίκα, το αρχιμπάζο, η πατσαβουρέξ.

Ίσα μωρη φέτα!

Καλά, δεν υποφέρεσαι με τίποτα... Δεν είσαι φέτα τελικά, λάθος διατύπωση -είσαι ΑΡΧΙφέτα !!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η επιτομή της κρητικής γαστριμαργικής φιλοξενίας. Η φράση σημαίνει προφ "θα φάμε αυτά που βρίσκονται πρόχειρα" (αυτή η προχειρότης θα μας φάει), "θα βολευτούμε εκ των ενόντων". Τα οποία ενόντα, τουλάχιστον στην Κρήτη είναι πολυάριθμα όντα. Και με πολλές γνωριμίες. Μιλιούνια, στίφη, ορδές λέμε. Αλλιώς δεν εξηγείται που θυμάμαι από τα παιδικάτα μου κάτι ντάλα καλοκαιρινά συγγενικά τσιμπούσια στα ενδότερα του νομού Χανίων με κάτι βρισκούμενα πιλάφια και σαλάτες και πατάτες και όρνιθες και ψητά κουνέλια και τυριά και τηγανίτες ΓΙΑ ΠΡΩΙΝΟ ρε πστ.

Κι είναι και παρεξηγιάρηδες οι σύντεκνοι πανάθεμά τους. Άμα δεν πρηζόσουνα σα βόιδι σε κάθε τέτοιο (διαδοχικό) τραπέζωμα, το έφεραν βαρέως και προσβληνόσαντε, ότι και καλά προτίμησες τους προηγούμενους κι αυτούς τους έχεις στο κλάσιμο...

Ασσίστ: Ο Βάνιας που μου άνοιξε την όρεξη.

...στου Ολύμπου την αυλή, στους μουσαφιραίους φιλεύουμε τα βρισκούμενα και Θεσσαλία

Τραγουδώντας "ήρθε ο καιρός να φύγουμε..." επιβιβαζόμαστε στα αυτοκίνητα για το γυρισμό, αφήνοντας πίσω μας ένα κομμάτι της ψυχής μας προσφορά στην αυθεντική φιλοξενία του αγίου, που μας φίλεψε το βρισκούμενο... και Ρούμελη

Έχουμε συνηθίσει στις συναντήσεις εργασίας να βρίσκονται στο τραπέζι της συζήτησης καφεδάκια, πορτοκαλάδες και βουτήματα. Όταν, όμως, η συνάντηση εργασίας γίνεται στο Δήμο Μυλοποτάμου, αυτομάτως τα βρισκούμενα... αναβαθμίζονται! και Κρήτη

Φαγητό-επινόηση μάλλον και τούτο , για να χρησιμοποιηθούν τα βρισκούμενα, η παραγωγή του κηπάκου που διατηρούσε κάθε οικογένεια στο παρελθόν. ξεκοιλιαζόμαστε

Φτιάξαμε ένα μενού με βάσεις στην διατροφή των παλιών, "λίγο απ' όλα" και τα "βρισκούμενα". με συνέπεια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην τουρκομερίτικη μαγειρική σημαίνει τσιγαρίζω, σοτάρω ελαφρώς. Ήτοι τοποθετώ το θύμα (συνηθέστερα κρέας, λαχανικά) σε σκεύος με μικρή ποσότητα λίπους* και ισχυρή φωτιά και το αρχίζω στα νταηλίκια. Κι εκείνο ζαρώνει από το φόβο του και μαζεύεται.

Γενικά, η εγχρωμάτωση των αψύχων – ειδικά των τροφίμων - με ζωηρά ανθρώπινες ιδιότητες είναι γλωσσική συνεισφορά των προσφύγων εξ ανατολής που αγαπάνε και την μαγειρική και την καλοφαγία και φυσικά τη ορεκτική κουβέντα γύρω από την ετοιμασία του φαγητού (εν είδει προπαρασκευής και παρουσίασης της τροφικής πανδαισίας που θα ακολουθήσει).

Το φοβέρισμα λοιπόν είναι μια χημική αντίδραση μεταξύ στοιχείων που περιέχονται ήδη στα φοβεριζόμενα τρόφιμα και δη των αμινοξέων (δομικά στοιχεία των πρωτεϊνών) και των αναγωγικών σακχάρων (γλυκόζης, φρουκτόζης κ.λ.π) τα οποία με τη συνδρομή τής (άνω των 140°C - κατά άλλους άνω των 149°C) θερμοκρασίας και με επιταχυντή το λίπος, οδηγούνται τελικά στη μη ενζυμική****** αμαύρωση των τροφίμων, γνωστή (τοις πάσι φτύνουσι τα μπούτια των) και ως αντίδραση Μαγιάρ.

Προφανής στόχος του φοβερίσματος μπορεί να είναι το μαλάκωμα των λαχανικών ή η θωράκισή του κρέατος, όμως τελικός και αδιαφιλονίκητος σκοπός******* είναι η επίτευξη του οικείου χρώματος(να ροδίσει ρε αδερφέ) και εκείνης της (πόρνης σε οίστρο) οσμής που σε κάνει να πεινάς σα σκυλί ατάιγο, ενώ το φαΐ είναι μόλις τρία τέταρτα της ώρας μακριά από το τραπέζι. Συνεπώς το σπάσιμο της μύτης και η οφθαλμική στύσις - που προκαλεί το μαγειρευάμενο έδεσμα - συντελείται δια του σχηματισμού των "σκουροχρώμων και οσμηρών μελανοϊδινών" που παράγονται από την άνω χημική αντίδραση των αμινοξέων με τα σάκχαρα – και φτύσ’ τα μπούτια άλλη μία.

σ.σ: Λένε ότι η μαγειρική είναι αλχημεία και η ζαχαροπλαστική χημεία και η αλήθεια είναι ότι στην κουζίνα γίνονται όντως παπάδες σε μοριακό επίπεδο. Από το φοβέρισμα, στο καραμέλωμα (παραφοβέρισμα για περισσότερο χρόνο σε θερμοκρασίες πέραν του σημείου τήξης του προϊόντος), στο καρβούνιασμα και τελικά την αποσύνθεση, γίνεται κατανοητό ότι η μαγειρική τέχνη εξελίχθηκε σε επιστήμη, για καλό ή για κακό μας. Το συλλογικό ενδιαφέρον βέβαια εστιάζεται σ’ αυτά που βλέπουμε και κυρίως σ’ αυτά που γευόμαστε. Η όλη κατάστα θυμίζει Γιώργο Κωνσταντίνου που δε θέλει να το μάθει, αλλά να το φάει. Εισάγομαι εις το τριπ λόγω επειδή έχει γιομώσει η Ελλάς, ναούμ, από διατροφολόγους που σου πετάνε χημικές ορολογίες με τρομακτική ευκολία και σε βαθμό που να μπερδεύονται οι πcεκασμένοι αν η πατάτα είναι ορυκτός πλούτος ή γαρνιτούρα. Τι να λέμε τώρα, το'να τ' άλλο ξέρω γω. Φτύνω μπούτι μια γρήγορη και μπαίνω στο παράδειγμα.

Γιώργος: Τι κάνεις εκεί;
Πλάτων: Τι κάνω.. Δε βλέπεις; Φοβερίζω το κρεμμύδι...
Γιώργος: Πρόσεχε μη σ’ ακούσει το σκόρδο και τα πάρει.

*Όσο μικρότερο το ποσοστό της υγρασίας του μείγματος, τόσο πιο γρήγορα επιτυγχάνεται το φοβέρισμα. Εξού και το σχολαστικό, στέγνωμα ή μακρόχρονο σούρωμα των προς φοβέρισμα υλικών. Ισχύει περαιτέρω ότι η προσθήκη άλλων υλικών που περιέχουν οξέα ή βάσεις (λεμόνια, μαγειρικές σόδες) ή που θα επιβραδύνει ή που θα επιταχύνει αντίστοιχα την αντίδραση. Σε αφυδατωμένες συνθήκες πάντως(σκόνες αυγών, γάλακτος κτλ) και χωρίς τσιγάρισμα, λαμβάνει χώρα ένα ξεκούδουνο αποτέλεσμα φοβερίσματος αν και το προϊόν βρίσκεται σε θερμοκρασία περιβάλλοντος. Είχε παρατηρηθεί από τους αμερικανούς στρατιώτας κατά τον 2ο ΠΠ και κατά τα λεγόμενα, φάγανε τα αρχίδια τους οι επιστήμονες να βρουν γιατί συνέβαινε. Το βρήκαν κι έκτοτε πέφτει συντηρητικό με τη σέσουλα στις σκόνες και στα λοιπά αφυδατωμένα.

** Αντιθέτως αν το μαύρισμα είναι ενζυμικό (όπως λ.χ στα τραυματισμένα, δαγκωμένα, πετσοκομμένα φρουτολαχανικά) τότε το προϊόν επηρεάζεται και αισθητικώς και ποιοτικώς, κοινώς δε σου κάνει κέφι, επειδής το ένζυμο βρίσκει και τη χώνεται στο υπόστρωμα διακορεύοντας την οργανική του προϊόντος ενότητα (φτου φτου). Έρχεται καπάκι κι ο ατμοσφαιρικός αέρας και παρέα με το ένζυμο πάνε το φρουτολάχανο παρτούζα (επέρχεται η οξείδωσις που λέμε και στο χωριό) στην γειτονιά των Αγγέλων. Εντέλει θα το πιούμε σε χυμό, όλα τα ψήνει το μαντέμι.

***Στη βιομηχανία τροφίμων δια του φοβερίσματος του Μαγιάρ και εν συνεχεία δια της αποικοδομήσεως του Στρέκερ(ατύπως το υπέρ-παραφοβέρισμα, η "έκθεση των τροφίμων σε εξαιρετικά υψηλές θερμοκρασίες") επιτυγχάνεται η απομόνωσις των εξ ων συνθέτουν τας φοβερισθείσας θροφάς. Άπαξ και απομονωθούν αλδεΰδες κλπ ύποπτα υποκείμενα, οι εφαρμογές φαντάζουν απεριόριστες. Με κάνα εφτάρι άνθρακες, μισή ντουζίνα υδρογόνα κι έναν άσσο οξυγόνο, φτιάνεις άχρωμο ή κιτρινωπό υγρό με οσμή πικραμυγδάλου.
Παρόλα τα φαινομενικώς θετικά που απορρέουν από το φοβέρισμα, ο κανών λέει ότι το αμινοξύ, που αντιδράει, χάνεται- συνεπώς μειώνεται και η θρεπτική αξία των παραγώγων του φοβερίσματος. Ως δε προς τα ενδιάμεσα προϊόντα της αποικοδόμησης Στρέκερ, αυτά εξακολουθούν να ερευνώνται ως προς τους μεταλλαξιγόνους παράγοντες που ενδεχομένως κονομάνε. Έχει δίκιο το παππούδι που φωνάζει "μην τα τρώτε φτούνα ρεεε" κι ας μην ξέρει ακριβώς γιατί.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σλανγκιο-μαγκιόρικη παραλλαγή της έκφρασης "καλύτερα να το ντύνεις, παρά να το το ταΐζεις". Όπως και η ορίτζιναλ, η εκδοχή αυτή χρησιμοποιείται για να περιγράψει τα πολύ φαγανιάρικα παιδάκια που τρώνε τον αγλέορα και χορτασμό δεν έχουνε.

Η αρχική φράση έχει το νόημα ότι στην περίπτωση των παιδακιών* που είναι σβόλια και τρώνε τον πατέρα τους και τη μάνα τους, η συνήθης σχέση ανάμεσα στο κόστος των παιδικών ρούχων (υψηλό) και στο κόστος του φαγητού των παιδιών (υποτίθεται υποφερτό) αντιστρέφεται, με το δεύτερο να κοστίζει περισσότερο**.

Η πιο μπρουτάλ και αντι-παιδαγωγική εκδοχή την οποία καταγράφω, δεν πετυχαίνει την έμφαση μέσα από την υπερβολή μιας κανονικής σχέσης που αντιστρέφεται, αλλά (α) μέσω περιττολογίας, γιατί προφάνουσλυ από την άποψη κόστους είναι καλύτερα, δηλαδή φτηνότερο, να χαστουκίζεις το παιδί παρά να το ταΐζεις (τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα). Υπό αυτήν την έννοια, της περιττολογίας, θυμίζει και την έκφραση "καλύτερα πλούσιος και υγιής παρά φτωχός και άρρωστος". (β) μέσω σκανδάλου, του να χαστουκίζεις ένα παιδί που ζητάει φαγητό. (γ) του συνδυασμού (α) και (β).

(Στο καφενείο, στου Ψυρρή, στη λιακάδα, παππούς παίζει τάβλι με έτερο παππού, του οποίου ο 4χρονος εγγονός παρίσταται).

Παππούς 1: (στα ζάρια) Καλώσ' τα!
Εγγονός: Παππού, ζαμπόν!
Παππούς 2: Τώρα θα πούμε στην κυρά - Μαρία να φέρει κι άλλο.
Εγγονός: Παππού, ψωμί.
Παππούς 1: Τι είναι τούτος ρε συ, καλύτερα να του δίνεις χαστούκια, παρά να τον ταΐζεις.
Παππούς 2: Άιντε παίζε τώρα.
Παππούς 1: Μα νηστικό σ' αφηνει ο παππούς λεβέντη μου.


*διαλεκτικός γραμματικός τύπος: ο συγγραφέας του ορισμού είναι από τα Χανιά της Κρήτης, όπου τα υποκοριστικά του ουδετέρου έχουν γενική, π.χ. παιδάκι - παιδακιού, παιδάκια - παιδακιών.

**Βέβαια, αυτό είναι μάλλον το κανονικό και μάλιστα για όλα τα παιδιά, αφού τα παιδιά θέλουν κάθε μέρα φαΐ, και πάντα έκανα εικασίες ότι αυτή η παροιμιώδης φράση είτε εκφράζει την οπτική γωνία του νονού, για τον οποίο τα ρούχα του παιδιού κοστίζουν περισσότερο από το φαγητό τους, εφόσον αυτό δεν είναι υποχρεωμένος να τους το παρέχει, ή ότι ίσως προέρχεται από μια εποχή τέτοιας φτώχειας και ένδειας όπου το κόστος των ρούχων ήταν εξωφρενικά μεγαλύτερο από το κόστος του φαγητού, επειδή τα ρούχα γενικά ήταν κάτι σαν είδος πολυτελείας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ντομάτα στα καλιαρντά. Ο Ηλίας Πετρόπουλος (Τα Καλιαρντά, 1971) θεωρεί ότι προέρχεται από στρεβλό ανασυλλαβισμό της λέξης ντομάτα.

Αλλά μ έφερε ο κυρ Ανέστης απ το μαναβικο φρέσκες κομόντες και να σου κάνω μια κομοντοσεμελόριζα-τουρλού (=αγγουροντοματοσαλάτα) και μπουνιές στο όλιο άμα θες. (Από καλιαρντομπλογοτέχνημα).

Ομόηχη λέξη βέβαια χρησιμοποιείται επίσης στα ελληνικά για να αποδώσει το έπιπλο commode.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ακούστηκε σε στρατόπεδο της Ελληνικής επικράτειας γύρω στο 1996-1997. Επιφώνημα και προσκάλεσμα για χαλαρότητα, λούφα και γενικά καλοπέραση, ίσως ρίχνοντας τα βάρη στους άλλους, μια φιλοσοφία που εστιάζει στη γείωση των όποιων μιλιτέρ προβλημάτων. Ο συνδυασμός ηρεμιστικών χαπιών τα οποία προσφέρουν την προσδοκούμενη ντάγκλα και το κλασικό σνακ των ελληνικών δυνάμεων έχει ως αποτέλεσμα μια κατάσταση ζεν η οποία αντισταθμίζει τη δύσκολη, και καλά, ζωή των στρατιωτών μας.

Και καμπάνα να φάμε δεν πειράζει μάγκες, αρντάν και κρουασάν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified