Further tags

Ο τελευταίος Ινδιάνος αρχηγός των Τριχάτσι, που μαζί με τον αδερφό του, τον Κουλό Κουρέα, δώσαν την ηρωική άλλα άνιση μάχη της Τριχόπτωσης απέναντι στις στρατιές του Χεντ και του Σόλντερς και, μη μπορώντας να κάνουν την τρίχα τριχιά, ηττήθηκαν κατά κράτος.

Εμβληματική μορφή του last stand, ο αρχηγός με το πεντακάθαρο μέτωπο και την παροιμιώδη χωρίστρα, γράφτηκε στις χρυσές σελίδες του Καραφλού Γένους, πέφτοντας μαχόμενος χωρίς ζελέ και με τη χτένα παρθένα.

Προδομένος από τις Μοίρες, που στη γέννα του αντι να κλώθουν, κρατούσαν ψιλή, άφησε σε όλους εμάς τους επιγόνους του βαριά την παρακαταθήκη της λεβεντιάς και της ασκητικής αποχής από το ζελέ, καθώς και την αίσθηση της τραγικής ειρωνίας μιας φύσης που σου δίνει έξτρα τεστοστερόνη για να πηδάς περισσότερο, αλλά φροντίζει αυτή να σου ρίχνει τα μαλλιά για να μη βρίσκεις γκόμενα.

Είρων ως το τέλος, στην εκτέλεσή του, αντί για παπά ζήτησε κουρέα και έβαλε να γράψουν στον τάφο του: «Αν οι τρίχες είχαν αξία, δε θα φυτρώναν και στον κώλο».

Εγώ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λογοπαίγνιο του ονόματος των γνωστών ηρώων της Marvel για να δηλώσει τους ομοφυλόφιλους. Αγγλικής προελεύσεως λέξη εκ του ex (πρώην) και men (άντρες). Μπορεί να χρησιμοποιηθεί και στον ενικό για να δηλώσει τον έναν ομοφυλόφιλο (προφάνουσλυ).

Η έννοια της λέξεως ενισχύεται από τη φράση-ατάκα της τελευταίας ταινίας X-Men: First Class (Πρώην Άντρες: Η πρώτη Γενιά): «Mutant and proud!» (Μεταλλαγμένοι και περήφανοι!). Η φράση αυτή αν συγκριθεί με το (σ)λόγκαν των διαφόρων gay parades «Gay and proud!» (ομοφυλόφιλοι και περήφανοι), κάνει εμφανή την ομοιότητά της και προβληματίζει το θεατή για τα μηνύματα που περνούν οι χολυγουντιανές παραγωγές μέσω της μεγάλης οθόνης.

Κάπου στο Γκάζι δύο μυστήριοι τύποι προχωρούν συζητώντας:
- Και του λέω του Χαραλάμπη «Ξυρίσου βρε! Πώς θα σε κυκλοφορήσω έτσι στην παραλία;!»
- Κατάλαβε τον και συ λίγο, δε χρειάζεται να δείξεις τα νύχια σου!
- Ε, μα και αυτός με τόση τρίχα πλέκει πουλόβερ!

Διερχόμενοι βαρυμαγκίτες:
- Μάγκες σύρμα... πλακώσανε οι X-men... τοίχο τοίχο και προσεκτικά...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Όταν κάποιο θέμα ή κάποια υπόθεση προχωράει αργά. Εμπνευσμένο από τα αργά, μακρόσυρτα και ατελείωτα όπως οι ταινίες του γνωστού σκηνοθέτη.

  2. Σκηνοθέτης αμφιβόλου αξίας.

  1. - Είμαστε ένα μήνα με τη Μαρία και δε μου 'χει κάτσει. - Έλα ρε. Σ' το παίζει Αγγελόπουλος δηλαδή;

  2. Η δουλειά πάει Αγγελόπουλος.

  3. Κατά τη διάρκεια προβολής ταινίας (ο Θεός να την κάνει):
    - Ίσα ρε Αγγελόπουλε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βλάκας. Βλάχος. Χαζός.

Κοίτα ο αγκόπ φόρεσε καρτέπιλα στην πόλη.

Από τον παλιό ηθοποιό Φίλιο Φιλιππίδη, ή Αγκόπ. Αγκόπ είναι ένα από τα κοινά Αρμένικα ονόματα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Η γυναίκα, που όπως η Κάρε Ότις στην ταινία «Άγρια Ορχιδαία» κάνει τα αρχιδάκια του κάθε αρσενικού να παθαίνουν ταράκουλο από την υπερπαραγωγή σπερματοζωαρίων.

  2. Ο άνθρωπος που έχει μία ή περισσότερες από τις παρακάτω ιδιότητες σε άγριο βαθμό: αρχίδι, αρχιδόπουστας, αρχίδαμος, αρχιδολεβιές σπασαρχίδης ή και σλανγκαρχίδης-σλανγκαρχίδω.

Κάντε το τεστ του Vrastaman στο λήμμα σλανγκαρχίδης, ο - σλανγκαρχίδω, η κι αν έχετε 9 με 10 βαθμούς, τότε είστε άγρια (σλανγκ-)αρχιδαία, αγγλιστί: Wild Slang-orchid !

Άγρια Ορχιδαία & Αρχιδαία! (από Dirty Talking, 11/03/09)Άγρια Ορχιδαία απλώς. (από Dirty Talking, 11/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άνθρωπος εντελώς άσχετος με κάποιο θέμα, ο οποίος για κάποιον άγνωστο λόγο έχει άποψη και την υποστηρίζει και φανατικά σαν να είναι εξπέρ.

Προέρχεται από την ταινία «Ας περιμένουν οι γυναίκες» (βλ. μήδι) από την επική ποδοσφαιρική συζήτηση μεταξύ Ζουγανέλη και Μπουλά (ΠΑΟΚτζής και ΑΕΚτζής). Ο Ζουγανέλης υπονοεί στη σκηνή ότι η καταγωγή του Μπουλά (χωριό της Λακωνίας) είναι τέτοια που δεν του επιτρέπει να ξέρει από μπάλα, ότι κατέβηκε από την επαρχία, από τα βουνά που λέμε.

'Ηρθαν οι αγροκαλλιεργητές από τη Λακωνία, να μας μάθουν τι είναι πέναλτυ!

(από Fixit13, 08/12/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ειρωνική έκφραση προς άτομο που έχει άκρες στην εκάστοτε «εξουσία» ή την εύνοια της «εξουσίας», π.χ. αν έχει πουλήσει κάποια εκδούλευση.

1) (Από την ταινία «Της Κακομοίρας», ο Ζήκος διαπληκτίζεται με την κυρα-Δέσποινα)

- (κΔ) Βρε, πρέπει να ξέρεις ότι όταν λείπει ο κυρ-Παντελής εσύ είσαι υπεύθυνος εδώ μέσα, το ξέρεις;
- (Ζ) Και σένα τι σε νοιάζει μπορώ να μάθω;
- (κΔ) Με νοιάζει και με κόφτει, και για το μαγαζί και για τον κυρ-Παντελή, και πρόσεξε καλά κακομοίρη μου, γιατί έτσι και κουνήσω το μικρό μου δαχτυλάκι, σε αρπάζει ο κυρ-Παντελής απ΄ το γιακά και σε στέλνει πίσω στο κατσικοχώρι σου!
- (Ζ) Βέβαια, θα με στείλει οπωσδήποτε διότι εσύ τώρα, βλέπεις, έχεις και τα μέσα…
- (κΔ) Μέσα;
- (Ζ) Είσαι άνθρωπος της κυβερνήσεως!
- (κΔ) Ποιας κυβερνήσεως βρε;
- (Ζ) Κατόρθωσες και τελείωσες το συνοικέσιο του αίσχους, βλέπεις, γι΄ αυτό!

2)- Ρε σειρές, ποιος έχει έξοδο σήμερα για να πάμε για μπίρες; Είμαι καθαρός απόψε.
- Πάλι καθαρός Τσατσόπουλε; Εμ, τώρα πια βλέπεις είσαι άνθρωπος της κυβερνήσεως…
- Τις λες ρε;
- Εγώ τι λέω, αφού από τότε που του κάνεις τα κομπιουτερίστικα του Υπόδικα βγαίνεις κάθε τρεις μέρες καθαρός και εμείς μια φορά την εβδομάδα κι αν…

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο υπερβολικά κουρασμένος άνθρωπος, τόσο κουρασμένος και νυσταγμένος που μόλις βρει κρεβάτι θα πέσει όπως έπεσε ο Απόλλο στο Ρόκυ 4 μετά από τις μπουνιές του Ρώσου (βλ. βίντεο).

Επειδή θέλουμε να πιστεύουμε ότι ο Απόλλο στη εν λόγω σκηνή έπεσε για κάποιο σκοπό και άρα σαν ήρωας, Απόλλο μπορεί να είναι και αυτός που παπαρ' ότι όλες οι πιθανότητες να πετύχει το σκοπό του είναι κατά του, συνεχίζει και το παλεύει μέχρι που τελικά χάνει και αυτός ηρωικά όπως ο Απόλλο.

  1. - Το βράδυ είμαστε για πολλά ε; Σε θέλω δυνατό...
    - Μπα δεν το 'χω ρε, είμαι Απόλλο, θέλω να ψοφήσω.

  2. - Κοίτα τον πούστη τον Άρη πως χώνεται σαν την αρκούδα σε όλες τις γκόμενες.
    - Ναι αλλά στο τέλος... Απόλλο.

(από notheitis, 14/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται όταν θέλουμε να τονίσουμε την τάση ενός ατόμου να προδίδει. Το καρφί, ο δοσίλογος.

- Του είπα τι έγινε χθες και το μοιράστηκε με όλο τον κόσμο ο Αρτέμης Μάτσας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο προδότης, ο χαφιές.

Αρτέμης Μάτσας σε ταινίες Β' ΠΠ: -Παραδώστε τα όπλα σας, οι Γερμανοί μας αγαπούν, είναι φίλοι μας.

- Μη πεις του Μάτσα οτι ξενοπηδάω γιατί θα με δώσει στη δικιά μου.

(από Τσακ εις την μέσην, 12/12/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified