Further tags

ε.λ.π.α. δηλάδη αυτός που έχει να δει τσιτσι απ'τον καιρό του Πάγκαλου. Είναι δηλάδη Επικίνδυνος Λόγω Παρατεταμένης Αγαμίας..αλλιώς τον λες και ελπάριο..

Έλα πούσαι...θα πάμε μπαρότσαρκα...? Ναι,ναι,ναι...να δούμε κάνα μουνί,κάνα κωλί,κάνα βυζί...ξέ'ς... ....ρε μάγκα...?μπας και είσαι ελπα?

Got a better definition? Add it!

Published

Βιταμίνη G: Η βιταμίνη της σεξουαλικής δραστηριότητας, κυρίως στοματικής.

Βρίσκεται σε ερωτογόνα σημεία, τα επονομαζόμενα «σημεία G» του ανθρώπου και προσλαμβάνεται από τον ερωτικό παρτενέρ, κυρίως από το στόμα, με την λειχία των σημείων αυτών και με κατάποση των διαφόρων οργανικών παραγώγων τους και λιγότερο από τα γεννητικά όργανα (μέσω της τριβής μεταξύ των σημείων G των δύο ερωτοτροπούντων, μπορούν να μεταφέρονται μικρότερες ποσότητες της βιταμίνης, απ' ότι δια στόματος).

Μακροχρόνια έλλειψη βιταμίνης G εμφανίζει συμπτώματα όπως, άσπρισμα μαλλιών και τριχόπτωση, νευρωτικούς σπασμούς, τραύλισμα, εκνευρισμό κ.α. Συνώνυμο της έλλειψης βιταμίνης G: η αγαμία.

Η μερική έλλειψη βιταμίνης G εμφανίζεται όταν η σεξουαλική πράξη καταντά ανιαρή, καθότι ο παρτενέρ του πλήττοντος δεν ανταποκρίνεται στη φαντασία του και στις ανάγκες του και τον αφήνει να τα κάνει όλα μόνος του και κουράζεται, επομένως δεν αφομοιώνει ο οργανισμός σωστά τη βιταμίνη.

  1. - Φίλε, κάτι πρέπει να κάνουμε φέτος, έφτασα 35 και ακόμα προσπαθώ να ρίξω κανένα πιτσιρίκι, αλλά με ζορίζουνε, δεν μου κάθονται εύκολα, θέλουν χρόνο [κουλουπού]...

  2. - Φίλε, κάνε κάτι διότι έχεις έλλειψη βιταμίνης G και αυτό φαίνεται στη συμπεριφορά σου... Έχει αγριέψει το πρόσωπό σου. Κυνήγα καμιά θεία, που δεν θα σε δυσκολέψει και θα έχει και τις ίδιες απαιτήσεις με σένα, μπας και εξομαλυνθεί η λειτουργία του οργανισμού σου και ηρεμήσεις λίγο...

Προσαρμόζοντας το β παράδειγμα// Φίλε Γρηγόρη, έχεις έλλειψη βιταμίνης G , έχει αγριέψει το πρόσωπο σου... (από GATZMAN, 13/09/10)(από Τσακ εις την μέσην, 25/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καβλόρδα, η (ουσ.). Η ξαφνική υπέρτατη πείνα που κυριεύει ένα θηλαστικό μόλις αντικρύσει ή συλλογισθεί τον πραγματικό ή δυνητικό ή φανταστικό σύντροφό του. Η παρουσία φαγητού είναι προαιρετική.

- Παίρνω άδεια από τη μονάδα, γιατί τρεις μήνες είχα να τη δω. Μου γύρισε το μάτι από την καβλόρδα. Δεν ήξερα αν ήθελα να την πηδήξω ή να τη φάω.

- Και σκάει η Βεατρίκη με χειροπέδες και νουτέλα.
- Πω ρε φίλε, καβλόρδα!

- Έβλεπα στον ύπνο μου τη Λέα Σεϊντού να τρώει παγωτό ξυλάκι και με είχε πιάσει μια καβλόρδα, πού να στα λέω.

Got a better definition? Add it!

Published

Η νόσος του καληνυχτάκια. Συνήθως ορίζει την κατάσταση στην οποία βρίσκεται κάποιος που δυσκολεύεται να βρει ερωτική σύντροφο διότι σε κάθε ραντεβού, την συνοδεύει μέχρι το σπίτι της όπου, χωρίς να προβεί σε οποιαδήποτε εκδήλωση ερωτικής επιθυμίας, την καληνυχτίζει.

Διαφήμιση της Gilette, διά στόματος Ζουγανέλη, ο οποίος διαγιγνώσκει την αρρώστια κάποιου ερωτικά αποτυχημένου:

«...οξεία καληνυχτοπάθεια!»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ξενέρωτη γκόμενα. Ντεκαβλέ. Ψυχρή συναισθηματικά και ερωτικά, και συνεπώς άπαρτη.

Βλ. -μούνα.

Από το νέτι:

-Καμια κρυομουνα ξενερωτη ψευτοσεμνοτυφη γκομενα θα εισαι! Απο μπροστα παρθενα και απο πισω μπαινουν τρενα! Αντε και γαμησου ρε τσολι ...

-Η καλεσμένη Σπεράντζα Βρανά χαρακτήρισε ανύπαντρη 35άρα τηλεθέατρια που επί 5 χρόνια δεν είχε σχέση, «κρυομούνα».

-Ποιο να'ναι το αντιστοιχο του «μαλακοκαυλης»για τις γυναικες; Υποθετω«κρυομουνα»;

Η πιο κρυομούνα από τα Bond girls. (από Khan, 28/11/12)

βλ. και παγόμουνο, ice queen

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκ του πολυτραγουδισμένου γαμοσλανγκοτέτοιου β' συστατικού -μούνα και του λαρδί, που σημαίνει «κομμάτι ζωικού λίπους, κυρίως χοιρινό, που διατηρείται και καταναλώνεται παστό ή καπνιστό» (δες). Ετυμολογικώς το λαρδί αποτελεί αντιδάνειο: < μεσαιωνική ελληνική λαρδί(ο)ν, υποκοριστικό του (ελληνιστική κοινή) λάρδος < λατινική lardum (=αλατισμένο/ παστωμένο κρέας) < αρχαία ελληνική λαρινός (=παχύς, λιπαρός).

Τη λέξη διασώζει η Ιωάννα Καρυστιάνη στο μυθιστόρημα Μικρά Αγγλία (εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 1997) ως χρησιμοποιούμενη στην Άνδρο. Υποτίθεται ότι η ηρωίδα, η Μοσχούλα, ήταν σλανγκομούνα before it was cool και προσπαθούσε στα εφηβικά χρόνια της να κρυφακούει και να καταγράφει εν συνεχεία σλανγκιές, μεταξύ των οποίων και το λαρδομούνα.

Η σημασία της σλανγκιάς δεν μου είναι απολύτως σαφής. Αφενός φέρεται να σημαίνει μια γυναίκα που «έπιασε ξίγκι» στο μουνί της, λόγω πολυχρόνιας αγαμίας, -συνήθως επειδή ο άντρας της ήταν ναυτικός και έλειπε καιρό στα ξένα-, και που ωσεκτουτού είναι λιγωμένη για σεχ. Αφεδύο φαίνεται να συνδέεται γενικότερα με μια χοιρινή jouissance, να δηλώνει ζουμπουρλού με την καυλή έννοια ή λιπαρό και αφράτο μουνί. (Τα δύο βέβαια αλληλοσυμπληρώνονται). Ως γαμησιάτικο μπινελίκι χρησιμοποιείται και στη μοναδική του εμφάνιση στον γούγλη.

  1. Χίλιες σκούνες και μαούνες λιγωμένες λαρδομούνες (έκφραση που διασώζει η Ιωάννα Καρυστιάνη στο μυθιστόρημα Μικρά Αγγλία, εκδ. Καστανιώτης, Αθήνα 1997, σ. 101).

  2. Όταν η Μόσχα ήταν έντεκα δώδεκα και δεκατριών ακόμα, πονηρευόταν, την έτρωγε η περιέργεια, κι όποτε η μάνα της, αραιά και πού, έπαιρνε το πανεράκι με ό,τι άρραφτο κι έβαζε πλώρη για της Μούραινας ή όπου αλλού μαζεύονταν όλες και το ασυμμάζευτο στόμα πρώτη και καλύτερη, έβρισκε αφορμή να ορμήσει άξαφνα κι ό,τι αρπάξει το αυτί της, τα αντέγραφε σε μικροσκοπικά χαρτάκια και πρωταγωνιστούσε κατόπιν στην παρέα με Κατίνα, Κική, Μαρί, ο πούτσος του κατάρτι, εξήντα αρχίδια στο βαπόρι ίσον τριάντα άντρες πλήρωμα, λαρδομούνες επειδή πιάνανε εκεί ξίγκι, αμάλαγες μήνες και χρόνια, η Αργεντινή βγάζει τις καλύτερες κουβέρτες γιατί είναι μπουρδέλο και σκέφτονται μόνο το κρεβάτι κι επίσης το πολύ λεμόνι του νησιού ξινίζει το φιλί, καμιά φορά και το πουτί. (Ibid, σ. 24)

  3. Το πήρε κατάκαρδα που ο άντρας της, που θα ήταν τάχατες μαγκωμένος εσαεί στη φάκα της κιλότας της, δε θα γύριζε ποτέ, τζάμπα και ολόσωμο τάμα στη θαυματουργή εικόνα της Θεοσκέπαστης, ο άσωτος ένστολος σε στάση προσοχής, αραίωσε από μόνη της τις συγκεντρώσεις κι ένα απόγευμα ζήτησε συγγνώμη κι έκλεισε την πόρτα της, είχε χάσει οριστικά την ευρηματικότητά της σε ερωτόλογα και απαγορευμένα, σιωπηρά είχε παραδώσει τη σκυτάλη στη χήρα του Νικηφόρου που είχε κι αυτή περάσει προ πολλού το φράγμα των εκατό οκάδων, λαρδομούνα εκ γενετής μα με λιγότερο ταλέντο από της προκατόχου. (Ibid, σ. 130)

4. Αναμφίβολα, υπάρχουν πολλές επικίνδυνες ράτσες. Επιγραμματικά θα αναφερθώ:
- στον τραγικό φορτηγατζή, ο οποίος έχει περισσότερο το νου το στο φραπέ που ισορροπεί πάνω στο τιμόνι, ενώ εστιάζει στο δρόμο μόνο και μόνο για να σφυρίξει σε οποιαδήποτε γυναίκα δει, θεωρώντας ότι κάθε γυναίκα αισθάνεται κολακευμένη και σίγουρα θα ανοίξει τη πόδια της για να τη γαμήσει ένας άπλυτος τύπος που οδηγεί φορτηγό αν της φωνάξει «μανούλι μου», «να ήμουν κιλότα με γλώσσα», «τι βυζόθρες είναι αυτές μανάρα μου», «κούνα την κωλάθρα σου λαρδομούνα μου» και άλλα εξίσου τρυφερά.

Στο 1.07 "το μουνί της Γεωργίας Βασιλειάδου πασαλειμμένο με λαρδί είναι άσχημο" ως ένα κλικ λιγότερο εμετικό από το απόλυτο ξερνάντερο. (από Khan, 13/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φαινομενικά πάμψυχρη γυναίκα. Αυτή η οποία, από το βλέμμα της μέχρι τα τρίσβαθα του κόλπου της, δείχνει ακίνητη σα μαρμαρωμένη -και κρύα σαν το μάρμαρο. Από τις πιο σπάνιες περιπτώσεις χαρακτήρων (έχει δει κανείς ποτέ;). Προσοχή: όχι η μπλοκέ γυναίκα που είναι σεξουαλικά ψυχρή ή που είναι αντικοινωνική και κρύβεται πίσω από μια ανέκφραστη όψη. Μιλάμε πάντα για αξιοπρέπεια, κύρος και απόλυτο έλεγχο.

Ο παραμυθένιος αυτός χαρακτηρισμός δεν βγάζει λοιπόν απέχθεια, ούτε καν μπορεί να καταχωρισθεί ως Πρόστυχος ή Σεξιστικός. Είναι τίτλος. Εγείρει το δέος και τον σεβασμό, ακριβώς όπως και το μάρμαρο -ως πέτρωμα, ως αξία, ως χρήση.

Μια μαρμαρομούνα είναι μεγάλη πρόκληση. Αν σε δεχθεί (όχι «υποκύψει»!), έχεις καταφέρει όσα λίγοι. Και αξίζεις πολλά. Άρα η μαρμαρομούνα είναι κάτι ανώτερο και της αρχοντομούνας, θα λέγαμε ο υπερθετικός βαθμός της. Το δε παγόμουνο είναι εντελώς τελείως άλλη κλάση, όπως λέει ο jonas στο λήμα-ασίστ ice queen.

Τι γίνεται τώρα κάτω από την μαρμάρινη αυτή όψη και πόζα, δεν μπορούμε να ξέρουμε. Οι λίγοι που μάθανε δεν μπορούν να εξηγήσουν.

Παραθέτω και το χότζειο σχόλιο του ice queen:

Ιταλικά λέγεται fica di marmo = μαρμαρομούνα. Ως «βασίλισσα του χιονιού» λέγεται και στα τούρκικα, αλλά δε θυμάμαι πώς.

- Ρε συ, έχει χαθεί ο Στέλιος, έχεις μάθει νέα του, είναι καλά;
- Δεν ξέρω, είναι τελειωμένα ερωτευμένος με μια μαρμαρομούνα, το παλεύει, γράφει ποιήματα κι ετς τώρα.

(από Khan, 19/05/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αντροπαρέα που όλοι είναι μπακούρια και δεν μπορούν να χωθούν για να δούν άσπρη μέρα. Βγαίνουν βράδυ και είναι λες και κατεβαίνει ομάδα μπάσκετ. Η νέμεσις του μπράβου στην Πόρτα. Συνοδεύεται από μεγάλη δόση μιζέριας, αγαμίας και μαλακίας, ενώ μόνιμο θέμα συζήτησης σε θεωρητικό πάντα επίπεδο, είναι αι Γυναίκαι, καθώς θεωρούνται κάτι άγνωστο και ταυτόχρονα άπιαστο, κάτι σαν άλυτο μυστήριο. Σε περίπτωση που μπει στον ζωτικό τους χώρο κοπέλα ή ακόμα και γριά οι μισοί θα κοκκινίσουν και οι άλλοι θα γρυλίσουν, ενώ όλοι θα καταπιούν την γλώσσα τους. Συνηθισμένη κατάσταση για νεαρούς εφήβους που δεν έχουν αποβάλει ακόμα την έννοια της αγέλης. Σε περίπτωση που ο ηλικιακός μέσος όρος είναι άνω των 22 προτείνεται ομαδική αυτοκτονία.

- Πω ρε πούστη δεν την παλεύω άλλο, πάλι μπακούρια Α.Ε. θα βγούμε; Στάνταρ θα φάμε πόρτα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σλανγκασίστ από σαπιοσέξουαλ.

Αυτός που γαμάει κυριολεκτικά (Α) ή μεταφορικά (Β) με το μυαλό του.

Στην πρώτη περίπτωση πρόκειται για αυθεντικό σαπιοσέξουαλ.

Στη δεύτερη διακίνουμε δύο υποπεριπτώσεις:

Υποπερίπτωση Β1. Αυτός που το μυαλό του γαμάει, δηλ. σκίζει, πετάει. Αυτή εκφεύγει των στόχων του παρόντος.

Υποπερίπτωση Β2. Αυτός που λόγω αντικειμενικών ή υποκειμενικών δυσκολιών, συνουσιάζεται μόνον "κατά νουν" ιστοριζόμενος, παλαιάς, ενδόξους εποχάς.

Παλιά έβλεπα με τα μάτια και γαμούσα με τον πούτσο. Τώρα βλέπω με τον πούτσο και γαμάω με τα μάτια! Έχω καταντήσει μυαλογάμης.

(Κλασσική έκφραση, παράπονο αλλά και "ψάρεμα" φιλοφρονήσεων του τύπου "τι λες αγάπη μου, εσύ είσαι σούπερ" από άνδρες κάποιας ηλικίας. Υπονοεί τον συνδυασμό πρεσβυωπίας και ελαττωμένης σεξουαλικής δραστηριότητας).

-Τι; Θέλεις κι άλλο; Εσύ δε μού'λεγες πως γαμάς με το μυαλό μόνο;

-Βασικά είμαι μυαλογάμης, επειδή δεν βρίσκω. Άμα βρω όμως ΓΑΜΑΩ!

(Διασκευή από παλιό ανέκδοτο.)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το συσσωρευμένο και, ενδεχομένως, πηγμένο σπέρμα που προκύπτει από εκτεταμένη ξηρασία, μακρά περίοδο αγαμίας.

Απαιτείται ιδιαίτερη προσοχή κατά τη διάρκεια της σεξουαλικής επαφής μετά από τέτοιες περιόδους ξηρασίας (αν και όταν, με το καλό), καθώς κομμάτια μυτζήθρας είναι δυνατόν να προκαλέσουν τραυματισμούς καθώς εκτοξεύονται από το ανακουφισμένο πέος μαζί με τα υπόλοιπα φλόκια.

Συνίσταται η χρήση ειδικής καπότας από κέβλαρ.

- Κάνε κανά ψυχικό ρε Ματούλα! Κοντεύω να ανοίξω τυροκομείο από τη τόση μυτζήθρα που έχει μαζέψει το παπάρι μου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified