Further tags

Κυρία άνω των πενήντα, με εμφάνιση και ντύσιμο πορνοστάρ, που κάνει μπαμ από χιλιόμετρα μακριά ότι ψάχνει απεγνωσμένα για άγριο και αχαλίνωτο σεξ.

Κατ' επέκταση κάθε γυναίκα ώριμης ηλικίας που ντύνεται και στολίζεται σαν εικοσάρα, προκαλώντας τους άντρες αλλά και τις ...συνομήλικές της.

Κι εκεί που την είχα στήσει στην άκρη του δρόμου και έκανα ωτοστόπ, σταματάει ένα κάμπριο με δυο καυλόγριες μέσα, άλλο πράμα σου λέω ρε φίλε! Έμεινα κάγκελο, δεν ήξερα τι να κάνω!

Βλέπε και gilf / τζιλφ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Να έχεις, ως γυναίκα, απαραιτήτως έναν σύντροφο. Δε νοείται ζωή γυναίκας χωρίς άντρα. Για λόγους ηθικούς, κοινωνικούς, ιδεολογικούς, ιστορικούς, προσωπικούς, παραδοσιακούς, ό,τι.

Τώρα τι θα είναι αυτός, ας είναι και ξύλινος. Αδιάφορο.

Παλιά ρήση.

Παρομοίως για τους άντρες, αλλά με πιο συγκεκριμένο νόημα: τρύπα νά 'ναι κι ό,τι νά 'ναι.

- Δεν μπορώ βρε Χρύσα μου, δεν τους αντέχω, είναι όλοι μαλάκες, άσε που ροχαλίζουν, κλάνουν, φτύνουν, θέλουν συνέχεια να γαμάνε, τρώνε τον άμπακο, το σπίτι είναι μια ζωή τριμπούρδελο, ε δεν είναι πράμα αυτό, θέλω την ησυχία μου!
- Κανόνισε μη γίνεις καμιά ξεμειναμένη. Άντρας, κι ας είναι και ξύλινος.

Τέτοιος ξύλινος μάλιστα! Γεια στα χέρια του Τζεπέτο! (από Khan, 28/06/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο φρικαλέος οχετός εμετικών χυδαιοτήτων που ακολουθεί αλιεύθηκε σε αυτόματο τηλεφωνητή. Διαβάζετε με δική σας ευθύνη, καθώς είναι σαφές ότι ο αποστολέας του μηνύματος δεν παίρνει αιχμαλώτους, οι δε τραυματίες...... Από τα συμφραζόμενα πιθανολογείται βάσιμα ότι η μάλλον έντονη αυτή αντιπαράθεση προέκυψε λόγω μιας διαφιλονικούμενης θέσης στάθμευσης.

(Ζητώ συγγνώμη για την καταγραφή).

Ρε ξεφτιλισμένο μουνόπανο ρε γαμημένο αρχίδι ξεκωλιάρη σε μένα ρε πήγες να πουλήσεις μούρη γαμώ τον χριστό σου κάτι γαμιόλες σαν και τα μούτρα σου τις έχω για τον πούτσο μου ρε καριολόπουστα εμένα ρε θα μου πιάσεις τον κώλο ρε σκατίφλωρα γαμώ το μουνί που σε πέταγε ρε καραπούσταρε να πεις και στη γκαργιόλα σου να ρθει να την ξεκωλιάσω την παλιοχαμούρα και σένα ρε πούστη θα σου κάνω τον πάτο να χωράει τριαξονικό ρε μπινέ θα βλαστημήσεις την ώρα που βγήκες από το μουνί της τσιμπουκλούς της μάνας σου ρε πουτσογλείφτη που έχεις φραπεδιάσει όλο το Αιγάλεω ρε ξεσκισμένε που ανοίγεις την κωλοτρυπίδα που έχεις για στόμα και τρέχουνε τα φλόκια ποτάμι φέρε και τον μαλάκα τον ξάδερφό σου τον σφίχτη τον γαμιά σου να του πω κι αυτουνού για το μουνί της παναγίας του πισωγλέντη έτσι και ξαναφήσεις το μπρίκι σου κάτω απ' το δέντρο θα στο βάλω στο γκώλο ρε μουνί να πάρεις τη χαλαμαντάρα σου και να την παρκάρεις στη σούφρα της αδερφής σου της μπαζόλας ρε μαλακισμένο άντε τίναξε το γκώλο σου να πέσουν οι καπότες δεν έσκασα πενήντα χιλιάρικα για τη τζιπούρα για να χω το παπάρι σου να μου πιάνει τη σκιά θα σε γαμήσω με συρματόβουρτσα ρε μαλάκα σκατά να φας μωρή πουτσοκαθίστρα λούγκρα θα φέρω τα κολλητάρια μου από τη χρυσαυγή να σου το κάνουνε το μπουρδέλο σου ίσωμα και να σου δώσουνε το κωλάντερο στο χέρι άμα ξαναφήσεις σημείωμα στο μπαμπρίζ ή ξαναπλησιάσεις τ' αμάξι μου θα φας ψωλιά διαπλανητική ρε βρομόμουνο σκατοκουράδα κωλογαμημ (τέλος διαθέσιμου χρόνου ηχογράφησης).

(Καριολίκια είναι οι βρισιές).

  1. «Εχω κάνει και φυλακή, κύριε Παπαδάκη μου, και τέτοια καριολίκια δεν τα έχω ακούσει, τι λέτε τώρα...» Απαράδεκτος

  2. [...]ερχόταν και αντικανονικά ο παπάρας [...] Ενιωθα το μηχανάκι να γλυστράει...άφηνα τα φρένα για λίγο για να ξεμπλοκάρει ο τροχός...και το έσωσα...Μετά από τα καριολίκια που του έσουρα...Προσπάθησα να ηρεμήσω λίγο...και χαρβαλόστομος

  3. Μου ήρθε να αρχίσω τα καριολίκια αλλά δε θα βγαινε και τίποτα αλητάμπουρας.

Θεϊκοί Υπότιτλοι #1 ("Orange is the New Black") (από Galadriel, 05/07/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύνθετη λέξη, αποτελείται από τον πούτσο και την κατάληξη –κλέτα, δανεική και συντμημένη από τη μοτοσικλέτα (motorcycle) ή τη μπισικλέτα (bicycle).

Προφανώς πρόκειται για συνένωση λέξεων με αλληγορικό νόημα. Από τη μία, ο φαλλός, που εκπροσωπείται από τη λέξη «πούτσος» και συμβολίζει τη σεξουαλική πράξη και την προς τα πάνω βλέψη, την ανόρθωση, τη δημιουργικότητα και από την άλλη η (μοτοσι)-κλέτα που αντιπροσωπεύει την ελευθερία, την περιπλάνηση, το ταξίδι. Σα να λέμε ταξιδιάρικο γαμήσι ή γαμιώντας ταξιδεύεις.

Ακούγεται συνήθως από άνθρωπο που έχει στην κατοχή του (ή έστω του αρέσουν) δίκυκλα μηχανοκίνητα ή μη οχήματα, εις περίπτωση ήντινα επιθυμεί όπως επιβιβάσει νεαρά κορασίδα χαλαρών ηθών. Βέβαια, υπάρχει πάντα ο κίνδυνος να χαρακτηριστεί, από την τελευταία, ως χυδαίος μαλακοκαύλης, κάφρος τσουτσουνοπαίχτης και γενικά μουνόδουλος φαντασιωσιόπληκτος. Για το λόγο αυτό η ηχητική ομοιότης μεταξύ πουτσοκλέτας και άλλης –κλέτας σώζει την κατάσταση, όπως εξάλλου διαφαίνεται και εις το παράδειγμα (1) του λήμματος.

Εις άλλη περίπτωση χρησιμοποιείται η ίδια λέξη για να εκφράσει τον ξυλοδαρμό (ο οποίος πολλάκις συνδέεται με τη συνουσία) με τη μετακίνηση, κοινώς «σε πάω γαμιώντας», «σε γαμάω κωλοφεράντζα» κλπ. παράδειγμα (2) του λήμματος

Άλλη ενδεχόμενη χρήση του όρου, είναι κατά τη μετατροπή ενός φυσιολογικού, κατά τα φαινόμενα ανδρικού μορίου, εις πουτσοκλέτα. Αυτό συμβαίνει καθώς εκαυλώθει το εν λόγω μόριο από τυχόν πιπινοκαυλάκι περαστικό και πρόστυχο και μετατράπηκε σε όχημα που μαρσάρει έτοιμο να εκτοξευτεί πυραυλοκίνητο. παράδειγμα (3) του λήμματος

  1. -Κοπελιά φαίνεται να σ’ αρέσουν οι βόλτες, τι λες πάμε μια βόλτα;
    - Μπα! Και με τι θα πάμε βόλτα ρε καρμοίρη;
    - Ανέβα στην πουτσοκλέτα και θα δεις τον κόσμο μ’ άλλο μάτι…
    - Α να χαθείς, χυδαίε.
    - Γιατί βρε κοπελιά, χιλιάρα μηχανή λέμε…

  2. Κακα τα ψεμματα...αν ο καραφλας ειχε ενα κρανος θα τους εβγαζε πουτσοκλετα εξω μονος του! Αυτη η αγελοποιηση και η μηδεν προσωπικοτητα μου φερνει εμετο! Καταφεραν να στρεψουν την κοινη γνωμη υπερ του χρυσαυγιτη...(εδώ)

  3. Πουτσοκλέτα μαs τον έκανεs! (εδώ)

Πουτσοκλέτα πρωτότυπο 1 (από VAG, 11/07/12)Πουτσοκλέτα "η εξέλιξη" (από VAG, 11/07/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το χύσι και την ντουλάπα. Αποθήκη σπέρματος. Χρησιμοποιείται για την έχουσα πολλούς ερωτικούς συντρόφους.

Πότε θα ωριμάσουμε επιτέλους σεξουαλικά σαν έθνος; Όλες φοβούνται να μας δείξουν τα ταλέντα τους φοβούμενες κάποιο ηλίθιο κοινωνικό στίγμα σε σχέση με τη σεξουαλικότητα. Ξαφνικά η κάθε χυσοντουλάπα έγινε πριγκιπέσσα!

Στο 1.30 το παράδειγμα (από Khan, 24/02/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραζει, με τους ανάλογους χαρακτηρισμούς βέβαια, τα προσόντα μιας γυναίκας. Εμπνευσμένο από λαϊκο άσμα.

Κώστας: - Δικέ μου, κοίτα κάτι μπαλκόνια που έχει αυτός ο μούναρος!!
Νίκος: - Όντως... Έχει άριστη βυζική κατάσταση...

(από HardcoreGR, 25/03/13)"Έχεις βυζιά, μπαίνεις παντού". Αλλά με λίγη φαντασία μπορεί να διαβαστεί και ως "βυζίκ". (από Khan, 27/01/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λαϊκιστί: της πουτάνας το κάγκελο.

-Γάμησέ τα. Χθες στο πάρτυ έγινε της επί χρήμασι εκδιδόμενης το κιγκλίδωμα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αποφάσισα να εισαγάγω το παρόν λήμμα, αφού άκουσα τον πατέρα μου να το χρησιμοποιεί. Η προέλευση είναι πελοποννησιακή (όπως πολλές αξιόλογες εκφράσεις) και χρησιμοποιούνταν κατά κόρον από τη μακαρίτισσα τη γιαγιά μου. Η χρήση της παθητικής μετοχής ως ουσιαστικό τονίζει την ουσία της πράξης: αποτελείται από το ουσιαστικό σκύλα και το ρήμα «πηδάω», με αναφορά στη γενετήσια πράξη. Απλά, περιγράφει αυτή που πηδιέται σαν σκύλα.

Ως γνωστόν, όταν τα θηλυκά σκυλιά βρίσκονται σε οίστρο ζευγαρώνουν με περισσότερα του ενός αρσενικά, με αποτέλεσμα να μην γνωρίζουμε ποιος αρσενικός είναι τελικά ο πατέρας. Έτσι λοιπόν και η σκυλαπηδημένη συνευρίσκεται ερωτικά με πολλούς άνδρες, ωσάν σκύλα που «σούρνει», χωρίς όμως να στοχεύει στην αναπαραγωγή του είδους, αλλά στην ευχαρίστηση.

Η τηλεόραση και τα πρότυπα που εδώ και χρόνια προωθεί παραπέμπει συχνάκις σε «σκυλαπηδημένες» διαφόρων κατηγοριών και υφών. Η κρίση θα λέγαμε ότι ευνοεί την τάση προς αυτή την κατεύθυνση και για λόγους βιοπορισμού και κάλυψης εξόδων και χαρατσιών.

Μπορεί να χρησιμοποιηθεί και σε σύντμηση ως «σκυλαπήδω».

  1. - Βάλε να δούμε ειδήσεις. - Δεν γίνεται, ξεκινάει νέο reality σήμερα. - Κάνε μου τη χάρη μωρέ, θα καθόμαστε να παρακολουθούμε όλες τις σκυλαπηδημένες βραδυάτικα... Βάλε να δούμε ειδήσεις...

  2. Αποκλείεται να πάω για μπάνιο ξανά κυριακάτικα και να ψάχνω να
    βρω ξαπλώστρα στο λιοπύρι, από τις σκυλαπηδημένες που τις μαζεύουν για να ακουμπούν τα πράγματά τους... Σπίτι και πάλι σπίτι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτή που «περιποιείται» τους πάντες. Αλλιώς, η παρτόλα.

- Σοβαρά; Την έχει πηδήξει κι ο Γιώργος την Ελένη;
- Ποιος Γιώργος ρε, τη μισή γειτονιά έχει πάρει. Γυναίκα ασθενοφόρο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αποκαλείται έτσι η Μύκονος, ως το κατ' εξοχήν gay-friendly νησί.

Σχετικά: τρεντονήσι, Συκαρία, Τζιναβονήσι.

Βλ. και Μύκονος, λευτεριά στη βόρειο Μύκονο.

  1. και το μυαλο του, που τελευταια του επαιζε μυστηρια παιχνιδια, ανεσυρε παλιες μνημες απο τη ζωη που αφησε ανεπιστρεπτι πισω, απο τα οργια στο Πουστονησι, τα ατελειωτα παρτυ με ουζα και διαφορα αλλα ποτα πχ βερμουτ και βεβαια τον πρωτο του ερωτα, τοτε που το Λιλιαν δεν υπηρχε, τοτε που η υπαρξη του ολη ειχε κυριευθει απο ενα και μονο ενα πραγμα: την αγαπη του Βαγγελα, αυτου που η μητερα του δεν αφησε να παντρευτει στην Τηλο επειδη λεει ηταν κομμουνιστης. (Από την Ραψωδία Α΄ της Λιλιάδος, με ραψωδό τον acg).

  2. Σε καποια φαση η μια αρχισε να τραγουδαει κοροιδευτικα: η φιλη μου με εφερε στο πουστονησι,κανενας δεν θα μας γαμησει... Αυτο ηταν, απ τα γελια μου φυγε το ουισκι απ το στομα.αυτες με ακουσαν και σταματησαν για λιγο, μετα λεει η μια: και αυτος που γελαει πουστης θα ναι μωρη. Μου κοπηκε το γελιο. Σηκωθηκα, εβγαλα το κεφαλι απ το μπαλκονι και λεω. Αμα σκαρφαλωσω και σας σκισω το μουνι θα σας πω εγω. (H εμπειρία μου στην Μύκονο).

  3. Ας συμφωνησουμε και σε κατι αλλο: οι περισσοτεροι ειμαστε ομοφοβικοι του κερατα. Σα λαος δε γουσταρουμε τους πουστηδες, πως να το κανουμε; Δεν ειμαστε Ολλανδοι.
    Οποτε μια καλη λυση ειναι να δωσουμε το πουστονησι τη Μυκονο στις αδερφες τους ΑγγλοΓερμανους και ως ανταλλαγμα να μας απαλλαξουν απ'το χρεος μας. (Εδώ).

(από Khan, 15/08/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified