Further tags

Χρησιμοποιείται ως εναλλακτικό του πέφτουλα.

Ο καρχαρίας είναι συνήθως ένα συγκεκριμένο άτομο της παρέας, το οποίο, από την στιγμή της άφιξής του σε μια κοινωνική εκδήλωση (βλ. κλαμπ, μπαρ, καφετέρια) την πέφτει σ' όλα τα θηλυκά γύρω του.

Συνήθως, οι καρχαρίες είναι ετοιμόλογοι, εμφανίσιμοι, με πιασάρικες pick up lines και ιδιαίτερη επιτυχία στον ερωτικό τομέα.

Δεν χρησιμοποιείται για ομοφυλόφιλους.

- Πού σαι ρε τυρόπιτα; Πώς περάσατε χτες στο κλαμπάκι;
- Καλά ήταν στην αρχή, ρε φίλε. Είχα φέρει και θέμα να γίνουμε, αλλά μετά έσκασε ο Άρης ο καρχαρίας και την έπεσε σ' όλες και ξενερώσαμε.
- Καλά να πάθετε μαλάκες. Σας έδειξε τα δόντια του.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός θήλεος κυρίως. Γυναίκα αργή, πλην όμως επιβλητική. Μυαλό να πλέει στα πελάγη. Στήθος πλούσιο, περίσσια λίπους στο σώμα (φουλ τα οιστρογόνα). Δέρμα λευκό και ζουμερό. Σπινθηροβόλο βλέμμα της αγελάδος.

Κυρίαρχος προβληματισμός: γιατί δεν πιάνει το ντεκαπάζ; ποιος είναι ο αρχιτέκτων των χτιστών νυχιών; γιατί φουσκώνει ο καφές και ταυτοχρόνως χτυπάει το κουδούνι; και άλλα τέτοια υπαρξιακά.

Ο χαρακτηρισμός παραπέμπει στα θηλαστικά και μάλλον στα χαμηλότερα πατώματα της αλυσίδας, εκεί που σκέφτεται κανείς ένα χνουδωτό μαλακό πλάσμα, αραχτό, να θηλάζει οχτώ νεογνά, κρεμασμένα από τα βυζιά του.

Το αντίστοιχο σερνικό είναι «μάμαλος», αλλά εμπίπτει σε άλλη κατηγορία.

Δώρα: - Χτες πήγαμε στη Νίκη για καφέ. Τα τρίδυμα ξεσαλώναν, η ρωσίδα ήθελε να κάνει πάστρα, ήρθαν και τα μαστόρια για τις πόρτες, πέντε ώρες κάναμε να τον πιούμε, πολύ μαμάλω μωρέ παιδί μου.
Σοφία: - Δηλαδή τι έκανε; (άλλη μαμάλω αυτή).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για την προκλητική ανάδειξη αβυζαλέου ντεκολτέ εν είδει αντισταθμιστικού μέτρου από αχλαδομουνοπατσαβούρες, γκόμενες-γαρίδες, πεσκανδρίτσες, κ.α. να-μασάς-σκατά-και-να-φτύνεις-μποχλάδες.

Σε περίπτωση δε που η βυζαναδεικνύουσα τυγχάνει καλλίπυγος, το κλασικό αυτό τερτίπι συνοδεύεται με τσουπωτό ξεκωλτέ.

Αγγλιστί: tit flaunting.

Πάσα: Hodjas.

- Μπάει δε γουαίει, η κωλόκρυψη πάει χέρι-χέρι με την βυζανάδειξη (ιδίως όταν πρόκειται για βυζόμπαζο), προκειμένου να στρέφεται το βλέμμα του άρρενος αλλού. Πρώτη διδάξασα η Κλεοπάτρα, που πέταγε όξω το καλοσχηματισμένο της ζιβύ, για να μην προσέχει κανείς την protruding μυταρέλλα της...
(Ηodjas, εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άντρας του οποίου κάποια συγκεκριμένη συμπεριφορά ή αντίδραση θυμίζει πούστης.

Βλ. επίσης: Λουκία, λούγκρα, πουστάρα.

Όταν κάποιος χτυπήσει πολύ λίγο αλλά η αντίδρασή του είναι πολύ έντονη:

- Πόνεσες μωρή λούση;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα σπέρματα κατά την κατάποση.

-Ρε συ Βασιλική, κάνω δίαιτα αλλά ο Βαγγέλης θέλει να τα καταπίνω... Ξέρεις πόσες θερμίδες έχει το πεο-juice;
-Έχει αρκετές, αλλά τουλάχιστον είναι θρεπτικό!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λέμε για μια γκόμενα που θα κάνει τα πάντα για να πηδηχτεί.

Συνήθως είναι χοντρή, άσχημη και αγάμητη.

  1. - Κοίτα αυτή την πατσαβούρα πώς σε κόβει, εκεί στο μπαρ.
    - Αυτή είναι πέσε πούτσα να σε φάω ρε, δε βλέπετε;

  2. - Μήπως πάμε να το γαμήσουμε το πουρό, κοίτα πώς χαλβαδιάζει.
    - Ναι, πέσε πούτσα να σε φάω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κολλητός και αδελφικός φίλος του Μαστακουνά (συνήθως) Δημητρίου.

Αμφότεροι παρευρίσκοντο εις άπασας τας σπασαρχιδικές συζητήσεις ή νουθετήσεις.

Ετυμολογικά αυταπόδεικτο.

- Όστις συλληφθεί καπνίζων εις τας τουαλέτας θα οδηγηθεί πάραυτα εις τον Γυμνασιάρχην και αν δεν πάρει πενθήμερον αποβολή να μην με λένε Κωνσταντίνο Μπουλουγρή…
Από την μάζα των συγκεντρωμένων μαθητών: - Ιωάννης Μαστακλάνης.
Ο διπλανός του σφίγγοντας του το χέρι: - Μαστακουνάς Δημήτριος.
Ο Μπουλουγρής: - Ησυχία είπα, τι λέτε εσείς εκεί κάτω Δρακόπουλε;
Ο Δρακόπουλος/Μαστακλάνης: -Τίποτα, Κύριε καθηγητά, τίποτα…

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκτός από τα αγοράκια και τα κοριτσάκια, υπάρχουν και οι αγορίνες. Έτσι απλά και χωρίς πολλά - πολλά γιατί δεν θα μας πουν και ρατσιστές στο τέλος.

Απλά το καταγράφω, για ιστορικούς κυρίως λόγους. Μη πει κανείς στο μέλλον, μετά από 2-3 χιλιάδες χρόνια, όταν θα ανακαλύψει το slang στις ανασκαφές, ότι δεν το είχαμε.

Άνευ παραδείγματος...

Το χρησιμοποιούσε πολύ κι ο Χάρρυ Κλυνν στα \'80ς. (από Khan, 22/04/10)(από Πούτσαρς, 22/04/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχουν τουλάστιχον τέσσερεις μεγάλες κατηγορίεςσλανγκικής γουρούνας:

- Σε πρώτη αιτία θανάτου, έχουν ανέλθει οι… τετράτροχες «γουρούνες», με τα τροχαία να σημειώνονται το ένα μετά το άλλο.
(εδώ)

- ΔΕΝ ΝΤΡΕΠΕΣΑΙ ΛΙΓΟ ΝΑ ΛΕΣ ΕΥΤΥΧΩΣ ΠΟΥ ΠΕΘΑΝΕ ΚΑΠΟΙΟΣ. ΟΤΙ ΛΕΣ ΝΑ ΤΟ ΠΑΘΕΙΣ ΜΩΡΗ ΚΑΙ ΓΟΥΡΟΥΝΑ. ΑΠ ΤΟ ΘΕΟ ΘΑ ΤΟ ΒΡΕΙΣ...
(κράξιμο στα φωναχτά, εδώ)

- Γυναίκα: Αγάπη μου πάχυνα;
- Αντρας: Οχι μωρό μου, κούκλα είσαι..
- Γυναίκα: Μα όχι, έγινα σαν βόδι, έκανα κώλο, μπούτια, πώπω…χάλια…
- Αντρας: Οχι ρε μωράκι μου, είσαι πιο ωραία από ποτέ..
- Γυναίκα:Μην επιμένεις…Πάχυνα…
- Αντρας:Ε, καλα…Μπορεί να πήρες κανένα κιλάκι..σιγά…
- Γυναικα:ΤΙΙΙΙΙ;;; Με θεωρεις χοντρη; τέρας; γουρουνα;…(και εδω μπαίνουν τα κλαμματα….)
(ατάκες γύρω από το σεξ και την αγάπη, εδώ)

- Τα πυροτεχνήματα, τα βεγγαλικά και κροτίδες πάντως έχουν κάνει ήδη την εμφάνισή τους σε πάγκους μικροπωλητών, σε μίνι μάρκετ, σε ψιλικατζίδικα, σε περίπτερα, ακόμη και σε φούρνους. Μάλιστα οι γνωρίζοντες τα ζητούν με τις ειδικές ονομασίες τους όπως «γουρούνες», «σκορδάκια», «σφυρίχτρες», «κρακεράκια», «παγίδες» και άλλα.
(εδώ)

- Από αστυνομική πηγή έγινε γνωστό ότι ο συλληφθείς στη Μήλο, πριν από τη σύλληψή του, τηλεφώνησε στη μητέρα του και της είπε να κρύψει τις «γουρούνες». Στην κατοχή του βρέθηκαν αυτοσχέδιοι εκρηκτικοί μηχανισμοί, που αποκαλούνται «γουρούνες», ενώ ίδιοι μηχανισμοί κατασχέθηκαν στο εργαστήριο της μητέρας του στην οδό Σόλωνος 94, στην Καλλιθέα.
(εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μουνί, το μπουγαδοκόφινο. Κυρίως στη φράση «της μάνας σου ο μπουγαδοτρίφτης» (στην πυργιώτικη slang).

- Τι μουνάρα είσαι εσύ, μάνα μου!
- Της μάνας σου ο μπουγαδοτρίφτης, παλαιόπουστα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified