Further tags

Αφενός είναι ο καναπές, όπου κάθεται ο κώλος μας αναπαυτικά, ή η πράξη ή συνήθεια του καθισιού, της ραστώνης, νωθρότητας, απάθειας, ή ο ίδιος ο καναπεδάκιας.

  1. Κατέβηκα στην προκυμαία και περπάτησα μέχρι το λιμάνι, διαδρομή που κάναμε παλιά για να ξεμουδιάσει ο κώλος μας από την κωλοκαθίστρα. (Εδώ).
  2. Το σημαντικότερο εδώ να σημειώσω, είναι ότι θα ξελακουβιάσει η καρέκλα που από την κωλοκαθίστρα έχει αλλάξει χρώμα. (Εδώ).

Αφεδύο είναι η γυναίκα ή κόρη που προσφέρεται για πρωκτογάμευση, που κάθεται με τον κώλο. Και κατά μεταφορική επέκταση ο κάθε ηττημένος, διασυρμένος, συντετριμμένος, ξεφτιλισμένος.

Έβαλε δυο γκολ στην Κ20 και την κωλοκαθίστρα Ιτάνζ. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ιδιαίτερα προσβλητικός χαρακτηρισμός για μάζεμα-συνονθύλευμα-κοπάδι από πούστηδι (αλλά όχι απαραιτήτως γκέη τοιούτωνε). Πρόκειται για τουμπανιζέ εκδοχή (δια του τουρκομερίτικου υπερθετικού "καρά-") του μπινελικίου πουσταριό.

- Χα! Θυμηθηκα τώρα δα, τον γίγαντα τον Γεωργίου, όταν σε μά εκπομπή του είχε βγεί φρικαρισμένος, σχολιάζοντας κάποια Eurovision, όπου έβγαιναν και σχολίαζαν γιά τη συμμετοχή μας όλοι οι ... ξέκωλοι! “Τι καραπουσταριό ηταν αυτό ΡΕ?” και κατέληγε: “OΞΩ πούστη και άσχημε...” (εδώ)

Επίσης καραπουσταριό μπορεί να χαρακτηρίζει και άτομο μόνο του που έχει την περί ής ο λόγος ιδιότητα σε ακραίο βαθμό, π.χ.:

- Γαμώ την Παναγία σου αρχίδι, παλιομπινέ, καραπουσταριό, κλπ. κλπ. Ασφαλώς κατάλαβες ότι είμαι ο Κώστας (ρώτα τώρα μη σου γαμήσω, "ποιος Κώστας;") παλιομαλάκα αρχισυντάκτη που βρήκες την ώρα να μας κάνεις πλάκες. Λοιπόν, παλιοκαριόλη άκου και δώσε βάση.... (εκεί)

Βλ. και αντίστοιχες σλανγκιές εις -αριό: αρχιδαριό, ελληναριό, καρακιτσαριό, καράπουταναριό, καραπουτσαριό, λουμπεναριό, φασισταριό, κλπ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ανύπανδρη μεγαλοκοπέλα που γεροντομουνιάζει, η εναπομείνασα εις το ράφι, η αραχνομούνα, η γεροντοκόρη.

- Ναι, είμαι μία γεροντομούνα. Γιατί ντρέπομαι να το πω, γιατί φοβάμαι να εντάξω αυτή τη λέξη ακόμα και στον εσωτερικό μου μουνόλογο;

Ντοπιολαλιά τση ορεινής Αρκαδίας, καταγεγραμμένη στο υπέροχο έργο του αείμνηστου Τζίμη Τσαφαρά, Λαγκαδινό Λεξικό (Εκδ. Μέθεξις, Θεσσαλονίκη, 2013), σ. 44.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φτάνω σε μεγάλη ηλικία χωρίς να παντρευτώ, αραχνομουνιάζω, γεροντοκοριάζω, καθίσταμαι γεροντομούνα.

- Πάει, γεροντομούνιασε κι αυτή, γέρασε πιο άπαρτη κι απ' την κορυφή των Ιμαλαΐων...

Ντοπιολαλιά τση ορεινής Αρκαδίας, καταγεγραμμένη στο υπέροχο έργο του αείμνηστου Τζίμη Τσαφαρά, Λαγκαδινό Λεξικό (Εκδ. Μέθεξις, Θεσσαλονίκη, 2013), σ. 44.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καρακλασικός προσβλητικός χαρακτηρισμός για μάζεμα-συνονθύλευμα-κοπάδι από κατίνες.

- ΖΟΥΡΑΡΙΣ ΣΤΗ ΒΟΥΛΗ! «Μπουρδολόγιο, βλακόμετρο και κατιναριό, ε άι σιχτίρ πλέον»! (εδώ)

- «Ένα ιστορικό κόμμα το μετατρέψατε σε κατιναριό! ….Κατίνες Κατίνες Ελλάδος! Καταντήσατε ένα κόμμα κατινίστικο» ήταν τα "βαριά" λόγια του αντιδημάρχου που προκάλεσαν «θύελλα» αντιδράσεων από την πλευρά της Λαϊκής Συσπείρωσης. (εκεί)

Επίσης κατιναριό μπορεί να χαρακτηρίζει και άτομο μόνο του που έχει την περί ής ο λόγος ιδιότητα σε ακραίο βαθμό, κυρίως στα πλαίσια κατινάζ ή ξεκατινιάσματος π.χ.:

- Μπράβο κατιναριό Παπαγιάννη !!! (εδώ)

- Δημήτρης Λιγνάδης: Ημιμαθής κουλτουριάρα, μίζερη και… κατιναριό η Διαβάτη... (εκεί)

Βλ. και αντίστοιχες σλανγκιές εις -αριό: αρχιδαριό, ελληναριό, καρακιτσαριό, καραπουταναριό, καραπουτσαριό, λουμπεναριό, παπαδαριό, σταλιναριό, φασισταριό, κ.ταλ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Xαρακτηρισμός για μάζεμα-συνονθύλευμα-κοπάδι από πιπίνια.

- ΠΑΝΕΤΟΙΜΕΣ ΚΑΙ ΠΑΘΙΑΣΜΕΝΕΣ… Τρεις μόνο παίκτριές της έχουν γεννηθεί τα έτη 1983, 1984 και 1985, οι υπόλοιπες δε «παίζουν» μεταξύ των ετών 1991-1998. Κάτι ανάλογο με το roaster του ΑΣ ΜΑΚΕΔΟΝΩΝ…«Πιπιναριό» με ευρωπαϊκή στόφα δηλαδή… (εδώ)

- Stepan συγχαρητήρια, άντε να έχουμε και γιατρό στο φόρουμ, έχουμε και ηλικιωμένους εδώ (γκουχ γκουχ)
- Βρε τους καημενους ...θα πρεπει να αισθανονται πολυ ασχημα με ολο αυτο το πιπιναριο εδω μεσα :laugh:
(εκεί)

Επίσης, πιπιναριό μπορεί να χαρακτηρίζει και άτομο μόνο του που έχει την περί ής ο λόγος ιδιότητα, π.χ.:

- για καποιο λογο, σε ειχα για μεγαλυτερο...
- ε, από τα πιπιναριά με τα οποία κυκλοφορεί, μεγαλύτερος είναι :-)
(εκεί)

- κανει ομως παρεα με κατι τρελα πιπιναρια και γουσταρω να χωθω, για να τα κερασω τα σωματικα υγρα μου. (εκεί)

Βλ. και αντίστοιχες σλανγκιές εις -αριό: αρχιδαριό, ελληναριό, καρακιτσαριό, καραπουταναριό, καραπουτσαριό, κατιναριό, λουμπεναριό, παπαδαριό, σταλιναριό, φασισταριό, κ.ταλ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ειδική περίπτωση μπάζου. Προς το ασχημούλα, αλλά όχι απελπιστικά, και μάλλον συμπαθητική. Στην κλίμακα γαμευσιμότητας βρίσκεται μακρυά απ' το κακό μπάζο, που δεν της τον δίνεις ούτε τα χριστούγεννα (για την καλή πράξη), αλλά πιο μακρυά και απ' τη μουνάρα.

Κοντά στο νηστίσιμη, με μια δόση συμπάθειας.

- Τη γνώρισες την Πέπη που σου έλεγε η δικιά μου τελικά;
- Ναι, μπαζάκι είναι ρε γαμώτο... Είναι ψηλή όμως, και μ' αρέσουν οι ψηλές. Μου ρίχνει ένα κεφάλι.
- Εσύ της έριχνες ένα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επίθημα που κατεξοχήν αναφέρεται σε αυτοκίνητα ή σε γυναίκες: επίθημα για άντρες.

Στην πρώτη περίπτωση αφορά την κίνηση των τροχών του τουτού και αντικαθιστά έτσι το επίθημα -κίνητο (μπροστοκίνητο, πισωκίνητο, τετρακίνητο) της καθομιλουμένης.

ολα τα αυτοκινητα εχουν την χαρη τους και αλλα φτιαχτηκαν να ειναι μπροστινα αλλα πισινα και αλλα τετρακουνες

από φόρουμ

Στη δεύτερη περίπτωση αναφέρεται στα οπίσθια της κυρίας, και αποτελεί έτσι συνώνυμο του -κώλα, αλλά με θετικότερες συνδηλώσεις. Έλκει σαφώς από την κινησιολογία που κατά το κλισέ παρατηρείται σε θελκτικά θήλεα, όρα σεισοπυγίς, σεινάμενη-κουνάμενη, τσακίσματα-κουνήματα και τοιαύτα κλασικά. Δεν είναι και πολύ διαδεδομένο, αν και έχουμε στο σάιτ ήδη τη χαμηλοκούνα, πάντως θα μπορούσε ν' ακουστεί ας πούμε το εξής:

- Λέλοοοο... Μωρουλίνιιι;... Θα έρθεις να μου ανεβάσεις το φερμουάαααρ;...
- Τουρλοκούνα μου εσύ... κάτσ' κατεβάσω μία το δικό μου και βλέπουμε.

Καθότι δηλωτικό θηλυπρέπειας, χρησιμοποιείται εύλογα και για άνδρες ομοφυλόφιλους.

ΤΕΤΟΙΑ ΜΟΥΝΑΡΑ ΧΡΕΙΑΖΕΤΑΙ ΑΛΗΘΙΝΟΥΣ ΑΝΤΡΕΣ ΜΕ ΣΤΑΝΤΑΡ ΠΟΥΤΣΟΥΣ ΓΙΑ ΝΑ ΤΗΝ ΞΕΣΚΙΖΟΥΝ. ΚΑΙ ΒΕΒΑΙΑ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΝ ΝΑ ΤΗΝ ΙΚΑΝΟΠΟΙΟΥΝ ΟΙ ΦΛΩΡΟΙ ΤΟΥ ΚΩΛΟΝΑΚΙΟΥ ΚΑΙ ΟΙ ΠΙΣΩΚΟΥΝΕΣ ΣΤΗ ΜΥΚΟΝΟ

από τσοντοσάιτ

Προφανώς, η σχέση γκόμενας και αυτοκινήτου, όπως αυτή συλλαμβάνεται στο τυπικό φαντασιακό του σημερινού ανδρός, κατά τα δημοφιλή περιοδικά(...), είναι τόσο καλά σφυρηλατημένη, ώστε τα όρια μεταξύ -κίνητου και -κώλας συχνάκις να συγχέονται —επίτηδες-ξεπίτηδες, το ίδιο πράμα.

Οι καλύτερες γκόμενες όπως και τα καλύτερα αυτοκίνητα,είναι πάντα πισωκούνες.

από τουίτερ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γκόμενα.

(προφανώς συνδέεται με τους υπάρχοντες ορισμούς, αλλά βλέπουμε ότι το λήμμα μπορεί άνετα να καλύψει μεγαλύτερο εύρος περιπτώσεων)

- Θα έρθεις σήμερα μαζί μας ρε;

- Μπά όχι ρε, βαριέμαι. Δεν έχω και λεφτά...

- Ναι, αλλά θα είναι και η ξαδέρφη της Νίκης.

- Έλα ρε, σοβαρά; Αν είναι καλό κουλούρι έρχομαι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναίκα που γκρινιάζει και παραπονιέται, που έχει παράλογες απαιτήσεις εξαιτίας της αγαμίας.

-Έλα νωρίς το πρωί να φτιάξουμε την παραγγελία της αγαμίδου, γιατί θα μας πρήξει τα αρχίδια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified